Άτιτλο κεφάλαιο 2

Εκείνο το απόγευμα του Απριλίου, ο Αντώνης ο γιος του Εντισθένη και της Γιουστίνης οδηγούσε το αυτοκίνητο του μια mercedes- benz w105 με κατεύθυνση το σπίτι της Αργυρούς μιας συμπαθητικής ηλικιωμένης κυρίας. Εκείνη ζούσε  σε μια φτωχογειτονιά εκτός του Ναυπλίου, αρκετά μακριά απ΄ την κατοικία του Αντώνη γόνου μεσοαστικής οικογένειας που κατάφερε τα τελευταία χρόνια να πλουτίσει αρκετά χάρη στην αποδοτική δουλειά του Εντισθένη.

Ο νέος πάρκαρε κάτω από μια βουκαμβίλια με το που έφτασε στον οικισμό της Αργυρούς.  Η Αργυρώ ήταν η ξαδέλφη της γιαγιάς του που μέχρι και σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, τα 65 δούλευε στο νοσοκομείο ως νοσηλεύτρια. 

  Η μητέρα του Αντώνη μετά τη γέννα του έπαθε μια σοβαρή λοίμωξη και παρόλο που δεν είχε ακόμα συνηθίσει την επάνοδο της στο σπίτι, έπρεπε να ξαναμεταφερθεί στο νοσοκομείο. Η Αργυρώ τότε προσφέρθηκε να βοηθήσει την ταλαιπωρημένη γυναίκα, χορηγώντας της ένα θεραπευτικό μείγμα βοτάνων που παρασκεύασε η ίδια με τη βοήθεια έμπειρων συναδέλφων της. Χάρη σε αυτό, η μητέρα του Αντώνη Γιουστίνη ένιωσε καλύτερα και μπόρεσε να πάρει νωρίτερα εξιτήριο.

Ο Αντώνης μαθαίνοντας για αυτό, δεν μπορούσε να μην νιώσει ευγνωμοσύνη για την κυρία αυτή καθώς έσωσε τη ζωή της μητέρας του, η οποία χωρίς το φάρμακο κινδύνευε να αποκτήσει κουσούρι στον οργανισμό της λόγω της σφοδρότητας της ασθένειας. Η Γιουστίνη δεν συμμεριζόταν τη συμπάθεια του γιου της για την πρώην νοσηλεύτρια καθώς την αντιμετώπιζε περιφρονητικά.

Φοβόταν πως ο γιος της θα άρχιζε να κάνει παρέα με όλους τους απόρους, αντί να συναναστρέφεται με ανθρώπους του κύκλου του κάθε φορά που επισκεπτόταν τον οικισμό. "Αν είναι δυνατόν, σε ποιο σύμπαν ευγενείς επιδιώκουν τόσο στενή φιλική σχέση με φτωχούς" σκεφτόταν πάνω στην απελπισία της.

  Ο Αντώνης θεωρούσε πως άνθρωποι σαν την Αργυρώ άξιζαν την καλοσύνη και ευγενικές χειρονομίες όπως η προσφορά τροφίμων, το χρηματικό δάνειο όταν αντιμετώπιζε δυσκολίες. Η Αργυρώ αισθανόταν άβολα αρχικά με την ευεργετικότητα του νεαρού, αλλά δεχόταν όσα της πρόσφερε ευχαριστώντας τον. Της τόνιζε ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσε να προσφέρει δεδομένου ότι έσωσε τη ζωή της μαμάς του.

Μακάρι να προσπαθούσε και εκείνη να της συμπεριφερθεί με την ίδια τρυφερότητα. Αφού παρέδωσε αυτή τη φορά στην ηλικιωμένη ένα βάζο με μαρμελάδα που ετοίμασε η οικονόμος του σπιτιού του και δεν ήθελε να πάει χαμένο, συζήτησε μαζί της στο κήπο του μικρού σπιτιού της και αναχώρησε πριν το μεσημέρι.

  'Οταν έφτασε στο Ναύπλιο και περίμενε σε μια διασταύρωση  πρόσεξε την όμορφη Ρένα να σταματά ξαφνικά, περιμένοντας να ξεκινήσει αυτός με το αμάξι του και έπειτα να περάσει η ίδια τον δρόμο.

Στο ένα δευτερόλεπτο που κράτησε, οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν στα μάτια και ο Αντώνης παρότι μέσα στο αυτοκίνητο δεν παρέλειψε να της χαμογελάσει, προτού συνεχίσει τον δρόμο του. "Τι εκθαμβωτικό και ελκυστικό χαμόγελο σε συνδυασμό με αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια" συλλογίστηκε η Ρένα όσο περπατούσε προς το σπίτι της.

