"Η τέχνη είναι σαν την θρησκεία..."
"Η τέχνη είναι σαν την θρησκεία.
Για τον πιστό είναι το άπαν. Για τον άπιστο είναι σκουπίδια."
Όταν ήμουν πιτσιφρίκι, έκανα εκπληκτικά τον φίκο. Καθόμουν στο πάτωμα και απλά κοίταζα τον τοίχο. Δεν ενοχλούσα, δεν ήθελα να με ενοχλούν. Σήκωνα έναν τοίχο και στεκόμουν από πίσω, ακίνητη, αμίλητη. Φυσικό και επόμενο με πήραν σηκωτή σε κάθε ντόκτορα, να δουν τι πρόβλημα έχω. Τέσταραν το IQ μου, αν έχω αυτισμό ακόμα και σε ωρλ με πήγαν μπας και είμαι κουφή και δεν ακούω.
Όχι απλά χτυπούσα τις φυσιολογικές τιμές αλλά τις υπερέβαινα, η ακοή μου ήταν πάνω του μέσου όρου, οι δεξιότητες και η αντίληψή μου, άψογες αλλά εγώ εκεί.
Εκεί που η μανούλα είχε φρικιάσει και έπινε καφέ με έναν παλαβό ντόκτορα στη δουλειά και λέει να πάρει την γνώμη του κοινού, τον ρωτάει, τι πρόβλημα έχω καθώς ο ντόκτορας με έβλεπε να περιφέρομαι καθημερινά, γυρίζει και της λέει
- Δεν τρέχει κάστανο με το παιδί. Πλήττει. Αφόρητα. Βρες του κάτι να ασχοληθεί.
- Τι να βρω;
- Δοκίμασε τα πάντα αλλά εγώ προτείνω την τέχνη.
Έτσι ξεκίνησε ένας μαραθώνιος πάνω σε κάθε μορφή τέχνης που ήταν διαθέσιμη. Ζωγραφική, μπαλέτο και παραδοσιακοί χοροί, χορωδία, μουσική κλασσική και κλαρίνα και θέατρο. Η Σταυρούλα σωφέρ και ένας από τους δύο μισθούς πήγαινε για χρόνια καρφωτός για να μάθω να πιάνω πινέλο και να ακούω τα ρεύματα τέχνης μέσα στον χρόνο και καθώς δεν μου έφταναν, προχώρησε στις πατέντες.
Μέσω γνωριμιών βρέθηκα να με αφήνει στην είσοδο του θεάτρου και να με παίρνει από το χεράκι ο ηχολήπτης του θεάτρου να παρακολουθώ τις παραστάσεις ξανά και ξανά από το κουβούκλιο που ρύθμιζαν φώτα και μουσική ή να είμαι αραχτή στο ασθενοφόρο στο αρχαίο θεάτρο της Δωδώνης για να παρακολουθώ κάθε φεστιβάλ που πατούσα στην τραχανοπλαγιά που λέγεται Ιωάννινα. Από τα τέλη του 70 και μέχρι το 90 έχω δει κάθε γνωστό ηθοποιό ξανά και ξανά, από Ψαθά μέχρι τραγωδίες και πειραματισμό, μπαλέτα και φολκλορικά, οτιδήποτε αφορά μία σκηνή. Θυμάμαι ελάχιστα τώρα πια, παρά μόνο φευγαλέες σκηνές σαν έκθεση φωτογραφίας.
Και φτάνω την χρονιά, που περνάω στην Ιατρική και βρισκόμαστε μαζεμένα σε μία αίθουσα, τα καλύτερα παπαγαλάκια των πανελληνίων με δερμάτινους χαρτοφύλακες και 18χρονα με μεζ να μοιάζουν 40αρες και με πιάνει απελπισία, να βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο με την μαλακία που έκανα και διάλεξα την ιατρική.
- Τι δουλειά έχω εγώ με τούτα εδώ; Αυτή θα είναι η ζωή μου;
Παιδάκια που έλεγαν σοβαρά και το εννοούσαν
- Σήμερα θα μαζευτούμε σπίτι μου και θα κάνουμε pop corn και θα κάνουμε επανάληψη την ανατομία και όποιος θυμάται τα περισσότερα κερδίζει.
Πάθαινα αναφυλακτικό shock και πολλαπλά εγκεφαλικά ταυτόχρονα. Ήμασταν αποδεδειγμένα πλέον τα καλύτερα παπαγαλάκια της χώρας και κανένας δεν είχε την επιθυμία να σπάσει την λούπα των πανελληνίων. Αν και σιχαίνομαι την παπαγαλία, μπορώ να παπαγαλίσω στον μισό χρόνο από τον αντίστοιχο των παπαγάλων και αν δεν είναι στόχος η παπαγαλία, μπορώ να ξεπετάξω μεγάλους όγκους πληροφοριών σε ένα απόγευμα αναλύοντάς τα και ανασυνθέτοντας αυτόματα σε πιο απλές δομές. Για έναν χρόνο έδωσα την ευκαιρία στην ιατρική να με πείσει ότι δεν είναι αυτό που είχε με την πρώτη ματιά. Την δεύτερη χρονιά που είχα αποδείξει ότι δεν υπήρχε που να μου τραβά το ενδιαφέρον, πήγα καρφωτή στην θεατρική ομάδα.
Μέσα σε 3 ώρες το είχα ότι ήμασταν μαζεμένοι ένα μάτσο ψωνάρες, που άκουγαν "ψαγμένη" μουσική, ήταν σίγουροι πως ήταν πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους (έχω περάσει 9 χρόνια σε κλασσικά ωδεία και είμαι στην ιατρική γατάκια, οπότε την μενταλιτέ "είμαι πιο έξυπνος από σένα" την έχω πλέον πασατέμπο, τσικι-τσικι-φτου") και το κορυφαίο οι περισσότεροι δεν είχαν δει ποτέ θέατρο ή στην καλύτερη περίπτωση είχαν δει 2-3 παραστάσεις και είχαν διαβάσει τις κριτικές για τα best of. Δεύτερο shock.
