25. Λουλούδια στη κηδεία.
25. Λουλούδια στη κηδεία.
Jane's POV.
Όλοι αναρωτιόμαστε πού πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν Υπάρχει ο παράδεισος για τους αγνούς και ενάρετους και η κόλαση για του αμαρτωλούς. Αν όμως πάρουμε τη ζωή κάποιου από την αρχή και την αναλύσουμε, θα διαπιστώσουμε πως όλοι μας, με κάποιον τρόπο είμαστε αμαρτωλοί.
Το να κάνεις σεξ θεωρείται αμαρτία. Τότε πώς γίνεται όλοι αυτοί της εκκλησίας να έχουν παιδιά; Γιατί αν έχουν παιδιά, τότε δεν χρησιμοποίησαν καν προφυλακτικό : 100 πόντοι αμαρτίας.
Αδικία λίγο.
Αλλά στο θέμα μας. Αν παίρναμε κάθε αμαρτία, τότε κανείς δεν θα πήγαινε στον παράδεισο. Θα πήγαιναν όλοι στην κόλαση και τότε ο παράδεισος θα περίμενε με ανοιχτές αγκαλιές τον πιο αγαθό άνθρωπο του κόσμου.
Συγνώμη Άγιε Πέτρο, αλλά θα περιμένεις πολύ ακόμα.
_______________________________________
"Θέλω να φύγω." ψιθύρισα στο αυτί του μπαμπά.
Πέρασε το χέρι του γύρω μου και με έφερε κοντά μου. "Λίγο ακόμα έμεινε γλυκιά μου."
Οι φορείς του φέρετρου, άφησαν κάτω το φέρετρο από βελανιδιά, που μέσα πλάγιαζε η Katherene. Ποτέ δεν μου άρεσαν αυτά τα πράγματα. Το γεγονός ότι δεν πίστευα στον Κύριο εκεί πάνω με έκανε να αναρωτιέμαι γιατί δεν ταριχεύσαμε τη Katherene και να την έχουμε σε ένα βάζο στο σαλόνι. Η ειρωνεία ήταν πως πάντα θαύμαζα το μεγαλείο της εκκλησίας. Μέσα σε δύσκολους καιρούς, αυτή έμεινε εκεί ακάθεκτη και τώρα, 2000 χρόνια μετά, υπάρχει ακόμα.
Ναι, ακόμα δεν πιστεύω στον Μεγαλοδύναμο.
Τα πόδια μου, αδύναμα, στέκονταν τρέμοντας μπροστά στο λάκκο που έσκαψαν για να βάλουν το φέρετρο της Katherene. Όλοι φορούσαν μαύρα, πράγμα που μου έφερνε περισσότερη κατάθλιψη. Τα μαλλιά μου ήταν πιασμένα πίσω σε ένα μι κοτσίδας και ντομάτας. Είχε ζέστη σήμερα, αλλά το κοντομάνικο φόρεμά μου δεν με προστάτευε από το αεράκι του Απρίλη.
Σήκωσα το βλέμμα μου και μέσα από την αγκαλιά του μπαμπά, κατάφερα να διακρίνω κάποια γνωστά πρόσωπα. Η Sarah με την οικογένειά της ήταν λίγο πιο πέρα, ο Alex με τον μικρότερο αδερφό του ήταν κοντά στη Sarah. Ο πάτερ συνέχισε να ψέλνει και εγώ κοιτούσα τριγύρω. Λες να είναι εδώ ο δολοφόνος; Το γεγονός πως είναι γνωστός μου μου φέρνει αναγούλα. Ποιο αρρωστημένο ανθρώπινο ον θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο μεγάλο κακό σε ένα κοντινό του πρόσωπο;
Έκλεισα για λίγο τα μάτια και χώθηκα περισσότερο στην αγκαλιά του μπαμπά. Όταν τα άνοιξα, το βλέμμα μου έπεσε σε μια ακόμη γνωστή φυσιογνωμία. Ο Chase Reynolds βρισκόταν μακριά από το πλήθος, απομονωμένος. Είχα καιρό να δω τον μπαμπά του Adrian, και τώρα η εμφάνισή του μου προκαλούσε δέος.
Με την άκρη του ματιού μου, έκανα σήμα στη Sarah να δει αυτό που είδα. Μετά από λίγα δεύτερα, γύρισε το βλεμμα της, και το στόμα της άνοιξε λίγο στην έκπληξή της. Εκείνη, σκούντηξε τον Alex, ο οποίος μετά από έναν αιώνα, κοίταξε κατάματα τον πατέρα του Adrian. Και οι τρεις μας, προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με τα βλέμματά μας, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς να πράξει.
Ο Chase Reynolds, με τον θάνατο του γιου του, πήρε μετάθεση σε κάποια άλλη πόλη, με τη βοήθεια του μπαμπά. Λογικό να φύγει από αυτή την πόλη. Εδώ έχασε τον γιο του. Αν ήμουν στη θέση του, ίσως και εγώ να έφευγα.
Ο μπαμπάς του Adrian, σαν να κατάλαβε πως τρεις ηλίθιοι τον κάρφωναν με το βλέμμα τους, ανταπέδωσε. Τα σκληρά μαύρα μάτια του, μας κοιτούσαν έναν έναν ξεχωριστά, σαν να φταίμε εμείς για όλα αυτά που γίνονται.
