Άτιτλο κεφάλαιο 11
Η Ρένα πέτυχε το σχέδιο της και ξεγέλασε για τα καλά τον πατέρα της. Τώρα τυλιγμένη με μια μπλε σκούρα γούνα, ένα μαύρο τσαντάκι, ροζ γόβες και ένα μακρύ τούλινο γαλάζιο-άσπρο φόρεμα θύμιζε τη Σταχτοπούτα ή οποιαδήποτε βασίλισσα του κόσμου, μόνο που στη δική της περίπτωση δεν θα συναντούσε τον πρίγκιπα στο χορό του παλατιού αλλά έστεκε έξω κοιτάζοντας νευρικά και αγχωμένα πέρα δώθε το πότε θα εμφανιστεί ο καλός της Αντώνης.
Αυτός ήρθε δέκα λεπτά αργότερα και της άνοιξε τη πόρτα σαν τζέντελμαν του σινεμά για να μπει και να καθίσει δίπλα του.
Νωρίτερα για να μην δει το φόρεμα της ο πατέρας της πέρασε στο σπίτι της Εύας. Πράγματι της χτύπησε τη πόρτα η Εύα την έσυρε σχεδόν μέσα, κάνοντας νόημα να μην μιλάνε δυνατά γιατί ο δικός της αυστηρός μπαμπάς κοιμόταν στο σαλόνι και δεν έπρεπε να τις δει ούτε για δευτερόλεπτο. Η Ρένα ανέβηκε χωρίς παπούτσια και πατώντας στις φτέρνες τη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο της φίλης της και εκεί μόνο κατάφεραν να μιλήσουν λιγότερο χαμηλόφωνα. « Ορίστε πάρε τη τουαλέτα(φορεμα) και πήγαινε πίσω εκεί να ντυθείς.» η Ρένα έτρεξε λαχανιασμένη.
Η Εύα τράβηξε τις κουρτίνες και κοίταξε από το παράθυρο ψηλά κάτω στο δρόμο, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ερχόταν στο σπίτι την ίδια στιγμή ο αδερφός της ο οποίος είχε βγει με φίλους και θα επέστρεφε συνήθως τέτοια ώρα. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, οπότε ευτυχώς είχαν λόγο με τη φίλη της να είναι ήρεμες.
« Φέρε μου τη βούρτσα και ένα καθρεφτάκι παρακαλώ να στερεώσω τελευταία φορά τις μπούκλες προτού φύγω και να δω ότι είναι στη θέση τους καλά τα τσιμπιδάκια .» της είπε αγχωμένα η Ρένα.
« Αυτό σε μάρανε, κουνήσου ο πρίγκιπας Αντώνης θα έρθει και αμα δεν σε βρει εκεί θα πει μουτρωμένος και θλιμμένος « πάει τζάμπα ήρθα, δεν κατάφερε η κοπέλα να γλιτώσει απ τα νύχια του αυστηρού μπαμπά της ή στο δρόμο επειδή το επεξεργάστηκε, της γύρισε κάτι στο κεφάλι άλλαξε γνώμη και δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού.» τη μάλωσε ναζιάρικα και έκανε χιούμορ η φίλη της.
« Όχι βέβαια δεν θα του το έκανα ποτέ και ελπίζω να μην φτάσει πριν απ μενα και τον κάνω να περιμένει.» πειράχτηκε η Ρένα με το σχόλιο της φίλης. Κατέβηκαν στα σκαλιά με επεισοδιακό τρόπο καθώς ο μπαμπάς της Ευας άρχιζε να αλλάζει πλευρό τη στιγμή που πάτησε το τελευταίο σκαλοπάτι η Ρένα και τα κορίτσια τρόμαξαν και άσπρισαν απ το κακό που εύχονταν να μην τους βρει.
« Σσ πήγαινε κρύψου απ το τοίχο της κουζίνας.» ψιθύρισε η Ευα. Έλεγξε τον ύπνο του μπαμπά της και όταν βεβαιώθηκε ότι αυτός ροχάλιζε πάλι βαθιά, έγνεψε στη Ρένα να βγει απ το τοίχο όπου κρύβονταν για να βγούνε γρήγορα έξω στο δρόμο. « Τα καταφέραμε» χοροπηδούσε ζωηρά με τα τακούνια της η Ρενα ευτυχισμένη και λαμπερή.
