14. Πιστόλια στην έκπληξή της.

14. Πιστόλια στην έκπληξή της.

Jack's POV

"Λοιπόν..." είπε ο ξανθός αδερφός της Jane.

"Λοιπόν..." είπα ευγενικά.

"Λέω να τον μαχαιρώσουμε. Φαίνεται ηλίθιος." είπε ψιθυριστά η κοκκινομάλλα, Katherene, στον Lucas.

"Είναι μαναράκι. Θα πάνε τζάμπα τόσα χρόνια ζωής." της απάντησε. "Εξάλλου, θα ήταν ωραίος για γκόμενός μου."

Εδώ ίσως πρέπει να σας εξηγήσω τι τρέχει. Η Jane, παρά την θέλησή μου, θέλησε να τη γυρίσω σπίτι για να αλλάξει ρούχα. Βασικά η ίδια είπε «Για να βάλω ρούχα.». Έτσι την πήγα σπίτι της. Το μόνο πρόβλημα είναι πως εκεί ήταν και ο αδερφός της Lucas με την θετή μητέρα της Jane, Katherene. Και τώρα περνάω από μια «διακριτική» ανάκριση.

Ίσως πρέπει να προσθέσω το γεγονός ότι ο Lucas είναι ομοφυλόφιλος. Ανοιχτός μόνο σε αυτούς που συμπαθεί. Δεν έχω πρόβλημα με τους γκέι, αλλά όταν στη πέφτουν ενώ εσύ έχεις κόλλημα με την αδερφή τους, είναι κάπως αμήχανο.

Αρχίζω να πιστεύω πως ελκύω τους πάντες.

"Λοιπόν Jack, θα σε ρωτήσουμε κάτι, και εσύ θα απαντήσεις ειλικρινά." είπε σοβαρά η Katherene.

"Φυσικά." απάντησα προσπαθώντας να μη δείξω το γεγονός ότι έχω κατουρηθεί πάνω μου.

Τρόπος του λέγειν.

"Ξέρεις ότι η Jane, είναι κόρη  του βοηθού του Γενικού Εισαγγελέα στην Ουάσιγκτον σωστά;" ρώτησε η κοκκινομάλλα.

"Μάλιστα." απάντησα κατατίνοντας αργά.

"Και ξέρεις πως οι γονείς μας είναι ηλίθιοι;" ρώτησε ο Lucas.

"Όχι, αυτό δεν το ήξερα." είπα σιγανά.

"Ναι είναι πολύ ηλίθιοι. Αλλά καλοί άνθρωποι. " είπε ο Lucas. "Αλλά κυρίως ηλίθιοι."

"Αυτή τη στιγμή είναι στη Γενεύη." είπε η  Katherene ενθουσιασμένη. 

"Ναι, δεν μας πολυνοιάζει." εμφανίστηκε μια άλλη φωνή.

Η Jane κατέβηκε τις σκάλες γρήγορα και ήρθε κοντά μας. Ο Luke γέλασε με αυτό που είπε πριν λίγο. "Αυτή είναι η εκατοστή χιλιοστή τρίτη φορά που πάνε εκεί."

Η Jane γέλασε επίσης. "Και θα υπάρξουν και άλλες."

"Τι γουρούνια και οι δυο σας." είπε και καλά θυμωμένη η Katherene. "Ντροπή σας."

Η Jane την αγνόησε και γύρισε σε εμένα. "Σε απείλησαν;"

"Όχι ακόμα." απάντησε για εμένα ο Lucas. 

Η Jane με τράβηξε από το χέρι. "Πάμε να φύγουμε από τους τρελούς."

______________________________________________

Περπατούσαμε μέσα στο δάσος.Πάλι καλά που ήταν πρωί, αλλιώς θα φοβόμουν. Η Jane μας οδηγούσε στον προορισμό μας. Περπατούσαμε για περίπου μία ώρα. Κάθε τρεις και λίγο, η λουλουδένια γυρνούσε να δει αν την ακολουθώ και αν είμαι καλά. Αφού τη διαβεβαίωσα πως όλα κυλούν φαμπ, συνέχισε να προχωράει.

Σταματήσαμε ξαφνικά. Φαινόταν σαν να είναι το κέντρο του δάσους. Υπήρχε παντού υψηλό γρασίδι, δέντρα και πού και πού, άκουγες και κάποιο ζώο. Η Jane γύρισε μια τελευταία φορά να με δει. Με έπιασε πάλι από το χέρι και αφού περπατήσαμε λίγα ακόμα λεπτά, σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρό λοφάκι με φύλλα, κλαδιά και χώματα.

"Στο ορκίζομαι, δεν έκανα τίποτα κακό." είπα γρήγορα.

"Μην ανησυχείς δεν ήρθα να σε σκοτώσω." είπε γελώντας. 

"Τι κάνουμε εδώ Jane;" ρώτησα.

Με κοίταξε για λίγο και ρούφηξε τη μύτη της. Θα κρύωσε χθες το βράδυ. Χαμογέλασε απαλά. "Όπως έχω ξαναπεί, ξέρω πως νιώθεις άβολα ξέροντας πως έχεις τόσα κοινά με τον Adrian."

Όχι πάλι ρε πούστη μου!

"Jane, δεν θέλω να το συζητήσω." είπα σιγανά. "Πάμε σπίτι."

Την τράβηξα από το χέρι αλλά με σταμάτησε. "Δεν σου ζήτησα να μιλήσουμε γι'αυτόν Jack. Σου ζήτησα να με ακούσεις."

"Δεν θέλω μικρή! Αν ξέρεις πως νιώθω, τότε θα καταλάβαινες πως είναι τα νεύρα μου κάθε φορά που ακούω το όνομά του!" σχεδόν φώναξα.

