1X8 True Hero
Πρώτη Δημοσίευση: 21-10-16
Μετά από λίγες εβδομάδες ο Ολιβερ βγήκε από το νοσοκομείο. Πέρασε αρκετό χρόνο σε ένα κρεβάτι μην κάνοντας τίποτα. Ήθελε να βγει πιο νωρίς μα οι γιατροί δεν τον άφηναν. Αυτό που τον ένοιαζε όμως πιο πολύ ήταν ποιος θα πρόσεχε την πόλη όσο αυτός δεν ήταν ικανός να το κάνει. Για καλή του τύχη υπήρχε η Dinah, που έκανε εξαιρετική δουλειά δίνοντας του έτσι ανακούφιση. Αυτή η κοπέλα όλο τον εξέπλησσε, εξωτερικά έμοιαζε σαν άγγελος με αυτά τα κατάξανθα μάτια και τα γαλανά της θάλασσας μάτια, μα αν τα έβαζες μαζί της θα μετάνιωνες κάθε δευτερόλεπτο που σε ξεγέλασε αυτή η αγγελική εμφάνιση. Από το νοσοκομείο ήρθε να τον παραλάβει ένας από τους Μπάτλερ του, εκείνος μπήκε στην λιμουζίνα και άρχισε η βόλτα προς το σπίτι του. Καθώς πήγαιναν ο Όλιβερ κοίταζε αφηρημένα έξω από το παράθυρο, κοίταζε την πόλη του. Εκείνη την στιγμή πέρναγαν έξω από τα Glades, την πιο κακόφημη περιοχή της Star City. Το μόνο που μπορούσε να δει εκεί ήταν φτωχόσπιτα γεμάτα graffites , ρωγμές και ανθρώπους στους δρόμους, μερικούς να ζητιανεύουν, άλλους να περπατάνε αδιάφοροι. Όλο αυτό τον έκανε να νιώθει ενοχή, του θύμιζε τον λόγο που άρχισε να φοράει κουκούλα και να πετάει βέλη τα βράδια. Μετά από μια κούρσα γεμάτη σκέψεις και προβληματισμούς έφτασε στο σπίτι του. Ο Μπάτλερ του τον βοήθησε να μπει στο σπίτι αφού είχε κάνει πολλά ράμματα και είχε ραγίσει το δεξί πόδι. Μα στην πραγματικότητα μπορούσε να περπατήσει μια χαρά απλά δεν ήθελε να το δείξει γιατί θα δημιουργούσε υποψίες. Αφού τον συνόδεψε έως την πόρτα χτύπησε το κουδούνι και άνοιξε ο Roy ο οποίος θα τον βοηθούσε από εκεί και πέρα. " Σε ευχαριστώ πολύ. Αλλά δεν μου είπες το όνομα σου ακόμα? Πρώτη μέρα δε δουλεύεις σαν μπάτλερ μου?" τον ρώτησε ο Όλιβερ καθώς ο Roy τον έπιασε. " John Diggle. Και ναι είναι η πρώτη μου μέρα" του απάντησε σοβαρά ο Μπάτλερ. Εκείνος χαμογέλασε και χτύπησε φιλικά τον Diggle στον ώμο. " Καλή αρχή, μα δεν θα σε χρειαστώ άλλο σήμερα" τον ενημέρωσε και κοίταξε μέσα στο σπίτι. " Μάλιστα κύριε" του απάντησε και έφυγε από το σπίτι. Ο Roy έκλεισε την πόρτα και πήγε τον Όλιβερ στο κρεβάτι του. " Εσένα ποιος σε πρόσεχε όσο έλειπα?" ρώτησε ο Όλιβερ τον νεαρό. " Είμαι μεγάλος, δεν θέλω κάποιον να με προσέχει" του απάντησε με σιγουριά εκείνος. " Δηλαδή 2 εβδομάδες ήσουν ολομόναχος εδώ?" απόρησε ο Όλιβερ. " Βασικά, έχουμε 2 οικιακές βοηθούς που έρχονται αρκετά εδώ και ερχόταν εδώ η Dinah κάθε μέρα για αρκετές ώρες" τον ενημέρωσε ο Roy ώστε να τον ανακουφίσει. " Αυτή η κοπέλα μέσα σε 2 εβδομάδες πρόλαβε να κάνει τα πάντα εκτός από το να με επισπευτεί στο νοσοκομείο" είπε γρήγορα εκείνος προσπαθώντας να κρύψει στον Roy ότι είχε ενοχληθεί. " Τέλος πάντων, μπορείς να φύγεις τώρα πιστεύω ότι θα έχεις κι άλλες δουλειές" είπε στον Roy προσπαθώντας να τον ξεφορτωθεί. Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα. Μόλις η πόρτα έκλεισε ο Όλιβερ πετάχτηκε μέσα σε δευτερόλεπτα και την κλείδωσε. Στην συνέχεια πήγε στην ντουλάπα του, φόρεσε μια μπλούζα και ένα τζίν παντελόνι, ένα καπέλο και γυαλιά ηλίου. Είχε ντυθεί πολύ φτωχά για έναν δισεκατομμυριούχο και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε. Αφού ντύθηκε έτρεξε και πήδηξε από το παράθυρο. Προσγειώθηκε στο γκαζόν και έτρεξε προς την έξοδο, άνοιξε την εξώπορτα της αυλής του σιγά και έφυγε για την πόλη. Περπάτησε στην πόλη σαν κανονικός άνθρωπός, κανείς δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει στην πόλη με αυτή την αμφίεση, εκτός αν τον γνώριζε προσωπικά. Ο δρόμος του τον έβγαλε στα Glades, ήθελε να δει το μέρος καλύτερα. Δεν ερχόταν εδώ ποτέ μέρα, μα μόνο νύχτα σαν εκδικητής. Συνέχισε να περπατάει στα πεζοδρόμια και να κοιτάει τον κόσμο που περνάει από δίπλα του. Οι πιο πολλοί είχαν επιθετικό βλέμμα, σε κοίταγαν λες και σκότωσες ενώ οι υπόλοιποι σε έβλεπαν φοβισμένα ζητώντας σου βοήθεια. Τόσα χρόνια στα μάτια του η πόλη ήταν ένα ονειρικό μέρος. Από τότε όμως που γύρισε από το νησί, όλα άλλαξαν. Έχει καταλάβει ότι η ζωή φέρθηκε πολύ άδικα σε αυτούς τους ανθρώπους. Τους έκανε να νιώσουν ότι ο θεός τους παράτησε και ότι θα ζουν πάντα στο κίνδυνο. Αυτό ήθελε να αλλάξει σαν εκδικητής, να κάνει τον κόσμο να νιώσει ασφάλεια πάλι. Τις σκέψεις του τις σταμάτησαν μια φωνή, μια ανδρική φωνή που ζητούσε βοήθεια. Έστρεψε γρήγορα το κεφάλι του προς τα δεξιά και είδε δύο νεαρούς με μαχαίρια να απειλούν έναν καταστηματάρχη. Δεν μπορούσε να κάτσει να κοιτάει, γι αυτό άρχισε να τρέχει προς το μαγαζί. Αυτό όμως που τον εξέπληξε πιο πολύ δεν ήταν ότι γίνετε ληστεία μεσημεριάτικα αλλά ότι περνάνε μπροστά από το μαγαζί περαστικοί λες και δεν γίνετε τίποτα μέσα. Μπήκε στο κατάστημα και επιτέθηκε γρήγορα στον πρώτο βγάζοντας τον Νοκ αουτ από πίσω μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο δεύτερος τον κοίταξε φοβισμένος και γύρισε προς το μέρος του Oliver κρατώντας ένα μαχαίρι στο χέρι. "Γιατί το κάνεις αυτό? Γιατί κλέβεις?" τον ρώτησε σοβαρά ο Όλιβερ. " Εσένα τι σε