Και εκεί που είμαι και κάνω τον φίκο ξανά αρχίζει η απαγγελία του μανιφέστου των παλιών.
- Εδώ ΔΕΝ κάνουμε στρατευμένη τέχνη και ένα σωρό trendy αφορισμούς του κώλου στα οποία σχολιάζω δυνατά (από μέσα μου), "έχεις ιδέα βλαμμένο τι θα πει στρατευμένη τέχνη; έχουν ιδέα τα ακόμα πιο βλαμμένα που σε ακούν; Νοιάζει ή αφορά κανέναν από εμάς η magna carta που ανοίγει μέσα στην καλή χαρά;"
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα εντελώς με το να βλέπω την αντίληψη περί θεάτρου στο κρεββάτι του Προκρούστη. Αφού μου τα έκαναν ζέπελιν με ένα σωρό πατερναλιστικές αρλουμπίτσες, μπαίνω και βλέπω την σκηνή.
Μία σκηνή άνω των 100 τετραγωνικών, άρτια εξοπλισμένη και ειδικά για την εποχή και για το ότι ήταν για ερασσιτεχνικό θέατρο, φύσαγε.
Από καλλιτεχνικής απόψεως η ομάδα ήταν στην απόλυτη παρακμή. Τους είχε φάει ο πειραματισμός του άσχετου και ήταν ο περίγελος του πανεπιστημίου, που δεν πατούσε ούτε με τζάμπα εισιτήριο.
Κάθε που βλέπω καλό εξοπλισμό, παροπλισμένο, με βαράει τεταρταίος. Το θεωρώ την μέγιστη προσβολή προς τον ίδιο τον εξοπλισμό, πολύ χειρότερα από το να τον χρησιμοποιείς λάθος.
Οπότε λογικά εδώ πέφτουν τίτλοι τέλους και happy end και λοιπά χολλλυγουντιανά. Καμία σχέση.
Η πρώτη μου θεατρική πράξη ήταν η σφουγγαρίστρα και η σκούπα. Έτσι όπως γυάλιζε το μάτι μου σκέφτηκαν "μόνο αν την βάλουμε να μας ξεβρωμίσει, θα σηκωθεί να φύγει. Αποκλείεται αυτή να κάνει την νοικοκυρά" Δεν γουστάρω να κάνω την νοικοκυρά αλλά είναι να μην πεις σε παρθένο να σφουγγαρίσει. Όχι απλά έπεσε σκούπισμα-σφουγγάρισμα αλλά μέσα στην βδομάδα είχαμε ανοίξει κάθε αποθηκευτικό χώρο και ξεδιάλεγα σκουπίδια και αρχειακό υλικό που ήταν πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένοι. Ιστορία 20 ετών, πεταμένη χύμα στην αποθήκη κάτω από τις κερκίδες με σκουπίδια αντίστοιχων ετών. 2 μέρες έφευγαν μαύρες σκουπιδοσακούλες ίδια με την εκπομπή με τις καθαρίστριες στα αγγλικά βρωμόσπιτα. Βρωμούσα χλωρίνη και σκόνη ταυτοχρόνως.
Άντε και ξεβρώμισε ο χώρος και ξεκίνησε η καταγραφή στο αρχειακό υλικό, πάμε στο κρίσιμο ερώτημα, έχεις έναν άρτια εξοπλισμένο χώρο και τα κλειδιά στο χέρι και ξέρεις ότι δεν θα το ξανάχεις στην ζωή σου αντίστοιχο ελευθέρας, κερασμένο, δίχως πάγια οικονομικά έξοδα, τι τον κάνεις; Και εκεί ξεκινά η σφαγή. Και δεν είναι σχήμα λόγου. Μέχρι και ξύλο έπεσε σε κάποια φάση. (Είχαν ήδη πέσει στοιχήματα ότι εγώ θα το έριχνα, έχασαν τα χρήματά τους)
Είναι άλλη ιστορία, το κάθομαι σε έναν καναπέ με έναν καφέ και ένα τσιγάρο στο χέρι και συζητώ ποιο ρεύμα τέχνης με εκφράζει και τι φιλοσοφικά υπαρξιακά έχω και παντελώς άλλη να λες "ό,τι έχω στο κεφάλι μου, θέλω να το κάνω πράξη" και στην ερώτηση "οκ πες μου τι σκατά έχεις στο κεφάλι σου" να ακούς
- Θέλω να γράψω στο βιογραφικό μου ανέβασα 3 έργα κλασσικού ρεπερτορίου και χέστηκα αν γελάει το κοινό από κάτω, όποιος το διαβάζει αργότερα θα παθαίνει κοκομπλόκο.
- Θέλω να πειραματιστώ και να κάνω χοροθέατρο. Άσχετο που δεν έχω ιδέα ούτε από χορό, ούτε από θεάτρο. Για αυτό λέγεται πειραματισμός.
Όρθια τα μαλλιά μου, όχι απλά με αυτά που άκουγα αλλά κυρίως γιατί όντως τα πίστευαν. Και δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην μου έλεγε να τα παρατήσω. Οι φίλοι γιατί με έβλεπαν ένα βήμα πριν το τρελάδικο ή την φυλακή γιατί θα κοπανούσα κανέναν κάποια στιγμή όπως πήγαινε το θέμα, ο καλός μου γιατί δεν καταλάβαινε γιατί προτιμούσα να πλακώνομαι με ανθρώπους που θεωρούσα ηλίθιους αντί να να είμαστε μαζί και να με κακομαθαίνει, οι ταγμένοι της ιατρικής γιατί χάνω τον χρόνο μου αντί να χτυπάω 10αρια στην σχολή.
