Untitled Part 1
'Ανοιξη του 1956... ο Αγαθοκλής ένας έμπορος απολαμβανε τη βολτα του στα μονοπατια του μαγευτικου Ναυπλιου μεχρι που σταθηκε σε ενα τοιχο να ακουμπησει μιας και ενιωθε εξουθενωμενος μετα την πολυωρη βολτα. Στην πραγματικότητα δεν ήρθε στο Ναύπλιο για μια απλή βόλτα αλλά για να εγκατασταθεί μόνιμα.
Εκτός απ τη βασική δουλειά του, το εμπόριο ήλπιζε να ασχοληθεί περισσότερο με τη μουσική το αγαπημένο του χόμπι. Ήταν σίγουρος πως στο νέο τόπο διαμονής θα το πετύχαινε καθώς απουσίαζε ο αγχωτικός και γρήγορος ρυθμός ζωής που γνώρισε στην Αθήνα.
Υπερβολικά φιλικός και άνετος καθώς ήταν, γνωρίστηκε με έναν μπακάλη τον Μενέλαο και δεν άργησαν να συμπαθήσουν ο ένας τον άλλον. Ο Μενέλαος του ανέλυσε την καθημερινότητα των κατοίκων της μικρής πόλης και τα θετικά και αρνητικά της.
Ήταν αναπόφευκτο να τη συγκρίνει με τη πρωτεύουσα αλλά ο νεοφερμένος είχε πάρει την απόφαση του προ πολλού και θα ζούσε στο Ναύπλιο ακόμα και αν στερούνταν τη δραστήρια ζωή της μεγαλούπολης με τις προοπτικές εξέλιξης της.
Δίχως να το περιμένουν, οι δύο άντρες κατέληξαν να περπατούν τα μισά δρομάκια που είχε περπατήσει ο Αγαθοκλής μερικές ώρες πριν. Διόλου δεν παραπονέθηκε, επειδή έβρισκε πολύ ευχάριστη τη συζήτηση με τον Μενέλαο και φαίνονταν πως θα γίνονταν φίλοι πράγμα σημαντικό επειδή σε έναν νέο τόπο διαμονής θεωρείται κατόρθωμα να αποκτάς φίλους τόσο εύκολα και σύντομα! Και μάλιστα την πρώτη μέρα που πηγαίνεις απλά για εξερεύνηση της πόλης.
Ένας μεσήλικας ο Θεοδόσιος εμφανίστηκε στον δρόμο τους χαιρετώντας τον Μενέλαο και τον Αγαθοκλή. Ο δεύτερος παρατηρούσε συχνά τους ανθρώπους επειδή του άρεσε να ψυχοαναλύει τους χαρακτήρες τους. Έτσι δεν του ξέφυγε το συνοφρυωμένο ύφος του άνδρα που ήταν περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε σε αντίθεση με τον Μενέλαου που το πρόσωπο του εξέπεμπε χαρά, ζωντάνια πολύ όμοια με εκείνη του Αγαθοκλή.
"Δεν σε εχω ξαναδει ποιος εισαι;" ρώτησε ξαφνιασμένος και απορημένος ο Θεοδόσιος
Ο πρόσχαρος έμπορος άρπαξε αμέσως την ευκαιρία να συστηθεί. "Ονομάζομαι Αγαθοκλής Στεργίου, κατάγομαι απ΄ την Αθήνα και συγκεκριμένα απ' τον Βύρωνα. Ασχολούμαι επαγγελματικά με το εμπόριο αλλά έχω ως παράλληλο όνειρο να εξασκήσω περισσότερο την μεγάλη μου αγάπη.."
"Ποια είναι αυτή η αγάπη;"Να υποθέσω αναφέρεσαι σε δραστηριότητα που έχει να κάνει με τέχνες?"
"Μάλιστα, η φλογέρα είναι η αγάπη μου." Ο Θεοδόσιος δεν αντέδρασε καθόλου και άρχισε να τον κοιτά αδιάφορα. Δεν μπόρεσε όμως για πολύ καθώς ο εμποράκος του πρότεινε αμέσως κάτι που δεν περίμενε.