νοιάζει?" του φώναξε ο κλέφτης που προσπαθούσε να κρύψει τον φόβο του. Ο Όλιβερ άρχισε να περπατάει προς αυτόν ενώ εκείνος έβγαλε το μαχαίρι πιο μπροστά. " Αφού δεν είσαι κλέφτης. Είσαι μικρός και φαίνετε. Άσε με να σε βοηθήσω" του είπε ήρεμα ο Ολιβερ καθώς πλησίαζε. " Δεν μπορείς" του φώναξε πάλι ο κλέφτης που ήταν έτοιμος να κλάψει. Ο Όλιβερ είχε φτάσει πολύ κοντά του και με μια απότομη κίνηση του πήρε το μαχαίρι και το πέταξε μακριά. " Αυτό δεν το θες" του εξήγησε εκείνος, ενώ ο κλέφτης μετά από αυτό είχε ταραχτεί υπερβολικά πολύ. " Τι τα θες τα λεφτά?" τον ρώτησε ο Όλιβερ. Ο ληστής τον κοίταξε και έσκυψε το κεφάλι του. " Η μητέρα μου είναι άρρωστη και πρέπει να κάνει εγχείρηση, μα δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε. Και όταν πήγα να πάρω δάνειο από την τράπεζα το απέρριψαν" του απάντησε ο κλέφτης έτοιμος να κλάψει. " Πόσο λεφτά θέλουν οι γιατροί?" συνέχισε τις ερωτήσεις αυτός. " 10 χιλιάδες δολάρια" ήταν η απάντηση του. Τότε ο Όλιβερ άνοιξε το πορτοφόλι του και έβγαλε λεφτά. " Αυτά είναι 12 χιλιάδες δολάρια, είναι δικά σου" του είπε και του έδωσε τα λεφτά στο χέρι. " Γιατί το κάνεις αυτό?" τον ρώτησε ο νεαρός. " Ώστε να μην χρειαστεί να κλέψεις ποτέ ξανά" του απάντησε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Ο νεαρός πήγε στον συνεργάτη του τον βοήθησε να συνέρθει και άρχισαν να πηγαίνουν προς την έξοδο. " Σας ευχαριστώ πολύ κύριε. Μια μέρα θα σας το ξεπληρώσω" είπε χαμογελαστά εκείνος και έφυγε. " Έχω μείνει έκπληκτος" ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Ήταν ο καταστηματάρχης που κοίταζε τον Όλιβερ. " Έκανα απλά την δουλειά μου" του απάντησε εκείνος. " Δεν το κάνουν πολλοί αυτό" του είπε ο καταστηματάρχης. " Ναι είμαστε λίγοι, μα πρέπει κάποιος να το κάνει" του αποκρίθηκε καθώς πήγαινε προς την έξοδο. " Πριν φύγετε θέλω να σας ρωτήσω κάτι" του είπε ο καταστηματάρχης που τον έβλεπε να φεύγει. " Φυσικά" του απάντησε εκείνος που σταμάτησε να περπατάει. " Εγώ και άλλοι καταστηματάρχες στα Glades, έχουμε μαζέψει φαγητά και θέλουμε να τα μοιράσουμε στους φτωχούς , θέλετε να μας βοηθήσετε?" τον ρώτησε εκείνος. Ο Όλιβερ τον κοίταξε και μπήκε πιο μέσα στο κατάστημα. " Θα ήταν χαρά μου" του απάντησε και του έκανε νόημα να φύγουν. Κι έτσι έγινε ο Όλιβερ και όλοι οι άλλοι καταστηματάρχες σπατάλησαν όλο τους το μεσημέρι και ένα μεγάλο μέρος του απογεύματος μοιράζοντας φαγητό σε αυτούς που δεν είχαν. Όλα αυτά τα έκανε ανώνυμα και με όσους μίλησε ποτέ δεν αποκάλυψε το