Και θα μου πεις, ότι έμενα γιατί η τζιγκολελέτα ήθελα να παίξω την Ιουλιέτα. Καμία σχέση. Η υποκριτική μου ικανότητα είναι άκρως περιορισμένη σε είδη με περιορισμένο κοινό και παντελώς ανοιχτή αντίληψη. Κοινώς δεν μπορώ να παίξω την ενζενί, δεν μπορώ να παίξω καθαρόαιμη κωμωδία αλλά τον κλαυσίγελο της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν ήταν εμπορικό. Από την άλλη πλευρά μέσα σε ένα εξάμηνο όλα περνούσαν από τα χέρια μου. Από το πρόγραμμα του ποιος θα σφουγγαρίσει, μέχρι τιμολόγια και στήσιμο αφίσσας και προγραμμάτων. Σε ένα χρόνο από μία ομάδα με χρέη, είχε ταμείο με καβάτζα και κόσμος άρχισε να πατά επιτέλους στην μαύρη τρύπα του πανεπιστήμιου. Στον δεύτερο χρόνο είχε ένα οργανωμένο αρχείο, στον τρίτο χρόνο είχε ντουλάπες-βιβλιοθήκη για το αρχείο της ομάδας και για την συλλογή θεατρικών έργων που στήσαμε, όπως και ντουλάπες για το βεστιάριο.
Εκεί πέρα εξάσκησα την τεχνική "σε θεωρώ μαλάκα, με θεωρείς μαλάκα αλλά τώρα πρέπει να κάνουμε αυτήν την δουλειά, εγώ θα κάνω αυτό, εσύ εκείνο, έλα να πλακωθούμε για να γίνει και αφού γίνει, θα πλακωθούμε αν ο Χατζηδάκης ήταν πρωτοπόρος, αν ο Τέννεσι Ουίλιαμς ή το shopping and fucking είναι πρωτοπορία και έχει να πει περισσότερα για το βιογραφικό σου, για τον άσχετο φοιτητή που πιθανώς θα δει πρώτη φορά θέατρο και θέλει να περάσει καλά για να ξεκουβαλήσει την επόμενη φορά και καναν άλλον".
Καθώς όχι απλά ήμουν ταμίας (ανάμεσα σε πολλά άλλα) αλλά κυρίως έστηνα τις χορηγίες και τις εισροές χρημάτων, έλεγχα το οικονομικό που ήταν η ραχοκοκαλιά της σκηνής, που κάθε πικραμένος ήθελε να βγάλει τα απωθημένα του (εμού συμπεραλαμβανομένης), έπρεπε να με πείσεις γιατί έπρεπε να σου δώσω πχ το 1/3 του προυπολογισμού και να σου κάνω εφικτή από πρακτικής απόψεως την μπούρδα που είχες στο κεφάλι σου και θα έβγαινε ως ομάδα. Είναι άλλη ιστορία το "εγώ γουστάρω το Α, το στήνω από το 0, βάζω το χρήμα και την υπογραφή μου και αναλαμβάνω την ευθύνη για την επιτυχία ή την αποτυχία ως μονάδα" και άλλο το "εγώ θέλω το Β, το έχω στο μυαλό μου έτσι, βρες μου τα χρήματα, μακιγιέρ, στήσε φώτα, πες μου πώς θα στήσω αφίσσα-πρόγραμμα και μοίρασε μου τους μαρκαδόρους γιατί πρέπει να έχω μόνο τόσες ώρες στην σκηνή, που δεν με βολεύουν πάντα γιατί πρέπει να χωρέσουμε όλοι"
Προφανώς ανέβαιναν ετερόκλητα έργα, με διαφορετικές οπτικές και αν είχε προηγηθεί κάτι καλό, το επόμενο είχε καλό lead in, αν ήταν πατάτα, έβρισκε άδειες κερκίδες στην πρεμιέρα. Ουκ ολίγες φορές βρέθηκα να μαζεύω τα ασυμμάζευτα σε τσαπατσουλιές, όχι γιατί ενστερνιζόμουν "το όραμα του καλλιτέχνη" αλλά γιατί έλεγα, "θα γίνουμε που θα γίνουμε ρόμπα με αυτήν την μαλακία, ας είναι σωστά στημένη τουλάχιστον από τεχνικής απόψεως μπας και γίνουμε λιγότερο ρόμπα"
Έκτοτε μπορώ να συζητώ αβάδιστα με εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις, δίχως να θεωρώ απαραίτητο τελειώνοντας η κουβέντα να έχει αλλάξει κάποιος την αρχική του θέση. Στην προσωπική μου θεώρηση για το θέατρο είμαι φασίστας, συγκεντρωτική, τελειομανής και δουλεύω σαν σκυλί, γονατίζοντας από εξάντληση όποιον συνεργάζεται μαζί μου. Είμαι ο άνθρωπος που λατρεύεις να μισείς, ο σπαστικός, ο μαλάκας, που φωνάζει, βαράει χέρια σε τραπέζια, που εσύ θα πας για ύπνο και εγώ θα συνεχίζω αναλύοντας παραμέτρους, ενδεχόμενα, θα είμαι μέσα στην βρώμα από τις δουλειές και με μαύρο κύκλο στα γόνατα ψάχνοντας τρόπο να υπερβώ τις περιορισμένες δυνατότητες, να "κλέψω" αδυναμίες, να ισορροπήσω την στοχευμένη υποβολή εικόνων και συναισθημάτων με τα ελεύθερα και αναπάντητα ερωτήματα να τα κουβαλήσεις σπίτι.
