Άτιτλο κεφάλαιο 12
Η Γαλήνη αυτές τις μέρες ένιωθε πολύ πεσμένη σε διάθεση. Μονίμως νευρίαζε με ανθρώπους που δεν της έφταιγαν και δεν είχε όρεξη για φαγητό, διάθεση για δραστηριότητες και συναντήσεις με τους φίλους της καθόλου. Προτιμούσε να περνά τη μισή μέρα στο κρεβάτι της και να συλλογιέται για το ποιες κινήσεις και σχέδια θα έκανε για να μεταβάλλει τη ζοφερή κατάσταση της.
Θα χρειαζόταν να επισκεφτεί ή ακόμα και να τη προλάβει το τηλεφώνημα από τη Γιουστίνα άμα δεν πήγαινε στο σπιτικό της και τότε θα έπρεπε να είχε ήδη έτοιμες ορισμένες εξηγήσεις. Πως να μιλούσε όμως στην συμπαθέστατη και ευγενέστατη κυρία ; Να της έλεγε τι, ότι ο γιος της εκεί όπου επικοινωνούσαν ομαλά και έρχονταν κοντά, ξαφνικά την απέφευγε χωρίς σοβαρό λόγο και μάλιστα χωρίς να της τον αναφέρει;
Κάτι επιβαλλόταν να σκεφτεί και να κάνει. Έτσι σηκώθηκε από το ζεστό και άνετο κρεβάτι της, πλησίασε τον καθρέφτη για να πάρει δύναμη από το είδωλο της και ένιωσε αυτόματα καλύτερα.
Έβαλε ενα μαύρο μακρύ φόρεμα, πήρε το τσαντάκι της στα χέρια της και κατέβηκε κάτω στο σαλόνι για να πιει μια κούπα τσάι και να ξεφυλλίσει την εφημερίδα της ημέρας προτού φύγει. Είχε βρει τι χρειαζόταν και θα την βοηθούσε στην αποστολή της: ένας φίλος που θα ενημερωνόταν πλήρως και αναλυτικά για το ζήτημα της και θα ήταν πρόθυμος να σταθεί ως σύμμαχος πλάι της για όσο του υποδείκνυε τι να κάνει.
Όταν βρέθηκαν από κοντά, η Γαλήνη ύστερα από τις πρώτες αόριστες κουβέντες τους κατάλαβε πως ο Αντώνης δεν είχε ενδιαφέρον για την επικοινωνία τους, πράγμα που την θορύβησε και την ανησύχησε γι αυτό δεν έχασε λεπτό από το να τον ρωτήσει: « Αντώνη, τι έχεις; Σε απασχολούν κάποια πράγματα; »
« Δεν έχω χρόνο πια να ασχολούμαι μαζί σου » της απάντησε στεγνά και φυσικά χωρίς τακτ ο Αντώνης.
« Ακους τι λες; Έχουμε εκπληρώσει ενα αρραβώνα κ σύντομα θα εκπληρώσουμε και έναν γάμο. Τι πράγματα είναι αυτά που ξεστομίζεις τώρα ;»
« Λοιπόν άρχισα να αμφιβάλλω κ να συνειδητοποιώ για τον αρραβώνα κ τη σχέση μας διαφορετικά »
« Υπάρχει άλλη; » ο Αντώνης την κοιτούσε μια μια περίεργη έκφραση δείγμα ότι δεν κατάλαβε πως της ήρθε η συγκεκριμένη ερώτηση.
« Σε ρωτάω και περιμένω να μου πεις βρε Αντώνη » απαίτησε πιο έντονα εκείνη.
« Γαλήνη, το μυαλό σου υπερβάλλει πως μπορείς να πιστεύεις ότι υπάρχει άλλη;» ο Αντώνης προτιμούσε να μην της αναφέρει την αγάπη του για τη Ρένα ακόμα, καθώς ήξερε πως η οργή της λόγω του χαρακτήρα της δεν θα οδηγούσε στις πιο ασφαλείς επιπτώσεις. Κάτι έγινε στο παρελθόν ανάμεσα τους γι αυτό τώρα έτρεφε αυτόν τον φόβο.