"Θα θελατε να σας παιξω μια μελωδία που συνέθεσε ένας φίλος μου προσφατα;Θα σας αρεσει ειμαι βεβαιος για αυτο..."
"Οχι δεν θελω να ακουω μουσικη δεν μου αρεσει. Τη θεωρω βαρετή και μέσο διάσπασης προσοχής.
"Η μουσικη;Δεν εχετε ιδεα και δεν σας κατηγορω αλλα αμα σας επαιζα εστω μια μικρη μελωδια..."
"Σου ξανατονιζω δεν θελω! Φυγε τωρα απο μπροστα μου"
"Θεοδοσιε μην του φερεσαι ετσι, δεν σου έφταιξε σε κάτι μια απλή πρόταση έκανε." επενέβη ο Μενέλαος
"Τελος παντων φευγω μεσημεριασε και θελω να φτασω γρηγορα στο σπιτι μου να ξεκουραστω,καλη σας μερα και παλι..."
"Μα καλα, τι συνεβη με αυτον;Ένα κομμάτι ηθελα να του παιξω και αντιδρασε λες και ηθελα να τον ληστεψω, του φανηκα για κακοποιος και μου φερθηκε ανηλεώς;"
"Μην το σκεφτεσαι Αγαθοκλή. Ο Θεοδοσιος δυστυχως θα συνεχισει να ειναι ετσι για πολυ καιρο. Αμφιβαλλω αν θα αλλαξει συντομα..." Ο έμπορος κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Θεοδόσιο αλλά θα προσπαθούσε να μάθει όσο πιο γρήγορα γινόταν για να ξεδιαλύνει τη περιέργεια του.
Σε ενα διώροφο σπιτι ζούσε ο Θεοδόσιος με την 18χρονη μοναχοκόρη του Ρένα. Η γυναίκα του απεβίωσε εννιά χρόνια πριν και έκτοτε δεν ξαναέφτιαξε τη ζωή του. Το απόγευμα μόλις η Ρένα ολοκλήρωσε τα διαβάσματα και ορισμένες δουλειές του σπιτιού, κατευθύνθηκε στο σαλόνι όπου καθόταν ο πατέρας της. Τον παρατήρησε και είδε πως η ίδια έκφραση έγινε πλέον μόνιμη στο πρόσωπο του. Σκυθρωπή και υπερβολικά αυστηρή.
Αφού ήπιε μονορούφι ένα ποτήρι νερό έστρεψε το βλέμμα στη κόρη του που αυτή τη στιγμή έπιανε το στρίφωμα της φούστας της λόγω νευρικότητας και άγχους. Ξεκίνησε να της μιλά στο γνώριμο σοβαρό απόλυτο ύφος του...
"Αφού τελείωσες σήμερα νωρίς τις δουλειές είναι ευκαιρία να μιλήσουμε για κάτι σημαντικό".
Η Ρένα σήκωσε το βλέμμα της απότομα και με καλά κρυμμένη την αμηχανία της τον ρώτησε "τι έγινε που πρέπει να συζητήσουμε πατέρα;"
"Ορισμένες αλλαγές απαιτούνται να γινουν στην καθημερινοτητα μας και για αυτό θεωρώ αναγκαίο να σε ενημερώσω και να σε προετοιμάσω. Θα σου πάρει κάποιο μικρό χρονικό διάστημα για να τις συνηθίσεις, αλλά πιστεύω θα τα καταφέρεις όπως έγινε με τόσες αλλαγές στη ζωή μας.
Καταρχήν αποφάσισα να παρευρισκόμαστε περισσότερο στην 'κοινωνική ζωή', πηγαίνοντας πιο συχνά βόλτες στη πόλη και στην Αθήνα. Μάλιστα τα μέρη στα οποία θα φροντίσω να περνάμε πιο πολύ χρόνο θα είναι οι δεξιώσεις σε επαύλεις και εστιατόρια. Θεωρώ πως έφτασες σε ηλικία που απαιτείται να κοινωνικοποιηθείς περισσότερο."