« Να ξυπνούσε και να σε έβλεπε μπροστά του θα σου έλεγα' γω τι θα γινόταν και θα παθαίναμε. Εσένα δεν θα σου έκανε κάτι, αλλά εμένα θα με έστελνε εσωτερική σε κολέγιο καλών τρόπων της Αθήνας. Και το απωθώ, σιχαίνομαι τόσο πολύ να πάω σε τέτοιο σχολείο.» σάρκασε η Ευα.
« Δεν έγινε τίποτα όμως σε ευχαριστώ φίλη μου » της χαμογέλασε καλόκαρδα η Ρένα και συνέχισε « δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ζησα...ααμε.!»έβγαλε μια κραυγή παραλίγο με τα μάτια της να ζωηρεύουν από το φόβο.
« Τι έπαθες τι είδες;»
« Ο πατέρας μου έρχεται απο το πάνω δρόμο και μπορώ να τον διακρίνω απ μακριά παρόλο που οι λάμπες που φωτίζουν τη γειτονιά είναι δυο και μοναδικές! Τη βάψαμε τώρα.»
« Τον βλέπω κ εγώ περίμενε ομως μη ταράζεσαι κατι θα σκεφτουμε. Ααα εκει γρηγορα ενα παλιο κτιριο απεναντι πήγαινε στη μικρή ανηφόρα και κρύψου, πλησιάζει και δεν έχεις χρόνο.» Η Ρενα έτρεξε σαν γαζέλα σε εκείνο το σημείο, προτού έρθει η Εύα αντιμέτωπη με τον Θεοδόσιο.
« Καλησπέρα Εύα κορίτσι μου. Τι κάνεις εδώ;»
«Καλησπέρα σας όπως βλέπετε βγήκα...» έπλεκε τα δάχτυλα της πασχίζοντας να επινοήσει μια δικαιολογία.
« Το βλέπω οτι βγήκες το θέμα είναι γιατί; Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο σπίτι σου με τη Ρενα να περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας μαζί;»
« Εεμ...βέβαια δεν θα έπρεπε; Βγήκα αλλά το θέμα είναι τώρα και γιατί βγήκα; » έλεγε μισοαστεία και κρυβοντας τον φόβο της ενώ ο Θεοδόσιος την κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα σαν να την πέρασε για χαζή. « Βγήκα να πάρω ένα μπουκάλι γάλα μέχρι το μαναβ..τον μπακάλη ήθελα να πω» διόρθωσε το λάθος της η Εύα.
《Γιατί σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλή ιδέα με τη Ρενα να περάσουμε πιο παραγωγικά το χρόνο μας, φτιάχνοντας γαλατόπιτα ή όποιο άλλο γλυκό μας άνοιγε την όρεξη. Να κάνουμε κάτι διαφορετικό...πως να το πω και να σας το εξηγήσω αλλιώς.》
« Μα κορίτσι μου το μπακάλικο είναι κλειστό έχει περάσει η ώρα δεν μένουν ανοιχτά μέχρι τις εννιά.»
« Αα ναι ε; Πωπω δίκιο που έχετε, κ εμένα μου διέφυγε...βασικά όχι θυμήθηκα, δεν θα πήγαινα στο μπακάλη, στη θεία μου τη Κλειώ θα πήγαινα που μένει λίγα τετράγωνα παρακάτω για να μου δώσει αυτή αν έχει.»
« Στη θεία σου; Και γιατί επέλεξες και περπατάς στο πιο σκοτεινό σοκάκι σαν το συγκεκριμένο; Αν δεν σε έβλεπα δεσποινίς μου ποιος ξερει τι θα σου συνέβαινε, μπορεί να συναντούσες κανέναν αλήτη, τέντιμποι και θα έκανες το σταυρό σου για να γλιτώσεις απ τη μανία του.»
