Κεφάλαιο 2: «Το αίμα ταιριάζει στο λευκό χιόνι»
Κεφάλαιο 2: «Το αίμα ταιριάζει στο λευκό χιόνι».
Ανοίγει τα μάτια της κουρασμένη και παρατηρεί πως είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού. Έξω έχει βραδιάσει και ελάχιστο φως διαπερνά τις σκοτεινές κουρτίνες του σπιτιού της για να το φωτίσουν. Γλύφει τα ξερά της χείλη και βάζει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της.
Καθαρίζει τσαπατσούλικα τα αποξηραμένα σάλια στο μάγουλο της και αναστενάζει πιο κουρασμένη απ'ότι ένιωθε πριν αποκοιμηθεί. Νιώθει τα μάτια της πρησμένα και γι'αυτό τα τρίβει με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της σαν μικρό παιδί.
Ακουμπά τις γυμνές πατούσες της κάτω και τινάζει τα χέρια στον αέρα για να ανοιχτεί. Δεν απολαμβάνει ποτέ τους ύπνους στον καναπέ της. Ξυπνά χάλια και συνεχώς στη μέση της νύχτας. Φορά τις παντόφλες και ανοίγει την κουρτίνα για να μπει μέσα το φως της πανσέληνου.
Η Rachel στέκεται για λίγο ανέκφραστη να κοιτά το δάσος πέρα από το σπίτι της και ξεφυσά αργά. Για κάποιο λόγο δεν αισθάνεται καλά που ζει τόσο κοντά σε εκείνο. Έχει ακούσει διάφορες ιστορίες, αλλά πολλοί πιστεύουν πως τις φτιάχνουν από το μυαλό τους οι τρελοί, εφόσον το τρελοκομείο είναι ακριβώς δίπλα από εκείνο.
Κλείνει τις κουρτίνες με μια ανατριχίλα και πάει για να ανοίξει έστω το φως. Σκοντάφτει σε ένα μαξιλάρι που είχε πέσει κάτω, αλλά ευτυχώς για εκείνη δεν πέφτει. Κρατιέται σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας και αφού πάρει μια βαθιά ανάσα, σηκώνει το μαξιλάρι και ανοίγει το φως.
Πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε άλλο, ακούει το σταθερό της να χτυπά και το απαντά κουρασμένα.
«Παρακαλώ;» ρωτάει και το μόνο που ακούει από την άλλη γραμμή είναι αντρικές φωνές και γέλια.
«Rachel», χαχανίζει η Mary, «καλή μου, μου φέρνεις τα κλειδιά που ξέχασα στον πάγκο της κουζίνας. Γαμώ, ο Robert μόνο να με εκνευρίζει ξέρει».
«Που είσαι;» αγνοεί εντελώς την τελευταία της πρόταση η Rachel και αρπάζει τα κλειδιά από τον πάγκο.
«Στο Casuals», απαντά και κάτι φωνάζει στους καινούριους φίλους της. «Έρχεσαι;»
«Όσο πιο γρήγορα μπορώ», σαρκάζεται η Rachel και κλείνει το τηλέφωνο, αφήνοντας το πίσω στην θέση του.
Στριφογυρίζει τα μάτια της βαριεστημένα και πετάει τις παντόφλες της για να φορέσει τις μπότες. Η τελευταία όρεξη που έχει είναι να νταντεύει την πρώην ψυχολόγο της. Όμως δεν μπορεί να μην το κάνει για κάποιο λόγο. Όσο και να μισεί να συναναστρέφεται με άλλους, η Mary δεν είναι ένας από αυτούς.
Βάζει έναν δίσκο στο γραμμόφωνο της και το αφήνει να παίζει χαλαρωτική μουσική πιάνου. Φοράει το παλτό της και βαριέται να βάλει σκούφο και γάντια. Ούτως ή άλλως η μπυραρία είναι πολύ κοντά στο σπίτι της. Θα'ναι πίσω σε μόλις λίγα λεπτά.
Η Rachel, με βαριά καρδιά που πρέπει να φύγει, βγαίνει έξω και κλειδώνει πίσω της. Βάζει και τα δυο ζευγάρια κλειδιά στην τσέπη του παλιού παλτού της και περπατά προς την εξώπορτα.
Ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας χτυπά το χλωμό πρόσωπο της αμέσως. Αν και τα σύννεφα έχουν λιγοστέψει και η πανσέληνος φωτίζει τους άδειους δρόμους, το αεράκι είναι ανατριχιαστικό. Βάζει τα λεπτά χέρια της στις τσέπες και περπατά ανέκφραστη στον πεζόδρομο.
Της αρέσει αυτή η γειτονιά. Όχι επειδή είναι όμορφη ούτε επειδή οι γείτονες της είναι καλοί. Αντιθέτως, κανείς δεν έρχεται να ζήσει εδώ. Υπάρχουν ολόκληρες ακατοίκητες πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Όσο και χαμηλές να είναι οι τιμές, πολλοί προτιμούν να ζουν μακριά από 'δω.
Η Mary της είχε πει μια φορά μεθυσμένη πως πολλοί δεν έρχονται γιατί φοβούνται. Με το τρελοκομείο δίπλα σε εκείνο το τρομαχτικό δάσος δεν είναι ένα μέρος που προτιμούν να ζουν οι περισσότεροι με παιδιά ή ακόμη και μόνοι. Της είχε φανεί περίεργο εφόσον η ίδια δεν είχε ποτέ καμιά περίεργη περιπέτεια σε αυτά τα μέρη, όσο και να τα θεωρεί περίεργα.
Ήταν η επιλογή της να έρθει να ζει από τα δεκαπέντε της μόνη εδώ. Όχι και τελείως μόνη όμως επειδή είχε την Mary να της κάνει παρέα όσο και άσχημα να ένιωθε τότε. Τώρα, δεν την απασχολεί πολύ όταν τριγυρνά μέσα στο σπίτι της και γεμίζει το ψυγείο με αλκοόλ.
«Πφστ», αναφωνεί όταν ακούει δυνατά γέλια και φωνές.
Κοιτά δυο άντρες στο απέναντι πεζοδρόμιο να γελάνε και να τραγουδάνε δυνατά. Στέκεται κάτω από μια λάμπα που τρεμοπαίζει και τους κοιτά με ένα ίχνος ενδιαφέροντος. Της φαίνεται περίεργο που δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που νιώθουν και τους κάνει να αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο.
Οι άντρες στρίβουν σε ένα στενό ενώ τα πόδια τους χορεύουν μόνα τους. Η Rachel φεύγει με την σειρά της προς την μπυραρία. Μες στα μεσάνυχτα το μόνο που ακούει πέρα από τις μπότες τις πάνω στο χιόνι, είναι η δυνατή κιθάρα από το μέρος που προορίζεται. Είναι ένα μαγαζί για μεγάλους που θέλουν γλέντια και φασαρία το βράδυ.
Αν νιώθει άβολα με τον ίδιο της τον πατέρα, μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο άσχημα αισθάνεται σε τέτοια μέρη. Σταματάει σχεδόν εικοσιπέντε μέτρα μακριά, στον αντίθετο πεζόδρομο, και το κοιτάει με τρομερή αηδία.
Πρέπει να πάω εκεί τώρα, αναρωτιέται και το πρόσωπο της ξινίζει.
«Είμαι η πιο χαρούμενη γυναίκα στον κόσμο», ακούει ξαφνικά την φωνή της Mary και την συνοδεύει ένα αντρικό γέλιο.
Η Rachel δεν κουνιέται καθόλου. Σίγουρα δεν είναι στην μπυραρία, διότι η φασαρία από εκεί δεν θα την έκανε να ακούσει τόσο καθαρά την Mary. Κοιτά τριγύρω και βλέπει πως υπάρχουν σχεδόν τέσσερα με πέντε στενά όπου θα μπορεί να βρίσκεται με την αντρική παρέα της.
Τα μάτια της όμως πέφτουν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας. Μια σκοτεινή φιγούρα φωτίζεται από την πανσέληνο πίσω της και αυτό την ανατριχιάζει για κάποιο λόγο. Κάνει ένα βήμα μπροστά και ζορίζεται να δει καλύτερα ποιος είναι όσο δύσκολο και να της είναι.
Το μόνο που πέφτει στο μάτι είναι κάτι μυτερό και γυαλιστερό που κρατά στο χέρι του. Έχει φορεμένη την κουκούλα του λευκού φούτερ του και τα υπόλοιπα είναι πολύ μακριά για εκείνη να παρατηρήσει καλύτερα.
