Κεφάλαιο 8: «Ένα τσάι για τον δολοφόνο της παρέας»

Κεφάλαιο 8: «Ένα τσάι για τον δολοφόνο της παρέας».

Χτυπάει το χλωμό δάχτυλο του στην γυάλινη επιφάνεια της τηλεόρασης και αναστενάζει. Δημιουργεί έναν μικρό κύκλο με υγρασία ο οποίος εξαφανίζεται μέσα σε λίγα δεύτερα. Ο Jeff κοιτάει το ομιλούμενο κουτί με το κεφάλι γερμένο ελαφρώς στο πλάι και ύστερα χαμογελάει. Νιώθει την παρουσία του φίλου του κάπου στο βάθος μέσα σε αυτό το φονικό όπλο, τι του μυαλού όταν έχει να κάνει με τις εκπομπές, τι του σώματος όταν ο Ben κάνει την εμφάνιση του.

«Δεν χρειαζόταν η τούρτα, αλλά το εκτιμώ ιδιαίτερα», λέει ο Robert και καθαρίζει τον λαιμό του με αμηχανία, το βλέμμα του καρφωμένο στο άγνωστο αγόρι που του έχει γυρίσει την πλάτη και κοιτά την τηλεόραση. «Αυτός ποιος είναι;» ρωτάει με έναν ψίθυρο και τον δείχνει με τον αντίχειρα του.

«Φίλος μου», απαντά με ανέκφραστο πρόσωπο η Rachel, κάτι που την κάνει πραγματικά αψυχολόγητη.

«Το αγόρι σου;» ξαφνιάζεται ο πατέρας του και νιώθει πρώτη φορά στην ζωή του να σοκάρεται πραγματικά.

«Είναι αγόρι, αλλά δεν μου ανήκει, μπαμπά. Έχει ελεύθερη βού-»

«Εννοώ έχετε κάποια σχέση;» την διακόπτει ανυπόμονος να μάθει την αλήθεια.

«Φιλική σχέση υποθέτω».

Ο Robert ανακουφίζεται με τα λεγόμενα της κόρης του και βάζει την τσαγιέρα στο ανοιχτό μάτι της κουζίνας. Δεν φτάνει που η Rachel θέλει ιδιαίτερη προσοχή εξαιτίας της ψυχασθένειας της, θα τρελαινόταν άμα μάθαινε πως είναι σε σχέση με ένα φρικιό σαν αυτόν.

Με την άκρη του ματιού του, παρακολουθεί τον Jeff καθώς κάθεται στον καναπέ και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του, βάζει το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Δεν ξέρει τι είναι πιο περίεργο πάνω του, το γεγονός ότι είναι τυλιγμένος με επιδέσμους ή δεν μιλάει καθόλου και κοιτούσε με τέτοιο ενδιαφέρον την κλειστή τηλεόραση.

«Πως λέγεται;» ρωτάει αδιάκριτα ο Robert για να μαζέψει όσες πιο πολλές πληροφορίες μπορεί.

«Mark», απαντά η Rachel ψέματα και στρέφει το βλέμμα στον φίλο της.

«Στο επίθετο;»

«Δεν γνωρίζω».

Ένας αναστεναγμός γλιστρά από τα χείλη του Jeff και οι άλλοι δυο γυρνάνε να τον δουν. Το ότι οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι τον εκπλήσσει αλλά και τον τσαντίζει τόσο πολύ ταυτοχρόνως. Νομίζει αυτός ο γέρος ότι ψάχνοντας τον, θα καταφέρει κάτι; Πέρα από το γεγονός ότι θα τον εκνευρίσει, θα τραβήξει την προσοχή των άλλων σαν εκείνον και θα ανοίξει την πύλη της Κόλασης στην ζωή του.

«Άνθρωποι», μουρμουρίζει με τον εαυτό του και συνεχίζει να κοιτά την δουλειά του.

Ο Robert χαϊδεύει το μπράτσο της κόρης του και της χαρίζει ένα ζορισμένο χαμόγελο. Προφανώς και δεν συμπαθεί καθόλου την παρέα της Rachel, όμως δεν θέλει να πει κάτι για να μην καταστρέψει την αύρα. Πέρα από την απρόσμενη επίσκεψη των δυο, είναι ιδιαίτερα χαρούμενος που η κόρη του, μετά από τόσα χρόνια ενδιαφέρθηκε να γιορτάσει τα γενέθλια του.

«Το εκτιμώ, Rachel. Πολύ γλυκό εκ μέρους σου», σκέφτεται φωναχτά ο πατέρας της και κοιτάει τον καπνό από την τσαγιέρα. «Με την κηδεία της Mary ήμουν πολύ πιεσμένος ψυχολογικά αυτές τις μέρες».

