Κεφάλαιο 11: «Τα τέρατα στο τέλος πεθαίνουν».
Κεφάλαιο 11: «Τα τέρατα στο τέλος πεθαίνουν».
Η πόλη δείχνει ήρεμη, αλλά δεν είναι. Σήμερα είναι ιδιαίτερα σκοτεινή. Τα πατζούρια είναι κλειστά και στους άδειους δρόμους κυκλοφορούν περιπολικά με τα φώτα χαμηλά. Το μόνο που ακούγεται είναι το αεράκι που φυσά αργά και χαϊδεύει τα κτήρια με έναν τέτοιο τρόπο που οι κάτοικοι ανατριχιάζουν. Όλοι φοβούνται. Όλοι κρύβονται. Όλοι ξέρουν ότι είναι εκεί έξω. Μπήκε μέσα στην πόλη και σκότωσε τόσους χωρίς να τον δει κάποιος. Η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει πολλά και το γνωρίζουν όλοι πάρα πολύ καλά.
Προσευχές φτάνουν στα αυτιά του Jeff και γι' αυτό φέρνει το μικρό δαχτυλάκι στο αυτί του και το ξύνει κάπως ενοχλημένος. Το καθαρίζει ύστερα στο λευκό του φούτερ και με μια γρήγορη κίνηση βρίσκεται ξαπλωμένος πάνω σε ένα κλαδί δέντρου. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεφυσά με τα χέρια ακουμπισμένα πίσω από το κεφάλι του. Είναι η τέλεια νύχτα για φόνο, σκέφτεται με το ψυχωτικό χαμόγελο σκισμένο επάνω στα μάγουλα του. Γουρλώνει τα μάτια όταν παρατηρεί το φεγγάρι και μένει να το χαζέψει άλλο λίγο. Είχε να το δει κάτι μέρες, εξαιτίας της κακοκαιρίας.
Ξέρει το επόμενο θύμα του. Ποτέ δεν έχει σχεδιάσει να σκοτώσει κάποιον. Όταν διψάει για αίμα, επιτίθεται σε ό,τι του βγει μπροστά. Αυτή την φορά ξέρει και ανυπομονεί. Νιώθει την αδρεναλίνη στο σώμα του, εκείνη που έχει κάθε φορά που σκοτώνει κάποιον. Βγάζει από την τσέπη του φούτερ του την ντάμα καρδιά. Πάει μια ολόκληρη εβδομάδα από τότε που ευτύχισε το τελευταίο θύμα του. Χαμός έγινε με τον θάνατο του παλιάτσου. Χαμός έγινε και με τους νταήδες. Η πόλη βυθίστηκε σε ένα βουβό χάος. Όλοι απλά κλείστηκαν στα σπίτια τους και αποφάσισαν να κάνουν τα στραβά μάτια.
Μόνο ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό και τον περίμενε ακόμη και σε αυτό το κρύο όμως.
Γυρνάει την κάρτα με τα δάχτυλα του. Για κάποιον που δεν έχει σκοτώσει είναι σχετικά ευδιάθετος πάντως. Μπορεί να είναι μονίμως χαμογελαστός, όμως σπάνιες είναι πραγματικά. Ξανακοιτάει την κάρτα, η οποία του θυμίζει πολύ την Rachel και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Δεν ξέρει ούτε ο ίδιος γιατί την κρατάει. Δεν θέλει να ασχολείται μαζί της, γι' αυτό την αποφεύγει. Είναι μπελάς. Ο πατέρας της είναι αστυνομικός και ο Jeff είναι σίγουρος ότι ήδη τον υποψιάζεται. Ξέρει ότι η επιστροφή του στην πόλη απλά θα τον βάλει στο στόχαστρο και δύσκολα θα ξεφύγει.
