6. Πιστόλια στο σπίτι της.

6. Πιστόλια στο σπίτι της

Jack's POV

Η ώρα ήταν οχτώ και σαράντα πέντε. Εδώ και τρία λεπτά είμαι έξω από την δημόσια βιβλιοθήκη. Η Jane δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, και δεν νομίζω να είναι μέσα. Δεδομένου πως εγώ ο ίδιος είχα αργήσει περίπου κανά δεκάλεπτο, η Jane δεν περίμενα να αργήσει. Καθόλου.

Σύντομα άρχισα να κάνω βόλτες πάνω στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο της βιβλιοθήκης. Τα λόγια της Stephanie γυρνούσαν στο μυαλό μου. "Υπήρχε και τέταρτο μέλος στην παρέα, ο Adrian Reynolds."

Αυτό το όνομα θα με στοιχειώνει για πάντα. Μόλις το ξεστόμισε η  Stephanie, κατευθείαν άρχισα να ψάχνω στο μυαλό μου που το άκουσα. Είναι γνωστό όνομα, θα υπήρξε σε κάποια από τις φήμες που άκουσα από τη στιγμή που μπήκα στο σχολείο για πρώτη φορά.

Αυτό θα είναι σίγουρα.

Όχι, είμαι σίγουρος πως θα το θυμόμουν.

Σύντομα το κινητό μου ακούστηκε και ο ήχος μηνύματος έφτασε στα αφτιά μου. Ήταν η Jane.

"Σορρυ αλλά δεν προλαβαίνω να έρθω. Πέρνα από το σπίτι μου. Σου στέλνω τη διεύθυνση."

Σε δεύτερα ένα δεύτερο μήνυμα εμφανίστηκε με την διεύθυνση. Πάλι καλά που ξέρω πού είναι, δεν είναι πολύ μακριά από εδώ.

"Σε δέκα θα είμαι εκεί." έστειλα.

_______________________________________

Όντως σε δέκα λεπτά ήμουν έξω από το σπίτι της. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Κοίταξα πάλι την διεύθυνση και ήμουν αρκετά σίγουρος πως αυτό ήταν το σωστό σπίτι. Γιατί αμφιβάλλω; Γιατί αυτό το σπίτι, είναι κάτι μικρότερο από βίλα. 

Ντυμένο με τούβλα και λευκούς τοίχους, είναι αυτό που λέμε ένα σύγχρονο σπίτι. Κατά μήκος του μπροστινού μεγάλου τοίχου, ένα τεράστιο παράθυρο έδινε μια ιδέα από το εσωτερικό του σπιτιού. Ο κήπος ήταν καλά περιποιημένος. Ένα μεγάλο δέντρο -αμυγδαλιά- στόλιζε υπέροχα το μπροστινό μέρος. Όσο περισσότερο προχωρούσα, μπορούσα να διακρίνω τη μικρή πισίνα προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Αν και βράδυ, το σκοτάδι δεν χάλασε όλη εικόνα του σπιτιού.

Γύρω γύρω είχε μικρά λαμπάκια, υποθέτω για να βλέπεις που πατάς. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο εκεί γύρω. Ήταν μια αραιοκατοικημένη περιοχή, δύο σπίτια μόνο γύρω, αλλά περίμενα να είχε κάποια ένδειξη ζωής. 

Χτύπησα τη πόρτα. Ήταν από ξύλο, τουλάχιστον έτσι μύριζε. Μέσα από το παράθυρο, διέκρινα την Jane να κατεβαίνει τις σκάλες. Σε δεύτερα η πόρτα άνοιξε και μου έκανε νόημα να μπω. Χωρίς να πούμε καμία κουβέντα μπήκα μέσα, κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου 

Το σπίτι φαινόταν ζεστό. Ήταν ντυμένο στα χρώματα του καφέ, μπλε και άσπρου, καθώς τα μικρά λαμπάκια στόλιζαν υπέροχα το ταβάνι. Καθώς προχωρούσαμε πάνω, επιβεβαίωσα τη θεωρία μου, και οι σκάλες ήταν από ξύλο επίσης. Πολύ ξύλο σε αυτό το σπίτι. Τι παίζει;

Φωτογραφίες της Jane να χαμογελάει, είτε μόνη της, είτε με τη παρέα της, με τον Alex, με δύο ανθρώπους που λογικά ήταν οι γονείς της, ή με μια κοκκινομάλλα γυναίκα. Στις περισσότερες ήταν με την τελευταία. Την είχα ξαναδεί εδώ γύρω, οπότε υποθέτω πως είναι η Katherene Williams, η θετή της μητέρα.

Αυτο που με παραξένεψε ήταν μία φωτογραφία στο τέλος της σκάλας. Ήταν τέσσερα παιδιά, μικρότερα από μένα, χαμογελούσαν σαν να περνούσαν τη καλύτερη στιγμή της ζωής τους. Από τα τέσσερα παιδιά αναγνώρισα μόνο τα τρία. Εκείνο το μαυρομάλλικο παιδάκι με τα πράσινα μάτια δεν το αναγνώρισα.