« Ναι πολύ καλά λέτε αυτοί οι τεντιμποιδες έχουν ρημάξει τη γειτονιά κ όλη τη χώρα αφήστε αφήστε, άλλους σκοπούς δεν έχουν στη ζωή τους από το να ενοχλούν μικρά κορίτσια σαν εμάς.» έκανε πως τον επικροτούσε η κοπέλα ενώ στη πραγματικότητα δεν είχε πρόβλημα με τους τεντιμπόιδες και ευχαρίστως θα έκανε παρέα με έναν.
« Λοιπόν; Θα μου πεις;»
« Τι να σας πω;» έκανε την απορημένη η Εύα.
« Γιατί διάλεξες αυτό το δρομάκι για να πας στη θεία σου τη κυρία Κλειώ;»
« Γιατί...δεν είχα άλλη λύση μόνο αυτή τη γραμμη μπορώ να ακολουθήσω για να πάω και να γυρίσω απ το σπίτι της. Αν πήγαινα απ αλλη γωνία, λωρίδα -δεν ξέρω και εγώ πως τις λένε σωστά -θα χανόμουν...στο πι και φι και αντε να με βρουν μετά οι δικοί μου και η Ρένα.»
« Αμ το άλλο, οι δρόμοι έχουν μόνο δυο λάμπες όλες κ όλες, στον υπόλοιπο δρόμο πως περπατάς ούτε τη μύτη σου δεν βλέπεις.»
« Έχετε απόλυτα δίκιο, μα είναι δρόμοι αυτοί που φτιάχνουν κύριε Θεοδόσιε; Ο δήμος τι κάνει, κοιμάται; Δε μπορούν να βάλουν τρεις λάμπες παραπάνω να φωτιστεί ο δρόμος να βλέπουμε που πηγαίνουμε κ εμείς, αχ άτιμη ανοργάνωτη κοινωνία που δεν θα πάει ποτέ μπροστά.» έβγαζε ενα υποκριτικό δραματικό λόγο η Ευα για να κερδίσει χρόνο κ τη προσοχή του Θεοδόσιου πάνω της προκειμένου να μην στρέψει το κεφάλι του στο σημείο που δεν έπρεπε.
Ο κύριος θα τη περνούσε σίγουρα για καμια αστεία ηθοποιό τύπου Βουγιουκλάκη ή θα σκεφτόταν πόσο παράλογη και τρελή ακουγόταν σίγουρα εδώ και ώρα που μιλούσαν..
« Εντάξει παιδί μου αρκετά σε κούρασα. Ελπίζω μόνο να έχεις κανονίσει να γυρίσεις με κάποιον, μέχρι το σπίτι σου αλλιώς σε συνοδεύω εγώ.»
« Σας ευχαριστώ έχω κανονίσει με τον αδερφό μου θα έρθει όπου να ναι και θα πάμε πρώτα στο σπίτι της θείας Κλειώς να δούμε αν της έχει μείνει κανένα γάλα.» Ο πατέρας της Ρένας έγνεψε και άρχιζε να απομακρύνεται επιτέλους για τα κορίτσια (!) και η Εύα έκανε νόημα στη Ρένα να βγει από το καταφύγιο της.
« Τι περιπέτεια ζούμε αυτό το βράδυ θεέ μου.» πετάχτηκε η Ρένα απ το σκοτεινό κτίριο όπου κρύφτηκε και τους παρακολουθούσε με τη ψυχή και την αγωνία στο στόμα.
« Έλα ελα μη πεις τίποτα, αφού γλιτώσαμε και δεν σε είδε ο μπαμπάς σου πάλι καλά να εύχεσαι. Πάμε απ αυτό το μονοπάτι καθυστερήσαμε αρκετά θα σε συνοδεύσω μέχρι να έρθει ο Αντώνης δεν σε αφήνω μόνη.» την έπιασε από το μπράτσο η Εύα και συνέχισαν τη πορεία τους.
Ο προορισμός τους ήταν μία άδεια τελείως τοποθεσία όπου επικρατούσε νέκρα και περισσότερο σκοτάδι αλλά ήταν ο μόνος ασφαλής χώρος για το ραντεβού του Αντώνη και της Ρένας. Η ίδια επέμενε να κανονίσουν σε αυτό το μέρος αφού δεν πατούσε πόδι κανένας τέτοια ώρα, πόσο μάλλον γνωστός από την οικογένεια της ή άλλους γείτονες που ήθελαν να οργανώνουν ίντριγκες όπως η Μεριλία.