Παρόλο που είναι συγγραφέας και η δουλειά του τον απαιτεί μπροστά από μια οθόνη λάπτοπ τις περισσότερες ώρες της ζωής του, ποτέ δεν είχε τόσο κόκκινα μάτια όσο τώρα. Όλο αυτό το κλάμα που έχει ρίξει για τον αιματηρό θάνατο της πρώην του, δεν έριξε ούτε για τα κατορθώματα της γυναίκας του, ούτε όταν κλείστηκε στο τρελοκομείο, καταστρέφοντας την οικογένεια τους. Ήταν πραγματικά απαίσιο όταν είδε σε τι κατάσταση βρισκόταν η καημένη-συγχωρεμένη πλέον-ψυχολόγος.

Το τσάι είναι έτοιμο. Βγάζει την τσαγιέρα και την ακουμπά στον δίσκο, όπου ήδη είχε ακουμπήσει τρία φλιτζανάκια και ένα πιάτο μπισκότα. Με την Rachel να τον ακολουθεί, περπατάνε προς το σαλόνι και ταράζουν την ηρεμία του Jeff. Εκείνος ανοίγει τα μάτια και κουνά το πόδι ελαφρώς τσιτωμένος. Κοιτά τον κουρασμένο άντρα να ακουμπά τον δίσκο στο τραπεζάκι και να μοιράζει στον καθένα το ποτήρι του.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα όταν τα μάτια του πέφτουν σε ένα ρολόι στον τοίχο απέναντι του. Τα δυνατά 'τικ-τακ' του έχουν αρχίσει ήδη να παίζουν με τα νεύρα του. Σε περίπτωση που είχε το μαχαίρι του, με τεράστια δεξιότητα θα το είχε καρφώσει ακριβώς στην μέση του μαραφετιού και θα το είχε εξαφανίσει, αλλά για τώρα πρέπει να το ανέχεται ενώ το παίζει κύριος στο σαλόνι ενός γέρου.

Με τα γαλανά μάτια του τσεκάρει την φιγούρα του πατέρα της Rachel. Μοιάζουν αρκετά και μέσα σε λίγα δεύτερα ο Jeff έχει βρει και τα κοινά εμφανισιακά τους σημεία. Έχουν ίδιο σχήμα προσώπου, με παρόμοια μάτια και χείλη. Εκείνου όμως η μύτη είναι μεγάλη ενώ η δικής της μικρή και τραβηγμένη. Η Rachel βολεύεται στην πολυθρόνα και κοιτάει τον πατέρα της με το κλασσικό ανέκφραστο βλέμμα της.

«Δεν έτυχε να γνωριστούμε, Mark», γελά με αμηχανία ο Robert και σηκώνει το βλέμμα του να τον δει, ενώ γεμίζει το φλιτζάνι του επισκέπτη του με τσάι. «Ονομάζομαι Robert και λογικά θα ξέρεις πως είμαι ο πατέρας της Rachel. Μου είπε ότι είστε φίλοι».

Ο Jeff δεν αντιδρά καθόλου παρόλο που ξαφνιάζεται όταν τον αποκαλεί με εκείνο το γελοίο όνομα. Κοιτάει για λίγο την Rachel και ύστερα επιστρέφει την νεκρική του ματιά στο χέρι του Robert το οποίο περιμένει μια χειραψία. Βέβαια δεν κάνει καμία κίνηση να ανταποδώσει, αντιθέτως κλείνει τα μάτια και συνεχίζει να μένει στην στάση διαλογισμού του. Μπορεί να σκότωσε πριν λίγο με τεράστια ευκολία τρεις άντρες, όμως η δίψα του για φόνο αρχίζει να τον τρελαίνει.

«Μάλιστα», μουρμουρίζει με αμηχανία ο Robert και αφού γεμίσει όλα τα ποτήρια, κάθεται πίσω στην άλλη πολυθρόνα με ένα ζορισμένο χαμόγελο.

Δεν θέλει να προδώσει τις καχυποψίες που έχει για τον φίλο της κόρης του. Του φαίνεται αρχικά αλλόκοτο η Rachel να γνώρισε ένα τέτοιο άτομο με αυτή την περίεργη εμφάνιση. Το πρόσωπο του είναι τυλιγμένο με επιδέσμους, τρίχες από τα μαύρα μαλλιά του να πέφτουν ανέμελα στο μέτωπο του, ενώ η κουκούλα να κρύβει τα μάτια του, τα οποία όταν ανοιχτά έχουν ένα βαθύ γαλανό, αλλά τόσο κενό χρώμα.