Κάποτε... τον καιρό που η Γαλήνη έκανε φιλική παρέα με τον Αντώνη, πρόσεξε μια κοπέλα που ήταν κολλημένη πάνω του και δεν έχανε ευκαιρία να του δείχνει πόσο της αρέσει με αποτέλεσμα να την ζηλέψει εχθρικά και να κάνει κάτι για αυτό μάλιστα! Η Αννια φοιτήτρια στη μουσική ετοιμαζόταν να μπει στο κτίριο της σχολής μια μέρα και ξέχασε μέσα στο αμάξι της κάτι πολύ σημαντικό (κάτι που μπορούσε να το επιστρέψει σπίτι της αντί να το αφήσει στο κάθισμα του ανοιχτού αυτοκινήτου): το κουτί με το φόρεμα που αγόρασε από το πιο ακριβό και σικάτο κατάστημα της πρωτεύουσας. Η Γαλήνη πήγε προς το αμάξι της Αννιας, το σούφρωσε εύκολα και γύρισε γρήγορα στο σπίτι της όπου πραγματοποίησε την φθονερή της επιθυμία. Έκοψε το φόρεμα με ψαλίδι και όταν ήρθε η ώρα να το επιστρέψει στη κάτοχο του, το κουτί περιείχε μικροσκοπικά υφασμάτινά κομματάκια. Η Άννια στεναχωρήθηκε και δεν ήθελε να το δεχτεί από το σοκ της. Αυτή όμως υπήρξε η καλύτερη προειδοποίηση της Γαλήνης για να αφήσει ήσυχο τον Αντώνη, ειδάλλως ήταν έτοιμη -σύμφωνα με τη απειλή της μέσω γράμματος που έστειλε στην Άννια- να της κάνει κάτι χειρότερο όπως να προκαλέσει βλάβη στα φρένα του αυτοκινήτου της .
Έτσι λοιπόν και τώρα ο Αντώνης δεν ήθελε να φανταστεί ούτε να αντιληφθεί τι θα μπορούσε να κάνει η ''αρραβωνιαστικιά '' του στη περίπτωση που της παραδεχόταν την ύπαρξη της Ρένας στη ζωή του.
« Κοίτα Γαλήνη δεν συμβαίνει τίποτα με καμία άλλη κοπέλα στο ξεκαθαρίζω. Για διάφορους δικούς μου λόγους, κάνω δεύτερες σκέψεις για τον αρραβώνα και τη σχέση μας » ξαναγύρισε στη κουβεντα τους ο Αντώνης.
« Α ναι; Χαίρομαι για το ότι δεν αγαπάς κάποια καινούρια γυναίκα, όμως με θλίβει το ότι σκέφτεσαι με τόση απάθεια για το δεσμό μας. Ελπίζω να αποφασίσεις σύντομα να μου αναλύσεις για ποιο λόγο άλλαξες απότομα γνώμη » στράφηκε η Γαλήνη παρεξηγημένη και κατσουφιασμένη να φύγει από κοντά του.
[...]
Ο Βρασίδας είχε ρεπό από το εργοστάσιο γι αυτό φρόντισε να βρει την ευκαιρία να επισκεφτεί τη γειτονιά του αφεντικού του κύριου Θεοδόσιου. Είχε διαλέξει ένα σινιέ σύνολο από ρούχα καθώς παρότι αδύναμος οικονομικά έπρεπε να παραλείψει αυτή τη φορά την εμφάνιση που συνήθιζε να φορά καθημερινά και να εμφανιστεί ντυμένος σαν φίνος κύριος και όχι σαν κοινός εργάτης.
