Κεφάλαιο 10: «Χόρεψε, Παλιάτσο, μπροστά στον Βασιλιά σου»
Κεφάλαιο 10: «Χόρεψε, Παλιάτσο, μπροστά στον Βασιλιά σου».
Για άλλη μια φορά έχει βγει έξω την νύχτα. Κάθεται στην άκρη της ταράτσας μιας πολυκατοικίας που μπορεί να έχει μόνο έναν κάτοικο να μένει μέσα. Βρίσκεται μόλις δίπλα στο δάσος, εξ ου και γιατί δεν είναι η πρώτη επιλογή των ανθρώπων που ψάχνουν καινούριο σπίτι. Ο Jeff κουνά τα πόδια του στον αέρα έξι ορόφους πάνω από το έδαφος και κρατά την μύτη του μαχαιριού με το δάχτυλο του, το οποίο δεν κόβεται τόσο εύκολα όσο τους λαιμούς των θυμάτων του.
Παράτησε την Rachel σπίτι της και πέταξε στα σκουπίδια τους επιδέσμους μαζί με τα ρούχα που του έδωσε. Δεν είναι αυτός. Ο Jeff είναι το λευκό λερωμένο φούτερ του, τα παλιά παπούτσια, το μαύρο παντελόνι και το κοφτερό μαχαίρι. Είναι αυτός που θα καθίσει στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας με τα πόδια να κρέμονται στον αέρα και θα ψάχνει το επόμενο θύμα του. Είναι ευχαριστημένος με αυτή την ταυτότητα που έχει.
Εξαιτίας των σειρήνων που προέρχονται από τα περιπολικά μέσα στην πόλη, πολλά άτομα έχουν επιλέξει να μείνουν σπίτια τους. Έχουν περάσει δυο ώρες και κοντεύει ξημερώματα, με τον Jeff να βαριέται απίστευτα. Θέλει να πάει στην πόλη και να σφάξει κάθε αστυνόμο που διασκορπά φόβο στα επόμενα θύματα του και τα αναγκάζει να κλειδωθούν σπίτια τους. Από την άλλη αισθάνεται κάπως περήφανος για τον πανικό που έφερε στην πόλη μόνο με τρεις ασήμαντους φόνους σε εκείνο το στενό.
Ένα γλυκός ήχος κουδουνιών είναι αυτός που τραβάει την προσοχή του. Ρίχνει το μαχαίρι στον αέρα και το πιάνει από την λαβή του, στρέφοντας τα βαθυγάλανα μάτια του προς τον πεζόδρομο όπου έρχεται ο ήχος. Παρατηρεί έναν αστεία ντυμένο και μικροκαμωμένο άντρα να σηκώνει τα γόνατα στο πλάι με κάθε βήμα που κάνει, ενώ η λάμπα δρόμου ακριβώς πάνω του τρεμοπαίζει. Είναι τόσο αργός που φαίνεται να έχει μείνει το ίδιο σημείο. Τα κουδουνάκια προέρχονται από τα αστεία παπούτσια του που θυμίζουν εκείνα ενός τσολιά και από το περίεργο καπέλο του.
Ο Jeff μένει λίγο να σκεφτεί. Πραγματικά θέλει να σκοτώσει κάποιον αυτή την στιγμή, να χαράξει το χαρακτηριστικό χαμόγελο στο πρόσωπο του θύματος του και να ανακουφιστεί όταν τελειώσει με το έργο του, όμως οι προηγούμενες φορές του είχαν αποδειχθεί σκέτη αποτυχία. Ξανακοιτά καλά τον αντράκο που έχει καταφέρει να μετακινηθεί τρία βήματα μπροστά και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
Σηκώνει το ψηλό σώμα του και κατεβάζει την κουκούλα του μπροστά, τα μαύρα μαλλιά του να βγαίνουν στο πλάι και να καλύπτουν τον σβέρκο και λίγο τα μάτια του. Μέσα στη σκοτεινή νύχτα και το παγόκρυο εξαιτίας της βροχής, ξεκινά να χοροπηδά από ταράτσα και σε ταράτσα μέχρι που πλησιάζει τα καμπανάκια επικίνδυνα πολύ. Στέκεται για λίγο στην πιο κοντινή πολυκατοικία απέναντι ακριβώς από τον πεζόδρομο όπου βρίσκεται ο αντράκος και τον παρατηρεί ακόμη να περπατά με εκείνον τον γελοίο τρόπο.