Ξαφνικά η φιγούρα λυγίζει μπροστά και τρέχει με τεράστια ταχύτητα προς το τέλος της ταράτσας. Πηδά από εκεί και εξαφανίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα. Η Rachel ανήμπορη να καταλάβει τι ήταν αυτό, άμα ήταν αληθινό ή η φαντασία της, ξεκινά να περπατά προς εκεί.
Μόλις ακούει την Mary να τσιρίζει ταχύνει τον βηματισμό της και πλησιάζει το στενό όπου άκουσε την φωνή της. Κοιτάει γύρω της μήπως και τυχαίνει να είναι κανείς κοντά, όμως οι δρόμοι παραμένουν νεκροί. Περνά απέναντι και οι κραυγές και τα κλάματα γίνονται πιο δυνατά.
Η καρδιά της χτυπά γρήγορα και ακουμπά το χέρι στο στήθος της. Τι είναι αυτό; Μήπως έχει υψηλή πίεση; Και αν παθαίνει καρδιακή προσβολή; Δεν μπορεί να εξηγήσει τι είναι αυτό που αισθάνεται, όμως δεν πρέπει να την σταματήσει.
Περπατά προς το στενό και μόλις μπαίνει μέσα, βλέπει έναν άντρα ξαπλωμένο πίσω στον τοίχο. Το αίμα του κάνει αντίθεση με το χιόνι, καθώς το πρόσωπο του έχει παραμορφωθεί. Κάποιος του έχει σκίσει τα μάγουλα έτσι ώστε να φαίνεται πως χαμογελά.
Η Rachel παραμένει ανέκφραστη στην θέση της, όταν τα μάτια της πέφτουν σε μια γυναίκα που σέρνεται στο έδαφος. Η πλάτη της είναι καλυμμένη με αίμα, καθώς τα δάχτυλα της γρατζώνονται κάτω απελπισμένα.
«Β-Β-Β-Βοήθεια», αναγνωρίζει την φωνή της Mary.
Την πλησιάζει και βλέπει πως τα νύχια της έχουν σπάσει και αιμορραγεί παντού. Το σώμα της ψυχολόγου της σταματά να κινείται, γι'αυτό την γυρνά να την δει καλύτερα. Έρχεται αντιμέτωπη με το άψυχο βλέμμα της και ακουμπά το χέρι στην καρδιά για να σταματήσει τις ανεξήγητες ταχυπαλμίες.
Κάνει ένα βήμα πίσω όταν ακούει κάποιον να γελάει. Ο ήχος που βγάζει από τα χείλη του βασικά είναι σχεδόν τσιριχτός, τόσο που κάνει όλες τις τρίχες στο σώμα της να σηκωθούν. Τα μάτια της πέφτουν πάνω του και πρώτο πράγμα παρατηρεί το ματωμένο μαχαίρι στα χέρια του. Σηκώνει τα δάχτυλα του αργά και ένα-ένα, καθώς το γέλιο του εξαφανίζεται σταδιακά.
Η Rachel σουφρώνει τα φρύδια της και παραμένει ανέκφραστη. Δεν καταλαβαίνει γιατί γελάει. Τον κοιτάει καθώς λυγίζει μπροστά και κόβει τα μάγουλα της Mary για να φαίνεται πως χαμογελά. Το στομάχι της Rachel δένεται κόμπος και αρχίζει να αναρωτιέται μήπως κόλλησε κάποιον ιό ή απλά κρυώνει.
«Τώρα θα είσαι για πάντα χαρούμενη», λέει ο τύπος και σηκώνει το κεφάλι του προς το πλάι.
Η λευκή κουκούλα του έκρυβε το πρόσωπο του τόση ώρα, όμως τώρα τον βλέπει. Το λευκό του δέρμα κάνει αντίθεση με το σκοτάδι από το στενό δρομάκι. Τα μάτια του έχουν ένα έντονο γαλανό χρώμα όμως φαίνονται πολύ άψυχα, σαν δυο απλές μπίλιες, με τις βλεφαρίδες καμένες και σχεδόν άφαντες. Το μόνο που εκπλήσσει την Rachel είναι το σχίσμα στα μάγουλα του, ακριβώς σαν τα δύο θύματα.
