ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Σεπτέμβριος...

Η καθημερινότητα μου πλέον είχε μπει στους ρυθμούς της και εγώ ένιωθα καλά μέσα μου μετά από όλο αυτό που είχε γίνει. Ο Διονύσης έκανε αρκετές προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί μου μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, αλλά έφαγε άμεσα μπλοκ από όλες τις σελίδες μου και από το κινητό μου γιατί πέρα ότι είχε μεγάλο θράσος στο να μου στείλει μηνύματα, είχε και το θράσος να με παίρνει και τηλέφωνο. Έτσι έφαγε ένα καλό μπλοκάρισμα και δεν με ξανά ενόχλησε. Και όσες φορές τον συνάντησα στην βόλτα μου με την παρέα μου έσκυβε το κεφάλι του και απομακρυνόταν από το οπτικό μου πεδίο.

Έκανα αλλαγές στην ζωή μου έκανα σκουλαρίκια και άλλαξα την γκαρνταρόμπα μου τελείως. Ξεκίνησα γυμναστήριο για το καλοκαίρι και είχα γίνει στιλάκι. Ένιωθα και εγώ καλά μέσα μου με όλη μου αυτή την αλλαγή είχα αφήσει πίσω την Δάφνη που έκλαιγε την μοίρα της. Έβγαινα σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο με τους φίλους μου και περνούσα καλά. Στο πλάι μου πάντα ήταν η Άννα σε ότι και να έκανα. Πηγαίναμε στην θάλασσα και σε πολλά beach party διώχνοντας την κάθε αρνητική ενέργεια που είχαμε μέσα μας την λάτρευα αυτή την ζωή που έκανα, θεωρούσα ότι ήταν αυτό που με γέμιζε, έπεφταν αρκετές φάσεις με αγόρια αλλά μέχρι εκεί δεν προχωρούσα παρακάτω δεν ήθελα κιόλας, ήθελα την ελευθερία μου και κανέναν να μου κάνει την ζωή μου ότι ήθελε με είτε με την μιζέρια του είτε με την όρεξη να κοροϊδέψει ένα ''άβουλο κοριτσάκι'' είχα κόψει το δικαίωμα αυτό σε όποιον προσπαθούσε να με εκμεταλλευτεί.

Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα με πολλές εκπλήξεις και βάζοντας πολλούς στόχους για την χειμερινή σεζόν που κατέφθανε από μέσα σε μέρα. Έκπληξη ήταν όταν η μάνα μου τσακώθηκε έντονα με τον πατέρα μου μάλλον γκομενικό θέμα δεν κατάλαβα από ποια μεριά, και έφυγε μόνη της διακοπές για να- και καλά- ηρεμήσει και να σκεφτεί. Ο πατέρας μου πήγε και την συνάντησε και κάπως τα ξανά βρήκαν αυτό ήταν που κάποια στιγμή με έριξε ψυχολογικά αλλά όχι για πολύ.

Και περνούσε ο καιρός και σε δύο μέρες θα άνοιγαν τα σχολεία. Πρώτη Λυκείου λοιπόν. Καιρός να πάρουμε απόφαση για το τί θέλουμε να γίνουμε στο μέλλον. Δεν είχα καταλήξει κάπου η αλήθεια είναι αλλά είχα χρόνο μέχρι να διάλεγα την κατεύθυνση που θα ακολουθούσα.

Ντριν! Άντε πάλι αυτό το τηλέφωνο. Ήταν η Άννα. Τι ήθελε πάλι η βλαμμένη;

«Έλα μωρό» της είπα μόλις το σήκωσα

«Πού βόσκεις;»

«Σπίτι όπως πάντα και αναμαζεύω το αχούρι που λέγετε δωμάτιο.»

«Να σου ζητήσω μια χάρη;»

«Πες μου»

«Ο αδερφός του Αντώνη θα βαφτίσει ένα παιδάκι και θέλει να πάω. Μου είπε να καλέσω και σένα θα έρθεις;»

«Και τι να κάνω ρε σι σε μια άγνωστη βάφτιση;»

«Έλα ρε και εγώ άγνωστη είμαι. Να κάνουμε τουλάχιστον παρέα στον Αντώνη.»

«Και τι ώρα θα πάμε και τι ώρα θα γυρίσουμε; Και πότε είναι η βάφτιση;»

«Αύριο στις επτά.»

«Καλά πόσο βλαμμένη είσαι; Και μου το λες τώρα; Δεν έχω πάει καν για ψώνια δεν ξέρω τι θα βάλω.»