Ο Θεοδόσιος έπαιρνε πρωινό με τη κόρη του Ρένα ήσυχα εκείνο το Σάββατο πρωί. Η Ρένα άπλωνε μαρμελάδα φράουλα στο ψωμί της όταν ο πατέρας της διέκοψε τη μελέτη της εφημερίδας του για να την ρωτήσει: « Τι λες να κάνεις σήμερα που δεν έχεις μαθήματα;»
Η Ρένα ένιωσε ταραχή με την ερώτηση...εκείνη τη στιγμή η νευρικότητα του άγχους της φάνηκε στο χέρι της που έτρεμε ενόσω πήγαινε να αλείψει μια φέτα ψωμιού με βούτυρο. Κατάφερε να απαντήσει: « Θα μείνω σπίτι ως επί το πλείστον της ημέρας, αλλά θα πάω μια μικρή βόλτα με την Εύα και αν το θελήσουμε σε κάποιο σινεμά. Έχεις αντίρρηση για αυτό μπαμπά; »
« Όχι, μπορείτε να πάτε με τη φίλη σου όπου θέλετε αρκεί να επιστρέψετε τη γνωστή ώρα κατά τις εννιά »
« Βέβαια, είναι δυνατόν να αργήσουμε;» η Ρένα ανακουφίστηκε με το κατόρθωμα της να τον ενημερώσει για τα απογευματινά της σχέδια κρύβοντας παράλληλα το μυστικό της και την τόση ευκολία που της έδινε άδεια εξόδου ο μπαμπάς της. Θα συναντούσε στιγμιαία κατά τη διάρκεια της βόλτας της το αγόρι της και ευχόταν να πήγαιναν όλα ομαλά όπως συνήθως και η Εύα να τους κάλυπτε αρκετά καλά από τα μάτια των κουτσομπόληδων ανθρώπων.
« Εγώ θα πάω στο εργοστάσιο »
« Σήμερα πως κ έτσι; » απόρησε η Ρένα.
« Προέκυψε κάτι σημαντικό και ξέρεις αγάπη μου, εμείς οι επικεφαλής δεν νοείται να απουσιάζουμε όταν μας καλούν τα απρόοπτα καθήκοντα και οι περιστάσεις » της εξηγούσε ο μπαμπάς της ενώ φορούσε το γιλέκο του. Η Ρένα προτίμησε να αφήσει στην άκρη την περιέργεια της και να επικεντρωθεί στην συνάντηση που προοριζόταν με τον Αντώνη. Ανέβηκε στο δωμάτιο της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, το φόρεμα της παρότι στεκόταν τέλεια πάνω της και τοποθέτησε πούδρα και ελαφρύ κραγιόν. Χαμογέλασε και αισθανόταν σίγουρη και ανυπόμονη για το ραντεβού. Η Εύα την περίμενε κάτω από το σπίτι της ήδη και ένιωθε και εκείνη εξίσου χαρούμενα με το ρολόι της ανυπομονησίας μέσα της εκτός από εκείνο το τοποθετημένο στο αριστερό καρπό της, επειδή έκανε κάτι μέσα από τη μεγάλη της καρδιά: βοηθούσε την φίλη της σε κάτι σημαντικό, την συνάντηση με το αγόρι της που έπρεπε να συνεχίζει να παραμένει μη φανερή από τον περίγυρο και την οικογένεια της...
Ο Βρασίδας περίμενε τον εργοδότη του ακουμπισμένος σε ένα τοίχο και μόλις τον πλησίασε ο Θεοδόσιος εκείνος ζωντάνεψε επειδή θα του έδινε σύντομα την τελική απάντηση της απόφασης του.
« Θα το πραγματοποιήσουμε αυτό που αποφασίσατε κύριε Θεοδόσιε;»
« Ναι το επεξεργαζόμουν μέρες τώρα και θα το κάνουμε. Μόνο χρειάζεται η κατάλληλη στιγμή για να σου ζητήσω να με επισκεφτείς στο σπίτι μου. Περίμενε λίγες μέρες ακόμα » του δήλωσε ο μεσήλικας με πλήρη επίγνωση ότι σκέφτηκε και αποφάσισε το ορθό.
[...]
Την στιγμή της συνάντησης της Ρένας και του Αντώνη στο παραλιακό καφέ εκείνος της φέρθηκε με τρυφερότητα και ελάχιστη διαχυτικότητα στα όρια της σεμνότητας. Το ζευγάρι αισθανόταν ήρεμο μιας και με τη συνοδεία της Εύας που στεκόταν παραπέρα φρόντιζε για τη προστασία τους από τυχόν γνωστούς οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες θα τους έπαιρναν εύκολα στο μάτι.