Αυτού του ταιριάζει όμως. Παρόλο που τα ρούχα και τα χέρια του είναι καλυμμένα με αίμα, έχει μια μοναδική εμφάνιση, κάτι σαν ομορφιά, πάνω του. Το λευκό του δέρμα σε συνδυασμό με το κενό βλέμμα και το ψυχωτικό χαμόγελο μέχρι τα αυτιά του είναι σε τέλεια αρμονία. Όχι σαν τα θύματα που ακόμη και με τα σχίσματα φαίνονται δυστυχισμένα.
Τόσο γρήγορα όσο έναν δυνατό αέρα, βασικά πιο σωστά έναν τυφώνα, τρέχει προς το μέρος της και την κολλά στο τοίχο της παλιάς πολυκατοικίας. Νιώθει τα κρύα τούβλα πίσω της και ανατριχιάζει παρόλο που είναι ντυμένη καλά. Ο μυστήριος άντρας κολλά το μαχαίρι στον λαιμό της και δεν αντιδρά καθόλου, τον κοιτά σχεδόν νεκρικά.
«Γιατί δεν είσαι χαρούμενη κι εσύ;» την ρωτάει και γέρνει το κεφάλι λίγο στο πλάι.
Η έντονη μυρωδιά του φρέσκου αίματος, αλλά και του αποξηραμένου, χτυπά την μύτη της και καταλαβαίνει πως έρχεται από αυτόν. Φτερνίζεται αμέσως και σηκώνει το χέρι για να την ξύσει λιγάκι με τον δείχτη της. Ο άντρας απλά παρακολουθεί την κάθε κίνηση της ανέκφραστος.
«Χαρούμενη;» είναι το μόνο που λέει η Rachel με ερωτηματικό τόνο.
Την έχει ακούσει τόσο συχνά αυτή την λέξη, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει. Η Mary της έλεγε συνεχώς πως είναι ένα θετικό συναίσθημα που έχει κανείς και το εκφράζει με χαμόγελα, αγκαλιές ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά ο εγκέφαλος της είναι σαν να μην μπορεί να αποκωδικοποιήσει την πραγματική σημασία.
Ζορίζει ένα ψεύτικο χαμόγελο για να ικανοποιήσει τον χλωμό δολοφόνο και εκείνος απλά κάνει το ένα του πόδι πίσω. Την κοιτά καλύτερα και ξεσπά σε δυνατά γέλια, η φωνή του σχεδόν τσιριχτή και ο τόνος να ανεβοκατεβαίνει συνεχώς. Η Rachel σβήνει το χαμόγελο και τον κοιτά ερωτηματικά.
«Αυτό είναι το πιο αξιολύπητο χαμόγελο που έχω δει», λέει εκείνος και βγάζει το μαχαίρι από τον λαιμό της απότομα. «Με διασκεδάζει όμως».
Η Rachel νιώθει ένα υγρό να γλιστρά στον λαιμό της και όταν το ακουμπά βλέπει πως είναι αίμα. Ξέρει πως είναι μια επιφανειακή πληγή, γι'αυτό την αγνοεί και στρέφει πλήρως την προσοχή στον άντρα που γελά ακόμη με την πάρτη της.
«Η Mary πέθανε;» ρωτάει και πέφτει στα γόνατα δίπλα από το πτώμα της.
Χαϊδεύει τα κόκκινα μαλλιά της και αναστενάζει σχεδόν ανέκφραστη. Βγάζει τα κλειδιά που της ζήτησε και τα αφήνει στο στήθος της νεκρής, το οποίο έχει γεμίσεις με πληγές. Παρατηρεί πως το τζιν της έχει βραχεί και λερωθεί με αίμα, όμως δεν την νοιάζει. Θα πάει σπίτι και θα τα πλύνει. Άμα δεν κάνει ούτε αυτό, θα αγοράσει καινούρια.
«Βασικά έγινε η πιο χαρούμενη γυναίκα, όπως ήθελε», ψιθυρίζει εκείνος στο αυτί της κοπέλας και εκείνη γυρνά να τον δει.
«Ωραία. Εφόσον αυτό ήθελε», μουρμουρίζει η Rachel και σηκώνεται όρθια.
Αυτός την βλέπει ξαφνιασμένος και προσπαθεί να καταλάβει άμα εκείνη τον ειρωνεύεται ή όντως εννοεί αυτά που λέει. Την ακολουθεί καθώς φεύγει και σφίγγει την λαβή του μαχαιριού του. Είναι τόσο απασχολημένος με το να καταλάβει τι τρέχει με αυτή την κοπέλα που ξεχνάει πόσο θέλει να την σκοτώσει.