αληθινό του όνομα. Όμως η ώρα του να φύγει είχε φτάσει. Για αυτό άρχισε να περπατάει μέχρι που τον σταμάτησε ο καταστηματάρχης. " Πως μπορώ να σας ευχαριστήσω. Είστε ένα πραγματικός ήρωας" του είπε φιλικά εκείνος. Ο Όλιβερ τον κοίταξε και του χαμογέλασε. " Απλά έκανα την δουλειά μου. Και πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλοι ήρωες στην πόλη που βάζουν τα δυνατά τους κάθε βράδυ για να σώσουν την πόλη" του απάντησε χαμογελαστός εκείνος. " Τους κουκουλοφόρους εννοείς? Δεν θα τους χαρακτήριζα τόσο σημαντικούς" του αποκρίθηκε ψυχρά εκείνος. " Νομίζω ότι είναι ένας. Και γιατί?" τον ρώτησε παραξενεμένος εκείνος. " Γιατί ακριβώς δεν ξέρουμε πόσοι είναι ,ποιοι είναι, όποιος θέλει φοράει μια κουκούλα και βγαίνει στους δρόμους. Δεν λέω καλό κάνουν μα δεν μας εμπνέουν τόσο" του εξήγησε ο καταστηματάρχης. " Έχετε απόλυτο δίκιο" του είπε ο Όλιβερ και κοίταξε προς τν δρόμο απέναντι του. " Πρέπει να φύγω. Ήταν χαρά μου" συμπλήρωσε χαμογελαστά. Αφού χαιρετηθήκαν ο καθένας πήρε τον δρόμο του, ο Όλιβερ πίσω στην έπαυλη του και ο καταστηματάρχης πίσω στο κατάστημα του. Έξω είχε βραδιάσει, γι αυτό ο Όλιβερ μπήκε γρήγορα από το παράθυρο πίσω στο δωμάτιο του, αλλά αυτό που είδε εκεί τον εξέπληξε. " Dinah? Τι κάνεις εδώ?" ρώτησε όλο απορία αφού δεν την περίμενε εδώ. " Που ήσουν?" τον ρώτησε εκείνη χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση του. " Όπου θέλω, δεν είσαι η μητέρα μου για να σου δώσω εξηγήσεις" της απάντησε τσαντισμένος εκείνος. " Το ξέρεις ότι εγώ και ο Roy φάγαμε τον τόπο να σε βρούμε. Ευτυχώς που τον έπεισα να μην πάρει την αστυνομία" του αποκρίθηκε κάπως τσαντισμένη και εκείνη. " Δεν πειράζει" είπε εκείνος καθώς έφευγε από το δωμάτιο. Η Dinah τον έπιασε από τον ώμο και τον σταμάτησε. " Από την στιγμή που έχεις άτομα που νοιάζονται για σένα , ναι πειράζει" του φώναξε νευριασμένη. " Τώρα άρχισες να νοιάζεσαι για μένα. Γιατί τις δύο εβδομάδες δεν σε είδα ούτε μια μέρα στο νοσοκομείο" της είπε ειρωνικά ο Oliver. Η ξανθιά κοπέλα έσκυψε το κεφάλι της. " Ήθελα να έρθω μα δεν μπορούσα" του είπε λυπημένα. " Γιατί?" απόρησε εκείνος. " Γιατί στο μυαλό μου σε είχα σαν άτρωτο, δεν μπορούσα να σε δω έτσι" του απάντησε αφήνοντας τον ώμο του. Η οργή στα μάτια του Oliver μετατράπηκαν σε συμπόνια. " Δεν πειράζει μωρέ, δεν έχασες και τίποτα" της είπε εκείνος προσπαθώντας να την κάνει να γελάσει. Η Dinah τον κοίταξε χαμογελώντας και τον αγκάλιασε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top