 Μια βδομάδα μετά, ο Θεοδόσιος και η Ρένα επισκέφτηκαν την Αθήνα για χάρη κάποιων συγγενών και βρήκαν ευκαιρία αφού τους αποχαιρέτησαν να  ειδυλλιακή διαδρομή πάνω σε άμαξα ξεκινώντας απ΄το Ζάππειο και φτάνοντας στη Γλυφάδα. Η άμαξα ήταν από αντίκα ξύλο  (σε στυλ του 19ου αιώνα) και την έσερναν δύο όμορφες φοράδες η μία λευκή και η άλλη καφέ.

Η Ρένα αναστέναξε γλυκά μέσα της, διότι αναρωτιόνταν αν θα είχε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τη βόλτα αυτή με τον μέλλοντα αγαπητικό της και μάλιστα στη θέση του αμαξά να κάθεται εκείνος με την ίδια στο πλευρό του και να καθοδηγούν τα άλογα!

Σε όλη τη διαδρομή παρατηρούσε τους γραφικούς δρόμους της Αθήνας μαγεμένη μέσω του παραθύρου και νιώθοντας θαυμασμό απέναντι σε κάθε όμορφο τοπίο. Ο πατέρας της κοιτούσε και αυτός αλλά οι σκέψεις του δεν τον άφηναν να απολαύσει σε μεγάλο βαθμό τις ωραιότητες της πρωτεύουσας. Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα στην κόρη του και την ρώτησε 

"Πως σου φάνηκε το πάρτι της δεξίωσης που πήγαμε πρόσφατα; "

"Καλό αν και βαρέθηκα γρήγορα, δεν μου ταιριάζουν τόσο αυτά τα μέρη για ψυχαγωγία πατέρα"

"Κατάλαβα δεν πειράζει, δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε πια τότε αν δεν θες."

" Χαίρομαι που συμφωνείς." Η κοπέλα έκανε μια παύση για να επεξεργαστεί όσα ετοιμαζόταν να πει στον πατέρα της. " Ξέρεις κάτι, θέλω να σου πω σχετικά με το φλάουτο, το αγαπώ τόσο πολύ που δεν μπορώ να μην το χρησιμοποιώ στο σχολείο. Όλοι οι συμμαθήτριες μου ζητούν να τους παίξω μιας και με επευφημούν λέγοντας πως ξέρω να χειρίζομαι άψογα το μουσικό όργανο. Κατανοώ πως δεν σε ευχαριστεί καθόλου αυτό αλλά εγώ δεν μπορώ να απαρνηθώ τη μουσική τόσο σύντομα."

Ο Θεοδόσιος μόρφασε περιφρονητικά και λίγο ψυχρά αλλά διάλεξε να πει:

" Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να αφήσεις εντελώς στην άκρη τη μουσική δεδομένου ότι ανέπτυξες καλή 'σχέση' μαζί της μέσω των μαθημάτων αλλά πιστεύω με το καιρό θα το αποφασίσεις και τελικά θα την απαρνηθείς. Αυτό είναι το πιο σωστό."

"Για σένα θα είναι το σωστό μπαμπά, για μένα θα φανεί στο μέλλον." αποκρίθηκε η Ρένα με μελαγχολία στη φωνή της γυρνώντας το κεφάλι της πάλι προς το παράθυρο. Ο Θεοδόσιος δεν σχολίασε τίποτα και φάνηκε σαν να αγνόησε τα λόγια της.

" Να θυμάσαι Ρένα, πως εγώ ορίζω τη ζωή σου με τις αποφάσεις και διαταγές μου με γνώμονα το καλό σου. Μην νομίζεις πως θα το κάνω όμως μια ζωή. Ωστόσο ακόμα και αν δεν θα μπορέσω πια, δεν θα είσαι ελεύθερη να αποφασίζεις και να κάνεις ότι θέλεις. Δεν είναι στις δυνάμεις σου."   

Η κοπέλα θορυβήθηκε απέναντι στην κατηγορηματική έκφραση του πατέρα της. Δεν κατάλαβε τι υπονοούσε ακριβώς, αλλά δεν ήθελε να μάθει. Προτίμησε να τον κοιτάξει σοβαρά γνέφοντας του πως κατάλαβε και μετά να γυρίσει το κεφάλι της κοιτώντας μόνο το παράθυρο. Δυσκολευόταν να απολαύσει τα ελάχιστα λεπτά της βόλτας που απέμεναν γιατί η διάθεση της χάλασε αρκετά.

Ο Θεοδόσιος προσπαθούσε να της περάσει ένα μήνυμα σταδιακά, αλλά δεν θα της αποκάλυπτε τώρα την σημασία των λόγων του. Ας περνούσε πρώτα λίγο ο καιρός. Μέσα του όμως ήξερε ότι η καινούρια απόφαση που πήρε για το παιδί του ήταν επιβεβλημένη.

Τρία εξώφυλλα της ιστορίας μου αποτελούν δημιουργία της  @Eimili17  την ευχαριστώ θερμά...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top