Ζήτησε από την Εύα να την αφήσει και να επιστρέψει στο σπίτι της, γιατί ήθελε να είναι μόνη της όταν θα έφτανε ο Αντώνης, εξάλλου η ώρα του ραντεβού είχε φτάσει όπως έβλεπε στο ρολόι του δεξί χεριού της με δυσκολία λόγω ανύπαρκτου φωτός ο Αντώνης δεν θα έκανε παραπάνω από πέντε λεπτά αν υπολόγιζε σωστά.
[...]
Έφτασαν στο πολυτελές εστιατόριο και αφού βρέθηκαν στην είσοδο ο υπάλληλος υποδοχής τους οδήγησε με ευγενές χαμόγελο στα καθίσματα του εσωτερικού χώρου. Ο χώρος ήταν μαγευτικός ειλικρινά, καθώς καλύπτονταν από κόκκινο, χρυσό κυρίως στις κουρτίνες και μπρούτζινο χρώμα.
Αφού κάθισαν αναπαυτικά στις καρέκλες από βελούδο, ο Αντώνης ξεκίνησε να μιλά πρώτος: "Είμαι περήφανος που έκλεισα ένα τραπέζι για μας σε ιδανική θέση καθώς φαίνεται η θέα του λόφου. Όμως είμαι ακόμα πιο περήφανος επειδή έχω την ευκαιρία να δειπνήσω με την πιο όμορφη, καλαίσθητη και χαριτωμένη κοπέλα του κόσμου." Η Ρένα κοκκίνησε και χαμογέλασε συγκρατημένα. Η συζήτηση στο εστιατόριο θα εξελισσόταν με ευχάριστη τροπή έτσι όπως φαινόταν. " Και εσύ όπως συνήθως σικάτος και εξευγενισμένος, δεν τολμώ να πω πανέμορφος διότι ντρέπομαι και νιώθω κάπως άβολα για την ώρα." του είπε η Ρένα χαμηλώνοντας το κεφάλι της.
Ο Αντώνης παρατήρησε το χαμόγελο της και δεν δίστασε να το σχολιάσει: "το χαμόγελο σου είναι υπέροχο, λαμπερό και ακτινοβόλο. Το φως απ΄το κηροπήγιο πέφτει πάνω στο πρόσωπο σου και τονίζει τόσο άψογα τα χαρακτηριστικά σου που και να θέλω δεν μπορώ να μην τα θαυμάσω." της είπε εύθυμα και γλυκά.
" Εντάξει σταμάτα τώρα, δεν είμαι μαθημένη στα κομπλιμέντα και νιώθω κάπως...δεν μου έκαναν ποτέ τόσα πολλά κομπλιμέντα τώρα που το σκέφτομαι ούτε ο πατέρας μου ούτε κανένας άλλος απ΄ το περιβάλλον μου." χαμήλωσε το κεφάλι της ξανά η Ρένα λίγο μουτρωμένη.
" Αυτό δεν είναι πολύ καλό, αλήθεια κανείς δεν ήθελε ποτέ να σχολιάσει κάποιο από την γκάμα των έξοχων εξωτερικών χαρακτηριστικών σου; Γιατί έτσι;" αναρωτήθηκε σκεπτικά και σοβαρά ο Αντώνης παραμερίζοντας το εύθυμο ύφος του για λίγο.
" Ο μπαμπάς μου εκτός από αυταρχικός και ψυχρός, είναι και κλειστός και λιγομίλητος κάποιες φορές. Προτιμά να μιλά μόνο όταν κρίνει πως έχει κάτι σημαντικό να πει. Τα θετικά σχόλια και κομπλιμέντα για την εμφάνιση μου δεν συγκαταλέγονται στα σημαντικά. Μερικές φορές αισθάνομαι πως δεν με αγαπά, αφού και τις ώρες που βρισκόμαστε στο σπίτι μαζί προτιμά να ξεφυλλίζει μια εφημερίδα, ένα βιβλίο από το να περάσει χρόνο με εμένα. Δεν μου μιλά τρυφερά και στοργικά όπως όταν ήμουν παιδάκι, παλιά τουλάχιστον προσπαθούσε.
