Κεφάλαιο Πέντε
Ο Κάρτερ αποδείχθηκε πως το είχε στο να δείχνει απόλυτα ανθρώπινος. Το επόμενο πρωί, αγνοώντας την κούραση σηκώθηκε από το κρεβάτι και χώθηκε στο μπάνιο. Μισή ώρα αργότερα ξαναβγήκε λες και είχε μόλις τελειώσει έναν αγώνα με μηχανές. "Σου αρέσει ή όχι" σχολίασε γελώντας "θα πρέπει να το ανεχτείς για λίγη ώρα ακόμα".
"Σου πάει το μαύρο" σχολίασα και σηκώθηκα, ρίχνοντας μια ρόμπα πάνω μου. "Εγώ τι θα φορέσω;"
"Εσύ, είμαστε τυχεροί που φοράς γενικότερα σκούρα ρούχα" σχολίασε γελώντας. "Σου έχω τα δικά σου μέσα" συνέχισε και έδειξε με ένα κούνημα του κεφαλιού του.
Χώθηκα στο μπάνιο και ακολούθησα την καθημερινή, ανθρώπινη ρουτίνα μου. Στέγνωσα τα μαλλιά μου με ένα κούνημα του χεριού μου και έπειτα χώθηκα σε ένα τζιν σορτσάκι, αρβύλες και ένα γκρίζο t-shirt. Βγήκα έξω, για να έρθω αντιμέτωπη με έναν έκπληκτο Κάρτερ.
"Δεν νομίζω να σε έχω δει ποτέ με σορτσάκι" σχολίασε γελώντας. "Μου αρέσει το θέαμα".
"Ευχαριστώ" του είπα και πήρα το δερμάτινο που μου άπλωσε.
Η μηχανή ήταν παρκαρισμένη έξω από την καγκελόπορτα του Σάντοουφορτ Μουρ. "Πού το βρήκες το θηρίο;" ρώτησα καθώς τον άφησα να μου φορέσει ένα κράνος στο κεφάλι.
"Ευγενική προσφορά του μπαμπά σου" είπε. "Για την αποστολή. Παρόλο που δεν μπορείς να πάθεις κακό, νομίζω πως απόλαυσε ιδιαίτερα την "μην-τολμήσεις-να-ανεβάσεις-την-κόρη-μου-χωρίς-κράνος-στη-σκοτώστρα" κουβέντα μας" είπε ο Κάρτερ μειδιάζοντας. "Ακόμα δεν έχει χωνέψει πως δεν θα άφηνα ποτέ να πάθεις κακό".
"Μπαμπάς είναι" είπα και πιάστηκα από τους ώμους του για να ανέβω. "Άσε τον να ανησυχεί. Αυτό κάνουν οι μπαμπάδες".
Βολεύτηκα στο κάθισμα πίσω του και ξαφνικά ένιωσα πολύ ανασφαλής πάνω στο λεπτό κάθισμα.
"Είσαι σίγουρος ότι είναι ασφαλές αυτό το πράμα;" ρώτησα.
Ο Κάρτερ χαμογέλασε. "Φοβάσαι μη χτυπήσουμε;" είπε γελώντας.
"Δεν βλάπτει μια επιβεβαίωση".
Με τράβηξε πιο κοντά του και ανασήκωσε το κεφάλι, αφήνοντας ένα παθιασμένο φιλί στα χείλη μου, ένα φιλί που με έκανε να αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που βγήκαμε από το σπίτι. "Όσο είσαι μαζί μου, είσαι ασφαλής" είπε και με κοίταξε. "Κρατήσου τώρα". Τα χέρια του με άρπαξαν από τα γόνατα και με τράβηξε πιο κοντά του, κάνοντας κύκλους στο δέρμα μου με τα χέρια του περισσότερο από όσο ήταν απαραίτητο. "Ξεκινάω, κρατήσου από πάνω μου" επανέλαβε.
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από την μέση του και έριξα το κεφάλι μου στον ώμο του.
=============*=============*=============*===============*=============
Φτάσαμε στο κέντρο της πόλης περίπου δέκα λεπτά μετά. Ο Κάρτερ βοήθησε εμένα να κατέβω από τη μηχανή και έπειτα με μιμήθηκε. Κλείδωσε τα κράνη πάνω, έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του μπουφάν του και με πήρε από το χέρι.
"Θυμάσαι τί είπαμε;" ρώτησε χαμηλόφωνα.