Ο Jeff ρίχνει το σώμα του από την ταράτσα σε ένα παρατημένο μπαλκόνι και από 'κει καταφέρνει να πιαστεί από το κλαδί ενός δέντρου. Ρίχνει τα λεπτά του πόδια στον πεζόδρομο απέναντι τελείως αθόρυβα και μόλις κάτι μέτρα πίσω από τον περίεργο τύπο. Μόλις σηκώνει το σώμα του για να του επιτεθεί από πίσω και να τον πιάσει απροετοίμαστο, βρίσκει τον Παλιάτσο να τον κοιτάει με ορθάνοιχτα μάτια, κάτι που τον εκπλήσσει ιδιαίτερα.
Πέφτει σιωπή μεταξύ τους. Το μόνο που ακούγεται είναι τα κρούσματα των φύλλων στο διπλανό δάσος από το χειμωνιάτικο αεράκι. Τα δάχτυλα του Jeff σφίγγουν την λαβή του μαχαιριού το οποίο δεν περνά απαρατήρητο από τα μάτια του Παλιάτσου. Αφήνει τους ώμους του να πέσουν μπροστά και τα χείλη του να κρεμαστούν προς τα κάτω, ενώ κοιτάει τον δολοφόνο κατάματα.
Είναι ντυμένος σωστός Παλιάτσος. Τα ρούχα του έχουν αποχρώσεις του μαύρου και του κόκκινου όπως και η βαφή στο πρόσωπο του. Είναι κοκαλιάρης και μικροκαμωμένος, το μάγουλα του να έχουν ρουφηχτεί μέσα και τα μάτια του να έχουν σχεδόν βυθιστεί στο κρανίο του. Το πιο περίεργο είναι τα μάτια του, ναι. Το αριστερό έχει κόκκινο χρώμα και η κόρη είναι μαύρη σε σχήμα καρδιάς, ενώ το δεξί έχει μαύρο χρώμα και η κόρη είναι λευκή σε σχήμα καρό. Κοιτάει τον Jeff τόσο νεκρικά, που ο δολοφόνος αρχίζει να αμφιβάλλει αν το επόμενο θύμα του είναι άνθρωπος ή όχι.
Ένα δυνατό αεράκι φυσά από το δάσος και κάνει τα καμπανάκια από το καπέλο του Παλιάτσου να ξανακάνουν εκείνον τον απαλό ήχο. Κανείς τους δεν κινείται. Ο Jeff δεν τολμά να κάνει πρώτος την κίνηση αφού δεν ξέρει με ποιον έρχεται αντιμέτωπος. Μέχρι κάτι δεύτερα πριν προσγειωθεί εδώ, ο Παλιάτσος κοιτούσε από την άλλη και σήκωνε έτσι γελοία τα γόνατα του στο πλάι πριν ακουμπήσει το πόδι του κάτω. Τώρα όμως τον κοιτά σαν να τον είχε παρατηρήσει από τότε στην ταράτσα και τον περίμενε να έρθει.
«Με τι μπορώ να ψυχαγωγήσω τον Βασιλιά μου;» ρωτάει και βγάζει το καπέλο του, ακουμπώντας το στο στήθος του και φανερώνοντας τα σκουρόχρωμα άπλυτα μαλλιά του.
