Κεφάλαιο Οχτώ

Το επόμενο βράδυ, δεν μπορούσα να ησυχάσω.
Έκοβα βόλτες πάνω - κάτω στο δωμάτιο, προσπαθώντας να διώξω ένα περίεργο και καθόλου ευοίωνο συναίσθημα που είχε κατακαθίσει στο στήθος μου και δεν έλεγε να φύγει. Ο Κάρτερ από την άλλη, μάλλον είχε κέφια όπως και κάθε βράδυ. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και με κοιτούσε με ένα περίεργο ύφος, ακολουθώντας κάθε μου βήμα.
"Λίγο ακόμα και θα βγεις στο κάτω πάτωμα" σχολίασε.
"Είμαι ανήσυχη".
"Δεν το πιστεύω!"
Τον κατακεραύνωσα με το βλέμμα κι αμέσως το χαμόγελο χάθηκε.
"Γκρινιάρα" είπε πειρακτικά. "Έλα εδώ και πες μου τι έχεις. Ίσως μπορώ να βοηθήσω".
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν μπορούσα να αντισταθώ όταν μου μιλούσε τόσο γλυκά και ακόμα μια φορά αποφάσισα να υποκύψω. Ξάπλωσα δίπλα του, το κεφάλι μου στα γόνατά του, ενώ εκείνος είχε ανασηκωθεί και στήριζε την πλάτη του στα μαξιλάρια.
"Έχω κακό προαίσθημα. Βασικά..." Σταμάτησα, γιατί ένιωσα τα δάχτυλά του να παίζουν με μια μαύρη μπούκλα.
"Ναι;" με παρότρυνε.
"Όχι ακριβώς κακό προαίσθημα. Έχω απλώς μια αίσθηση, ότι θα συμβεί κάτι. Δεν είμαι σίγουρη αν είναι καλό ή κακό, αλλά για να με απασχολεί τόσο..."
"Μάλλον κακό θα είναι" συμπλήρωσε. "Θέλεις να το πούμε σε κάποιον; Ξέρεις, να έχουν το νου τους".
"Ναι, γιατί δίνουν όλοι βάση στα προαισθήματα" κορόιδεψα. "Για πλάσματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, είναι όλοι στο σόι μου απίστευτα ρεαλιστές".
Ο Κάρτερ γέλασε με την καρδιά του. "Ναι, αλλά αν επιμείνουμε και οι δύο;"
"Πιστεύεις θα τους πείσεις;" ρώτησα ανασηκώνοντας το φρύδι. Ο Κάρτερ με κοίταξε και έπειτα έσυρε το χέρι στην καρδιά του.
"Με πληγώνεις βαθύτατα, Ρέιβεν" έκανε θεατρινίστικα. "Δεν ξέρω αν θα το ξεπεράσω αυτό".
Να πάρει, είχε πάντα αυτή την ικανότητα να με κάνει να ξεχνιέμαι. Απορώ πως δεν το έβλεπα αυτό νωρίτερα. Βέβαια, αν το είχα δει, πιθανότατα δεν θα υπήρχε καν η βεντέτα Μπλακ - Κέιν και θα είχαμε γλιτώσει από το μεσοδιάστημα, αλλά έτσι, πιθανότατα δεν θα ξέραμε και τί φίδι κολοβό ήταν ο Μπρένταν.
Το κάθαρμα, ελπίζω να καίγεται στην κόλαση.
"Θα το ξεπεράσεις" είπα χαμογελαστή στον βρικόλακά μου έπειτα από λίγο.
"Δεν πίστευα ότι θα το έλεγα ποτέ αυτό, αλλά..." ξεκίνησε. "Αν μιλούσαμε στην Σκάι;"
"Ουάου, άρρωστος είσαι;" έκανα ευδιάθετα. "Την Σκάι; Εσύ δεν ήσουν που δεν την χώνευες;"
"Όταν νόμιζα πως ήταν μια αντιπαθέστατη σκύλα, που έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να σε στείλει στο πιο βαθύ καζάνι της Κολάσεως" είπε. "Τώρα έχω αρχίσει να την συμπαθώ. Είναι ήσυχη, δεν φέρνει αντιρρήσεις πλέον. Όχι σαν μια άλλη ψυχή, που άμα αρχίσει να μιλάει ξεχνάει να σταματήσει".
Όχι ότι μιλάω δα και τόσο πολύ, αλλά την έπιασα την μπηχτή. "Βγες μαζί της τότε" είπα γελώντας.
Τα χείλη του, αρχικά σουφρωμένα και έπειτα σχηματίζοντας ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, έπεσαν στην παλάμη μου.
"Είπαμε" ξεκίνησε εκείνος "μου αρέσουν τα δύσκολα".