"Θυμάμαι. Είσαι ο Σεμπάστιαν Ντότζερς, φοιτητής στη σχολή καλών τεχνών κι εγώ η Τζέιντ Μόργκενστερν, φοιτήτρια στον τομέα της φωτογραφίας, πρόσφατα αρραβωνιασμένοι και ψάχνουμε σπίτι".
Ο Κάρτερ με αντάμειψε με ένα πονηρό φιλί, που τελείωσε με ένα απαλό δάγκωμα. "Όχι τώρα, Σεμπάστιαν Ντότζερς" σχολίασα γελώντας.
Ο Κάρτερ έβγαλε ένα απόκομμα εφημερίδας από την τσέπη του και το κοίταξε. Είδε τα νούμερα στις οδούς και με οδήγησε σε μια μονοκατοικία βουτηγμένη στο πράσινο. Ο Κάρτερ επιστράτευσε το πιο όμορφό του χαμόγελο, εκείνο που έφερνε μικρές χαριτωμένες γραμμές στα μάτια του και μίλησε.
"Συγνώμη!" είπε. Η γυναίκα που πότιζε τα λουλούδια στον κήπο γύρισε να μας κοιτάξει και χαμογέλασε επαγγελματικά.
"Παρακαλώ;" είπε.
"Ονομάζομαι Σεμπάστιαν Ντότζερς" είπε ο Κάρτερ "και από εδώ η αρραβωνιαστικιά μου η Τζέιντ Μόργκενστερν. Ενδιαφερόμαστε για το σπίτι και ήρθαμε να ρίξουμε μια ματιά".
Η γυναίκα μας χαιρέτησε δια χειραψίας και μας έκανε νόημα να μπούμε στον κήπο. "Μα, ναι, παρακαλώ, περάστε" είπε ευγενικά. "Συμμαζεύω λιγάκι, αλλά μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο σπίτι. Αρραβωνιασμένοι, είπατε;"
"Ναι" απάντησε ο Κάρτερ και πέρασε το χέρι του από τη μέση μου. "Πρόσφατα αρραβωνιαστήκαμε".
"Ω, τί όμορφο!" σχολίασε η γυναίκα και ξεκλείδωσε. "Τί όμορφο ζευγάρι που είστε!"
Την αναγνωρίζεις; σφύριξε ο Κάρτερ στις σκέψεις μου.
Όχι, δεν ήταν μαζί με τους άλλους στο δάσος, σίγουρα, του απάντησα.
Ωραία, συνεχίζουμε.
"Δουλεύετε;" ρώτησε η γυναίκα.
"Ο Σεμπάστιαν κι εγώ σπουδάζουμε, αλλά ταυτόχρονα δουλεύουμε στην εταιρία του πατέρα μου" είπα εγώ, παίρνοντας τον λόγο.
"Είστε στην ίδια σχολή;" ρώτησε η γυναίκα με γνήσιο ενδιαφέρον.
"Περίπου" έκανε ο Κάρτερ. "Εγώ είμαι στην Καλών Τεχνών και η μικρή από δω στον τομέα φωτογραφίας".
"Αχ και έτσι γνωριστήκατε, ε;"
Πρώτα τη δάγκωσα, σκέφτηκε ο Κάρτερ στο μυαλό μου.
"Ναι, ναι, κάπως έτσι" απάντησε ύστερα.
"Μπορείτε να κοιτάξετε όσο θέλετε" είπε η γυναίκα.
Ο Κάρτερ με κοίταξε πονηρά. Έτοιμη;
Ξεκίνα, του είπα στο μυαλό του χαμογελώντας.
Και τότε, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο επιρροής του μυαλού της γυναίκας.
===================*==================*==================*============
Η γυναίκα καθόταν στην καρέκλα και κοιτούσε έξω από το παράθυρο με βλέμμα άδειο. Ο Κάρτερ κι εγώ κόβαμε βόλτες γύρω της. Δεν αποπειράθηκα να μπω στο μυαλό της, δεν είχα την ίδια πείρα με τον Κάρτερ, έτσι αποφάσισα πως ήταν καλύτερο να ασχοληθεί εκείνος μαζί της. Η γυναίκα κοιτούσε χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, τόσο που νόμιζα πως όταν συνερχόταν θα έγδερνε τους βολβούς της.
"Τί φήμες υπάρχουν για αυτή την πόλη;" ρώτησε ο Κάρτερ με ύφος επιστήμονα.
"Οι φήμες για το σπίτι... το κτίριο κοντά στο δάσος".