Με ρώτησαν αν με σοκάρει ένας τοίχος με πέη. Απάντησα όχι. Δεν με σοκάρει το ανθρώπινο σώμα. Κανένα μέρος του, είτε είναι νέου, είτε γέρου, είτε μιλάμε για κάλλος, είτε για παραμόρφωση. Θες η ιατρική, θες η μενταλιτέ μου, είναι σαν να μου λες αν με σοκάρουν τα ράφια στο σουπερ μαρκετ. Αναίσθητος άνθρωπος. Το θέμα είναι πού αποσκοπείς με αυτό.
Και επιστρέφουμε στο κλασσικό ερώτημα. Στρατευμένη τέχνη ή η τέχνη για την τέχνη. Σε φιλοσοφικό επίπεδο αφενός μεν πρέπει να έχεις έναν ικανό αριθμό αναφορών-σχολών και τον συσχετισμό σου με αυτές για να απαντήσεις με καφέ στον καναπέ, τύπου αν το hombre είναι ακόμα της μοδός ή οι ιρίζουσες ανταύγειες.
Η τέχνη είναι υπέρβαση. Όλα τα άλλα είναι big babol. Και δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις big babol είμαι fan. Την ξέρω καλύτερα από τον υποστηρικτή της γιατί την απολαμβάνω.
Κάποια στιγμή συζητάω με την Σούλα που της έχει κάψει το ντεκαπάζ τον εγκέφαλο και είναι παντελώς άσχετη περί τέχνης αλλά προσπαθεί μονοκοπανιάς, να "κλέψει" τα βασικά και να φτάσει στο προσωπικό "όραμα του καλλιτέχνη"¨.
Έχω απηυδήσει με το μπίρι - μπίρι καθώς ό,τι της λέω είναι άγνωστες λέξεις και η Σούλα βαριέται να διαβάσει, και παίρνω τα κλειδιά της σκηνής και λέω "πάμε να σου δείξω επί σκηνής". Πετάει την σκούφια της από χαρά η Σούλα "τώρα θα πειραματιστώ, θα ξεπεράσω τα ερμηνευτικά μου όρια, θα ζήσω την κάθαρση, θα πιάσω τον παπά από τα αρχίδια".
Πάμε στο θέατρο, στήνω φώτα-μουσική. Η Σούλα στην σκηνή, εγώ κερκίδες. Κάνει χαλάρωση-συγκεντρωση και όλα αυτά τα τετριμένα πλην όμως απαραίτητα για να κλειδώσει ο εγκέφαλος την μετάβαση από την πραγματικότητα με μία άλλη συνθήκη με τους δικούς της νόμους, ούτως ώστε ούτε να μεταφέρει πράγματα εκατέρωθεν.
- Είμαι έτοιμη, μου λέει όλο μπρίο. Είμαι δική σου! Κάνε ό,τι θες.
Ετοιμάζεται να της πω ατάκες του τύπου "κλάψε τον φανταστικό εραστή σου, κάνε την ταραντούλα κτλ" Ατάραχα στις κερκίδες της λέω
- Κατέβασε το παντελόνι σου.
Παθαίνει κοκομπλόκο.
- Τι είπες;
- Ξεβρακώσου.
- Δεν παίζει!
- Τότε όπως είσαι κατέβα από την σκηνή.
Προφανώς και το είχα ότι η Σούλα δεν θα ξεβρακωνόταν σε κανένα επίπεδο, απλά η αντίληψή της δεν το δεχόταν με κανένα επιχείρημα διαλεκτικής, ήθελε να το δει για να πειστεί και φανταζόταν ότι θα χρειαζόταν κάτι ιδιαίτερα πολύπλοκο αντάξιο του οράματος. Στην πραγματικότητα αρκούσε ένα απλό "ξεβρακώσου".
Αντί να δώσει 5 λεπτά να το σκεφτεί, όλο μπριο και χαρά αναφωνεί "Μην πεις τίποτε άλλο! Το 'χω σου λέω!!! Τώρα το έχω ΟΛΟ!!!"
Εγώ καρδιές δεν χαλάω, άσε τον τρελό στην τρέλα και όλα τα κλασσικά.
Καθώς η ζωή είναι μεγάλη καριολίτσα όταν έχει κέφια στο καπάκι είχε θεατρικό παιχνίδι με ένα συνομήλικο με παντελώς άλλο concept περί τέχνης που την υπερέβαινε. Ο Μήτσος δεν μάσαγε κάστανο μπροστά σε τίποτα.
- Μην πεις τίποτα. Μην κάνεις τίποτα. Τώρα τον έχω τον Μήτσο σου λέω!!! Θα υπερβεί το είναι του!
Εγώ ήμουν.. οκ θα πάει το γατάκι όλο μπριο να τα βάλει με τον Μήτσο, θέλω να το δω.
Έρχεται ο Μήτσος, έτοιμος για όλα, χαλαρός, χωρίς καμία προσδοκία.
Χαλάρωση, συγκέντρωση, φώτα, μουσική, όλο το τελετουργικό κομπλέ.
Ανεβαίνει η Σούλα όλο μπριο και χαρά στην σκηνή, στέκεται απεναντί του και του λέει
- Ξεβρακώσου!
Ο Μήτσος ατάραχος με μία κίνηση κατεβάζει παντελόνι και βρακί στο πάτωμα και στέκεται ημίγυμνος απέναντι της.
- Και τώρα τι άλλο θες να κάνω; την ρωτάει απαθέστατα.
2 εμφράγματα και 3 εγκεφαλικά έπαθε η Σούλα που πρώτη φορά έβλεπε τσουτσούνι να στέκεται ατάραχα απέναντι της. Σε κατάσταση shock τρέχει στις κερκίδες που καθόμουν στο σκοτάδι και μου λέει
- Και τώρα τι; Έπαθα κοκομπλόκο. Συνέχα εσύ.
Ο Μήτσος ατάραχος συνεχίζει να στέκεται ημίγυμνος, περιμένοντας το παρακάτω.