Πετάει την κάρτα στο βαλτωμένο έδαφος και κλείνει για λίγο τα μάτια. Το έχει πάρει απόφαση. Θα κάνει ό,τι δεν έχει προσπαθήσει να κάνει πιο πριν. Είναι πρόθυμος να σκοτωθεί και ο ίδιος αν σημαίνει ότι θα νιώσει αυτή την λύτρωση στην ψυχή του. Έχει ψυχή βασικά ένα τέρας σαν κι αυτόν; Σηκώνει τον θώρακα του για να είναι καθιστός και κοιτάει τον κορμό δέντρου ανάμεσα από τα πόδια του. Θέλει να την ρωτήσει. Θέλει ξαφνικά να μάθει τι σκέφτεται το αλλόκοτο μυαλό της. Έχει να πάει στην πόλη τόσες μέρες και δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει να σαμποτάρει το ίδιο του το σχέδιο με το να κάνει κάτι τόσο τρελό.
Σηκώνει τα μάτια να δει το φεγγάρι και το σκέφτεται καλύτερα. Αν τον δουν στην πόλη, αυτό δεν σημαίνει ότι θα νομίζουν ότι βρίσκεται ακόμη εκεί; Φέρνει την παλάμη στα ξηρά του χείλη και συγκρατεί το γέλιο του. Σίγουρα του πήρε κάτι μέρες να το σκεφτεί, αλλά έτσι είναι ο Jeff. Μόνο όταν αρχίζει να ζητάει φόνο, καθαρίζει το μυαλό του και μπορεί να φερθεί όπως πρέπει. Γεμίζει τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα και λυγίζει το σώμα στο πλάι, με μια τούμπα να στέκεται στα πόδια του και κάτω.
Φτιάχνει την κουκούλα του με ένα πραγματικά ανατριχιαστικό χαμόγελο και ξεκινά να τρέχει, το λεπτό, ψηλό σώμα του να γλιστράει ανάμεσα στους θάμνους, τα κλαδιά και τα φυτά σαν σταλιά βροχής. Δεν κάνει καθόλου φασαρία. Ποτέ του δεν έχει κάνει άλλωστε για να κάνει τώρα. Χοροπηδάει στα κάγκελα και ύστερα κάτω στον πεζόδρομο. Δεν του έχει λείψει καθόλου ο αέρας της πόλης. Είναι βαρύς και ενοχλητικός. Οι προσευχές συνεχίζουν να του ενοχλούν τα αυτιά, γι' αυτό ξεφύγει ένα «τσκ» από τα χείλη του.
Ξεκινά να περπατά χαλαρός με τα χέρια στο φούτερ του, τα μαλλιά του πεσμένα μπροστά στο πρόσωπο του. Δεν προσπαθεί να κρύψει καν το χαμόγελο του, εφόσον το θεωρεί το πιο γοητευτικό πράγμα επάνω του. Έτσι πρέπει να είναι όλοι στο μυαλό του. Χαμογελαστοί. Νεκροί και χαμογελαστοί βασικά. Ένα γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη του. Είναι μόνος του. Κανείς δεν έχει το θάρρος να περπατήσει μεσάνυχτα στον δρόμο, πόσο μάλλον έξω από τα σπίτια τους. Τυχεροί είναι, εφόσον ο Jeff είναι πρόθυμος να σκοτώσει ό,τι τον κοιτάξει στραβά. Ποτέ δεν τον πειράζει ένα ζέσταμα πριν από το πραγματικό φόνο.
«Έι, φίλε!» ακούει κάποιον να τον φωνάζει πίσω του και σταματάει αμέσως, το κρύο αεράκι να χαϊδεύει το λευκό δέρμα του. «Είναι αργά. Θα ήταν καλύτερα να πήγαινες σπίτι σου. Κυκλοφορεί-»
Ο νεαρός αστυνόμος-μόλις πριν τέσσερις μήνες κατάφερε να ενταχθεί στο σώμα-φέρνει το χέρι στον λαιμό του. Κοιτάει το αίμα και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπει, εφόσον πέφτει στα γόνατα και κάτω νεκρός. Ο Jeff κινήθηκε σαν τον αέρα για άλλη μια φορά, μέσα σε ένα δεύτερο από την θέση του να βρίσκεται πίσω από τον νεκρό αστυνόμο. Καθαρίζει την λεπίδα του μαχαιριού στο φούτερ του και κοιτάει με την άκρη του ματιού του τον ξανθό. Δεν τον νοιάζει να χαμογελάσει αυτός. Ήταν ένα σκουπίδι που τον ενόχλησε και σιχαίνεται όταν οι άνθρωποι τολμούν να το κάνουν.