Ο βρικόλακας μου έριξε ένα βλέμμα και συνέχισε την ανάκριση. "Τί λένε αυτές οι φήμες;"
"Λένε πως στο σπίτι μένουν... κακά... διαβολικά πνεύματα..." είπε η γυναίκα. Η φωνή της έμοιαζε σαν να ερχόταν από μαγνητόφωνο.
"Τί κάνουν οι ντόπιοι για αυτές τις φήμες;"
"Μπαίνουν στο δάσος" είπε η γυναίκα. "Ψάχνουν τα πνεύματα".
"Τα βρήκαν;" ρώτησε ο Κάρτερ, τσεκάροντας μια νοητική λίστα που είχε στο κεφάλι του εμ όλες τις ερωτήσεις που έπρεπε να κάνει.
"Μία φορά" απάντησε η γυναίκα. Ένιωσα να φουντώνω από θυμό. Μιλούσαν για τότε που χτυπήσανε τον Κάρτερ;
"Τί σχεδιάζουν να κάνουν μετά;" επέμεινε ο Κάρτερ με αυστηρή φωνή.
"Παρακολούθηση..."
"Ποιός είναι μπλεγμένος σε αυτή την υπόθεση;" ρώτησε ο Κάρτερ και γονάτισε μπροστά της.
"Ο Μάιλς Κίνγκσλι... η Κλάρα... η καινούρια... ο Τζόναθαν Σίμονς... δεν ξέρω ποιοί άλλοι!" ξέσπασε εκείνη. Ήξερα εκ πείρας πως δεν μπορούσε να αντέξει την παρουσία του Κάρτερ για πολύ μέσα στο μυαλό της. Θα έσπαγε όπου να 'ναι.
"Πού θα τους βρω;" επέμεινε ο Κάρτερ για μια τελευταία ερώτηση.
"Στο βιβλιοπωλείο" έκανε αδύναμα η γυναίκα.
"Κάρτερ, θα σπάσει" τον προειδοποίησα. Εκείνος έγνεψε θετικά. Την πλησίασε, μου έκανε νόημα να την πλησιάσω κι εγώ.
"Όλα καλά, τα διέγραψα" μου είπε. "Ξεκινάμε το θέατρο".
Μπόρεσα και ένιωσα την στιγμή που έβγαινε από το μυαλό της και ξαφνικά η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια. "Είστε καλά;" έκανα ταραγμένη απομακρύνοντας τα μαλλιά της από το πρόσωπό της.
Εκείνη με κοίταξε μπερδεμένη. "Ναι, καλά είμαι... τί συνέβη;"
"Λιποθυμήσατε" έκανε με ένα γοητευτικό χαμόγελο ο Κάρτερ. "Σας βάλαμε να κάτσετε λίγο μέχρι να νιώσετε καλύτερα. Μας τρομάξατε, κυρία Κέρι".
Η γυναίκα του χαμογέλασε εγκάρδια και προς στιγμήν ένιωσα μια σουβλιά τύψεων. Τί έφταιγε η καημένη η γυναίκα;
"Σας ευχαριστώ παιδιά μου" έκανε εκείνη. "Ευχαριστώ πολύ".
"Μην ανησυχείτε" έκανε ο Κάρτερ. "Τις ξέρω αυτές τις ζαλάδες, προβλέπεται πως θα τις βιώνουμε καθημερινά σε λίγο καιρό. Η Τζέιντ από πρώτο χέρι". Μου έκλεισε το μάτι και τον κοίταξα έκπληκτη.
Προσθήκη της στιγμής; ρώτησα στο κεφάλι του.
Πλάκα δεν θα είχε; ανταπάντησε εκείνος.
Η γυναίκα έσυρε το χέρι της στο στομάχι μου. "Ω, τι ευχάριστο, μπράβο παιδιά μου, μπράβο! Με το καλό! Αν αποφασίσετε να πάρετε αυτό το σπίτι, σας διαβεβαιώ πως το παιδάκι σας θα μεγαλώσει πολύ όμορφα στην πόλη μας!"
"Πολύ πιθανό να καταλήξουμε εδώ" σχολίασε ο Κάρτερ και με βοήθησε να σηκωθώ. "Για την ώρα όμως πρέπει δυστυχώς να φύγουμε. Ευχαριστούμε πολύ που μας δείξατε το σπίτι".
"Παρακαλώ, παιδιά μου, να είστε καλά!" έκανε εκείνη και μας συνόδευσε ως την πόρτα. "Για οποιαδήποτε πληροφορία, μην διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε".
