Πρόλογος
Το ρολόι έδειχνε περασμένες δέκα το πρωί. Η κουρτίνα του παραθύρου άφηνε τον ήλιο να βρεθεί στο μεγάλο γραφείο, με το κτίριο της Ελληνικής Βουλής να είναι εκείνο που ξεπρόβαλε πρώτο στο τοπίο.
Την ίδια στιγμή, ξεπρόβαλε από το ασανσέρ του κτιρίου, ένα άσπρο σακάκι, το οποίο φορούσε ένας άνδρας, γύρω στην ηλικία των τριάντα. Κρατώντας φακέλους στο χέρι του, πλησίασε μια πόρτα, όπου παρατήρησε την ταμπέλα που υπήρχε, στην οποία αναγραφόταν ένα συγκεκριμένο όνομα:
Λεωνίδας Στεργιόπουλος.
Χτύπησε, τότε, την πόρτα, και μπήκε μέσα στο γραφείο. Εκεί, παρατήρησε έναν υψηλόσωμο άνδρα, με τη χαρακτηριστική του κώμη, που έφτανε στον ώμο, να κοιτάζει τη Βουλή, κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι γεμάτο ουίσκι.
"Με φωνάξατε;", ρώτησε ο άνδρας.
"Μάλιστα", του είπε ο Λεωνίδας, συμπληρώνοντας παράλληλα:
"Κάθισε"
Ο άνδρας κάθισε στην καρέκλα, βλέποντας τον Λεωνίδα να πλησιάζει, και να του λέει:
"Θυμάσαι που σου έλεγα για τον αδερφό μου;"
"Που κάηκε ζωντανός;"
"Που κάηκε ζωντανός!", φώναξε ο Λεωνίδας, με τον άνδρα να αναστενάζει, να παίρνει τη σκυτάλη, και να λέει:
"Πόσες μέρες πέρασαν; Δέκα;"
"Περίπου...", αναστέναξε ο Λεωνίδας, "Περίπου Ηλία..."
Ο Ηλίας αναστέναξε. Συμμεριζόταν τη θλίψη του Λεωνίδα. Δεν είναι δα και τόσο λίγο, να μαθαίνεις ότι ο αδερφός σου έχασε τη ζωή του, όταν κάποιος τον έκαψε ζωντανό. Και το χειρότερο; Να το μαθαίνεις μετά από μια εβδομάδα...
Με τον Ηλία να νιώθει ότι το αφεντικό του τον χρειαζόταν για κάτι, είδε τη σκέψη του να βγαίνει αληθινή, όταν ο Λεωνίδας του ζήτησε μια χάρη:
Επειδή θα έφευγε κρυφά ταξίδι, του ζήτησε να μη μάθει κανείς τίποτα! Ούτε τα κανάλια, ούτε ο "Μεγάλος", όπως είπε.
Αυτό δημιούργησε απορίες στον Ηλία, που φρόντισε να λάβει απαντήσεις:
"Που θέλετε να πάτε;"
"Θα κάνω ένα ταξιδάκι στην Αμερική..."
"Και θα πάτε κρυφά;"
"Εσύ τι λες;"
Ο Ηλίας αναστέναξε.
"Ναι, αλλά γιατί θέλετε να πάτε κρυφά;"
"Όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο"
Ο Ηλίας δε μπόρεσε να βρει λέξεις να απαντήσει. Άκουσε το αφεντικό του, να του αναφέρει το ταξίδι που θα έκανε, χωρίς να του αναφέρει το λόγο που θα έφευγε κρυφά.
Αν και θα ήθελε να λάβει περισσότερες απαντήσεις, είχε καταλάβει πως, αυτή τη στιγμή, η σιωπή ήταν χρυσός...
Ξέροντας ότι δε θα μάθαινε πολλά, αποφάσισε να ρωτήσει το αφεντικό του, πως σκόπευε να φύγει από τη χώρα. Η απάντηση;
"Θα φύγω από ένα επαρχιακό αεροδρόμιο κρυφά ένα βράδυ"
Έχοντας λάβει μια απάντηση, ο Ηλίας έφυγε από το χώρο, με τον Λεωνίδα να πίνει μια γουλιά ουίσκι, και να φεύγει, και εκείνος, από το γραφείο του, για να ετοιμαστεί για το ταξίδι του...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top