Ο Jeff μένει να σουφρώνει τα φρύδια. Είχε δίκιο προηγουμένως όταν σκεφτόταν ότι τα θύματα του όσο πάνε και γίνονται πιο περίεργα. Όχι μόνο εμφανίζεται μπροστά τους με ένα φούτερ λουσμένο στο αίμα και ένα μαχαίρι που διαπερνά το δέρμα με ταχύτητα φωτός, αλλά έχει και εκείνο το χαμόγελο που προέρχεται από τον χειρότερο εφιάλτη του καθένα. Οι άνθρωποι που βρίσκει όμως φαίνεται να τα αγνοούν όλα αυτά και να μην τον παίρνουν σοβαρά.
«Έχω βρει ένα καινούριο κόλπο με την τράπουλα για σένα, Βασιλιά μου», συνεχίζει ο Παλιάτσος και φοράει το καπέλο του ξανά.
Ο Jeff απλά τον κοιτάει. Ο Παλιάτσος βγάζει από την τσέπη του κοντού και φουσκωμένου ριγέ παντελονιού μια τράπουλα και αρχίζει να την ανακατεύει με τέτοια δεξιότητα που υπνωτίζεται κανείς να παρακολουθεί τα δάχτυλα του. Ούτε δευτερόλεπτο από την στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος με τον Jeff δεν έχει κλείσει τα μάτια και φαίνεται να μην τον ενοχλεί γιατί είναι συνηθισμένος να τα κρατάει έτσι ορθάνοιχτα συνέχεια.
Αρχίζει να περπατά προς τον Jeff, αυτή την φορά χωρίς να πετάει τα πόδια του περίεργα στο πλάι. Σταματάει μπροστά του και με τεράστια ταχύτητα φέρνει ένα φύλλο τράπουλας ανάμεσα απ' τα πρόσωπα τους. Ο Jeff ούτε που προλαβαίνει να το καταλάβει πως βρέθηκε εκεί. Παρατηρεί τα μακριά μαύρα νύχια του Παλιάτσου και κάνει αρκετά βήματα πίσω του.
«Είναι αυτή η κάρτα σου, Βασιλιά μου;» τον ρωτάει και ο δολοφόνος κοιτάει την ντάμα καρδιά.
Την βάζει πίσω στην τράπουλα και ξεκινά να ανακατεύει ξανά σαν μανιακός. Ο Jeff αρχίζει να χάνει την υπομονή του, ειδικά όταν παρατηρεί την ομοιότητα μεταξύ του φύλλου και της Rachel, τα μαλλιά και τα μάτια να είναι σχεδόν φτυστά. Μόλις την φέρνει στο μυαλό, βρίσκει τον εαυτό του να τρελαίνεται ξανά. Σφίγγει την λαβή του μαχαιριού του και κοιτάει το θύμα μπροστά του ενώ εκείνος κρατάει το κεφάλι μπροστά και τα μάτια του έτοιμα να πέσουν κάτω, τόσο που τα κρατάει ανοιχτά.
«Θες να γίνεις ο πιο χαρούμενος άνθρωπος, Παλιάτσο;» τον ρωτάει ο Jeff και κατεβάζει την κουκούλα μπροστά με τα δυο δάχτυλα και τον αντίχειρα του.
Ο Παλιάτσος παγώνει στην θέση του. Κρατά την τράπουλα σφιχτή στα χέρια του και πρώτη φορά στην ζωή του βουρκώνει. Τα δάκρυα του κάνουν την εμφάνιση τους καθώς γλιστρούν στα βαμμένα μάγουλα του και ούτε τότε τα κλείνει. Αντιθέτως κουνάει τα μάτια του για να δει εκείνα του Jeff και άμα τους έβλεπε κανείς, μπορεί να πει ότι θυμίζουν έναν εφιάλτη βγαλμένο από ταινία.
«Τιμή μου, Βασιλιά μου», δηλώνει και λυγίζει μπροστά για να υποκύψει σε εκείνον.