Ο Robert κουρασμένος πλέον από τις σκέψεις του, φτιάχνει τα γυαλιά του και παίρνει το ποτηράκι του να πιει λίγο τσάι. Η κόρη του βρίσκεται κουλουριασμένη στην πολυθρόνα δίπλα του και κοιτά ανέκφραστα τον δεύτερο επισκέπτη του, ενώ εκείνος κουνά μόνο το πόδι του μπρος-πίσω. Οι επίδεσμοι καλύπτουν τα σουφρωμένα φρύδια του που καθρεπτίζουν το πόσο ενοχλημένος είναι.

«Με τι ασχολείσαι, Mark;» ρωτάει ο Robert για να σπάσει στον πάγο και τρώει με θόρυβο ένα από τα μπισκότα, κάτι που τσαντίζει αφάνταστα τον Jeff.

«Με πτώματα», απαντά με απότομο τόνο εκείνος και ανοίγει τα μάτια για να του δείξει πόσο ενοχλημένος είναι. «Στο νεκροτομείο».

«Περίεργη δουλειά για κάποιον σαν εσένα», σχολιάζει με καχυποψία ο Robert και σπρώχνει τα γυαλιά πιο μέσα με τον δείκτη του.

«Δεν μπορούμε να ταιριάζουμε τέλεια στις δουλειές που κάνουμε», γελά με ειρωνικό τρόπο ο Jeff και φέρνει το χέρι μπροστά, σταυρώνοντας το ύστερα ξανά με το άλλο.

Δεν λέει κάτι αλλά το ένστικτο του ξέρει πως δεν πρέπει να εμπιστεύεται τον μαυροντυμένο επισκέπτη του. Για ένα δεύτερο το μυαλό του τού λέει πως ο Jeff The Killer κάθεται στον καναπέ του και έχουν ξεκινήσει τα κολλητιλίκια με την μικρή αφού έβγαλαν από την μέση την Mary, όμως είναι σίγουρος πως άμα αλήθευε αυτό θα βρισκόταν ήδη νεκρός. Πίνει μια γουλιά από το ζεστό τσάι του και κοιτάει τον Jeff με τεράστια καχυποψία, κάτι που κάνει τον άλλον να χαμογελάσει.

«Θέλετε να σας κόψω τούρτα; Κάνατε τον κόπο να την φέρεται, κρίμα θα ήταν να μην δοκιμάσετε», γελά ζόρικα ο γέρος και καθώς σηκώνεται σφίγγει με νεύρα τα μπράτσα της πολυθρόνας.

Παρόλο που οι δυο νεαροί δεν αντιδρούν καθόλου, ο Robert περπατά προς την κουζίνα και παίρνει την πρωτοβουλία να τους κόψει από ένα κομμάτι. Ανοίγει το κουτί που του έφερε η Rachel και προς μεγάλη του έκπληξη, η τούρτα έχει σχήμα χιονάνθρωπου. Βασικά το ίδιο σχήμα που είχε το ίδιο βράδυ που άλλαξαν οι ζωές όλων στην οικογένεια του.

Κλείνει το κουτί και ένα χαμόγελο ειρωνικό εμφανίζεται στα χείλη του. Βγάζει τα γυαλιά για να χαϊδέψει τα κουρασμένα μάτια του και προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Αισθάνεται πως ανά πάσα στιγμή θα τρελαθεί κι εκείνος, θα καταντήσει να τραβάει τα μαλλιά του και να τρώει τα νύχια του μανιωδώς. Το άγχος του έχει προκαλέσει ένα εσωτερικό χάος και κανείς γύρω του δεν φαίνεται να είναι αρκετά νορμάλ να τον τραβήξει πίσω στα λογικά πλαίσια.

«Μπαμπά», ακούει την φωνή της Rachel και δεν μπορεί να μην ταραχθεί.

«Ναι, καλή μου;» ρωτάει και τραβάει τις μύξες του, φορώντας τα γυαλιά σαν να μην έγινε κάτι.

Ανοίγει το κουτί και παριστάνει πως αυτή η τούρτα δεν σημαίνει τίποτα για εκείνον. Παρόλο που οι δαίμονες του παρελθόντος γελάνε μαζί του σε μια σκοτεινή γωνία του δωματίου, εκείνος παραμένει σοβαρός και προσποιείται με τέλεια ικανότητα πως τίποτα δεν τον ενοχλεί στο μυαλό του.

