Κεφάλαιο 4: «Ένας Jeff και ένα μαχαίρι μας κάνουν φόνο»

Κεφάλαιο 4: «Ένας Jeff και ένα μαχαίρι μας κάνουν φόνο».

Ξαπλώνει πίσω στο δέντρο και κοιτάει το φεγγάρι μέσα από ένα άνοιγμα των κλαδιών. Κλείνει τα μάτια και αναστενάζει αργά. Περιμένει κάποιον τολμηρό να αποδείξει ότι αυτό το δάσος είναι ακίνδυνο και να τον σκοτώσει. Είναι σίγουρος ότι όλο και κάποιος θα εμφανιστεί, γι'αυτό δεν πάει στην πόλη.

Καρφώνει το μαχαίρι στο έδαφος και εφόσον το χιόνι έχει λιώσει πάνω του, είναι υγρό και απαλό. Κοιτάει τα νύχια του βαριεστημένα και ύστερα ακουμπά το κεφάλι του πίσω στον κορμό του δέντρου. Κλείνει τα μάτια για να χαλαρώσει και πρώτο πράγμα σκέφτεται την Rachel.

Γιατί δεν σκοτώνεις αυτήν, αναρωτιέται με τον εαυτό του και χαμογελά πλάγια.

Αυτό το κορίτσι είναι μοναδικό για εκείνον. Έχει δει τόσους και τόσους ανθρώπους με τα χρόνια, αλλά κάποιον σαν εκείνη ποτέ. Το θεωρεί περίεργο που δεν ξέρει να αντιλαμβάνεται τα συναισθήματα, αλλά αυτό εξηγεί το γεγονός ότι δεν αντιδρά ποτέ στον φόβο που προσπαθεί να της προκαλέσει ή στο ότι πέθανε ένας άνθρωπος της.

«Jeff, έχω ακούσει ότι συχνάζουν περίεργοι εδώ», ακούει την φωνή μιας κοπέλας μέσα από τους θάμνους.

Αρπάζει το μαχαίρι του και με τεράστια ταχύτητα καταφέρνει να σκαρφαλώσει το δέντρο. Ανεβαίνει αρκετά ψηλά για να μην τον δουν τα επόμενα θύματα του και κάθεται στο κλαδί χαλαρός. Δεν ξαφνιάζεται που θα πρέπει να σκοτώσει κάποιον συνονόματο του. Το έχει κάνει τόσες φορές στο παρελθόν.

«Stacy, δεν βοηθάει καθόλου η γαμημένη γκρίνια σου», παραπονιέται ο άλλος και τους βλέπει ενώ προσπαθούν να διώξουν κάτι φύλλα από μπροστά τους.

«Θες να τα πω όλα στην μαμά και στον μπαμπά ότι μας έφερες εδώ εξαιτίας ενός ηλίθιου στοιχήματος που έχασες;» τον εκβιάζει η κοπελιά και αυτός σταματά για να στριφογυρίσει τα μάτια του.

«Δεν πας να τους πεις να σου αλλάξουν και την πάνα, μωρό;» σαρκάζεται το αγόρι και σταματούν μπροστά από το δέντρο που κρύβεται ο Jeff. Ο δολοφόνος βέβαια.

«Είσαι παλιομαλάκας, Jeff», γρυλίζει η-προφανώς-αδελφή του και ακουμπά την πλάτη της στον κορμό του δέντρου. «Τώρα τι; Μην μου πεις ότι χαθήκαμε».

«Ωχου, σκάσε λίγο. Κατάντησες πολύ ενοχλητική», επαναστατεί αυτός και κοιτά το τηλέφωνο του, καθώς η Stacy παίζει με τον φακό που κρατά στα χέρια της.

Ο Jeff εκμεταλλεύεται το ότι ο καθένας είναι απασχολημένος και πηδά σε κάτι θάμνους, προκαλώντας φασαρία. Τα δυο παιδιά γυρνούν τα κεφάλια τους προς εκείνη την κατεύθυνση και κοιτιούνται για λίγα δεύτερα τρομοκρατημένα.

«Το άκουσες αυτό;» ρωτάει η Stacy και στρέφει τον φακό της στους θάμνους.

«Ε ναι, ηλίθια, φυσικά και το άκουσα», απαντά όλο ειρωνεία ο αδελφός της και εκείνη του χτυπά το στήθος με την γροθιά της.

«Λέω να φύγουμε. Δεν μου αρέσει η αύρα αυτού του μέρους».

Ο νεαρός Jeff κουνά το κεφάλι του καταφατικά και φωτίζει τον δρόμο πίσω με τον φακό του τηλεφώνου του. Ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με την ψιλή και λεπτή φιγούρα του ψυχρού δολοφόνου και κάνει πίσω. Μια στριγκλιά ξεγλιστρά από τα χείλη της Stacy και ο αδελφός της γυρνά να την δει σχεδόν τσαντισμένος.