Συνεχίζει να περπατά αδιάφορος προς το σπίτι της Rachel. Κοιτάει το παράθυρο της όταν φτάνει και είναι ανοιχτό, η κουρτίνα να κουνιέται με τον αέρα. Κινεί το σώμα του με τέτοια δεξιότητα που βρίσκεται αμέσως καθισμένος στο παράθυρο. Ρίχνει τα μάτια στον καναπέ και την βλέπει που έχει κουλουριαστεί εκεί, ντυμένη με μια μαύρη φόρμα, τα μακριά μαλλιά της πεσμένα στην πλάτη της.
«Θέλω να σε ρωτήσω», ξεκινά ο Jeff και ξαπλώνει πίσω στο παράθυρο, τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. «Τα τέρατα έχουν ψυχή;»
Η Rachel σηκώνει το κουρασμένο από τα δάκρυα βλέμμα της και τον κοιτάει. Η ψυχή της είναι κενή, τι να απαντήσει στ' αλήθεια; Τον χαζεύει που έχει τα μάτια έξω από το παράθυρο και για λίγο αισθάνεται μια ανακούφιση-δίχως να το γνωρίζει η ίδια-που τον βλέπει ξανά. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι την παράτησε επειδή φάνηκε περίεργη. Το κάνουν άλλωστε οι άνθρωποι γύρω της.
Τελευταία φορά την άφησε απότομα και χωρίς να πει κάτι. Εξαφανίστηκε τόσες μέρες, οι εφιάλτες της να γίνονται τόσο έντονοι που μόνο έκλαιγε. Το χειρότερο για εκείνην ήταν ότι δεν καταλάβαινε τον λόγο. Με την Mary νεκρή δεν είχε σε ποιον να μιλήσει και ποιον να ρωτήσει. Ο μοναδικός της φίλος, ο Jeff, την απέφευγε μια εβδομάδα και εκείνη απλά τον περίμενε μπροστά από το παράθυρο. Δεν θα πήγαινε στον μπαμπά της για βοήθεια ποτέ.
«Ψυχή;» ρωτάει η Rachel κουρασμένη και ακουμπά τα πόδια της κάτω, οι άκρες της παγωμένες από το κρύο. «Τι εννοείς με ψυχή;»
«Λόγο να υπάρχουν», γελάει ελαφρώς εκείνος και κρατά τα μάτια στον δρόμο, το πτώμα του αστυνομικού να είναι τρία τετράγωνα πιο πέρα. «Θεωρείς ότι ένα τέρας, ένα απόβρασμα, ένα σκουπίδι παρατημένο από την κοινωνία, έχει δικαίωμα να ζει; Έχει ουσία η ύπαρξη του;»
«Όλοι πρέπει να ζούμε, αυτό λέει ο πατέρας μου. Δεν καταλαβαίνω πως έχει να κάνει η ψυχή με αυτό», λέει εκείνη και περπατά προς το μέρος του, τόσο εξαντλημένη και νυσταγμένη που δεν αντέχει και πέφτει στα γόνατα της αμέσως.
«Δεν ρώτησα τι νομίζει ο πατέρας σου όμως», γυρνάει να της ρίξει τα κενά του μάτια.