Βγάζει το μαχαίρι από το συρτάρι και μόλις το ακουμπά στην λευκή επιφάνεια της τούρτας, αμέσως οι αναμνήσεις του δίνουν την ψευδαίσθηση ότι το μαχαίρι είναι βουτηγμένο στο αίμα και η τούρτα είναι εκείνο το πτώμα. Το πετάει στον νεροχύτη με αηδία και κάνει πίσω, πέφτοντας πάνω στην κόρη του.

«Τι έπαθες;» Ξύνει το κεφάλι της η Rachel και πλησιάζει να πιάσει το μαχαίρι εντελώς χαλαρή. «Ασ'το θα την κόψω εγώ».

Ο Robert ακόμη σοκαρισμένος από τις παραισθήσεις που παίζουν με το μυαλό του, κουνά το κεφάλι καταφατικά εντελώς χαμένος και επιστρέφει στο σαλόνι. Όλοι αυτοί οι θάνατοι γύρω του τον έχουν κουράσει πλέον. Πίστευε πως εκείνες οι φριχτές σκηνές πτωμάτων και αιμάτων θα έμεναν πίσω στα χρόνια του ως ντετέκτιβ, όμως τελικά έκανε μεγάλο λάθος. Όχι μόνο τον στοιχειώνουν κάθε βράδυ, κάθε μέρα και με κάθε ποτό, αλλά επιστρέφουν έρποντας πίσω στην ζωή του σαν φίδια.

Ρίχνει το σώμα του στην πολυθρόνα και με τα χέρια του να τρέμουν καταφέρνει να ακουμπήσει το φλιτζάνι στα ξερά του χείλη. Οι κραυγές ακόμη αντηχούν στα αυτιά του και γίνονται πιο δυνατές με κάθε δευτερόλεπτο που περνά στο ρολόι πίσω του. Δεν πίνει καμιά γουλιά, απλά κρατάει το τσάι στα χείλη του και έχει αφήσει τα μάτια του να κοιτούν πέρα νεκρικά. Αυτή είναι η πολλαπλή φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο-να βυθίζεται με αυτόν τον χαμένο τρόπο στις σκέψεις του-μετά τον θάνατο της Mary.

«Η γυναίκα σου είναι κλεισμένη σε τρελοκομείο, σωστά;» τον προσγειώνει πίσω στην πραγματικότητα η βραχνή φωνή του επισκέπτη του.

«Ποιος σου το είπε εσένα αυτό;» αγριεύει ο Robert και ρίχνει το φλιτζάνι με νεύρα στο τραπέζι.

«Η Rachel», γελά σχεδόν ειρωνικά ο Jeff και τα μάτια των δυο αντρών έρχονται αντιμέτωπα.

«Τι σε ενδιαφέρει εσένα;»

«Απλά όταν είμαι περίεργος ρωτάω», λέει και λυγίζει μπροστά για να πάρει το φλιτζάνι του.

Ο Jeff πίνει μια γουλιά από το τσάι του για να κρύψει το σατανικό χαμόγελο που δεν μπορεί να κρύψει από τον υπερβολικό ενθουσιασμό. Δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται το επόμενο θύμα του. Την στιγμή που ο αδιάφορος για εκείνον γέρος σηκώθηκε να του κόψει την τούρτα, τα βαθυγάλανα μάτια του παρατήρησαν την φωτογραφία μιας γυναίκας που στην αρχή νόμιζε για την Rachel, όμως από το χρώμα τον μαλλιών και την παλαιότητα της φωτογραφίας σίγουρα ήταν η τρελή μητέρα της.

Είναι ό,τι πρέπει για να τον απόλυτο φόνο, σκέφτηκε αμέσως και από τότε με το ζόρι συγκρατείται.

Οι πληροφορίες που ξέρει για εκείνην όμως είναι ελάχιστες. Πέρα του ότι είναι κλεισμένη στο τρελοκομείο και το πως μοιάζει εμφανισιακά, δεν ξέρει ούτε το όνομα της, ούτε τον λόγο που βρέθηκε εκεί μέσα. Όχι, ότι τον ενδιαφέρει, όμως ξέρει ότι την Rachel θα την σύμφερε να ξέρει πριν χάσει για πάντα την μητέρα της. Αυτό όμως δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα του, εφόσον ξέρει πως η επίθεση του στο τρελοκομείο θα προκαλούσε αναταραχές και στους φίλους του στο δάσος.

Ω, ναι. Είναι ο απόλυτος φόνος, συγκρατεί το τσιριχτό του γέλιο και απλά πίνει το τσάι του, χωρίς να προδώσει στους άλλους δυο τι σκέφτεται πραγματικά να κάνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top