ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Το φθινόπωρο μπήκε, και το σχολείο ξεκίνησε. Όλοι μας ήμασταν χαρούμενοι που θα βλέπαμε ξανά τις παρέες μας και τους φίλους μας. Και ξεκίνησε όμορφα. Ο Οδυσσέας δεν επικοινώνησε ξανά μαζί μου μετά τον χωρισμό μας, τουλάχιστον θα ξεχαστώ διαβάζοντας τα μαθήματα μου και με τις παρέες μου.

Σαν άτομο δεν είχα συγκεκριμένους φίλους ή κολλητές. Ήμουν ανεξάρτητη αλλά με καλούσαν από παρέα σε παρέα. Μόνο μια φίλη είχα κολλητή που κανένας άλλος δεν μπορούσε να την αντικαταστήσει. Ήμασταν φίλες από το νηπιαγωγείο και σε όλα τα σχολικά χρόνια μαζί.

«Οι φίλες σου, να ξέρεις είναι η αδερφή σου, εγώ και η μάνα σου. Να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Ο κόσμος είναι τόσο κακός που θα πέσουν να σε φάνε.» έλεγε η γιαγιά μου.

Το πρόβλημα με αυτή την γυναίκα ήταν πως πάντα ήταν υπερπροστατευτική. Δεν μπορούσες να κάνεις το παραμικρό βήμα γιατί κάθε τρεις και λίγο έλεγε την λέξη ''μη!''

«Μα δεν είναι το ίδιο γιαγιά.»

«Ούτε τα αγόρια να εμπιστεύεσαι. Αυτά και αν είναι πονηρά.»

Το βιολί της η γιαγιά ποτέ δεν σε άκουγε και πάντα προέτρεχε. Αχ! Δεν έβγαζα άκρη.

Μια απρόσμενη έκπληξη ήταν το μήνυμα του Οδυσσέα παρακαλώντας με να τα ξανά βρούμε. Είχε καταλάβει το λάθος μου έλεγε, εγώ όμως δεν είχα την όρεξη είχαν παιχτεί φάσεις με κάποια αγόρια που ούτε αυτά προχώρησαν σε κάτι παραπάνω, κάτι που δεν ήθελα ούτε εγώ, ήμουν ακόμα στην αναζήτηση για τον κατάλληλο. Αλλά μέχρι τότε, θεώρησα ότι είναι μια καλή καβάτζα.

Έτσι απλά τον έβαλα στην ζωή μου ξανά αλλά σαν ένα παιχνίδι. Δεν είχα αισθήματα για αυτόν που και που κάναμε και καμιά φάση κάποιο πείραγμα αλλά μέχρι εκεί- όχι ότι είχαμε προχωρήσει πολύ- μην φανταστείτε μόνο προκαταρτικά και αυτά με μισή καρδιά.

« Θα πάμε στα εγκαίνιά του φούρνου-καφέ στην γειτονιά μας. Θα έρθεις;» Με ρώτησε η αδερφή μου μπαίνοντας όπως πάντα φουριόζα στο δωμάτιο κάνοντας με να τρομάξω τόσο πολύ που μου έπεσαν τα βιβλία.

«Γαμώτο ρε Μάρθα πιο σίγα. Μου φύγανε.»

«Ποια σου φύγανε;»

«Τα βιβλία. Ναι και το άλλο που κατάλαβες..»

«Τέλος πάντων εγώ θα πάω με τον Σταύρο που είναι και συγγενής του θα έρθεις;»

«Ναι εντάξει μη με πρήζεις.»

Άλλη όρεξη δεν είχα από το να πάω στα εγκαίνια του φούρνου-καφέ. Τι να πάω να κάνω; Αλλά από την άλλη τι να έκανα σε ένα σπίτι μόνη μου αφού θα πήγαιναν όλοι;

«Θα πάω σε τα εγκαίνια του καφέ δίπλα από το σπίτι μας ψήνεσαι;»

«Σε καμιά ώρα θα έρθω πήγαινε και θα σε βρω εκεί.»

«Οκ»

Έστειλα μήνυμα στην φίλη μου να ερχόταν και αυτή.