Έτσι στερημένη από την πατρική αγάπη το γεγονός της απώλειας της μητέρας μου επιδείνωσε τα πράγματα. Πέρασαν χρόνια βέβαια από τον θάνατο της αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω και να φαντάζομαι πόσο καλύτερη θα ήταν η ζωή μου αν ήταν η μαμά μου στο πλάι μου."
"Λυπάμαι για την απώλεια και όλα αυτά που περνάς. Ο πατέρας σου θα σου επιβάλλει φαντάζομαι τη συγκεκριμένη εποχή πολλούς κανόνες και δεν σε αφήνει να χαρείς την νιότη."
" Ναι, πράγματι, δεν φαντάζεσαι τι κανόνισε για μένα πριν λίγο καιρό...αποφάσισε την διακοπή των μαθημάτων φλάουτου! Ότι χειρότερο για εμένα ήταν αυτός ο κανόνας. Ωστόσο σκέφτηκα να παίζω το όργανο τις ώρες που ο πατέρας μου είναι απών.
Εκείνον τον έπεισα πως δεν ασχολούμαι καθόλου με τη μουσική, αλλά είμαι ανακουφισμένη που επινόησα να παίζω κρυφά. Διπλά κερδισμένη λοιπόν καθώς και εκείνος πεπεισμένος για το ψέμα μου είναι ήρεμος και εγώ απολαμβάνω την μουσική βρίσκοντας πολύτιμες στιγμές μέσα στην ημέρα."
" Μπράβο, είσαι αρκετά έξυπνη και πονηρή όταν θες τόσο πολύ να πετύχεις κάτι. Εγώ δεν μπήκα ποτέ σε τέτοιο κόπο επειδή οι γονείς μου είναι πιο δημοκρατικοί και λιγότερο αυστηροί. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν μέχρι τώρα."
Η υπόλοιπη ώρα κύλησε ευχάριστα και όσο γνωρίζονταν οι δύο νέοι τόσο περισσότερο απολάμβαναν τον χρόνο τους. Η αισθαντική ατμόσφαιρα λόγω της μουσικής υπό τη συνοδεία άρπας, πιάνου και τσέλο δημιουργούσε ένα εύφορο κλίμα ανάμεσα τους και τους έφερνε πιο κοντά.
Όταν επέστρεψαν δύο ώρες μετά ο Αντώνης άφησε τη Ρένα ένα μέτρο μακριά από το σπίτι της και εκείνη τον ευχαρίστησε για την υπέροχη βραδιά στο εστιατόριο. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και περπάτησαν ελάχιστα βήματα. « Ήσουν πολύ εξυπηρετικός και ευγενικός μαζί μου σε ευχαριστώ πολύ, Αντώνη είχα ανάγκη να μιλήσω σε ένα διαφορετικό καλόκαρδο άτομο.»
« Μόνο εξυπηρετικός; Σου έκανα πολλά κομπλιμέντα. Μα ο λόγος και ο στόχος μου ήταν άλλος. Με το αποψινό δείπνο το πρώτο μας δείπνο, ήθελα να δηλώσω την αγάπη μου για σένα.» Η Ρένα έχασε τα λόγια της από το σοκ της ντροπής δεν είχε τι να πει για να συνεχίσει τη κουβέντα. «Ξέρω ότι σε τάραξα. Αλλά δεν μπορώ να το κρύβω πια αγαπημένη μου. Σε αγαπώ και θα κάνω τα πάντα για να είμαστε μαζί.»
« Ακόμα και αν χρειαστείς να συγκρουστείς με τον μπαμπά μου;»
« Ναι ακόμα και τότε.» την κοίταξε με σιγουριά και πάθος στα μάτια.
« Σε αγαπώ και εγώ Αντώνη, ένας θεός ξέρει πόσο.» του παραδέχτηκε με λατρεία. Οι δύο τους αγκαλιάστηκαν με τα σώματα τους να συγκεντρώνουν τη θερμότητα και αγάπη που αναπτύσσονταν και ένιωθαν. Ύστερα η Ρένα αποτραβήχτηκε και τον καληνύχτησε για να πάει στο σπίτι της. Ευτυχώς ο μπαμπάς της θα κοιμόταν εκείνη την ώρα βαθιά -αντί να την περιμένει διότι αύριο έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς-ή έτσι ήλπιζε τουλάχιστον.