« Αγαπημένε μου πόσο μου αρέσει που είμαστε έτσι και απολαμβάνουμε τις στιγμές » ο Αντώνης της χαμογέλασε σαν απάντηση και της άγγιξε απαλά το πιγούνι.
« Μερικές φορές ευχόμουν να απολαμβάναμε συχνότερα αυτές τις στιγμές...όμως δεν γίνεται προς το παρόν »τη προσγείωσε θλιβερά η πραγματικότητα τη Ρένα.
« Θα σε αγαπώ και θα σε λατρεύω συνέχεια ότι και αν γίνει γλυκέ μου, θυμήσου το αυτό » τον κοίταξε θαρραλέα και ντόμπρα στα μάτια η κοπέλα.
« Βέβαια, αυτό το λαμβάνω ως αυτονόητο καλή μου » της αποκρίθηκε.
Όταν πήγαν στο κέντρο της πόλης μετάνιωσαν αμέσως για την ιδέα τους αφού η Ρένα είδε από μακριά τη Γαλήνη να βαδίζει καμαρωτή προς έναν παράλληλο δρόμο. Πιάστηκε από το μπράτσο του αγοριού της αναστατωμένη.
«Μη φοβάσαι αγάπη μου, η Γαλήνη δεν ερχόταν προς τα εμάς...να είδες πόσο απομακρύνεται τώρα από το μέρος μας...»
« Κάθε φορά που τη βλέπω από μακριά, δεν ξέρω γιατί αλλά αισθάνομαι πως μια αυστηρή και κρύα αύρα μου στέλνει το πρόσωπο της και ας μην με κοιτάζει ευθέως. Κρύψε με σε εκλιπαρώ Αντώνη ». Ο Αντώνης δεν γινόταν να την αγνοήσει ειδικά αφού η Γαλήνη τους ξάφνιασε με την απόφαση της να κάνει στροφή και να ξαναγυρίσει στον ίδιο δρόμο απ όπου περπατούσε πριν. Χωρίς να γίνεται σαφές πως τους πρόσεξε και εκείνη, πέρασε στο απέναντι δρόμο και εισήλθε εντός του καταστήματος της τράπεζας. Η Ρένα είχε κρυφτεί πίσω από μια πηγή και αισθάνθηκε πλημμύρισμα ανακούφισης, μόλις ο Αντώνης της ζήτησε να εμφανιστεί ελεύθερα. Κατάλαβε ότι η Γαλήνη είχε απομακρυνθεί αρκετά πια από το πεδίο τους.
«Κάποια μέρα θα πέσει πάνω μου αυτή η νεαρή δεσποινίς και δεν θα ξέρω πως να την αντιμετωπίσω » ο διάλογος της Ρένας με τον εαυτό της της πρόσθετε επιπλέον άγχος, όμως γρήγορα οι ανησυχητικές σκέψεις διαλύθηκαν μεμιάς με την αλλαγή τρόπου σε πιο θετική ματιά: « Δεν νομίζω πως θα συναντηθούμε τόσο εύκολα, από τη στιγμή που δεν παρευρισκόμαστε σε κοινούς κοσμικούς κύκλους. Μικρή η πιθανότητα οπότε μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι »
[....]
Τα χιλιόμετρα φάνηκαν αιώνια από τη στάση του λεωφορείου μέχρι το τελικό σημείο του προορισμού για τη νεαρή καλοαναθρεμμένη φαινομενικά γυναίκα. Το χειρότερο ατύχημα που ξαφνικά της έτυχε, θα ήταν ευχής έργον να μην της συνέβαινε ποτέ: τα παπούτσια της κόλλησαν σε ένα τσιμεντένιο μπετόν και το αποτέλεσμα ήταν η αισθητική τους χαριτωμενιά να χαλάσει πλήρως εξαιτίας της βρώμας. Δεν το είχε προσέξει καθόλου, αφού η εξάντληση και η ζάλη της σε συνδυασμό με την ασυνήθιστη ζεστή υγρασία την έκαναν μόνο να αδημονεί να εντοπίσει το μέρος που ήθελε. Και όσο καθυστερούσε να το δει μπροστά στα μάτια της, η κούραση και η ενόχληση δυνάμωναν. Σταμάτησε και κάθισε σε ένα παγκάκι στη πλατεία και αμέσως η χαλάρωση και η ηρεμία απέδιωξαν την κούραση και την αρνητική της διάθεση. Εξάλλου μάθαινε από μικρό παιδάκι πως όποια κακοτοπιά και εμπόδιο μας συμβαίνει, δεν πρέπει να γινόμαστε κακοί, αχάριστοι ούτε να χάνουμε τις ελπίδες και την πίστη για αισιοδοξία και όσα μπορούν να γίνουν κατορθώματα.