Πήγα έκανα ένα μπάνιο και ετοιμάστηκα. Ίσιωσα τα μαλλιά μου, βάφτηκα, φόρεσα ένα τζιν με σκισίματα και ένα τοπ. πήρα τα κλειδιά μου και πήγα. Φτάνοντας είδα το πόσο όμορφα το είχαν στολίσει. Στην αυλή είχε ένα αυτοσχέδιο πάγκο όπου ήταν το μπαρ, έναν μπουφέ, και έναν dj να παίζει μουσική. Κόσμος είχε ήδη ξεκινήσει να έρχεται , οι γονείς μου είχαν πιάσει ένα ακριανό τραπέζι και η αδερφή μου με τον αρραβωνιαστικό της ένα άλλο. Πήγα να παραγγείλω για αρχή καφέ και μετά τον αγιασμό θα ξεκινούσε το γλέντι. Έκατσα μαζί τους και αρχίζαμε να συζητάμε για διάφορα. Κάποια στιγμή ήρθε και η Άννα. Πολύ γέλιο η φάση.
Μετά τον αγιασμό ξεκίνησε το πάρτι. Είχαμε είδη πάρει τα πρώτα ποτά στην παρέα ήρθαν και κάτι γνωστές μου από την γειτονιά. Που ήταν άραγε; Τα είχα χάσει τόσο καιρό. Κάποια στιγμή μέσα στην κουβέντα που είχαμε έπεσε το μάτι μου στον σερβιτόρο.

«Ε Δάφνη;» Ένιωσα το σκούντηγμα από την Άννα.

«Ε; Τι έγινε;»

«Καλά παιδί μου τι χαζεύεις τόση ώρα;»

«Εμ, τίποτα αφαιρέθηκα λίγο»

«Ναι σιγουρά και σε αυτό που αφαιρέθηκες είναι ψηλό καστανό; »

«Αφού είναι ωραίος τι να κάνω;»

Η Ανά γνώριζε πολύ καλά τι χαρακτήρας είμαι αλλά το κακό μαζί της ήταν ότι καταλάβαινε τα πάντα, δεν μπορούσα να της κρυφτώ καθόλου.

«Τα χρειάζεστε αυτά;»

Γύρισα το κεφάλι μου ξαφνιασμένη και είδα τον σερβιτόρο να στέκεται στο τραπέζι μας με έναν δίσκο. Έλεγε για το χάος που είχαμε κάνει πάνω στο τραπέζι. Από πλαστικά πιάτα, ποτήρια και άδεια μπουκάλια με μπύρες.

«Εεμ, όχι όχι μπορείς να τα πάρεις»

Γύρισε με ξανακοίταξε, μου χαμογέλασε και έφυγε. Όσο περνούσε η βραδιά ήμασταν σε μια αρκετά εύθυμη κατάσταση από το ποτό έπρεπε πάντα ναι πάντα, κάποιος να μου χαλάσει την διάθεση. Ω ναι! και ποιος άλλος...Ο Οδυσσέας φυσικά...Μου έγραψε στο messenger να τον πάρω τηλέφωνο. Τι να κάνω και εγώ, πήγα πιο πέρα για να μην ακούγεται η μουσική και τον κάλεσα. Δεν απάντησε, δεν ξέρω γιατί αλλά πίστευα ότι με κορόιδευε. Εκνευρισμένη γύρισα πίσω στο τραπέζι μου.

«Συγγνώμη μπορώ να σε ρωτήσω »

Τι έγινε τώρα ποιος μου μιλάει; Ζαλισμένη γύρισα και είδα έναν ψηλό ξανθό καλογυμνασμένο με πράσινα ματιά να με κοιτάει.

«Μπορείς να μου δώσεις το Instagram σου;»

Εντάξει κάποιος μου κάνει πλακά.

«Ναι!» σιγά το πράγμα όποιος και να ήταν εκεί θα έμενε.

«Σε ευχαριστώ!» μου είπε και απομακρύνθηκε.

Χριστέ μου κάτι άλλο θα συμβεί αυτή την βραδιά;

Η ώρα ήταν περασμένη και έπρεπε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Αποχαιρέτησα τα κορίτσια και κανονίσαμε κάποια στιγμή να βρεθούμε για καφέ. Μπήκα στο σπίτι σαν την γάτα οι γονείς μου είχαν πέσει για ύπνο και η Μάρθα με τον Σταύρο ήταν στο σπίτι τους.
Πάω στο μπάνιο κάνω ένα ντουζ ξεβάφομαι και βάζω τις πιτζάμες μου. Έπειτα πήγα να ξαπλώσω...