Πράγματι ο πατέρας της αποκοιμήθηκε στον καναπέ και η Ρένα ήρθε πάνω του τον σκέπασε με μια κουβέρτα γιατί τον έβλεπε να αγκαλιάζει τους ώμους και να τουρτουρίζει λίγο. Ήταν πατέρας της και όσο να είναι ήταν βασικό να τον αγαπά και να τον φροντίζει με πράξεις.
[...]
Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, κανόνισε με τον Αντώνη να πάνε σε ένα πάρτι που διοργάνωναν φίλοι του γόνοι αριστοκρατών σε μια βίλα έξω από το Ναύπλιο με τεράστιο επεκτεινόμενο κήπο. Η βίλα ήταν κατάμεστη από τριάντα άτομα γνωστών των λιγοστών φίλων του νέου. Εκεί η κοπέλα δοκίμασε πρώτη φορά απεριτιφ και ένα ποτό που όπως της είπαν λεγόταν λικέρ. Δεν της άρεσε το αλκοόλ και αποφάσισε πως δεν θα ξαναέπινε ποτέ στη ζωή της. Οι νέοι χόρεψαν στους ρυθμούς του ήρεμου ρομαντικού χορού και της κλασσικής μουσικής ή του Έλβις Πρίσλει. Κάθισε και πέρασε την ώρα της στην καρέκλα σε μιά άκρη και ο Αντώνης το παρατήρησε και ανησύχησε λίγο με τη πεσμένη διάθεση της. Ξεμάκρυνε από τη παρέα του και έσπευσε δίπλα της. « Πως νιώθεις, σε πείραξαν οι φίλοι μου μήπως; » εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θέλεις να φύγουμε από εδώ;» τη ρώτησε με γλυκό ενδιαφέρον.
« Ναι Αντώνη σε παρακαλώ πάμε από εδώ. Δεν μου αρέσουν τα πάρτι και η μουσική στο γραμμόφωνο αν και χαμηλή κάνει το κεφάλι μου να βουίζει.» τον κοιτούσε ικετευτικά στα μάτια η κοπέλα. Ο Αντώνης λύγισε μπροστά στην επιθυμία της γλυκύτατης αγαπημένης του. Τη πήρε από το χέρι αποχαιρέτησαν πέντε φίλους του που συνάντησε εκεί (μόνο με τον έναν ωστόσο ήταν πιο κοντά, από την εποχή του ιδιωτικού λυκείου όπου φοιτούσε) και έφυγαν.
Μια άλλη μέρα το ζευγαράκι περπατούσε στο πάρκο του Ναυπλίου κατά μήκος του δρόμου με τις βουκαμβίλιες. Ο Αντώνης σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει τη Ρένα. Ανταπέδωσε τη κίνηση του και εκείνη γυρνώντας το βλέμμα της στη μεριά του. Δεν μίλησαν για τρία ολόκληρα λεπτά και η Ρένα άρχισε να νιώθει άβολα, μέχρι που ο Αντώνης της έκανε ξεκάθαρο αυτό που πήγαινε να κάνει αφού έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. Το φιλί τους τόσο γλυκό, απαλό βαθύ και λείο. Ήταν όπως η Ρένα θα το ονειρευόταν και από δω και πέρα θα ξεκινούσε να το ονειρεύεται πιο συχνά την ώρα που θα βρισκόταν στο δωμάτιο της, ειδικά μάλιστα αφού ήταν το πρώτο τους. Όταν κοιτάχτηκαν πάλι στα μάτια υποσχέθηκαν και επανέλαβαν με κοινό όρκο : « Θα σε αγαπώ παντοτινά και θα κάνω το καλύτερο για μας. Τα εμπόδια και οι δυσκολίες θα νικηθούν. Εμείς να είμαστε αποφασισμένοι και δυνατοί να τα κερδίσουμε.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top