Κεφάλαιο 9: «Το κουτί της Πανδώρας και τα απαγορευμένα συναισθήματα»
Κεφάλαιο 9: «Το κουτί της Πανδώρας και τα απαγορευμένα συναισθήματα».
Το χαμόγελο δεν είχε φύγει από τα χείλη του δολοφόνου ούτε στιγμή. Αν και αυτό έκανε τον Robert να νιώσει αρκετά άβολα, εφόσον δεν μπορούσε να μπει στο μυαλό του απρόσμενου καλεσμένου του, προσπαθούσε να το κρύψει για να μην αισθανθεί περίεργα η κόρη του. Ναι, περίεργο το θεωρούσε και ο ίδιος που σκεφτόταν κάτι τέτοιο, αλλά παραμένει ο γονέας της και δεν μπορεί να βγάλει αυτή την μανία να την φροντίζει συνεχώς και να μην της χαλάει χατίρι.
Οι συζητήσεις μεταξύ τους ήταν αρκετά κοφτές και απότομες. Ο Jeff φρόντιζε να μην ανοίγεται αρκετά και να είναι διακριτικός. Ήξερε τι απάντηση θα ευχαριστούσε τον γέρο και του την έδινε έτοιμη στο πιάτο. Βέβαια, αυτό έκανε τον άλλον να υποψιαστεί ότι ο Jeff δεν είναι το συνηθισμένο αγόρι της γειτονιάς-πέρα από τους επιδέσμους που τον είχαν κάνει να σκέφτεται πολλά-αλλά κάποιος που ήξερε τι έκανε. Δεν ξεγελούσε καλά τον έμπειρο συγγραφέα.
Τώρα-πλέον απόγευμα-περπατούσαν στον δρόμο για το σπίτι χαλαρά. Αγνόησαν την αστυνομία που είχε περικυκλώσει το σοκάκι από το οποίο πέρασαν πριν και ο Jeff άρπαξε την Rachel για να φύγουν από 'κει πριν τους προδώσει η αθώα απροσεξία της. Έχει βάλει τα χέρια πίσω από το κεφάλι του και απολαμβάνει την καλοκαιρία πρώτη φορά στην ζωή του· περιττή θα είναι η πληροφορία ότι μισεί τον καλό καιρό, διότι τα θύματα του είναι πάντα καλόκεφα.
Με την άκρη του ματιού του βλέπει την Rachel, η οποία παραμένει ανέκφραστη με την τσάντα στο χέρι. Κοιτάει κάτω και δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει άμα είναι σκεφτική ή απλά αφοσιωμένη στις κινήσεις της για να είναι τέλειες. Τα μακριά μαλλιά της πέφτουν στο μικροκαμωμένο σώμα της σαν ένα πέπλο και κρύβουν το πρόσωπο της από τα μάτια του αγοριού δίπλα της.
Ένας κοφτός αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη της και αυτό τραβάει την προσοχή του συνοδού της. Παρόλο που εκείνος δεν το αποκρυπτογραφεί, η Rachel είναι σκεφτική και δεν μπορεί να εξηγήσει στον εαυτό της τι της έχει σφίξει το στήθος. Νιώθει πως με κάθε βήμα χάνει την αναπνοή της και θα πέσει κάτω λιπόθυμη.
«Τι σε απασχολεί πάλι, κοπέλα μου;» ρωτάει ο Jeff και παριστάνει τον αδιάφορο, ενώ στ' αλήθεια πεθαίνει να μάθει τι στριφογυρνάει στο περίπλοκο μυαλό της.
«Να με απασχολεί;» αναρωτιέται με τον εαυτό της και σκέφτεται άμα αυτό οφείλεται στα περίεργα συμπτώματα που παρουσιάζει. «Τι εννοείς;»
«Ξέρεις, οι άνθρωποι έχουν ένα πράγμα εδώ μέσα», σταματάει απότομα στον πεζόδρομο και ακουμπά το δάχτυλο του στο μέτωπο της Rachel, η οποία σηκώνει τα μάτια για να το δει, «και εκείνο τείνει να τους ενοχλεί όταν επιτέλους βρίσκουν χρόνο να πάρουν μια βαθιά ανάσα. Είναι ύπουλο πράγμα το μυαλό», γελάει μετά το τελευταίο και της γυρνάει την πλάτη βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του.