Την βλέπει που ξεφυσάει, το κεφάλι της κατεβασμένο και το ένα χέρι της γραπωμένο στην ζακέτα πάνω από το στομάχι της. Τα χάλια της έχει, σκέφτεται ο Jeff. Την εξετάζει καλά με τα μάτια του και αναστενάζει αηδιασμένος που πάλι δεν μπορεί να την σκοτώσει. Η Rachel σηκώνει το βλέμμα της και φαίνεται σπασμένη, χαμένη και μπερδεμένη σε τόσα νήματα που ούτε η ίδια δεν καταλαβαίνει. Την λυπάται για λίγο και αυτό του προκαλεί αναγούλα. Αυτός να λυπάται τα θύματα του; Από που πρόεκυψε αυτό;
«Άμα ρωτάς εμένα, τότε θεωρώ ότι κανείς δεν πρέπει να ζει», απαντά ήρεμη η Rachel και αυτό ξαφνιάζει τον Jeff τόσο που δεν κρύβει καθόλου την ενθουσιασμένη έκφραση του. «Έχουν, δεν έχουν ψυχή τα τέρατα, στον κόσμο μας, εκείνα θα πεθάνουν. Ποιο το νόημα;»
Χαμογελάει τόσο που φαίνονται τα πάνω δόντια του. Ό,τι και να της έχει συμβεί, όποιος και να ήταν ο λόγος που άλλαξε, του αρέσει. Φέρνει το σώμα του μέσα και λυγίζει μπροστά της. Εκείνη δεν κουνιέται καθόλου. Τα μάτια της είναι τόσο κενά. Την διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο. Η ψυχή της έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Ανήμπορη να το καταλάβει, αφήνει τον εαυτό της αργά να πεθάνει. Δεν την πειράζει ούτως ή άλλως. Ο Jeff ακουμπά το δάχτυλο στα χείλη της και ενθουσιάζεται με το πόσο απαθέστατη είναι.
«Ο θάνατος είναι η απόλυτη ευτυχία, Rachel», μουρμουρίζει εκείνος και το αεράκι φυσάει στην πλάτη του και επάνω στο πρόσωπο της.
«Ευτυχία;» αναρωτιέται εκείνη και ανοιγοκλείνει τα μάτια της αργά κουρασμένη. «Είναι καλό αυτό ή θα με πονάει;»
«Καλό είναι», χαχανίζει ο Jeff και το δάχτυλο του γλιστράει κάτω στον λαιμό της. «Μπορώ να μην σε πονέσω αν θέλεις».
«Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τι θέλω. Πόνος;» μπερδεύεται εκείνη, ακριβώς όπως είναι στ' αλήθεια μέσα της. «Γιατί βλέπω το ίδιο όνειρο και», σηκώνει τα χέρια της, τα μάτια της να δακρύζουν ξανά και να βρέχουν τα ελαφρώς κόκκινα μάγουλα της, «γιατί δεν σταματούν αυτά κάθε φορά που το σκέφτομαι;»
«Τι όνειρο;» ενδιαφέρεται ο Jeff και ρίχνει το σώμα κάτω, ακουμπώντας την καμπούρα του στον τοίχο κάτω από το παράθυρο.
«Εκείνη η γυναίκα τον μαχαιρώνει», κουνά το χέρι για να μιμηθεί την κίνηση, «ξανά και ξανά και ξανά. Είμαι μπροστά και το βλέπω. Όλο το αίμα στην κουζίνα, στην τούρτα με τον χιονάνθρωπο, στα χέρια της», ξεφυσά και διπλώνει τα πόδια της για να κάτσει επάνω τους, ακουμπώντας τις γροθιές στα μπούτια της κουρασμένα. «Μου γελάει στο τέλος και μου λέει να το κάνω κι εγώ».
«Και εσύ τι κάνεις;» ρωτάει ο Jeff με τεράστιο ενθουσιασμό και φέρνει τα πόδια οκλαδόν.
«Τον μαχαιρώνω. Αφού αυτό μου ζήτησε. Έχει πει να την ακούω, αλλιώς θα μου κόψει τα δάχτυλα και θα μου τα ταΐσει», απαντά με ένα κενό βλέμμα η Rachel, τα μάτια της ορθάνοιχτα και εστιασμένα στο πάτωμα. «Γιατί αυτό το όνειρο;»
«Είναι ανάμνηση», γελά ο Jeff, προσπαθώντας με τα χίλια ζόρια να συγκρατήσει το δυνατό γέλιο του και προδοθεί ότι βρίσκεται εδώ. «Ποιος τον σκότωσε; Τον πραγματικό σου πατέρα;»
«Η μαμά», λέει και κατεβάζει το κεφάλι, τα μαλλιά της να γλιστρούν μπροστά και να κρύβουν το πρόσωπο της. «Η μαμά ήταν», επαναλαμβάνει πιο σπασμένη από πριν. «Είμαι τέρας, έτσι δεν είναι;»
«Είσαι», ξαφνικά ο Jeff βρίσκεται λυγισμένος στο αυτί της, η κρύα του ανάσα να της χαϊδεύει το λαιμό, «το τέλειο θύμα».