Έχουμε παρόμοια χαρακτηριστικά.

"Ναι μοιάζετε λίγο." άκουσα τη φωνή της Jane. "Ίσως γι'αυτό δεν σε συμπαθώ."

Ναι αυτό έχει μια λογική. Όχι.

"Ποιος είναι;" ρώτησα.

Εκείνη απλά κοιτούσε τη φωτογραφία με ένα στραβό χαμόγελο. Μπορούσα να διακρίνω τον πόνο στα μάτια της.

"Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Γι'αυτό έλα αγαπητέ μου." Είπε και με μια κίνηση μπήκε σε ένα δωμάτιο.

Έμεινα για λίγο κοιτάζοντας μία τη πόρτα μία τη φωτογραφία.

Το παιδί ήταν ο Adrian Reynolds. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί νωρίτερα. Είμαι τόσο χαζός.

Χωρίς να πω τίποτα και με τη τελευταία σκέψη μπήκα στο δωμάτιο.

___________________________

Μία ώρα και σαράντα δύο λεπτά, τριάντα τέσσερα, τριάντα πέντε, τριάντα έξι δεύτερα, αργότερα, αποφασίσαμε να το λήξουμε. Η Φυσική δεν ήταν το στοιχείο μου και η ώρα πλησίαζε τις έντεκα. Οι γονείς μου, θα με έψαχναν είμαι σίγουρος. 

Μπορώ να πω πως όλη αυτή την ώρα πρόσεχα στο μάθημα όπως δεν πρόσεξα ποτέ μου. Η Jane ήταν πολύ υπομονετική μαζί μου, και σε κάθε βήμα που κάναμε, μου έπαιρνε ώρα για να το καταλάβω, αλλά στο τέλος, το κατάφερνα, έστω και με μερικά προβλήματα. Γι'αυτό μας πήρε και τόση ώρα.

Η Jane με οδήγησε προς τα έξω. Όταν ήμασταν στην πόρτα πριν φύγω, μου είπε κάτι το οποίο δεν άκουσα από κανέναν ποτέ μου. "Ξέρω ότι θα τα καταφέρεις στο τέλος Jack."

"Γιατί είσαι τόσο σίγουρη; Έχουμε λίγο χρόνο για να μάθω πράγματα τριών χρόνων. Δεν θα τα καταφέρω." είπα και όσο και αν δεν με άρεσε, ένιωσα θλίψη.

"Κοίτα, τώρα μπορεί να σου φαίνονται δύσκολα, και να απογοητεύεσαι από τον εαυτό σου, αλλά σε μερικά μαθήματα, θα δεις πως θα τα πας κάτι παραπάνω από πολύ καλά." με επιβεβαίωσε. "Θα φροντίσω εγώ γι'αυτό."

Χαμογέλασα. "Ευχαριστώ πολύ λουλουδένια. Σημαίνει πολλά για μένα."

Στο άκουσμα της λουλουδένιας γέλασα σιγανά. "Καληνύχτα Owens. Τα λέμε αύριο."

Είπε και έκλεισε τη πόρτα χαμογελώντας.

Είχε υπέροχο χαμόγελο.

Με το ίδιο χαμόγελο και εγώ ξεκίνησα για το σπίτι μου. Τη στιγμή που έβγαινα από τον κήπο του σπιτιού της Jane, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στο πεζοδρόμιο. Τα φώτα του αυτοκινήτου έκλεισαν και η πόρτα του άνοιξε. Συνέχισα να περπατάω. Δυστυχώς ο μόνος δρόμος προς το σπίτι μου ήταν εκείνος προς το αυτοκίνητο, οπότε είναι κάπως δύσκολο να αποφύγω τον οποιοδήποτε που βγαίνει. 

Μία ψηλή κοπέλα βγήκε, και μόλις άκουσα τη φωνή της, οι μόνες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα της ήταν βρισιές.

"Μαλακία έκανα πάλι. Όχι δεν πρόκειται να το αλλάξω. Ένα ραντεβού είναι εξάλλου. Ω σκάσε ηλίθια!"

Συνέχισα να περπατάω. Τελικά υπάρχει και πιο τρελός κόσμος από εμένα. Σύνδεσα τα ακουστικά μου με το κινητό και το πρώτο τραγούδι μπήκε στα αυτιά μου. Έβαλα την κουκούλα της ζακέτας στο κεφάλι μου και κοίταξα τον ουρανό. Για άλλη μια φορά ήταν συννεφιασμένος. Συνηθισμένο φαινόμενο στο Seattle. Δεν περιμένω όμως να βρέξει. 

Πέρασα τον δρόμο. Έστριψα δεξιά, κάποιες φορές αριστερά. Μπήκα μέσα από στενά. Πριν το καταλάβω ήμουν στη γειτονιά μου. Στο κινητό η ώρα έδειχνε έντεκα και είκοσι. Υποθέτω πως πέρασε πολύ η ώρα.

Μπήκα στο σπίτι και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η μαμά μου να κοιμάται στον καναπέ με ανοιχτή τηλεόραση. Πάλι με περίμενε, όπως κάθε βράδυ. Πήγα κοντά της βγάζοντας τα ακουστικά και την κουκούλα.