«Ουφ...Τι μέρα και αυτή...»

Αλλά όχι η μέρα δεν ήταν γραφτό να τελειώσει έτσι.

Άκουσα το κινητό μου να δονείτε. Κάποιος μου έκανε κλήση. Κοίταξα την οθόνη. Ήταν ο Οδυσσέας.

«Δάφνη...»

«Τι θες Οδυσσέα;»

«Θέλω να έρθω να σε δω »

«Ναι όμως εγώ δεν θέλω...»

«Σε παρακαλώ θέλω να μιλήσουμε...»

«Τέλος πάντων είναι αργά το καλό που σου θέλω είναι να μην ακουστείς όταν έρθεις γιατί θα ξυπνήσουν οι γονείς μου.»

«Εντάξει»

Ο ναι και για άλλη μια φορά η καλοσύνη μου μπήκε στην μέση... Άκουσα την πόρτα και πήγα να ανοίξω.

«Γεια.»

«Αλήθεια τώρα;» του είπα νευριασμένα.

«Τι;»

«Τίποτα.. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο.»

Ναι δυστυχώς και εγώ το είχα αρχίσει. Κρυφά από τους γονείς μου. Μόνο αυτός το ήξερε και η αδερφή μου. Ακόμα.

«Να έρθω;»

«Οδυσσέα άσε με ήσυχη σε παρακαλώ..»

«Πο, καλά δεν σου είπα κάτι.» Πήγε στο δωμάτιο ενώ εγώ είχα βγει στην βεράντα μας να κάνω τσιγάρο στα σκοτάδια. Δεν ξέρω αλλά αυτή η συνήθεια όταν ένιωθα αναστατωμένη με ηρεμούσε.

Έκανα το τσιγάρο μου και μπήκα στο δωμάτιο. Καθόταν στο κρεβάτι μου και έπαιζε όπως πάντα με το κινητό του. Με είδε και σηκώθηκε.

«Μωρό μου δώσε μου μισό λεπτό και έρχομαι...»

«Πως;» Πουλάκια έκαναν τα αυτάκια μου;

«Μωρό μου» είπε σαν την βρεγμένη γάτα.

«Οδυσσέα δεν έχεις καταλάβει μάλλον καλά...Έχουμε χωρίσει...Το ότι μιλάμε και κάνουμε την πλάκα μας δεν σημαίνει ότι είναι και σοβαρό. Και θα κοιμηθείς στο κρεβάτι της Μάρθας»

«Δάφνη...»

«Καληνύχτα Οδυσσέα...» γύρισα την πλάτη μου και κουκουλώθηκα μέχρι το κεφάλι.

Το πρωί που σηκώθηκα είχα πολύ έντονο πονοκέφαλο από τις μπύρες που είχα κατεβάσει χθες. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο. Παναγία μου! δεν ήθελα κάτι άλλο για να ξυπνήσω με το χάλι μου που είδα στο καθρέπτη. Σουλουπώθηκα λίγο και πήγα στην κουζίνα. Ο Οδυσσέας είχε ήδη ξυπνήσει και έπινε καφέ παίζοντας πάλι με το κάλο κινητό του.

«Καλημέρα»

«Γεια σου»

Του είπα ανόρεχτα. Δεν ήθελα να μου μιλάνε πρωινιάτικα μέχρι να πιώ μια τζούρα καφέ και να κάνω ένα τσιγάρο. Έκανα τον καφέ μου, έκατσα απέναντι του και άναψα τσιγάρο.

«Τι κάνεις;»

«Υπομονή»

«Μπορείς να μου πεις γιατί μου μιλάς έτσι;»

«Είναι πρωί.»

Με παρακολουθούσε που κάπνιζα.

«Συνεχίζεις και καπνίζεις πολύ!»

«Ναι και; »

« Δεν σου κάνει καλό »

«Δεν πειράζει...Σε λίγο θα φύγω οπότε πήγαινε και εσύ σπίτι »

«Που θα πας;»

«Κάπου ...»

«Κάπου που;»

«Δεν σε ενδιαφέρει Οδυσσέα...»

«Αγόρι;»

«Οδυσσέα...»

«Εντάξει κατάλαβα...Αγόρι...»

«Ναι και;»

«Τέλος πάντων εντάξει θα φύγω γιατί ουτοσιάλος δουλεύω τα λέμε»

«Τσαο »

Αι σιχτίρ και εσύ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top