«Τι ατυχία, έπρεπε να μου συμβεί ακριβώς τώρα! Ήταν το τελευταίο πράγμα που ευχόμουν να μου τύχει! Κάτι πρέπει να κάνω, δεν γίνεται να εμφανιστώ στο σπίτι των ανθρώπων με αυτές τις βρώμικες και κατεστραμμένες μπαλαρίνες. Όμως το Ναύπλιο φαντάζει για μικρό χωριό με σχεδόν κανένα μαγαζί υποδημάτων και άλλων βασικών υπηρεσιών συγκριτικά με το Παρίσι όπου συνήθιζα να διαμένω τόσα χρόνια » μονολογούσε συλλογισμένη. « Είναι όμως τόσο όμορφη πόλη. Μαγική, πανέμορφη, ειδυλλιακή, κατάλληλο μέρος διαμονής για όλους τους ερωτευμένους! Ας μην βιάζομαι να γίνομαι αρνητική, όλο και κάποιο μαγαζάκι θα υπάρχει. Έστω και ένα να βρω μέσα στο μισάωρο που μου απομένει, θα αισθανθώ η πιο τυχερή και ευτυχισμένη στη λάμψη της αίγλης τούτου του τόπου! » το χαμόγελο της, χάρμα ελπίδα και ζωντάνια γέμιζε όχι μόνο τη καρδιά της αλλά και τη καρδιά όλων των περαστικών που τύχαιναν να τη συναντήσουν στο δρόμο και στα σύνορα της πόλης.
Όταν η Κλέμενς είδε το διώροφο εντυπωσιακό αρχοντικό, αισθάνθηκε όαση, χαρά και υπερηφάνεια μιας και παιδεύτηκε πολύ μέχρι να το εντοπίσει σε αυτό το τοπίο όπου πολλά αρχοντικά φάνταζαν ίδια. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν η επένδυση στο ακριβό ξύλο του μπαλκονιού και της σκεπής που του έκανε ένας φημισμένος αρχιτέκτονας. Πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι της μεγάλης πόρτας. Ο Θεοδόσιος ξαφνιάστηκε... δεν περίμενε προφανώς καμία επίσκεψη τέτοια ώρα, αφού φρόντιζε να κανονίζει τα επαγγελματικά και μη ραντεβού του στο γραφείο του και σπανιότερα στην οικία του.
Η τριανταπεντάχρονη νεαρή γυναίκα με τα καστανά περιποιημένα καρέ μαλλιά εμφανίστηκε στη πόρτα του. Φορούσε ρούχα από τους καλύτερους σχεδιαστές του Παρισιού: λευκό καπέλο με φτερό και βέλο, λευκο-κίτρινο φουντωτό φόρεμα, μια σκουροκόκκινη τσάντα ώμου και κίτρινες κοντές γόβες.
«Καλησπέρα σας ποια είστε;»
«Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Κλεμενς και ήρθα με σκοπό να παραδώσω μαθήματα στη κόρη σας σχετικά με τους καλούς τρόπους, για να τη βοηθήσω να ενταχθεί στη σχολή γαλλικής φιλολογίας »
«Αα πολύ ωραία, παρακαλώ περάστε κυρία Κλεμενς » της υπέδειξε ο Θεοδόσιος. Θυμήθηκε πως ήταν η γυναίκα για την οποία έκανε λόγο ένας εκπαιδευτικός φίλος του και του μίλησε με τις καλύτερες συστάσεις προκειμένου να τον πείσει πως αποτελούσε τη καλύτερη επιλογή για την νεαρή Ρένα. Από τη στιγμή που ο Θεοδόσιος αποφάσισε πως η Ρένα τελειώνοντας το σχολείο θα πήγαινε στη γαλλική φιλολογία την μοναδική σχολή καλών τρόπων για αριστοκράτισσες 'πριγκίπισσες' της Ελλάδας, ξόδευε μελετηρά χρόνο στην εύρεση της ιδανικής παιδαγωγού για τη κόρη του. Η συγκεκριμένη θα αναλάμβανε να την διδάξει και να την βοηθήσει στο δρόμο της για τον ευκατάστατο κόσμο που την προόριζε ο πατέρας της.