"Μαμά γύρισα." της ψιθύρισα απαλά.

Εκείνη κουνήθηκε λίγο, μα όταν άνοιξε τα μάτια της, με κοίταξε με ανήσυχο ύφος. "Πού ήσουν τόσην ώρα παιδί μου; Ανησύχησα."

"Είχα μάθημα, τα ιδιαίτερα. Απλώς αργήσαμε λίγο." την καθησύχασα. 

"Αχ μωρό μου." μου χάιδεψε το μάγουλο. "Πώς τα πήγατε; Είναι καλή κοπέλα;"

Γέλασα με το τελευταίο. "Δεν είμαι σίγουρος ακόμα αν είναι καλή κοπέλα. Αλλά έχει υπομονή μαζί μου."

"Άρα τα πήγατε καλά;" ρώτησα καθώς σηκωνόταν.

"Ναι έτσι πιστεύω." είπα.

Ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες και αφού είπαμε ο ένας στον άλλο σιγανές καληνύχτες, μετά και από το φιλί στο μέτωπο, κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Αν και ήταν αργά, ένα ντουζ θα με βοηθούσε να κοιμηθώ καλύτερα. 

Αφού το έκανα, ένιωσα το δωμάτιο μου να βρίσκεται μακριά. Σέρνοντας τα πόδια μου, έφτασα επιτέλους. Με αργές κινήσεις έβαλα πιτζάμες, και με ακόμη πιο αργές κινήσεις άρχισα να βάζω τα ρούχα μου στη θέση τους. Ναι, το δωμάτιο θα τακτοποιηθεί κάποια στιγμή ολοκληρωτικά. Και ας μη βρίσκω τίποτα μετά.

Τα χέρια μου έπιασαν την αθλητική μου φανέλα και αμέσως ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου. Είμαι περήφανος για την ομάδα μας. Δύο χρόνια τώρα, αυτή η ομάδα έγινε οικογένεια για εμένα. Ο χρόνος τελειώνει και ποιος ξέρει πού θα βρεθούμε μετά; Μπορεί να ξεχάσουμε ο ένας τον άλλον και να ξαναθυμόμαστε ο ένας τον άλλον στις νίκες και στις ήττες της ζωής μας.

Πέρασα με τα δάχτυλά μου το ύφασμα και τη σήκωσα στον αέρα με την πίσω μεριά προς εμένα. Το επίθετό μου ήταν γραμμένο με λευκά γράμματα πάνω στη σκούρο μπλε μπλούζα. Από κάτω ο αριθμός #1 ήταν με πιο μεγάλα γράμματα γραμμένος. Την γύρισα πάλι από μπροστά. Το όνομα της ομάδας μας "Seattle Eagles" ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα επίσης. κάτω από εκεί ήταν πάλι ο αριθμός μου ενώ στην δεξιά γωνία, ήταν ραμμένο ένα "C" που αναφέρεται στη λέξη "Captain" δηλαδή αρχηγός της ομάδας.

Σκεπτόμενος πως  σε λίγα χρόνια, ίσως φοράω κάποιας άλλης ομάδας τη μπλούζα με έκανε να κλείσω για λίγο τα μάτια μου. Θα μου είναι δύσκολο να συνηθίσω τα νέα άτομα. Υποθέτω όμως πως θα τα καταφέρω.

Την έφερα πιο κοντά μου και έκατσα στο κρεβάτι. Τα χέρια μου την δίπλωσαν με απαλές και προσεκτικές κινήσεις και έμεινα να τη κοιτάζω. Ήταν ότι πιο όμορφο έχω φορέσει ποτέ μου. Ακούγομαι σαν κορίτσι, αλλά για ένα αγόρι, η μπλούζα της ομάδας του, είναι ιερό αντικείμενο.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε αλλά τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Πριν το καταφέρω και αυτό όμως, για πρώτη φορά πρόσεξα το εσωτερικό της μπλούζας. Πρώτη φορά έβλεπα μαύρα γράμματα εκεί. Άνοιξα τη λάμπα δίπλα από το κομοδίνο μου και κατάλαβα πως τα γράμματα ήταν γραμμένα στο χέρι, με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Σιγά σιγά άρχισα να το διαβάζω.

"Η φόρμα αυτή ανήκει στον πρώτο αρχηγό της ομάδας, που κατάφερε να φτάσει ψηλά στον πρώτο χρόνο του. Σε ευχαριστούμε για την περίοδο που ήσουν μαζί μας. Πάντα στις καρδιές μας θα είσαι Adrian Reynolds.

Οι παίχτες της ομάδας Seattle Eagles 2014"

Η μπλούζα έπεσε από τα χέρια μου σχεδόν αμέσως.

Ήταν του Adrian Reynolds. 

Όσο παράξενο και αν φαίνεται, αυτό με κάνει να θέλω να μάθω περισσότερα και περισσότερα για αυτόν. Πλέον είναι βαθιά στη ζωή μου.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top