- Παλουκώσου εδώ και μην βγάλεις άχνα ό,τι και να γίνει, της λέω και κατεβαίνω τις κερκίδες και ανεβαίνω στην σκηνή.
- Ντύσου. Λέω στον Μήτσο. Το ίδιο ατάραχα ντύνεται. Έχω κλείσει την μουσική και παρατηρώ τον Μήτσο. Με παρατηρεί και αυτός.
- Με εμπιστεύεσαι; τον ρωτάω;
- Εδώ πάνω, ναι.
Και αρχίζω να σπάω κομμάτι-κομμάτι τον τοίχο του Μήτσου, κάθε του σύμβαση, κάθε προβολή, μέχρι το σημείο που ο Μήτσος περιγράφει κάθε κομβικό σημείο της ζωής του μέχρι το να βρεθεί σε αυτήν την σκηνή, συμπεριλαμβάνοντας κακοποίηση, καταχρήσεις, διαστροφές, οτιδήποτε μπορεί κάποιος να φανταστεί, έχοντας βγάλει δαίμονες και αγγέλους και τους κρεμάει στα μανταλακια σαν να 'ναι περιοδικά σε περίπτερο, σε πλήρη διαύγεια μέχρι να φτάσει σε σημείο να κλαίει σαν παιδάκι ξάπλα στο πάτωμα σε εμβρυική στάση.
Η Σούλα που βρήκε σοκαριστικό το Μητσοτσούνι, έχει σταματήσει και να αναπνέει καθώς εξελίσσεται μπροστά της με την αντίστοιχη απλότητα μία ιστορία ζωής, που όχι απλά υπερβαίνει την απλοική αντίληψή της περί ζωής στην υπερπροστατευμένη τσιχοφουσκα της τραχανοπραγματικότητάς της όσο προσπαθώ να ισορροπήσω το σπάσιμο των τοίχων, να μην ξεφύγει σε βιασμό τόσο του Μήτσου που ήταν πάνω στην σκηνή όσο και της Σούλας που είναι από κάτω. Πιο εύκολα ισορροπείς στην κόψη μαχαιριού παρά να μην ξεγλυστρίσεις σε αυτήν την κατάσταση σε βιασμό σε κάθε υπαρξιακό επίπεδο, λόγω της ορμής του σπασίματος.
Ως μενταλιτέ, χέστηκα αν είναι 1, 10, 500 τσουτσούνια παραταγμένα.
Χέστηκα αν ένας σκονισμένος κλασσικός συγγραφέας είναι τέχνη ή ο τρικυμία εν κρανίω καλλλλιτέχνης είναι πρωτοπαρία ή υπαρξιακός αυνανισμός. Θα τα διαβάσω και όσα από αυτά μου τραβήξουν την προσοχή, θα τα μελετήσω μέχρι να γονατίσω για να ξεστραβωθώ γιατί έχω την συναίσθηση ότι το δικό μου μυαλό δεν φτάνει και πρέπει να κλέψω και άλλων, που έχουν φάει τις ζωές με τα ίδια ή παραπλήσια ερωτηματικά, να δω πού έφτασαν, τι απαντήσεις βρήκαν, τι ερωτήματα έχουν, που εγώ λόγω βλαμάρας δεν σκέφτηκα ποτέ. (Δεν μου φτάνουν τα δικά μου αναπάντητα, ψάχνω και ξένα, ο ορισμός της βλαμάρας. Brain mode αναπάντητες κλήσεις παντού.)
Επιστρέφοντας στο θέατρο έζησα τον παραλογισμό να μην με χωνεύει κανείς γιατί ήμουν ένα μαλακισμένο που έβλεπαν συνεχώς μπροστά τους από ανάγκη καθώς όλα περνούσαν από μένα και έμπαινα μέσα σαν τον Ραμπο στους Βιετκογκ αλλά τσουπ-τσουπ, ένας-ένας κρυφά ερχόταν και μου έλεγαν
- Ιωάννα, σε παρακαλώ πολύ, θα κάνουμε ένα θεατρικό παιχνίδι μαζί; Άσχετα από τις παραστάσεις. Βρες ένα κενό και εγώ θα τσακιστώ να ρθώ.
Μια φορά κουρασμένη και δίχως καμία όρεξη για μαλακίες γυρίζω και λέω στον Κίτσο
- Ρε Κίτσο δεν με χωνεύεις, τι στον κόρακα θες από μένα;
- Είσαι η μόνη εδώ μέσα, που όταν είμαι στην σκηνή, νιώθω πως μπορώ να κάνω τα πάντα. Είμαι ελεύθερος από τα πάντα. Έχω δοκιμάσει όλους τους άλλους, δεν το πλησιάζει κανείς και εμείς οι δυο θα χαθούμε και δεν θα το ξαναζήσω. Δώσε μου 3 ώρες ελευθερίας, απόλυτης. Δεν θα το ξαναζήσω στην ζωή μου και το ξέρω τώρα.
Και αυτή η συνειδητοποίηση είναι η τέχνη για μένα. Πέρα από ορισμούς ποιητικής του Αριστοτέλη, παπαγαλία σχολών, αφορισμών και μανιφέστο. Το γκελ από την συνειδητοποιήση στο "νιώθω" και από εκεί στο "είμαι".
Κάποτε έκανα κολλητή παρέα με έναν εξαιρετικό κριτικό τέχνης. Κινητός γούγλης η περίπτωση
- Ρε Φρίξο, γιατί με κάνεις παρέα; τον ρωτάω μια μέρα. Είμαστε παντελώς άσχετοι άνθρωποι.
- Σε μελετάω, μου απαντάει.
- Τι μελετάς. Προσπαθώ να καταλάβω αν είσαι γιατρός ή καλλιτέχνης. Δεν μπορεί να είσαι και τα δύο.