«Εσύ, Jeff», τον κάνει να σταματήσει απότομα, «εσύ αφήνεις το μυαλό σου να σε απασχολεί;»
Οι ψίθυροι. Αυτό θέλει να απαντήσει, αλλά δεν μπορεί. Σφραγίζει τα σχισμένα στεγνά χείλη του και κατεβάζει την κουκούλα, μια συνήθεια που έχει και το κάνει μόνο όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που δεν τον ευχαριστεί ιδιαίτερα. Παραμένει παγωμένος στην θέση του και η Rachel τον ακούει να ξεφυσάει αργά, σαν να προσπαθεί να ξαναβρεί την ηρεμία του.
«Τι σε αφορά το μυαλό μου;» γρυλίζει την ερώτηση του και γυρνάει το κεφάλι στο πλάι, χωρίς να την κοιτάξει.
«Απλά συζητούσαμε γι' αυτό και νόμιζα-»
«Σταμάτα να νομίζεις πράγματα, εντάξει;»
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει και πέρα στο δάσος ακούγεται μια βροντή. Τόσο διήρκησε η καλοκαιρία. Τα γκρι σύννεφα πλησιάζουν έτοιμα να πλημμυρίσουν τους δρόμους και να κλειδώσουν τους πάντες στα σπίτια τους. Ο Jeff παίρνει μια βαθιά ανάσα και προσπαθεί να επιστρέψει στον υπομονετικό εαυτό του, εφόσον η Rachel του σέρβιρε στο πιάτο το καινούργιο του θύμα σήμερα. Γέρνει το κεφάλι στο πλάι και εστιάζει το κενό βλέμμα του πέρα στην κακοκαιρία που πλησιάζει. Ας αντέξει τόσο για χάρη της.
«Jeff», μουρμουρίζει το όνομα του εκείνη και με τα δυο της δάχτυλα ακουμπά το μανίκι του φούτερ του. «Jeff, νομίζω πως νιώθω κάτι».
Τα λόγια της αμέσως τραβάνε την προσοχή του. Κατεβάζει το κεφάλι για να δει το χέρι της γραπωμένο στο μανίκι του και ύστερα ανεβάζει το βλέμμα του για να συναντήσει το δικό της. Τα στρογγυλά μάτια της έχουν δάκρυα στις άκρες τους, ενώ πρώτη φορά βλέπει τόση απελπισία στην Rachel. Εκείνος ξέρει τι νιώθει ο ίδιος αυτή την στιγμή και είναι σοκ. Παγωμένος στην θέση του, μένει να την κοιτάει μέχρι που το χέρι της φεύγει από πάνω του και νιώθει έντονα την αλλαγή βάρους.
«Ξέχνα το», λέει η Rachel και τον προσπερνάει, αγνοώντας τελείως τα δάκρυα που κυλούσαν στα ροδοκόκκινα μάγουλα της.
Δεν μπορεί να γνωρίζει τι νιώθει, αλλά έχει τα συμπτώματα. Η Μαίρη της έλεγε συνέχεια ότι νιώθει μόλις η καρδιά της τρέχει Μαραθώνα, το στομάχι της δένεται κόμπος και αισθάνεται τα μάγουλα της να καίνε, όλα αυτά ταυτόχρονα. Το μυαλό της Rachel της έλεγε ότι είναι άρρωστη, αλλά κάτι άλλο βαθιά μέσα της την έχει πείσει πως είναι αλλιώς, κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί να εξηγήσει με την λογική της. Αυτό το "περισσότερο" μπορεί να είναι τα συναισθήματα που η Μαίρη της έλεγε επανειλημμένα.
Ξεχνάει τον Jeff πίσω της και συνεχίζει να περπατάει, οι βροντές στο βάθος να προειδοποιούν το κακό που έρχεται. Με κάθε βήμα της κόβεται η ανάσα και μένει να ανοιγοκλείνει τα μάτια της συνεχώς. Η καρδιά της χτυπάει τόσο γρήγορα που η αδρεναλίνη στις φλέβες της, της δημιουργεί υπερένταση. Σταματάει απότομα, ο ιδρώτας να κυλάει στο μέτωπο της και να πέφτει κάτω μαζί με τις στάλες νερού της βροχής.