Με κοίταξε για λίγο τρομαγμένη. "Jack, εγώ-"

"Εγώ πάω σπίτι." αποφάσισα νευριασμένος.

Ξεκίνησα να περπατάω από εκεί που ήρθαμε. Δεν με σταμάτησε. Δεν άκουσα καν βήματα από πίσω μου. Δεν με ακολούθησε. Δεν έκανα καν προσπάθεια να με μεταπείσει.

Τι προσπαθεί να πετύχει γαμώτο;

Ξεφύσησα. Γύρισα πίσω. Εξάλλου αν συνέχιζα, θα χανόμουν και μετά ποιος μα ακούει. Μόλις έφτασα πάλι στη Jane, κοιτούσε κάτι μέσα στη τσάντα της. Όταν με αντιλήφθηκε, σήκωσε το βλέμμα της και τα μάτια της έπεσαν στα δικά μου.

"Συγνώμη Jack..." ψέλλισε.

Πήγα κοντά της και την αγκάλιασα. "Απλά βαρέθηκα να το ακούω όλη την ώρα."

"Σου υπόσχομαι πως αυτή είναι η τελευταία φορά." είπε σιγανά και της χαμογέλασα.

Από τη τσάντα της έβγαλε ένα βάζο. Μέσα υπήρχαν πολλά χρωματιστά χαρτάκια, τυλιγμένα το καθένα να μπλέκεται με το άλλο. Ήταν γεμάτο μέχρι πάνω. Η Jane το έβλεπε με ένα στραβό χαμόγελο.

"Η ψυχολόγος μου το λέει «Το βάζο του παρελθόντος» ή κάτι τέτοιο." ψιθύρισε. "Μέσα υπάρχουν αναμνήσεις από εμένα με τον Adrian. Και πράγματα που μου έλειψαν τα τελευταία δύο χρόνια."

"Δική σου ιδέα;" ρώτησα ακόμα έχοντάς τη κοντά μου.

"Όχι ακριβώς. Αλλά μ'άρεσε εκείνη τη στιγμή." μου είπε. "Είναι η ζωή μου με τον Adrian. Με τη ψυχολόγο μου, συμφωνήσαμε να το κάνουμε σαν χρονοκάψουλα. Όταν έρθει η στιγμή, να το θάψω κάπου. Και μετά από κάποια χρόνια να το ξεθάψω. Ή να το αφήσω εκεί."

Μ'άρεσε πολύ αυτό που έκανε. Αν και δεν πάω τον νεκρό Adrian, η Jane προφανώς τον αγαπούσε -αγαπάει- με όλο της το είναι.

Με ενοχλεί λίγο αυτό. Με εκνευρίζει. Αλλά τη καταλαβαίνω.

"Και γιατί ήρθαμε εδώ σήμερα;" ρώτησα μετά από λίγο.

Η Jane κοίταξε μια το βαζάκι, μια εμένα. "Γιατί νομίζω πως ήρθε αυτή η στιγμή."

"Είσαι σίγουρη γι'αυτό;"

"Ναι." απάντησε σιγανά.

Νεύοντας θετικά, τη βοήθησα να κάνει μια τρύπα στο μικρό λοφάκι. Τοποθέτησε απαλά το βαζάκι στο χώμα και το χάιδεψε. Μετά, λίγο με τα πόδια μας το σκεπάσαμε με κοντινά φύλλα και κλαδιά.

Θα έμενε εκεί για πολύ καιρό.

"Νομίζω πως αυτό ήταν." μουρμούρισε. "Και πολύ μου πήρε νομίζω."

Την κοίταξα που ερχόταν κοντά μου. "Γιατί το λες αυτο;"

"Δεν ξέρω. Απλώς ένιωσα επιτέλους πως ήρθε η ώρα να κάνω λίγο χώρο στη καρδιά μου, για καινούρια πράγματα." είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

Κοιτάξαμε το λοφάκι για μια τελευταία φορά. Πήρα τη Jane από το χέρι και ξεκινήσαμε να περπατάμε από εκεί που ήρθαμε.

"Τι είδους καινούρια πράγματα;" ρώτησα.

"Δεν είμαι σίγουρη ακόμα. Καινούριες αποφάσεις, καινούριες επιλογές." ανασήκωσε τους ώμους της. "Ίσως και καινούριους έρωτες και καινούριες αγάπες."

Ασυναίσθητα γέλασα, τραβώντας και εκείνη στον χορό. "Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος στη ζωή σου;"

"Ω ναι. Και δεν θες να τον γνωρίσεις." είπε με σοβαρό ύφος.

Σταμάτησα απότομα να περπατάω. Υπάρχει άλλος; Από πού και ως πού;

"Πώς τον λένε;" ρώτησα αμέσως. "Θα τον σπάσω στο ξύλο."

Εκείνη με κοίταξε. Σούφρωσε τα χείλη της. Τα δάγκωσε. Τα έγλυψε. Σκεφτόταν και με άναβε.

"Jack Owens τον λένε." άφησε το χέρι μου. "Αλλά δεν νομίζω να θες να σπάσεις στο ξύλο τον εαυτό σου."

Πριν το καταλάβω, άρχισε να τρέχει γελώντας.

Θα το πληρώσεις αυτό λουλουδένια.

Ακολούθησα τη Jane μέσα στο δάσος. Το γλυκό γέλιο της με έκανε να θέλω να τη πιάσω όλο και πιο πολύ. Τότε μου ήρθε φλασιά.

Όλο αυτό το έκανε για εμένα.

Είπε αντίο στον Adrian.

Για εμένα.

Αυτή ήταν η έκπληξή της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top