«Γιατί δεν μου σπας και το τύμπανο πριν πεθάνουμε;» ειρωνεύεται και η αδελφή του τού σουφρώνει τα φρύδια.

«Α, συγγνώμη δηλαδή, τι θες να κάνω; Να πάω να του φιλήσω τα χέρια;» πετάγεται να απαντήσει η άλλη και ο Jeff μένει ανέκφραστος να τους κοιτά.

«Δες πας να του πάρεις και πίπα, χέστηκα», γρυλίζει ο συνονόματος του και της γυρνάει την πλάτη.

«Δεν είμαι τόσο ξετσίπωτη για να πέσω στο επίπεδο σου», φωνάζει η Stacy και χτυπά το πόδι της κάτω, το πρόσωπο της κόκκινο από τα νεύρα και λίγο από την ντροπή.

«Μου λες εσύ για επίπεδο, που σε χαιρετά ο Διάολος από πάνω;»

«Α, δεν θα τα πάμε καλά, Jeff. Θα σε σκοτώσω πριν σε προλάβει ο άλλος!»

Ο Jeff τους κοιτά με ένα νεκρικό βλέμμα και αναστενάζει. Σταυρώνει τα χέρια γύρω από το στήθος του και στριφογυρίζει τα μάτια. Ξεχνάει πόσο τον εκνευρίζουν οι έφηβοι. Είναι όλο παράπονα και περίεργες αντιδράσεις. Το τελευταίο θύμα που ήταν στην ηλικία τους του είχε ζητήσει selfie για όνομα του Θεού.

«Μου εξαντλεί-»

«Βούλωσ'το εσύ!» φωνάζουν ομόφωνα τα αδέλφια και του διακόπτουν την πρόταση.

Σφίγγει την λαβή του μαχαιριού του και κατεβάζει την κουκούλα περισσότερο μπροστά στο μέτωπο του. Νιώθει τα σωθικά του να βράζουν από τα νεύρα και όσο ακούει τις φωνές τους να ανεβάζουν τόνο και να ξεστομίζουν βρισιές, το φρύδι του αρχίζει να κάνει 'τικ'.

«Σπαστικά πλάσματα γεμάτο τρελούς ορμόνες», λέει μέσα από τα δόντια του.

Με μια απότομη κίνηση ρίχνει το μαχαίρι κι εκείνο πριν καρφωθεί στο δέντρο, κόβει τον λαιμό του συνονόματου του, ρίχνοντας τον κάτω νεκρό. Λυγίζει μπροστά και με ταχύτητα αστραπής, αρπάζει το μαχαίρι του. Χτυπάει το ένα πόδι στον κορμό για να στείλει την δύναμη του πίσω και ενώ γυρνάει, κόβει τον λαιμό της Stacy, πριν οι κραυγές της του τρυπήσουν τα αυτιά.

«Τώρα λύστε τα προβλήματα σας στην Κόλαση», γελά με τον εαυτό του και γυρνά στο πλάι για να τους δει με την άκρη του ματιού του.

Εφόσον τον τσάντισαν, του σπατάλησαν πολύτιμο χρόνο και δεν τον άφησαν να κάνει έναν θεαματικό φόνο, προτιμά να τους αφήσει έτσι. Ας μείνουν δυστυχισμένοι και με το αίμα τους να βράζει ακόμη. Δεν τον αφορά πια, καθώς τάισε την ανάγκη του για φόνο.

Καθαρίζει το μαχαίρι τσαπατσούλικα στο φούτερ του και ξεκινά να περπατά έξω από το δάσος αδιάφορος. Πραγματικά πρέπει να αρχίζει να στοχεύει συγκεκριμένες ηλικίες και να αποφεύγει εφήβους. Μόνο τον κάνουν να θέλει να σκοτώνει περισσότερο σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες, να σταματήσει εντελώς.

Ακούει χοροπηδητά από κλαδί σε κλαδί και σταματά στην θέση του. Κατεβάζει την κουκούλα και μεγαλώνει το χαμόγελο του. Γυρνά πίσω του και βρίσκεται αντιμέτωπος με τα δυο πιο κοντινά άτομα που έχει αυτή την στιγμή. Ο ένας στηρίζεται με σταυρωμένα χέρια στον κορμό ενός δέντρου, ενώ ο άλλος πέφτει κάτω από το κλαδί που κρεμόταν.

«Αουτς, αυτό πόνεσε», παραπονιέται ο Ben και σηκώνεται από το λάκκο που έπεσε. «Γαμώτο, λερώθηκα».

