ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Ξημέρωνε κάθε φορά που συζητούσα με τον Κίμωνα. Είχα κλειστεί στο δωμάτιο μου μιλώντας με τις ώρες. Έβγαινα για να φάω και να κάνω μπάνιο και μετά μέσα πάλι. Ούτε το σχολείο δεν ήθελα να ξεκινήσει απρόσμενα γιατί είχα κολλήσει άσχημα μαζί του. Δεν αποχωριζόταν ο ένας τον άλλον για τίποτα. Ήταν ένας άνθρωπος που με ηρεμούσε, που με έκανε να ξεχνιέμαι ήξερε όλα τα κουμπιά μου χωρίς να με ξέρει πολύ καιρό. Εγώ όμως ένιωθα ότι τον ήξερα χρόνια. Δεν ξέρω τι μου είχε κάνει και είχα κολλήσει τόσο μαζί του, αλλά άρχιζα να νιώθω αισθήματα, έτσι όπως ένιωθα και με τον Διονύση.
Δεν άργησα όμως για να καταλάβω ποιος ήταν.

«Πως πήγε η μέρα σου σήμερα;» με ρώτησε.

«Όπως τα ξέρεις, ακόμα να επισκευαστεί το σχολείο και έχω αρχίσει και βαριέμαι πάρα πολύ. Αλλά ευτυχώς που έχω και σένα και μιλάμε και κυλάει η μέρα σαν νερό.»

«Μπορώ να πω πως και εγώ νιώθω ότι περνάει ευχάριστα η ώρα μου μαζί σου. Όπως και το άγγιγμα σου ήταν το ποιο γλυκό άγγιγμα τις ζωής μου.»

Το ποιο; Τι λέει; Ποιο άγγιγμα;

«Τι λες;»

«Αλήθεια δεν μου είπες... σου άρεσε το μπλε πουκάμισο που φορούσα τότε;»

« Ποιο πουκάμισο;»

«Έλα τώρα που δεν θυμάσαι.»

«Πραγματικά δεν θυμάμαι.»

«Θα σου φρεσκάρω εγώ την μνήμη τότε...»

Έμεινε για λίγο σιωπηλός έστριψε τσιγάρο, το οποίο νόμιζα ότι κράτησε αιώνες, το άναψε, ρούφηξε μια γερή τζούρα γύρισε και με κοίταξε. Και τότε ξεκίνησαν όλα.

~ BLACK~

«Ήσουν με μια παρέα, είχατε πάει σε ένα μπαρ για να διασκεδάσετε. Μπήκατε μέσα, αλλά δεν βρήκατε τραπέζι να κάτσετε. Στεκόσασταν στην είσοδο περιμένοντας να αδειάσει ένα τραπέζι όπου και ξαφνικά, άδειασε ένα με δύο ηλικιωμένους όπου έφυγαν αρών-αρών την ώρα που άρχιζε το πάρτι τρέξατε να το προλάβετε για να μην σας το πάρουν άλλοι, μετά από λίγη ώρα, ήρθαν και τα αγόρια της παρέας, παραγγείλατε, και τότε ξεκίνησε το πάρτι. Περνούσες καλά, χόρευες, έπινες γελούσες, έβγαζες άπειρες φωτογραφίες με τις φίλες σου. Ήσασταν τρία κορίτσια, και τρία αγόρια. Φορούσες ένα παντελόνι και ένα μπλουζάκι τιραντέ με άσπρες και μαύρες ρίγες και λίγη δαντέλα μπροστά, τεράστιους κρίκους στα αυτιά, που μετά τους έβγαλες, και είχες βαφτεί πολύ όμορφα.
» Κάποια στιγμή μπήκε το αγαπημένο σου τραγούδι, χόρευες πολύ προκλητικά με την φίλη σου, πραγματικά εκείνη την ώρα ήθελα να σου σπάσω τα μούτρα κοτζάμ μικρό σκατό, κρατήθηκα όμως. Κάποιος σε κέρασε ένα ποτό, ήταν ένας από τα παιδιά που καθόταν ακριβώς στην γωνιά δεξιά από σας τρία τραπέζια. Εσύ το απέρριψες και το έχυσες στην γλάστρα που ήταν δίπλα σου αυτός κατέβασε την μούρη του μέχρι το πάτωμα και δεν ξανά ασχολήθηκε μαζί σου.
»Κάποια στιγμή είπες της φίλης σου να πάτε τουαλέτα. Από την ζάλη του ποτού παραπάτησες και προσπάθησες να πιαστείς από κάπου και κατά λάθος, ακούμπησες έναν άνθρωπο στην πλάτη του, του ζήτησες συγνώμη, και πριν απομακρύνεις το χέρι σου από την πλάτη του, τον έγδαρες μάλλον ασυναίσθητα με τα μεγάλα νύχια σου βαμμένα σε μπορντό χρώμα σου είπε η φίλη σου ''έχεις πιει πολύ θα τον σκότωνες τον άνθρωπο'', πριν μπεις στην τουαλέτα, γύρισες και κοίταξες, εκείνη όμως την ώρα τα φώτα έσβησαν και μπήκαν περισσότερα φωτορυθμικά και δεν με διέκρινες μέσα στα σκοτάδια.

»Κάποια στιγμή δέχτηκες ένα μήνυμα από κάποιον έτσι δεν είναι;»

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Γελούσα από τα νεύρα μου.