Το γέλιο του Jeff αντηχεί στους άδειους δρόμους ενώ κάνει την κίνηση να μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά του Παλιάτσου. Πριν το κάνει όμως, το θύμα τινάζει την τράπουλα στον αέρα και βρέχει κάρτες ακριβώς από πάνω τους. Ο Jeff καρφώνει το μαχαίρι με τέτοια δύναμη που σπρώχνει πίσω το μικροκαμωμένο σώμα του Παλιάτσου και τινάζει τις σταγόνες αίματος που βγαίνουν από την άλλη πλευρά-εκείνη της πλάτης-στον πεζόδρομο.
Ρίχνει το σώμα του Παλιάτσου κάτω και τότε παρατηρεί κάτι που τον αφήνει έκπληκτο. Το μαχαίρι έχει διαπεράσει ένα φύλλο τράπουλας πριν την καρδιά του θύματος-την Ντάμα καρδιά. Βγάζει το μαχαίρι από την καρδιά του άλλου και κρατάει την κάρτα στο χέρι του. Έχει ένα τεράστιο κενό στο κέντρο και είναι λερωμένη με αίμα όμως το κεφάλι της Ντάμας παραμένει άθικτο.
«Είναι αυτή η κάρτα σου, Βασιλιά μου;» ρωτάει ο Παλιάτσος με εκείνο το ανέκφραστο, νεκρικό του βλέμμα και πνίγεται στο ίδιο του το αίμα, ξεψυχώντας μπροστά στα μάτια του Jeff.
Εξετάζει ξανά την κάρτα και είναι τόσο ίδια με την Rachel η Ντάμα, μόνο που της λείπει το σώμα εξαιτίας της λεπίδας του μαχαιριού του Jeff που το διαπέρασε προηγουμένως. Δεν μπορεί να μην το δει αυτό ως προοικονομία. Τα πράγματα πήγαν πολύ στραβά από τότε που αποφάσισε να ακολουθήσει την Rachel στο σπίτι του γέρου της. Ανακατεύτηκε στην πόλη, σκότωσε τρεις ανθρώπους στο κέντρο της και όχι μόνο, αλλά επισκέφθηκε το σπίτι ενός πρώην αστυνόμου. Δεν του ξέφυγε η κορνίζα με τους ένστολους φίλους του Robert και τον ίδιο έξω από το τμήμα.
Πέφτει στα γόνατα του και χαράζει ένα χαμόγελο στα μάγουλα του Παλιάτσου με το ήδη λερωμένο μαχαίρι του. Τα κοκαλιάρικα μάγουλα του το κάνουν λίγο δύσκολο, αλλά μόλις σηκώνεται να τον δει καλύτερα, θαυμάζει το έργο του. Μόλις έκανε έναν παλιάτσο χαρούμενο. Όλοι στον κόσμο του πρέπει να είναι χαρούμενοι, όμως οι μόνοι χαρούμενοι είναι οι νεκροί. Δεν έχουν έγνοιες, δεν νιώθουν πόνο, δεν νιώθουν τίποτα. Είναι η δουλειά του να τους φέρνει εις ανάπαυση και ταυτόχρονα να ικανοποιεί την ανάγκη του για φόνο.
«Πήγαινε για ύπνο, Παλιάτσε μου», μουρμουρίζει ο Jeff και τον αφήνει κάτω από την λάμπα που τρεμοπαίζει τόση ώρα.
Κρατάει την ντάμα ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα και την κοιτά ενώ περπατά στον άδειο πεζόδρομο, πολύ πιο ήρεμος απ' ότι ήταν όλη μέρα. Χρειαζόταν ένα θύμα αρκετά καλό για να μπει στην περίφημη λίστα των φόνων του Jeff the Killer. Οι τρεις νταήδες δεν άξιζαν ούτε τον χρόνο του, οπότε δεν τους κατατάσσει καν σε αυτή την λίστα. Βάζει το φύλλο τράπουλας στην μπροστινή τσέπη του φούτερ του και πηδάει τα κάγκελα για να επιστρέψει πίσω στο δάσος.
Που να ήξερε όμως τι τον περίμενε στην πόλη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top