«Θα πάμε αύριο το πρωί μαζί. Θα μας πάει ο Αντώνης και θα μας γυρίσει στο σπίτι μου που να μείνεις και σε μένα. Έλα ρε μαλάκα σε δυο μέρες ανοίγουν τα σχολεία και θα στρωθούμε πάλι στο διάβασμα. Ξεκινάει δύσκολη σεζόν για μας.»

« Καλά καλά σκάσε! Αύριο το πρωί στις 9 θα βρεθούμε στο σπίτι σου και θα πάμε για ψώνια. Φρόντισε να έχεις ξυπνήσει.»

«Είσαι θεά! Φιλάκια τα λέμε αύριο.»

Έκλεισα το τηλέφωνο. Αυτό το πράγμα με αυτήν την κοπελιά να ήταν πάντα της τελευταίας στιγμής δεν μπορούσα να το καταλάβω. Μου έσπαγε τα νεύρα. Και όσο τις έλεγα ότι δεν θέλω να μου το κάνει αυτό τόσο πιο πολύ το έκανε.

Την επόμενη μέρα αφού πήρα και άδεια από το οικογενειακό συμβούλιο πήγα στο σπίτι της Άννας η όποια όταν μου άνοιξε ήταν ακόμα με ανακατεμένα μαλλιά και με τις πιτζάμες.

«Ακόμα να ετοιμαστείς;» της είπα μόλις την είδα.

«Καλημέρα και σε σένα.»

«Ρε δεν σου είπα να σηκωθείς νωρίς σήμερα;»

« Έλα τώρα! Ξενύχτησα χθες λίγο»

Όταν έλεγε η Άννα ότι ξενυχτούσε μπορεί να πήγαινε και πέντε η ώρα το πρωί για να κοιμηθεί βλέποντας την αγαπημένη της σειρά στο νέτφλιξ.

«Κάτσε να ντυθώ δεν θα κάνω πολύ ώρα και φεύγουμε.»

Σε χρόνο ρεκόρ είχε ετοιμαστεί-τουλάχιστον σε αυτό την παραδεχόμουν- και αναχωρήσαμε για τα μαγαζιά.

Ξεσηκώσαμε όλα τα μαγαζιά και πήγε μεσημέρι μέχρι να καταλήξουμε τι θα πάρουμε. Εξουθενωμένες κάτσαμε σε μια καφετέρια να πιούμε τον καφέ που δεν είχαμε πιει το πρωί. Με την πρώτη τζούρα καφέ, έφτιαξε κάπως ο κόσμος γύρο μου.

Η Άννα κοίταξε το ρολόι της και γούρλωσε τα μάτια της.

«Ηηη!! Σήκω πέρασε η ώρα δεν θα προλάβουμε να ετοιμαστούμε.» είπε και αφού πληρώσαμε άρον άρον φύγαμε από την καφετέρια και πήγαμε σπίτι. Κάναμε μπάνιο και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.

Το σύνολο που ήταν ένα κόκκινο παντελόνι της φωτιάς με ένα τοπ μαύρο στράπλες, για σακάκι είχα διαλέξει ένα μαύρο μέχρι τους αγκώνες με ένα χρυσό κουμπί για να κουμπώνει τα παπούτσια μου είχα ήταν μια μπεζ πλατφόρμα ψηλή με όμορφο σχέδιο που έκανε από τα κορδόνια που είχε και για τσαντάκι είχα καταλήξει σε ένα φάκελο με ασημένια αλυσίδα που το κρεμούσες από τον ώμο.

Ίσιωσα τα μαλλιά μου και βάφτηκα ελαφρά και για πινελιά έβαλα ένα nude κραγιόν. Στο δεξί μου χέρι είχα βάλει ένα ρολόι ασημένιο και τα αφτιά μου τα στόλιζαν μεγάλοι κρίκοι.

Η Άννα είχε καταλήξει σε ένα μακρύ φόρεμα στην απόχρωση του σκούρου μπλε με άσπρες κάθετες ρίγες, τακούνια στην απόχρωση του camel και ένα φάκελο σε ένα απαλό άσπρο χρώμα. Είχε κάνει τα μαλλιά της μπούκλες, με ελαφρύ μακιγιάζ και ένα ροζ κραγιόν.

«Καλά ε είμαστε κούκλες! Θα κάψουμε καρδιές πάλι σήμερα»

«Ε ναι να μην τραβήξουμε λίγο την προσοχή;» την ειρωνεύτηκα.

Ακούστηκε ο ήχος από του κουδούνι πάνω στην ώρα που είχαμε τελειώσει με την προετοιμασία μας.

«Ο Αντώνης θα είναι. Πάμε πριν αργήσουμε.»

Πήραμε τα πράγματα μας και φύγαμε. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top