- Πού κατέληξες. Ότι είσαι και τα δύο.
Ξέρω ότι προκαλώ κοκομπλόκο στους ανθρώπους. Συνειδητά προσπαθώ να κυκλοφορώ με ντιμεράκι και επειδή κάνω παρέα με έξυπνους ανθρώπους (δεν μπορώ τους ηλίθιους, πάρε την σκούφια σου και βάρα με), σκοπίμως σκοτεινιάζω-βάζω στην μούγκα οτιδήποτε δεν τους ενδιαφέρει, το αγνοούν ή δεν θα μπορέσουν να το διαχειριστούν. Είναι σπάνιες οι στιγμές, που θα "σηκώσω"¨κάτι που ξεβολεύει τον άλλον. Όχι γιατί φοβάμαι την απόρριψη, χέστηκα. Είμαι άνθρωπος που μπορεί να ζήσει σε ξερονήσι μελετώντας και να μην έχει κανένα υπαρξιακό. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Γεννήθηκα φάλτσα, την καλύτερη δασκάλα φωνητικής να μου βάλεις, θα παραμείνω εγκληματικά φάλτσα. Και δεν πειράζει που είμαι φάλτσα. Το αντίστοιχο λειτουργεί και με τους εγκεφάλους. Δεν πειράζει που ο δικός μου λειτουργεί έτσι και ο δικός σου αλλιώς. Live and let live.
Έχω τόσες απορίες ακόμα, που κατά κανόνα ανταλάσσω πληροφορίες. Ρώτα με τι απορία έχεις να σου απαντήσω αν το ξέρω και θα ρωτήσω ό,τι παπαργιά θέλω να μάθω και το ξέρεις, να μου το δώσεις με τρόπο που θα το πιάσω με την μία αντί να ξεκωλιάζομαι στο ψάξιμο μέχρι να πετύχω αυτό που αναζητώ.
Κάποτε συνάντησα τον Ξερωσεχωπριξειεδωκαιώραφιλαράκι και εκεί που κάναμε ζάπιγκ ανάμεσα σε αρχαία ελλάδα, μεσσαίωνα, σύγχρονη εποχή σε κάθε έκφραση κοινωνικοποίησης, πολιτισμό, φιλοσοφία, θρησκεία κτλ γυρίζει και μου λέει
- Το ξέρεις ότι εσύ φταις, που δεν υπάρχει συννενόηση με τους ανθρώπους. Σκοπίμως τους προκαλείς σύγχυση γιατί παρουσιάζεσαι με λάθος κάδρο. Τους προβάλεις λάθος πλαίσιο και το ξέρεις αλλά το κάνεις γιατί σε βολεύει. Σταμάτα να τους υποτιμάς.
Ούτε θυμάμαι πόσες φορές πάνω σε κουβέντες, ασυναισθητα αυτή η υποτίμηση πάει και έρχεται στο τραπέζι γύρω από κουβέντα. Ως βρωμόστομη κατά κανόνα εγώ είμαι αυτή που θα λέει στην κουβέντα "είσαι ηλίθιος/ηλίθια, είσαι μαλάκας, αυτό δεν είναι έτσι είναι αλλιώς και η βιβλιογραφία είναι αυτή ή πάμε τώρα στοίχημα ότι είναι όπως λέω εγώ" (είμαι μία σιχαμένα εγωίστρια και σπαστικομαρία που όταν είμαι σίγουρη ότι έχω δίκιο, μου βγαίνει φονταμενταλισμός, που θα ζήλευε κάθε τζιχάντ) και από την άλλη το πιάνω στον αέρα ότι συνήθως ο άλλος έχει την εντύπωση ότι είμαι μια διαβασμένη γιατρός που έχει κάνει επικές μαλακίες στην ζωή της αλλά ζει στην τσιχλοφουσκά της.
Έχω βρεθεί με άνθρωπο να μου λέει πατερναλιστικά
- Άκου να σου πω Ιωάννα, γιατί εσύ δεν ξέρεις. Είναι ντόπα η σκηνή, το να σε χειροκροτάνε και να απαντάω
- Ναι έχεις δίκιο, ενώ έχω ζήσει χρόνια να χειροκροτούν όρθιοι παραστάσεις μου ασταμάτητα και να μου λένε μουλωχτά "ξέρεις πληρώνω επαγγελματίες και εσύ μου τα λες καλύτερα, σήκω και φύγε και προχώρα το, το 'χεις"
Να συζητάω και να λέω.. οκ φιλαράκι άσε τα βιβλία στην άκρη, τους έχεις συναντήσει αυτούς τους ανθρώπους; (Όσο καλογραμμένο και να είναι ένα βιβλίο, μια συνέντευξη είναι σαν να μου λες ότι με ξέρεις επειδή διαβάζεις τις μπούρδες που γράφω εδώ) και να μου απαντάνε "όχι, το ίδιο είναι με τα γραπτά" και εγώ να σκέφτομαι, εγώ τον τάδε παπάτζα τον ξέρω, δεν μου αρκεί μονόλογος, έχω βρει άκρη να κάνω διάλογο, να ακούσω από το στόμα του απαντήσεις και όχι να μαντεύω ανάμεσα στις γραμμές.
Με έτρωγε ο κώλος μου και τους έψαξα, χρησιμοποίησα γνωριμίες για το κάνω, εξαργύρωσα κάθε χάρη που μου χρωστούσαν στο να γνωρίζω ανθρώπους αντί για δωράκια και επαγγελματικές διευκολύνσεις. Επειδή όμως το έκανα για την προσωπική μου μούρλα, δεν φαίνεται κανείς και τίποτα πουθενά. Δεν "εξαργυρώνω" γνωριμίες, απλά λύνω απορίες μου και αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές ακόμα και αν εξαφανίζομαι.