«Που πας;» ρωτάει αυτός και με μια γρήγορα κίνηση βρίσκεται μπροστά της, σταματώντας την από το περάσει στον παράλληλο πεζόδρομο.
«Σπίτι μου», απαντά και νιώθει την κοιλιά της να πονά περισσότερο.
Μισεί την παρέα. Μισεί να μιλάει σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από την Mary. Όχι ότι έχει μια ιδιαίτερη σχέση με εκείνην, απλά την έχει συνηθίσει εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια τριγύρω. Κάτι ανεξήγητο αισθάνεται που έφυγε έτσι, αλλά σέβεται ότι ήταν επιλογή της.
Βάζει τα χέρια στις τσέπες της και τον προσπερνά με τεράστια αδιαφορία. Περπατά αργά και νιώθει συγκεκριμένα στον λαιμό της κάπως περίεργα. Η γρατζουνιά από το μαχαίρι του χλωμού τύπου σε επαφή με το κρύο αεράκι την κάνει να νιώθει τεράστια αμηχανία, κάτι σαν γαργαλητό.
«Πως σε λένε;» Ακούει τα βήματα του δίπλα της.
«Rachel Mason», λέει και δεν τον κοιτά καθόλου.
Ξαφνικά βάζει το μαχαίρι μπροστά της και μόνο έτσι σταματά. Το βλέπει που στάζει αίμα κάτω στο χιόνι και ύστερα στρέφει το ανέκφραστο βλέμμα της σε αυτόν. Του έχει εξαντλήσει την υπομονή και δεν του αρέσουν πολύ τα περίπλοκα πράγματα, σε αυτή την περίπτωση, η Rachel.
Περπατά και στέκεται μπροστά της. Είναι αρκετά πιο ψηλός από εκείνη, σχεδόν πάνω από ένα κεφάλι. Αρπάζει μια τούφα μαλλιών της και την μυρίζει αδιάκριτα. Γλύφει τα χείλη του και ύστερα μεγαλώνει το χαμόγελο του. Τα αφήνει να γλιστρήσουν από τα δάχτυλα του και να επιστρέψουν στο στήθος της.
Παραμένουν σιωπηλοί. Ένα σχεδόν αθόρυβο γέλιο διαφεύγει από τα λεπτά χείλη του. Ύστερα ακουμπά το μαχαίρι του στο μάγουλο της και την χαϊδεύει απαλά με αυτό, παρόλο που της αφήνει ίχνη αίματος.
«Εγώ είμαι ο Jeff», την πληροφορεί με περηφάνια και λυγίζει πιο κοντά στο πρόσωπο της. «Θέλεις να γίνουμε φίλοι;»
Η Rachel παγώνει στην θέση της και τον κοιτά μόνο στα μάτια. Το φεγγάρι τον φωτίζει περισσότερο με το λευκό του φως και τον κάνει να φαίνεται σχεδόν σαν φάντασμα. Κάνει πίσω ένα βήμα και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα. Για κάποιο λόγο, το σώμα της θέλει να τρέξει μακριά του, όμως είναι εστιασμένη στα λόγια του περισσότερο.
«Φίλοι;»
Δεν είχε ποτέ κάτι τέτοιο. Η Mary της έλεγε συνεχώς να κάνει και άμα ποτέ κάποιος της το ζητούσε να το δεχόταν. Όμως αυτός βρωμάει και της θυμίζει φάντασμα. Αλλά σκέφτεται πως χάρισε στον μοναδικό άνθρωπο που ανεχόταν κάτι που ήθελε. Τι είναι αυτό το περίεργο πράγμα που αισθάνεται; Γιατί έχει δεθεί το στομάχι της κόμπος;
«Θα τα πούμε σύντομα, μικρή. Για τώρα», κάνει μια παύση για να καθαρίσει το μαχαίρι με το μανίκι του φούτερ του, «πήγαινε για ύπνο».
Μεγαλώνει το χαμόγελο του πλαγίως και κλείνει τα μάτια. Πριν προλάβει η κοπέλα μπροστά του να κάνει το οτιδήποτε, τρέχει μακριά και εξαφανίζεται μέσα στο βράδυ. Την σκέφτεται για λίγα μόνο δεύτερα και καταλαβαίνει πόσο αθώα είναι.
Ακριβώς ό,τι πρέπει για εκείνον...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top