Η τσάντα γλιστράει από τα χέρια της και ο πεζόδρομος μπροστά της παραμορφώνεται. Τον βλέπει να λιώνει σαν πίνακα του Σαλβαδόρ Νταλί και χάνεται στην παράνοια του μυαλού της. Κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά μπλέκεται στην τσάντα της και βρίσκει τον εαυτό της να πέφτει πίσω. Αρχίζει να ακούει φωνές να φωνάζουν· κάποιοι τσακώνονται και δεν μπορεί να καταλάβει άμα είναι στο μυαλό της ή αν κάπου γύρω της ένα ζευγάρι είναι βυθισμένο στον καυγά τους.
«Αυτή η τούρτα είναι γελοία! Πως τολμά η αχρηστία σου και φέρνει έναν χιονάνθρωπο για τούρτα;» παθιάζεται νευριασμένα στα λόγια της μια γυναίκα και η Rachel γυρνάει να δει που είναι.
Βλέπει στον απέναντι πεζόδρομο δυο σιλουέτες μαύρες, εκείνη ενός άντρα και μιας γυναίκας. Τσακώνονται και φαίνεται από τις κινήσεις των χεριών τους ότι ο καυγάς τους είναι σοβαρός. Κουνάει το χέρι μπροστά από τα μάτια της και οι φωνές αρχίζουν να χάνονται σαν βουητά, μέχρι που το λεωφορείο της κόβει την θέα, κάνοντας τις σιλουέτες να εξαφανιστούν μαζί του.
Νιώθει ψιχάλες στα μάγουλα της και αυτές την επαναφέρουν στον πραγματικό κόσμο. Βλέπει τα χάλια της και τους ανθρώπους γύρω της να την προσπερνάνε ξαφνιασμένοι που την βλέπουν πεσμένη στον πεζόδρομο. Σηκώνεται αργά μαζεύοντας τα πράγματα που έχουν πέσει κάτω και κοιτάει πίσω της να δει που είναι ο Jeff, συνειδητοποιώντας έτσι ότι τον έχει αφήσει πίσω της κατά πολύ.
Βάζει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της και συνεχίζει να περπατά ανέκφραστη. Δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε στον εαυτό της τι ήταν αυτό· το μόνο που έχει κολλήσει στο μυαλό της είναι εκείνη η τούρτα. Την θεωρούσε χαριτωμένη και για κάποιον λόγο στο μαγαζί δεν μπορούσε να βγάλει τα μάτια από πάνω της. Ήταν σαν να ένιωθε μια σύνδεση, σαν να άνηκε στο σπίτι του πατέρα της και όχι στην βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου.
Εκεί όμως κατάλαβε ότι ήταν κάτι πέρα από αυτό. Όταν την γεύτηκε, ήταν σαν να άκουγε ένα κομμάτι του εαυτού της να σπάει. Τότε άρχισε να νιώθει. Κάτι την τάραξε και δεν μπορούσε να το εξηγήσει εφόσον ούτε η ίδια δεν γνώριζε ή θυμόταν κάτι. Τώρα αυτές οι φωνές και οι σιλουέτες... Σίγουρα κάτι έτρεχε, κάτι βαθιά μέσα της πάλευε με νύχια και με δόντια να βγει στην φόρα.
Σφίγγει το χέρι σε γροθιά ακουμπώντας το στο κενό ανάμεσα στο στήθος της και ξεφυσάει αργά. Βλέπει τον εαυτό της να έχει σταματήσει για άλλη μια φορά στον πεζόδρομο και να αγνοεί την βροχή που κάνει το μικρό αλλά γεμάτο σώμα της μούσκεμα. Γυρνάει το κεφάλι πίσω με την ελπίδα να εντοπίσει τον Jeff, όταν εκείνος την προλαβαίνει και την πιάνει απότομα από το μπράτσο.
Την τραβάει με όση δύναμη έχει και η Rachel δεν παραπονιέται παρόλο που αρχίζουν να την τσούζουν τα σημεία που πιέζουν τα δάχτυλα του. Τον κοιτάει σαν αδέσποτο κουτάβι, σαν να ξέρει ότι μόνο αυτός μπορεί να την σώσει, αν και με τον δικό του διεστραμμένο τρόπο, γι' αυτό δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά να υποκύψει.