Κάποτε συζητούσα περί γραφής.
- Όλοι γράφουν, μου απάντηξε ο ανώνυμος καλλιτέχνης. Γεμίζουμε τον κόσμο φασαρία και σκουπίδια γιατί δεν αντέχουμε την σιωπή. Όχι των άλλων. Την δική μας, που πίσω της είναι οχλαγωγία. Κρυβόμαστε πίσω από αυτό. Αυτό όμως δεν είναι κραυγή. Γραφή είναι ό,τι σ' αρπάζει από τον λαιμό και σε πνίγει καθώς παλεύει να λευτερωθεί. Δεν το διαλέγεις. Σε διαλέγει.
Δεν υπάρχει ούτε ένας που να το 'χει και να μην εύχεται να μην το 'χε, όσο οι άλλοι προχωρούν μπροστά του με τις σημαίες μεσίστιες προελαύνοντας μέσα στην τρέλα ότι το έχουν. Τίποτε δεν έχουν πέρα από ανελέητη σκόνη, που πάντοτε θα μας νικάει και θα μας σκεπάζει γιατί έχει μεγαλύτερη επιμονή και αντοχές από εμάς. Είμαστε καταδικασμένοι να μας νικά. Ξανά και ξανά. Και το ξέρουμε. Πολεμάμε έναν χαμένο πόλεμο.
Και είναι ό,τι σε πνίγει, όπως παλεύεις για μία ανάσα καθαρού αέρα. Τίποτε πιο πολύτιμο και τόσο δύσκολα εφικτό, όσο μια ανάσα, μία ανάταση, πιο φευγαλέα και από ένα παθιασμένο φιλί που σου κόβει την ανάσα. Αλλά δεν έχεις επιλογή, ποτέ δεν είχες. Και κατά βάθος το ξέρεις.
Και η επίγνωση μετατρέπεται μέσα στον χρόνο σε απελπισία, τόσο βαθιά που διαβρώνει κάθε μόριο της ύπαρξής σου. Καμία εμπειρία, κανένα συναίσθημα, δεν είναι πιο ισχυρό από την απελπισία ενός ανθρώπου που έρχεται σε απόλυτη συναίσθηση της ύπαρξής του και της θέσης του μέσα στην πραγματικότητα που τον υπερβαίνει σε κάθε διαστάση που έχει περιγραφεί και μερικές ακόμα που δεν ψυλλιαστήκαμε.
Αλλά κάποιος μας λυπήθηκε και μέσα στην απελπισία εμφανίζεται η αγάπη σαν αναπτήρας που ανάβει στο σκοτάδι και βλέπουμε για δευτερόλεπτα ο ένας το πρόσωπο του άλλου και αναγνωριζόμαστε. Νόστος. Επιστρέφουμε σπίτι. Στο πρώτο μας κύτταρο. Ας ξέρουμε πως θα χαθεί. Παίρνουμε επιτέλους μία ανάσα, που φτάνει σε κάθε αθέατο κυτταρό μας και αναγεννόμαστε. Και θα γεννηθούμε ξανά και ξανά σε μια ζωή μονάχα, όπως και θα πεθάνουμε ξανά και ξανά μέχρι να μην μας μείνει ούτε μια ψευδαίσθηση να αρπαχτούμε και αυτό είναι το πολυτιμότερο δώρο της ζωής, τούτο το ταξίδι. Τίποτε άλλο δεν θα πάρουμε μαζί μας, παρ' εκτός από το ίδιο το ταξίδι.
Και είναι αυτή η σιωπηλή κραυγή της συνειδητοποίησης, ο λυγμός που πνίγει μία-μία κάθε λέξη, που παλεύει να βγει σε μία κόλα χαρτί, για κανέναν άλλον παρά μόνο για την πάρτη αυτού που τον έχει, να πάρει μια ανάσα λυτρωτική και να βρει το κουράγιο να συνεχίσει.
Δεν υπάρχει τέχνη. Μία μπαρούφα είναι όλα αυτά. Για την ζωή σου παλεύεις. Για την ανάσα σου. Για μία ανάσα μόνο στην ουσία.
Και ποτέ δεν έχεις ιδέα πόσες ανάσες θα καταφέρεις να πάρεις, όσο και να υποφέρεις. Κανείς δεν θα μπορέσει να στο πει ποτέ. Ούτε εσύ θα το ξέρεις. Και για αυτό είναι τόσο πολύτιμες. Κάθε φορά θα πιστεύεις πως θα είναι η τελευταία. Και κάθε ανάσα θα είναι ένας μικρός θάνατος ταυτόχρονα. Θάνατος και ζωή σφιχταγκαλιασμένοι και εσύ θα ικετεύεις γονυπετής να φύγει και να πάει αλλού, να γυρίσεις πίσω στον ευτυχισμένο κόσμο των ηλιθίων με τις μεσίστιες σημαίες, να προελαύνεις εν χορώ μέσα στο τίποτα με το χαμόγελο της λοβοτομής.
Μα τον πόλεμο τον έχεις χάσει, πριν καν ξεκινήσεις και το ξέρεις. Δεν πολεμάς για να νικήσεις. Πολεμάς γιατί δεν έχεις επιλογή. Και αυτή σου η παραδοχή θα σε εξοστρακίζει. Ξανά και ξανά. Θα μαζεύεις ό,τι μπορούν να κουβαλήσουν τα χέρια σου και θα προχωράς. Όρθια, με τα 4, όπως μπορείς, θα προχωράς. Δεν έχεις επιλογή. Ανάμεσα σε υπνωτισμένους, κοιμισμένους ανθρώπους, βωβούς, τυφλούς, κωφούς ανθρώπους, δίχως επίγνωση. Και εσύ θα ξέρεις.