«Συνήθως αυτό γίνεται όταν πέφτεις σε ένα υγροποιημένο έδαφος», σαρκάζεται ο Jeff και κρύβει το μαχαίρι πίσω στο παντελόνι του. «Πως και από τα μέρη μου;»

«Ο EJ μυρίστηκε αίμα και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ήσουν εσύ», τον πληροφορεί ο Ben, μια σκοτεινή και κοκκινόματη εκδοχή του Link από το διάσημο παιχνίδι Zelda.

Ο Jeff στρέφει την προσοχή στον EJ και του χαρίζει ένα χαμόγελο, όχι ότι δεν το είχε ήδη. Ο άλλος ακουμπά τα δάχτυλα στην μπλε μάσκα του, σαν να την φτιάχνει, και ύστερα βάζει τα χέρια στην μπροστινή τσέπη του μαύρου φούτερ του.

«Σχεδόν σίγουρος;» αναρωτιέται ο Jeff και σηκώνει το φρύδι του με δυσπιστία.

«Δεν μπορούμε να είμαστε τέλειοι σε όλα», δηλώνει το αγόρι με την μπλε μάσκα και σηκώνει τους ώμους του.

«Δεν είναι δίκαιο που εσύ παίρνεις πάντα τα θύματα της πόλης», παραπονιέται ο Ben και αναστενάζει με απελπισία.

«Εγώ είμαι πάντα σίγουρος με το τι μυρίζομαι», ειρωνεύεται και χαϊδεύει το πράσινο σκουφάκι του μικρού. «Μην μου πείτε όμως ότι ήρθατε για το κυνηγητό».

«Μπορεί κάποιοι-κάποιοι να μην γουστάρουν τόσο την ιδέα ότι σκότωσες εκείνη την ψυχολόγο», λέει ο EJ για να μπει απευθείας στο ψητό.

«Κάποιοι-κάποιοι δεν γουστάρουν ό,τι δεν μπορούν να κάνουν, φίλε», γελά ο Jeff και σταυρώνει τα χέρια γύρω από το στήθος του. «Γι' αυτό και τα κάνω όλα μόνος. Δεν χρειάζομαι κανέναν να μου λέει τι του αρέσει και τι όχι».

«Εμείς είπαμε ό,τι έχουμε να πούμε, Jay. Κάνε ό,τι θες από 'δω και πέρα», δηλώνει ο EJ και φεύγει με τον Ben να τον ακολουθεί από κλαδί σε κλαδί.

Ο Jeff γελά με τον εαυτό του και συνεχίζει να περπατά προς την έξοδο του πάρκου. Μόλις πατά πόδι στην πόλη, φροντίζει να μένει στις σκιές και κάθε φορά που ακούει φωνές, να τις αποφεύγει. Φτάνει στην καινούργια πολυκατοικία και από τα σκαλιά έκτακτης εξόδου, φτάνει στο παράθυρο της.

Βγάζει το μαχαίρι από πίσω και το ανοίγει αθόρυβα. Την άφησε μετά από την συζήτηση τους το μεσημέρι. Δεν ήθελε να της κόψει την όρεξη με την έντονη μυρωδιά αίματος που κουβαλά συνεχώς μαζί του. Συν ότι δεν φαινόταν να είχε την διάθεση να του πει τίποτα περισσότερο από αυτά που του είπε ήδη.

Γλιστρά μέσα και κλείνει πίσω του, καθώς φτιάχνει τις κουρτίνες. Τις έχει τεράστια μανία η Rachel και το σέβεται τόσο. Και μιλώντας για εκείνη, την βρίσκει να κάθεται μπροστά από την τηλεόραση, λίγα εκατοστά μακριά, και να παρακολουθεί την οθόνη σχεδόν αποβλακωμένη.

«-πιστεύεται πως είναι άλλα δυο θύματα του δολοφόνου κατά συρροή ονόματι Jeff The-»

Πριν προλάβει η ρεπόρτερ να τελειώσει την πρόταση της, πετάει το μαχαίρι του και κόβει το καλώδιο ρεύματος της τηλεόρασης. Χοροπηδά και ξαπλώνει στον καναπέ, ενώ εκείνη γυρνά να τον δει κάπως ξαφνιασμένη. Δύσκολο για αυτόν να αποκρυπτογραφήσει τι στ'αλήθεια σκέφτεται.

«-Killer», τελειώνει τα λόγια της ρεπόρτερ και αναστενάζει βαριεστημένα. «Δεν έχουν άλλη δουλειά, πραγματικά».

«Γιατί δεν λένε ότι απλά της χάρισες αυτό που ήθελε;» αναρωτιέται η Rachel και σηκώνεται για να βγάλει το μαχαίρι από τον τοίχο που καρφώθηκε.