Η Ρένα ευχαριστήθηκε με αυτή την αλλαγή αλλά κάτι μέσα της της έλεγε πως δεν θα της άρεσε αυτό που θα άκουγε στη συνέχεια. Παραμέρισε το αρνητικό συναίσθημα και συγκεντρώθηκε στη συζήτηση.
"Η άλλη σημαντική αλλαγή αφορά το μάθημα φλάουτου. Δεν θα συνεχίσεις τα μαθήματα το τελευταίο που θα κάνεις είναι την ερχόμενη Τρίτη και μετά δεν θα ξαναασχοληθείς, η μουσική θα βγει οριστικά απ τη ζωή σου." Στο άκουσμα τούτου του προστακτικού και κοφτού λόγου η Ρένα πάγωσε.
"Ο καθηγητής δεν θα ευχαριστηθεί καθόλου με αυτή την απόφαση" ψέλλισε ταραγμένη η Ρένα.
"Έχω συζητήσει μαζί του και δέχτηκε την απόφαση χωρίς ιδιαίτερη αναστάτωση και αντίρρηση. Εξάλλου πηγαίνει σε πολλά σπίτια να διδάξει εύπορα παιδιά σαν κ εσένα, δεν χάνει εντελώς το μεροκάματο του."
"Γιατί το αποφάσισες αυτό; Η μουσική είναι απ τις αγαπημένες μου δραστηριότητες και πηρες τέτοια απόφαση χωρις να νοιαστείς πόσο θα απογοητευτώ; Γιατί πατέρα, είσαι τόσο σκληρός δεν φταίω σε τίποτα" ψέλισσε λυπημένη και απαρηγόρητη η Ρένα.
"Σιωπη Ρενα.Εγω αποφασιζω ως κυριος του σπιτιου και δεν δεχομαι αντιδραση απο κανεναν!Για αυτο πηγαινε αμεσως στο δωματιο και μην ξαναεμφανιστεις μπροστα μου μεχρι το πρωι."
Ο πατερας της την αρπαξε αποτομα απ το μπρατσο και την εσυρε στο δωματιο της αδιαφορωντας για τις ικεσιες και τη στεναχωρια της.
"Αφου δεν με υπακουσες και τολμησες να αντιμιλησεις θα μεινεις κλειδωμενη! Δεν θα βγεις ουτε το επομενο πρωι αν δεν ζητησεις συγγνωμη. Γι' αυτο φροντισε να σκεφτεις καλα την αποψινη κουβεντα και να πραξεις συνετα νεαρή μου!"
Μολις ακουστηκε ο ηχος της κλειδαριας η Ρενα ξεσπασε σε λυγμους σκυβοντας το κεφαλι της πανω στο κρεβατι. Ο πατερας της γινοταν ολο και πιο αυστηρος και αδικος μαζι της και εκεινη ανημπορη τον υπακουγε αλλα η αποφαση του να σταματησει τα μαθηματα μουσικης ηταν πολυ για αυτην.Ποσο θα τον υπεμενε ακομα, σκεφτοταν απελπισμενη μουσκευοντας τη κουβερτα της με δάκρυα...
Ευτυχώς την επόμενη μέρα με το που ζητησε συγγνωμη ο πατερας της της επετρεψε να βγει απ το δωματιο της. Αναγκαστηκε να δεχτει την αποφαση του οπως και τοσες αλλες με βαρια καρδια οσο προλαβε να απολαμβανει τα μαθηματα μουσικης προλαβε. Τουλαχιστον στο σχολειο θα εβρισκε ωρα να παιζει εστω για ελαχιστα λεπτα το φλάουτο και θα την άκουγαν συνεπαρμένοι οι συμμαθητές της.
Πριν βγει απ' το δωμάτιο της, άνοιξε το παράθυρο για να φωτίσει το χώρο ο ολάκερος ήλιος .Φόρεσε το αγαπημένο της φουντωτό άσπρο φόρεμα με κεντημένα λουλούδια και βγήκε για βόλτα στην πόλη με μια φίλη της μιας και ήταν Σάββατο...
Η πρώτη ιστορία που δημοσιεύω! Συγγνώμη για την έλλειψη τόνων θα προσπαθήσω να μην λείπουν πολλοί στα επόμενα κεφάλαια...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top