Δεν υπάρχει τέχνη. Ποτέ δεν υπήρξε. Παλιόχαρτα και ατέλειωτη σκόνη. Μόνο πάλη υπήρξε με χέρια γυμνά, να στάζει αίμα από παντού.
Κάθαρση; Τι να πρωτομαζέψεις; Τι να καθαρίσεις; Από την μία μεριά θα ξεσκονίζεις και με το που θα πηγαίνεις πιο κάτω το προηγούμενο ήδη θα είναι σκονισμένο σαν να μην το πέρασες ποτέ. Μόνο οι πεθαμένοι συγχωρούνται. Κανένας άλλος δεν συγχωρείται και κανείς άλλος δεν συγχωρεί. Ο χρόνος, η αγάπη, ο άνθρωπος βάλε ό,τι γουστάρεις, τίποτε δεν συγχωρεί το ελάχιστο της υπάρξεώς μας εξόν από τον θάνατο.
Κάπως έτσι μου τα έλεγε ο καλλιτέχνης, σαν την Σεχραζάτ, για νύχτες πολλές σαν πήγαινα νυχτεριδινό, που είναι η αγαπημένη μου σχολή.
Προφανώς και δεν χρειάζομαι άλλον να πιστεύει στην τέχνη με τον ίδιο τρόπο που πιστεύω εγώ. Μου είναι το αντίστοιχο με το αν κάποιος πιστεύει στον Θεό, σε ποιον Θεό πιστεύει, αν είναι άθεος ή αγνωστικιστής. Με όλους θα συζητήσω και θα σεβαστώ τις απόψεις τους αρκεί να μην του βγει ο φονταμενταλιστής γιατί τότε θα σηκώσω τον δικό μου, που είναι φουλ έξτρα. Είμαι από τους μετρημένους ανθρώπους μέσα στους οποίους συνυπάρχουν αντίθετα πράγματα ταυτόχρονα, δίχως κάποιο να είναι επίκτητο ή ψεύτικο.
Μπορώ να είμαι επικά αδέξια και τρομακτικά επιδέξια. Μπορώ να είμαι φασιστόμουτρο και αναρχοαυτόνομη ταυτόχρονα. Να είμαι εικονολάτρης και εικονοκλάστης. Να χρησιμοποιώ με άνεση και τον αντρικό και τον γυναικείο τρόπο σκέψης. Πατάω γερά στα δίπολα και για αυτό μπορώ και τα υπερβαίνω σε συγκεκριμένες συνθήκες.
Και πάμε στο φορτικά ξένα άγχη
- Τι θα γίνει παρακάτω; Να βγάλω την λίστα με τις κοινωνικές συμβάσεις να δώσω βαθμολογία ο Σάιμον ο Κάουελ.
Ζώντας σε μία "οργανωμένη" κοινωνία, προφανώς αποδέχεσαι a priori τις συμβάσεις. Δεν θέλω αηδίες περί υπέρβασης. Υπέρβαση είναι να σηκωθείς να εξαφανιστείς ανάμεσα σε λύκους και αρκούδια διαθέτοντας και διατηρώντας σώας τα φρένας. Δεν θες; Πρόσεξε μην γίνεις γραφικός, καρικατούρα. Όχι για τους άλλους, για την πάρτη σου, που την πετάς στα σκουπίδια λοβοτομώντας ό,τι έχεις. Γουστάρεις να το κάνεις; Και πάλι εγώ θα συνεχίσω μέσα στην προσωπική μου βλαμάρα όπως και όλοι οι υπόλοιποι.
Εγώ το ξέρω πως θα ζήσω και θα πεθάνω δίχως η ιστορία να γράψει λέξη για μένα. Με ρώτησαν πώς θα το αντέξω, όταν τα συνομήλικά μου είχαν βασικό υπαρξιακό πώς θα σετάρουν βρακί και σουτιέν.
Βασική μου διαφορά με τους υπόλοιπους είναι πως όταν οι άλλοι ανακαλύπτουν φιλοσοφικά ερωτήματα, εγώ τα έχω ήδη απαντήσει όχι σε ιδεατό επίπεδο αλλά σε πρακτικό. Οπότε είμαι βέβαιη για την θέση μου αλλά αυτή είναι η δική μου πορεία, σύμφωνα με το δικό μου κύτταρο, τα προσωπικά μου θέλω και όρια. Δεν είναι πρότυπο για κανέναν. Και ανάλογα ο καθένας έχει τα δικά του ερωτήματα να απαντήσει.
Και χεστο Σούλα μου το καναπεδάτο με τον καφέ. Βαυκαλιζόμαστε με αυτό και το κάνω εν γνώση και το απολαμβάνω απενοχοποιημένα.
Η φιλοσοφία, η τέχνη, η θρησκεία είναι βίωμα, όχι απλά εκφορά λόγου αλλά πράξης.
Όταν μου δωθεί η ευκαιρία, γιατί είναι θέμα χρόνου να μου δωθεί, και δεν θα με πάρει κανένας χαμπάρι, όταν δεν υπάρχει ανταμοιβή ή τιμωρία, και σου έχω νεύρα θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις; όταν το πιάσω στον αέρα ότι δεν έχεις χέρι να πιαστείς, θα το απλώσω να σ' αρπάξω ή θα κάνω πως δεν πήρα χαμπάρι; Όταν ξέρω πως μιλάς μία άλλη γλώσσα, θα πάρω τα τσιγάρα μου να ρθω και να κάτσω δίπλα σου, να μιλήσω την γλώσσα σου ακόμα και αν ξέρω εκ των προτέρων ότι δεν θες και δεν μιλήσεις ποτέ την δική μου;
Και κάπως έτσι τα πάντα συνδέονται και τίποτα δεν είναι άσχετο ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως τα θεωρούμε άσχετες και ανεξάρτητες παραμέτρους ενώ είναι και είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top