Από την άλλη ο Jeff, το μόνο που θέλει να κάνει είναι να την σκοτώσει. Προσπαθεί και δεν μπορεί. Τον τρελαίνει τόσο που η δίψα του για φόνο μεγαλώνει με κάθε λεπτό που αναπνέει κοντά της. Την παρακολουθούσε καθώς έπεσε κάτω προηγουμένως και πως αλλάζει από δεύτερο σε δεύτερο· την μια στιγμή είναι σκεφτική, την άλλη ανήσυχη, την άλλη νεκρική. Τον μπερδεύει όπως έχει μπερδευτεί και ο ίδιος στα συναισθήματα του. Γιατί να έγινε ξαφνικά μια απόφαση τόσο περίπλοκη; Γιατί ένας φόνος, που τόσους έχει κάνει, να είναι τόσο δύσκολος;
Η βροχή δυναμώνει τόσο που αναγκάζεται ο Jeff να κάνει μια απότομη στροφή και να σύρει και τους δυο κάτω από μια βεράντα. Την αφήνει ελεύθερη και ξαπλώνει πίσω στον τοίχο της πολυκατοικίας, χωρίς να εξηγήσει κάτι. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και για να αποφύγει να την δει, κλείνει τα μάτια του-βασικά τα σφραγίζει τόσο που αρχίζουν να τρέμουν και να πονούν-και εστιάζεται στον κάθε ήχο γύρω του εκτός από εκείνην. Δεν αντέχει να την ακούει να αναπνέει, τόσο που τον τσαντίζει πόσο τον έχει μπερδέψει και πνίξει.
Η Rachel παρατηρεί τα βρεγμένα ρούχα της και σηκώνει το κεφάλι να δει το μπαλκόνι που τους στεγάζει για τώρα. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον συνοδό της και αμέσως τα βγάζει από την αμηχανία. Χαϊδεύει το μπράτσο της για να σταματήσει το τσίμπημα και τον πόνο, αλλά είναι μάταιο. Το κλίμα μεταξύ τους έχει αλλάξει δραστικά και μόνο η Rachel δεν μπορεί να καταλάβει, το αθώο μυαλό της ανίκανο να "διαβάσει" την κατάσταση. Αυτός είναι ο τρόπος του να την προστατεύει από το κακό και να την κρατάει μακριά από οδυνηρότερο πόνο.
«Συγγνώμη που έφυγα έτσι», λέει η Rachel ειλικρινά και συνεχίζει να αποφεύγει να τον δει· ακόμα και το παπούτσι του την κάνει να έχει δυσφορία στο στομάχι.
«Κάνε ό,τι θες, απλά μην μιλάς», γρυλίζει από την άλλη εκείνος και σηκώνει το χέρι-μάτια ακόμη κλειστά-για να της κάνει νόημα να σταματήσει.
Την αισθάνεται που περπατά κοντά του μέχρι που-προς τεράστια έκπληξη του-ακουμπά το μάγουλο της στο στήθος του. Με τα χέρια διπλωμένα ακόμη μπροστά, ανοίγει το ένα μάτι και βεβαιώνεται πως η ίδια η Rachel είναι αυτή που έχει βρει ζεστασιά κοντά του. Δεν τον κοιτάει, μάλιστα τον αποφεύγει, και είναι σίγουρος πως η καρδιά της είναι αυτή που τον χτυπά γρήγορα στον καρπό του χεριού.
Δεν κουνιέται. Ακουμπά το κεφάλι πίσω και σηκώνει το βλέμμα απογοητευμένος. Αν και ένας άκαρδος, αναίσθητος δολοφόνος, ξέρει πολύ καλά τι αισθάνεται η καινούρια του παρέα. Είναι τεράστια ανακούφιση για εκείνον εφόσον αυτή η ίδια δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει και το πιο απλό συναίσθημα, οπότε έτσι θα μπορεί να την χειραγωγήσει πανεύκολα. Είναι τεράστια ανακούφιση... αλλά γιατί το κουβάρι στον λαιμό του τον κάνει να νιώθει αλλιώς;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top