=====================*===================*=====================*

Μία ή δύο ώρες αργότερα, είχαμε ήδη αποφασίσει ότι δεν έπρεπε να μιλήσουμε σε κανέναν και ειδικά μετά την κουβέντα με τον Κάρτερ, κατάλαβα ότι μπορεί και να γινόμουν υπερβολική, παρόλο που η ανησυχία δεν είχε φύγει ακόμα εντελώς. Παρόλα αυτά, ήμουν πλέον πιο ήσυχη με το κεφάλι μου στο κρύο μαξιλάρι, την Τζινξ και τον Γκάρφιλντ να νιαουρίζουν και τον Κάρτερ να διαλογίζεται. Έτσι έλεγε τις φάσεις που ήταν σχεδόν εξουθενωμένος και ντρεπόταν να το παραδεχτεί. Είχα τα μάτια μου κλειστά και ονειρευόμουν όνειρα με τις δικές μου προοπτικές, τις δικές μου επιθυμίες, όνειρα που έφτιαχνα εγώ. Αφού σαν βρικόλακας δεν είχα και πολλές πιθανότητες να ονειρευτώ, πέρα από τις πρώτες φορές που ήπια το αίμα του Κάρτερ καθώς και τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές, ήταν ό, τι πιο κοντινό είχα.
Είχα χαλαρώσει πλήρως όταν ο Κάρτερ άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του και τινάχτηκε όρθιος.
"Κάρτερ!" φώναξα ταραγμένη και έριξα το χέρι μου στο στήθος του. "Κάρτερ, τι συμβαίνει;"
Τα μάτια του πάγωσαν για μια στιγμή, έπειτα ξεκόλλησαν και κοίταξαν τα δικά μου.
"Δεν είμαστε μόνοι" είπε χαμηλόφωνα.


"Ελπίζω να είναι για καλό!" φώναξε εκνευρισμένη η Έμπονι μόλις βγήκε από το δωμάτιό της, τυλιγμένη σε ένα κατάλευκο φόρεμα.
"Για καλό και θα σε σηκώναμε τέτοια ώρα, Έμπι;" κορόιδεψε ο Κρις. Ήταν ο μόνος που είχε βγει στην πόρτα του πριν πλησιάσουμε εμείς. 
"Κάρτερ, δεν μας λες τι τρέχει;" ρώτησε η μητέρα μου, κοιτώντας αγχωμένη αριστερά και δεξιά της.
"Κάποιος είναι στο δάσος" είπε. Είχε - δόξα τω Θεώ - ρίξει μια μπλούζα πάνω του για να με γλιτώσει από το σοκ και φορούσε ένα απλό τζιν. "Μην ρωτήσετε πως το ξέρω" πρόσθεσε. "Απλώς το ξέρω. Ελάτε στα παράθυρα".
Σαν τσούρμο αλλαφιασμένων επιβατών πλοίου που βυθίζεται πήγαμε στο πίσω μέρος του Σάντοουφορτ Μουρ που έβλεπε στην καρδιά του δάσους. Τα αψιδωτά παράθυρα έδειχναν μόνο μια απέραντη μαυρίλα και για λίγο άρχισα να πιστεύω πως ο Κάρτερ είχε αρχίσει να τα χάνει μετά από πολλούς αιώνας απόλυτης λογικής.
Βέβαια, μετά είδα τους πυρσούς.
"Τί διάολο είναι αυτό;" έκανε ο Ντεβ σοκαρισμένος τρίβοντας τα μάτια του σε μια εντελώς ανθρώπινη κίνηση. 
Μπορούσα να δω τους πυρσούς να στέκονται καμαρωτοί μέσα σε ανθρώπινα χέρια. Μια σειρά ανθρώπων, περιμετρικά του Σάντοουφορτ Μουρ, να κρατάνε πυρσούς και να κοιτάζουν, θαρρείς, ακριβώς μέσα από τα παράθυρα, στο σημείο όπου στεκόμασταν. Βέβαια μετά κατάλαβα πως πιθανότατα με τόσο ελλειπή φωτισμό, δεν μας ξεχώριζαν καν. 
"Άνθρωποι" είπα σοκαρισμένη στη διαπίστωση. "Θεέ μου, είναι όντως άνθρωποι".
"Με φρικάρουν έτσι όπως στέκονται ακίνητοι" πρόσθεσε η Σκάι, αγκαλιάζοντας το κορμί της. Χωρίς να το σκεφτώ, έριξα το χέρι μου στον ώμο της. Εκείνη με αντάμειψε με ένα τρομαχτικό, αλλά ταυτόχρονα γλυκό χαμόγελο. Δεν είχα συνηθίσει να βλέπω την Σκάι τόσο ευάλωτη και μη εριστική, οπότε χρειάστηκε να της ρίξω ακόμα μια ματιά για να βεβαιωθώ ότι όντως ήταν η Σκάι. 
Το βλέμμα του Ντέβερελ έπεσε πάνω στον Κάρτερ και σε μια σιωπηλή συννενόηση με τα μάτια, κοίταξαν και οι δύο πάλι το τσούρμο έξω από το παράθυρο. Μπορεί να μπορούσα να διαβάσω τη σκέψη του, αλλά κάτι τέτοιες στιγμές που μοιραζόταν με τον Ντεβ, με έκαναν να ζηλεύω. Ήμασταν μαζί, ναι, δεν ήμουν όμως εγώ η καλύτερή του φίλη;
Όταν αποφάσισα πως παραλογιζόμουν, αν αναλογιστεί κανείς ότι είχαμε ένα τσούρμο τρελαμένα ανθρωπάκια έξω από το Σάντοουφορτ Μουρ, πήρα μια βαθιά ανάσα περισσότερο από συνήθεια και έριξα το κεφάλι μου στον ώμο του βρικόλακά μου, για να με ανταμείψει με ένα απαλό χάδι στο μάγουλο και έπειτα στο λαιμό μου.
"Θα την βρούμε την άκρη, μην ανησυχείτε" είπε ο Κάρτερ δυνατά, δεν ήμουν όμως χαζή. Τα λόγια του προορίζονταν για μένα.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top