Παρά την ευγένεια του μεσηλίκου, η κοπέλα μπορούσε να διακρίνει μια έλλειψη συναισθήματος και μια κατάσταση παγερής μορφής πίσω από τις λέξεις του. Τον ψυχολόγησε ως σκυθρωπό σκληρό και μυστηριώδη χαρακτήρα. Θα τον μάθαινε σίγουρα καλύτερα αυτόν και την κόρη του, αφού θα διέμενε για αρκετό διάστημα δίπλα από το σπίτι τους σε έναν ξενώνα προσωρινά μέχρι να έβρισκε δικό της σπίτι στο κέντρο της πρωτεύουσας.
« Εφόσον οι εμπειρίες που περιγράφετε και οι συστάσεις σας επιβεβαιώνουν εκ πρώτης όψεως αυτό που επιθυμώ από μια παιδαγωγό για την κόρη μου, μπορείτε να αρχίσετε από σήμερα τα μαθήματα μαζί της » της δήλωσε στο τέλος της συζήτησης τους ο Θεοδόσιος. Η Ρένα κατέβαινε από το δωμάτιο της εκείνη την στιγμή με ένα βιβλίο στο χέρι. Με το που έκανε την είσοδο της στο σαλόνι, παραξενεύτηκε όταν αντίκρισε μια ευγενική, φωτεινή νεαρή κυρία να της προσφέρει το ευδιάθετο χαμόγελο της και τον πατέρα της στην απέναντι πολυθρόνα.
« Ρένα, να σου συστήσω τη κυρία Κλεμενς. Είναι μια δασκάλα που θα αναλάβει να σε διδάξει καλούς τρόπους και όλα τα βασικά μαθήματα για κυρίες της αριστοκρατίας »
« Χαίρω πολύ δεσποινίς »
« Χάρηκα » της είπε λίγο μαγκωμένα και αμήχανα η Ρένα η οποία ξέχασε με τόσα που γίνονταν το τελευταίο καιρό τις βλέψεις του πατέρα της.
«Θα σας εκπαιδεύσω σε σημαντικά μαθήματα. Είμαι βέβαιη πως θα αποκομίσετε σπουδαίες γνώσεις και θα τα λατρέψετε. Για να γίνει αυτό όμως θα προσπαθήσω να δουλέψω αποτελεσματικά και θέλω τη δική σας προσπάθεια και προθυμία. Τι λέτε θέλετε να ανέβουμε στην κάμαρη σας; Για να ξεκινήσουμε με ένα εισαγωγικό μάθημα»
« Ναι εντάξει » δέχτηκε η Ρένα χωρίς να ξέρει αν το επιθυμεί σίγουρα. Έφτασαν λίγο πριν τις σκάλες όταν ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Η κοπέλα απορημένη άνοιξε τη πόρτα και αντίκρισε μία παλιά της γνώριμη.
« Αρσινόη! Δεν περίμενα την επίσκεψη σου από τη στιγμή που άφησες την πόλη μας. Πως και ήρθες;»
« Μου είπε η Εύα για την στενή παρέα που κάνετε και λυπήθηκα που τόσο καιρό δεν επικοινωνούσα μαζί σας έστω μέσω γραμμάτων. Το ότι μένω πλέον στη Πάτρα, δεν είναι δικαιολογία. Όφειλα να σε επισκεφτώ και το αποφάσισα σήμερα, για αυτό με βλέπεις τώρα στη πόρτα σου » της εξήγησε απολογητικά η Αρσινόη με ένα χαριτωμένο συμπαθές χαμόγελο που δεν μπορούσε να μην επηρεάσει τη Ρένα.