Ναι, κρίμα που είναι αλήθεια.
Πριν το καταλάβω, ο μπαμπάς μου έκανε σήμα να πάω λίγο πιο μπροστά. Ήταν η ώρα να πετάξω το λουλούδι μου. Κοίταξα το λευκό τριαντάφυλλο που κρατούσα στα χέρια μου. Ήταν τόσο απλό, τόσο αγνό, αλλά συνάμα τόσο αμαρτωλό.
Το πέταξα πάνω από το φέρετρο της Katherene. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνω να καταλάβω τίποτα. Το πότε συμφώνησα να βοηθήσω στα μαθηματα τον Jack, σε σχέση με τα γενέθλιά μου χθες, φαίνονται σαν να πλάκωσαν το ένα το άλλο.
Επέστρεψα στη θέση μου και έριξα μια ματιά πάλι γύρω μου. Τα μελί μάτια μου, έπεσαν αμέσως πάνω στα πράσινα δικά του. Ω Jack, δυστυχώς μπορώ να φανταστώ τι πέρασες χθες. Είναι φριχτό να βλέπεις έναν νεκρό άνθρωπο.
Το βλέμμα του δεν ήταν στο δικό μου. Ήταν πάνω στο τριαντάφυλλο που μόλις πέταξα, λες και σκεφτόταν τι συνέβη γύρω από το τριαντάφυλλο. Τα μαλλιά του, τόσο ακατάστατα, σαν να μη κοιμήθηκε καθόλου. Με θλίβει πολύ να τον βλέπω σε αυτή τη κατάσταση. Δεν του αξίζει κάτι τέτοιο.
Ήθελα να του μιλήσω. Να του πω πως είμαι κοντά του. Ήθελα να αγγίξω το χέρι του, να του δείξω πως κάτι νιώθω.
Αλλά οι τρεις τελευταίες ώρες, πέρασαν σαν να μην ένιωθα κάτι.
Πάνω που πήγα να κάνω ένα βήμα προς το μέρος του Jack, η φωνή του μπαμπά μου με σταμάτησε.
"Έλα πάμε να φύγουμε αγάπη μου."
____________________________________________
Μετά από λίγη ώρα, υπήρχε κόσμος στο σπίτι. Είναι έθιμο λένε, να μαζεύονται οι άνθρωποι και να φέρνουν φαγητό, προς τιμή του νεκρού. Μάλλον κανείς δεν κατάλαβε πως αυτό, δεν φέρνει τον νεκρό πίσω.
Συγκεκριμένα, αυτή τη στιγμή, καθόμουν σε μια γωνιά του καναπέ στο σαλόνι, καθώς με περιτριγύριζαν γνωστοί και άγνωστοι. Η άκρη του φορέματός μου φαινόταν τόσο ενδιαφέρουσα. Και τι δεν θα έδινα για να ήμουν πάνω στο δωμάτιό μου και να έκανα μια μεγάλη μπάλα γεμάτη με τίποτα.
Η σκιά κάποιου στεκόταν από πάνω μου. Σήκωσα δειλά δειλά το βλέμμα μου, και μόλις αντίκρισα το βλέμμα του Chase Reynolds, ένιωσα φόβο μέσα μου. Από τότε που ήμουν μικρή τον φοβόμουν. Δεν ήταν τρομακτικός ή κάτι τέτοιο, αντίθετα θα τον έλεγε κανείς αρκετά γοητευτικό. Απλά μόλις δεις το σκληρό βλέμμα σου, αρχίζεις να αναθεωρείς για τη προηγούμενη σκέψη σου.
"Λυπάμαι πολύ για τον χαμό σου Jane." είπε με τη βαριά φωνή του. "Θα πήγαινα στους γονείς σου, αλλά θεώρησα πιο σωστό να έρθω πρώτα σε εσένα. Μιας και εσύ έζησες με τη Katherene μια ζωή."
Δεν ήξερα πώς να του μιλησω. Ντρεπόμουν λίγο. Φοβόμουν από την άλλη. "Ευχαριστώ πολύ. Δεν περίμενα να σας δω εδώ."
"Θα ήταν λάθος μου να μην ερχόμουν." είπε και έκατσε δίπλα μου. "Ήταν καλή γυναίκα η μητέρα σου. Κρίμα που έφυγε με αυτόν τον τρόπο."
"Ναι, ήταν φριχτό." ξεστόμισα.
"Θα είμαι εδώ για λίγες μέρες. Ίσως εσύ και τα παιδιά θα θέλατε να ερχόσασταν για δείπνο." είπε σιγανά. "Θα είναι και η Margaret."
Στο άκουσμα του ονόματος της μητέρας του Adrian χαλάρωσα κάπως. "Θα τους το πω."
Χωρίς άλλη λέξη, έφυγε από κοντά μου. Για μερικά λεπτά, απλά τον παρακολουθούσα. Να μιλάει με τους γονείς μου, με κάποιους άλλους γνωστούς, ώσπου στο τέλος, ετοιμάζεται να φύγει. Μου ρίχνει ένα βλέμμα και κλείνει τη πόρτα.
Κάτι τρέχει με αυτόν. Πάντα το έλεγα, αλλά τώρα το παίρνω στα σοβαρά.
Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου και εγώ τινάχτηκα.
"Πάμε στην κουζίνα. Μας περιμένουν τα παιδιά." είπε ο Jack.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top