«Από τι κατάλαβα, δεν το είδες εκείνη την ώρα, σου ζητούσε να βγεις έξω, και με πολύ επιτακτικό τρόπο, δεν βγήκες όμως, βγήκα εγώ και μετά εξαφανίστηκε από προσώπου γης.»

«Γιατί;» τον ρώτησα, χαμογέλασε χριστέ μου!

«Η μούρη του πάντως είχε γίνει πολύ όμορφη.»

«Η ποια;»

«Η μούρη του. Τι; Δεν σου έδειξε την μούρη του από το και καλά ατύχημα που έπαθε;»

«Όχι...Πες μου ότι εσύ...»

«Το μόνο που θα σου περιγράψω, ήταν η αντίδραση του μετά την πρώτη γροθιά που έφαγε. ''Αχ δεν είμαι καλά ζαλίζομαι.''»

Και μου έκανε ένα θεατρικό σαν την γυναικούλα που ζαλιζόταν. Έβαλα τα γέλια. Δεν γινόταν όλο αυτό...

«Μα γιατί;»

«Όταν προκαλείς την τύχη σου πίστεψε με δεν βγαίνει πάντα σε καλό. Ο κύριος λοιπόν, είχε έρθει στο club των οπαδών της ομάδας μου και έκανε μαγκιές. Μάλιστα είπε μια απαίσια βρισιά που με πρόσβαλε πολύ άσχημα. Δεν μου αρέσει να βρίζεις την οικογένεια του άλλου δεν μπορώ πριν όμως κάνω την κίνηση να τον χτυπήσω, του είπα ''είσαι πολύ φθηνός για μια τόσο ακριβή κοπέλα.'' Και μου απαντάει '' Να σου την χαρίσω τότε ρε μάγκα.'' Η τελευταία απάντηση που του έδωσα πριν του κάνω την μούρη κρέας ήταν '' τι είναι ρε φίλε η κοπελιά; Κούκλα μπάρμπι για να την χαρίζεις από δω και από κει;'' Μετά κατάλαβες τι έγινε.
»Ας επιστρέψουμε στο σημείο όπου ο φίλος μας πήρε δρόμο όταν με είδε έξω. Κάποια στιγμή εσύ έφυγες για να πας στην φίλη σου, δεν έστριψες όμως από εκεί που ήθελα να πας, έστειλα άτομο να σε προλάβει, αλλά δεν σε πρόλαβε, περπατούσες και γρήγορα. Αν έστριβες από εκεί που ήθελα θα συναντούσες έναν άντρα, ο οποίος θα σου πρόσφερε μια ανθοδέσμη με είκοσι τέσσερα κόκκινα τριαντάφυλλα, στην μέση είχε και μαύρα τριαντάφυλλα που σχημάτιζαν το Δ το αρχικό του ονόματος σου, ένα σημείωμα που έγραφε ''Έχεις ωραίο άγγιγμα, Κίμωνας''
Αλλά και ένα ακόμα σημείωμα που έγραφε κάποια πράγματα το ένα ήταν ότι είχα κλείσει ένα τραπέζι σε ένα εστιατόριο έως ξενοδοχείου όπου είχες και την διεύθυνση μέσα, για να βρεθούμε και να συναντηθούμε αν τελικά την έπαιρνες την ανθοδέσμη και επίσης πολλά ακόμα πράγματα που δεν θα σου τα πω τώρα γιατί δεν έχει κανένα νόημα. Σου είχα βάλει επίσης, μια λευκόχρυσοί αλυσίδα χεριού με μια πλακέτα πάνω που έγραφε το όνομα σου.
»Δυστυχώς όμως, έπρεπε να ταξιδέψω την επόμενη μέρα το βράδυ, όποτε δεν έκανα κάποια άλλη κίνηση να σε πλησιάσω αφού, δεν σε προλάβαμε.»

Είχα μείνει απλά να τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα. Έπρεπε να κάνω ένα τσιγάρο, ήταν πολλές οι πληροφορίες που άκουσα, ποιος ήταν αυτός; Από πού ερχόταν; Πως με ήξερε; Γιατί με παρακολουθούσε;

«Γιατί με παρακολουθούσες;»

«Μην βιάζεσαι μικρή. Όλα στην ώρα τους. Δεν είμαι ψυχάκιας, την δουλεία μου κάνω κατά κάποιον τρόπο. Αλλά πέρα από αυτό, με ενδιέφερες πάρα πολύ σαν άτομο.»

«Από πότε; Και πως ήσουν εδώ; Γιατί ήσουν εδώ;»

«Όπως ξέρεις ο θείος μου ήταν από ένα χωριό του νησιού, όπου και εκεί ερχόμουν πολλές φορές την έχω μάθει την πόλη γιατί ήταν και το δεύτερο μου σπίτι εκεί.»

«Ναι αλλά δεν μου έχεις πει ακόμα που με ξέρεις!»

«Σου είπα να μην βιάζεσαι; Θα τα μάθεις όλα στην ώρα τους καλό μου.»

Είχα φόβο μέσα μου νόμιζα ότι είχα να κάνω με κάποιον δολοφόνο. Η με καμιά συμμορία.

«Μη φοβάσαι. Εσένα δεν πρόκειται να σε πειράξουμε. Αντιθέτως προστατεύεσαι από μάς.»

«Από ποιους; Πόσοι είστε;»

«Πολλοί!»

Παναγία μου που έμπλεξα!

«Προστατεύεσαι από όλες τις μπάντες!»

«Ποιος είσαι τέλος πάντων;»

«Ο Προστάτης ή αλλιώς όπως με αποκαλούν Μαύρο Άγγελο.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top