================*=================*=================*===============*===
Περπατούσα με τον Κάρτερ δίπλα μου, το χέρι του γύρω από τους ώμους μου. Για όποιον μας έβλεπε, ήμασταν απλά ο Σεμπάστιαν και η Τζέιντ. Φοιτητές, πρόσφατα αρραβωνιασμένοι και ακόμα πιο πρόσφατα με ένα αγέννητο παιδί.
"Πώς σου ήρθε αυτή η φαεινή ιδέα με το παιδί;" ρώτησα καθώς κοιτούσαμε τον χάρτη της πόλης ψάχνοντας το βιβλιοπωλείο.
"Απλώς μου ήρθε" είπε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους. "Θα είχε πλάκα".
Κοίταξα μπροστά μου. Ναι, είχε δίκιο, θα είχε πλάκα. Δεν ήξερα καν όμως αν μπορούσε να συμβεί με τους βρικόλακες. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό.
"Πες μου τί σκέφτεσαι" είπε ο Κάρτερ σταματώντας στη μέση μιας έρημης πλατείας.
"Δες μόνος σου" σχολίασα γελώντας.
"Ρέιβεν" έκανε σοβαρά.
"Σκέφτομαι ότι θα είχε πλάκα" απάντησα ειλικρινά. Το χαμόγελό του πλάτυνε. "Αλλά δεν έχω ιδέα αν είναι εφικτό".
"Μπορούμε να ρωτήσουμε" σχολίασε και συνέχισε να περπατάει με τον χάρτη παραμάσχαλα.
"Ναι, τον μπαμπά μου να ρωτήσεις, νομίζω είναι το καταλληλότερο άτομο να σου απαντήσει σε κάτι τέτοιο" έκανα καυστικά. Ο Κάρτερ με τράβηξε μπροστά του και δάγκωσε απαλά το αυτί μου.
"Μου φέρνεις αντίρρηση;" έκανε πονηρά.
"Ίσως" είπα δήθεν διστακτικά πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες μου.
"Εντάξει, Ρέιβεν..." έκανε σκεπτικός. Με φίλησε. "Υπομονή. Το βιβλιοπωλείο και τέλος για σήμερα".
Το βιβλιοπωλείο ήταν ένα μικρό μαγαζάκι φωλιασμένο λίγο πιο πέρα από την πλατεία και μέσα σε ένα στενάκι. Μόλις φτάσαμε απέξω, αναγνώρισα την αύρα κάποιου που είχα δει στο δάσος.
Κάρτερ, είναι εδώ κάποιος από αυτούς, του είπα νοητά.
Ηρεμία.
Και αν μπορεί να καταλάβει τί είμαστε;
Ξέχασες τις γητειές; Η Σκάι είναι αυθεντία σε γητειές παραμόρφωσης. Πιθανότατα κανείς δεν βλέπει μια μελαχρινή κούκλα και έναν γαλανομάτη ημίθεο.
Τον κοίταξα αυστηρά, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Έπρεπε να δράσουμε γρήγορα όμως, οι γητειές της Σκάι δεν θα κρατούσαν για πάντα.
"Καλησπέρα!" έκανε ο Κάρτερ και μπήκε στο βιβλιοπωλείο σέρνοντάς με από πίσω του.
"Καλησπέρα" απάντησε ο κύριος πίσω από τον γκισέ.
Ήταν ο κοντός, εκείνος που είχε μπει στο δάσος μαζί με τους άλλους.
Αυτός είναι, είπα στον Κάρτερ.
Το ξέρω. Τον ένιωσα σχεδόν. Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που με χτύπησαν, επίσης.
"Ονομάζομαι Σεμπάστιαν Ντότζερς και από εδώ η Τζέιντ Μόργκενστερν, η αρραβωνιαστικιά μου" έκανε ο Κάρτερ και άπλωσε το χέρι στον άντρα.
"Μάιλς Κίνγκσλι" είπε. "Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;"
"Ψάχνουμε για σπίτι στην περιοχή" ξεκίνησε ο Κάρτερ "και επειδή σπουδάζουμε ακόμα, θα θέλαμε να βεβαιωθούμε ότι υπάρχουν βιβλία σχετικά με τις σπουδές μας στο βιβλιοπωλείο. Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά;"
Ωραίος αυτοσχεδιασμός, Σεμπάστιαν, έκανα κοροϊδευτικά.
Με κάθε σχόλιο δεν θα σε αφήνω σε ησυχία μία ώρα. Έχεις ήδη δύο, σχολίασε κλείνοντάς μου το μάτι.
"Ναι, φυσικά. Τί βιβλία ψάχνετε;" ρώτησε ο Μάιλς και βγήκε από τον γκισέ.