Φέρνει το νύχι του και το πιέζει στο δέρμα του λαιμού της με ένα γελάκι να ξεφεύγει από τα χείλη του. Κάνει μια γραμμή, εκείνη να μην κινείται καθόλου. Αφήνει τα μαλλιά της που κράταγε πίσω με το άλλο χέρι του και ισιώνει το σώμα του να σταθεί όρθιος. Δεν έχει νιώσει ποτέ τέτοια έξαψη στην ζωή του. Το χαμόγελο του έχει μεγαλώσει τόσο που είναι πραγματικά τρομαχτικό, τα μάτια του γουρλωμένα να γυαλίζουν αυτή την κρύα, σκοτεινή νύχτα.
Η Rachel σηκώνει το δακρυσμένο βλέμμα της και τον κοιτά όπως πάντα ανέκφραστη. Τα χείλη της είναι σφραγισμένα. Ο Jeff της τείνει το χέρι για να την βοηθήσει να σταθεί στα πόδια και εκείνη το δέχεται. Τον κοιτάει με την καρδιά της να χτυπά γρήγορα, αλλά δεν το δικαιολογεί ως αρρυθμία ή κάποιο πρόβλημα. Έχει αρχίσει να σπάει. Ξέρει ότι νιώθει. Κοιτάει τον δολοφόνο μπροστά της και δεν την ανατριχιάζει διόλου η εμφάνιση του.
«Τι θες, λοιπόν, να κάνω για σένα;» ρωτάει ο Jeff ενώ με το άλλο χέρι χαϊδεύει το χλωμό δέρμα στο χέρι της.
«Σκότωσε τους».
«Όλους;»
«Όλους».
Τα βαθυγάλανα μάτια του την κοιτάνε επίμονα. Δεν του κρύβει κάτι. Τα μάτια της παραμένουν το ίδιο κενά με πάντα. Η φωνή της είναι ήρεμη και σταθερή. Έχει κάνει την επιλογή να πεθάνει από μόνη της, λοιπόν, σκέφτεται ο Jeff και αυτό τον κάνει να της φιλήσει το όμορφο χέρι της. Ακούει τις σειρήνες της αστυνομίας και ξέρει ότι βρέθηκε το πτώμα του άτυχου ξανθού από πριν, αλλά δεν τον νοιάζει. Έχει το καλύτερο θύμα να στέκεται μπροστά του, τόσο όμορφο και υπέροχο να μην είχε βρει πιο πριν. Ξαφνικά δεν τον νοιάζει κανείς άλλος πέρα από αυτήν.
«Ξέρεις ποιο είναι το τίμημα σου;» αναρωτιέται ο Jeff για να σιγουρευτεί ότι η Rachel γνωρίζει που έχει μπλέξει και για τι τέρας έχει συναισθήματα.
«Ξέρω», δακρύζει πάλι εκείνη και σφίγγει το χέρι του, «και είμαι έτοιμη».
Τον κοιτά στα μάτια και του χαμογελάει. Δεν το ζορίζει. Το εννοεί. Το νιώθει και το κάνει. Ο Jeff κάνει ένα βήμα πίσω γελώντας. Αφήνει το χέρι της και με ένα χοροπηδητό βρίσκεται πάνω στο παράθυρο. Στέκεται για να κρατήσει αυτή την εικόνα καλά στο μυαλό του. Το ήξερε ότι σήμερα είναι η τέλεια βραδιά για φόνο, αλλά δεν περίμενε η τύχη να του χαμογελούσε τόσο. Πέφτει πίσω με έναν νέο αέρα επάνω του και ξέρει ακριβώς από πού να ξεκινήσει. Τίποτα δεν τον σταματάει τώρα.
Πρώτη στάση. Το τρελοκομείο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top