«Γιατί ξέρουν όσα θέλουν να ξέρουν, όχι όσα πρέπει», απαντά ο Jeff και τεντώνεται.

Την βλέπει καθώς παλεύει με τα δυο της χέρια να βγάλει το μαχαίρι του και στο τέλος όταν καταφέρνει να το κάνει, πέφτει πίσω από την δύναμη. Ο Jeff γελά με το πόσο αθώα και χαζή είναι και περιμένει να του το φέρει.

«Είσαι πολύ καλός με τους ανθρώπους, Jeff», μουρμουρίζει η Rachel και αφήνει το μαχαίρι στο τραπεζάκι δίπλα του.

«Μάλλον είμαι», σαρκάζεται, όμως εκείνη δεν το καταλαβαίνει.

Το μόνο που ξέρει να κάνει για τους ανθρώπους είναι να τους σκοτώνει και να παραμορφώνει τα πρόσωπα τους όταν έχει κέφια. Όχι μόνο, αλλά να τσαντίζει τους πάντες γύρω του με τον σαρκασμό και την αδιαφορία του. Οπότε τι στο καλό βλέπει η Rachel και την κάνει να θεωρεί κάτι τέτοιο γι'αυτόν;

«Πεινάω», αλλάζει συζήτηση ο Jeff και κοιτάει το ταβάνι.

«Έχει περίσσευμα από τα μακαρόνια που έφτιαξα προηγουμένως άμα θέλεις», τον ενημερώνει και κάθεται στον καναπέ απέναντι του.

«Βαριέμαι να σηκωθώ να φάω», δηλώνει κρύα αυτός και την κοιτά με ένα βλέμμα σχεδόν ανέκφραστο.

«Καλά», μουρμουρίζει αυτή και σηκώνεται για να πάει στην κουζίνα.

Ο Jeff αμέσως σηκώνεται και την ακολουθεί, αφού αρπάξει το μαχαίρι από το τραπέζι. Το κρύβει πίσω στο παντελόνι του και ακουμπά τους αγκώνες του στον πάγκο της κουζίνας, παρακολουθώντας την κάθε κίνηση της Rachel.

Λυγίζει το κεφάλι του στο πλάι και στέκεται να την παρατηρεί. Έχει μαύρα μακριά μαλλιά τα οποία καλύπτουν όλη την πλάτη της. Κάποιες τούφες κάθονται μπροστά και φτάνουν μέχρι λίγο πιο πάνω από το στήθος της, καθώς έχει και αφέλειες που καλύπτουν το μέτωπο της.

Τα μάτια της είναι ένα σκοτεινό καφέ και φαίνονται πάντα ανέκφραστα, σαν να μην κρύβουν τίποτα πέρα από βαρεμάρα. Η μύτη της είναι μικρή, ενώ τα χείλη της σαρκώδη και μαζεμένα. Όσο για το σώμα της είναι μικροκαμωμένο, γεμάτο και προφανώς γυμνασμένο. Μένει για λίγο να την θαυμάζει από πίσω ανέκφραστος και διάφορα τριγυρνούν στο μυαλό του.

«Δεν ξέρω να μαγειρεύω τέλεια. Η Mary με έβριζε συνεχώς, όμως δεν μου αρέσει να παραγγέλνω», λέει και τον φέρνει πίσω στην πραγματικότητα.

«Δεν μας νοιάζει η γνώμη μιας νεκρής», ειρωνεύεται αδιάφορος και ακουμπά το πηγούνι στην γροθιά του.

Του αφήνει το πιάτο στον πάγκο και φαίνεται να προσπαθεί να κάνει μια γκριμάτσα. Την βλέπει να παλεύει και αρχίζει να λυπάται που δεν την σκότωσε. Ξαφνικά καταφέρνει να κάνει ένα χαμόγελο και αυτή την φορά δεν γελά καθόλου.

«Σε παρακαλώ, απλά σταμάτα να με φρικάρεις», την παρακαλά ο Jeff και σουφρώνει τα φρύδια του σχεδόν αηδιασμένος.

«Συγγνώμη», μουρμουρίζει η Rachel και επιστρέφει στο κανονικό και καθημερινό της πρόσωπο. «Πάω για ύπνο. Νυστάζω».

Ο Jeff την παρακολουθεί καθώς περπατά προς το υπνοδωμάτιο της και ύστερα κοιτά το πιάτο. Δεν είναι τίποτα κυριλέ, μόνο μακαρόνια με σάλτσα και μπαχαρικά. Αναστενάζει σκεφτικός και σαν να του κόβεται η όρεξη.

Γιατί νιώθει... μόνος;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top