Ο Κάρτερ με κοίταξε έκπληκτος.
"Ιστορία του θεάτρου και φωτογραφία" είπα σε μια έμπνευση της στιγμής. Φιου, φθηνά τη γλιτώσαμε.
Ο Μάιλς έγνεψε θετικά και μας οδήγησε στον πίσω διάδρομο. Προχωρούσε δίπλα στον Κάρτερ και μιλούσαν, έτσι μπόρεσα να μείνω λίγο πίσω. Πάνω στον γκισέ του υπήρχε ένα ανοιχτό τετράδιο. Το κοίταξα γρήγορα και εντόπισα δύο σελίδες με την ημερομηνία της επόμενης εβδομάδας. Χωρίς να το σκεφτώ, τις έσκισα και τις έχωσα στο μπουφάν.
"Τζέιντ!" άκουσα την μελωδική φωνή του Κάρτερ. "Πού είσαι;"
Άρπαξα ένα βιβλίο από το κοντινότερο ράφι για ξεκάρφωμα και ακολούθησα την αύρα του.
"Εδώ" είπα. "Με συγχωρείτε, ξέμεινα πίσω, μου τράβηξε την προσοχή αυτό".
"Α, ναι" έκανε ο Μάιλς. "Τα βιβλία μαγειρικής μας είναι μια σπουδαία σειρά!"
Διάνα, σκέφτηκα.
Όσο ψαχουλεύαμε δήθεν στα βιβλία που μας έδειξε ο Μάιλς, βρήκα την ευκαιρία να μιλήσω με τον Κάρτερ.
Βρήκα κάτι.
Τι;
Δύο χαρτιά. Έμοιαζαν με ημερολόγιο και έχουν γραμμένη ημερομηνία της επόμενης εβδομάδας. Τα πήρα.
Παρακινδυνευμένο, μικρή, αλλά μπράβο. Μαθαίνεις από τους καλύτερους. Εμένα, δηλαδή.
Του έβγαλα τη γλώσσα και συνέχισα να χαζεύω τα ράφια κάνοντας πως ψάχνω κάτι.
Ο Κάρτερ ήρθε πίσω μου και γλίστρησε καλλιτεχνικά το χέρι του στο σορτσάκι μου, κόβοντάς μου τα πόδια για μία στιγμή, που χρειάστηκε να πιαστώ από το ράφι για να μην σωριαστώ.
Μην με προκαλείς μπροστά σε κόσμο, μικρή, έστειλε στο κεφάλι μου και συνόδευσε την πονηρή σκέψη με μια τρυφερή χειρονομία στο μάγουλό μου. Έπειτα βρέθηκε ξανά δίπλα μου, χαζεύοντας ένα βιβλίο.
"Θα το αγοράσω αυτό" είπε δυνατά. "Βρήκες τί θέλεις;"
Τον κοίταξα ερωτηματικά. Στα κάνω δώρο, είπε χαμογελαστός.
Πήρα ένα βιβλίο φωτογραφίας που σκάλιζα τόση ώρα για το πως θα τραβήξεις τις τέλειες φωτογραφίες για τοπία και το βιβλίο μαγειρικής, απλώς επειδή το είχα χρησιμοποιήσει πριν για ξεκάρφωμα.
Πήραμε τα τρία βιβλία και τα πήγαμε μπροστά στο ταμείο, όπου ο Μάιλς διάβαζε εφημερίδα. Την άφησε στο πλάι και άρχισε να μας εξυπηρετεί.
"Κανένα κουτσομπολιό που θα πρέπει να ξέρουμε αν μείνουμε εδώ;" ρώτησε ο Κάρτερ με σαγηνευτική φωνή.
"Α, τα γνωστά" έκανε εκείνος. "Έχουμε την γυναίκα του φούρναρη που μεταδίδει τα περισσότερα κουτσομπολιά εδώ γύρω και έχουμε και το δικό μας στοιχειωμένο σπίτι".
Μας είπε φαντάσματα; έκανε ο Κάρτερ.
"Αγαπώ τα στοιχειωμένα σπίτια!" έκανα ενθουσιασμένη.
"Θα το λατρέψεις το δικό μας" είπε ο Μάιλς τσεκάροντας τα βιβλία. "Πολλά ακούγονται".
"Όπως;" ρώτησα εγώ.
"Ας πούμε πως ο θρύλος δεν μιλάει μόνο για φαντάσματα. Αλλά και για πολλά άλλα πλάσματα".
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top