« Καλή μου, δεν πειράζει καθόλου. Αλήθεια δεν με πειράζει που δεν κράτησες επαφή μαζί μας. Σημασία έχει και χαίρομαι θερμά επειδή το θέλεις πραγματικά και πήρες τη πρωτοβουλία να με δεις τώρα, αυτή την εποχή » την καλωσόρισε η Ρένα με ευγενική καλή διάθεση.
«Θα θέλατε δεσποινίδες, να ανεβούμε πάνω όλες μαζί ; Σου προτείνω Αρσινόη να παρακολουθήσεις και εσύ το πρώτο μας μάθημα με τη Ρένα. Θα σου φανεί χρήσιμο, εντυπωσιακό και κατανοητό να είσαι σίγουρη,...χάρη στις διδακτικές μου ικανότητες οι οποίες με διακρίνουν » της πρότεινε χαμογελαστά η Κλέμενς.
« Εμ μπορώ όντως, μου επιτρέπετε κάτι τέτοιο; Κανονικά δεν πρέπει να αφορά μονο εσάς και τη Ρένα το μάθημα;» ρώτησε αμήχανα και δειλά η Αρσινόη.
« Μη ντρέπεσαι, φυσικά και σου επιτρέπεται και μπορείς. Θα ανακαλύψεις έναν μαγευτικό, ξεχωριστό και υπέροχο κόσμο, του ρομαντικού Παρισιού και του ταμπεραμέντου του μέσω των ευγενικών τρόπων συμπεριφοράς, το βασικό σημείο του μαθήματος » τις τόνωνε τη διάθεση η δασκάλα και τις προσκαλούσε στον...εκλεπτυσμένο, διαφορετικό και τόσο ρομαντικό κόσμο του τόπου της σαν μια καλόκαρδη νεράιδα.
Τα δύο κορίτσια άκουγαν εντυπωσιασμένα και σχεδόν μαγεμένα το μάθημα της κυρίας Κλέμενς.
Το πρώτο μάθημα αποδείχτηκε διασκεδαστικό και ανάλαφρο, δεν ήταν τόσο άσχημα τελικά αναλογίστηκε η Ρένα. Χωρίς βέβαια να σήμαινε ότι θα επέτρεπε στον εαυτό της να συμπαθήσει την αινιγματική κυρία.
[...]
Τρεις βδομάδες μετά, ένα Σάββατο πρωί, η Ρένα είχε επιθυμία να κάνει έναν περίπατο στην εξοχή αλλά ο μουντός καιρός προετοιμασμένος και συνάμα αμφίβολος για βροχή της χάλασε τα σχέδια. Η Κλέμενς που το είχε αντιληφθεί αυτό- ενόσω παρατηρούσε το ποτισμένο από το παράπονο πρόσωπο της την ώρα του πρωινού γεύματος που πήραν μαζί στο ίδιο τραπέζι - της πρότεινε μια ιδέα για να μην χρειαστεί να περάσει την ημέρα της στο σπίτι. Έτσι η Ρένα κανόνισε με την Αρσινόη να περάσουν τις πρωινές ώρες μέχρι το μεσημέρι εξερευνώντας τα μαγαζιά του Ναυπλίου. Δεν έτυχε να δοκιμάσει τούτη τη διασκεδαστική διαδικασία η Ρένα με καμία φίλη της και χαιρόταν που εξασφάλισε την άδεια από τον μπαμπά της μέσω της δασκάλας της. Έτσι θα είχε την δυνατότητα και τον λόγο να κυκλοφορήσει στη πόλη την συννεφιασμένη μέρα έχοντας μαζί της μια ομπρέλα σε περίπτωση που ξεσπούσε βροχόπτωση.
Δεκαπέντε λεπτά μετά, η Ρένα βρισκόταν ξανά στο βιβλιοπωλείο από το οποίο έφυγε λίγο νωρίτερα νομίζοντας πως δεν έβρισκε το βιβλίο που ήθελε. Η συνάντηση της με την Γαλήνη ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποφύγει.
Εκείνη την πλησίασε με βήματα διακριτικά που ωστόσο φανέρωναν τη κρυμμένη απειλή της απέναντι στη μέχρι τότε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top