Κεφάλαιο Είκοσι

                                           "Angel, don't you cry, I'll meet you on the other side..."
                                                                           Tokio Hotel - Phantomrider 


Ο Κάρτερ μπόρεσε και άνοιξε τη πύλη σε έναν τοίχο στο δίπλα έρημο κτίριο που ήταν μερικά χιλιόμετρα στα δυτικά του Σάντοουφορτ Μουρ. Μέχρι να φτάσουμε εκεί, ο Κρις είχε μια χαρακιά στο φρύδι, ο Ντέβερελ ήταν πιο λευκός και από χιόνι, η Σκάι έτρεμε. Μόνο ο Κάρτερ έδειχνε να έχει κέφι - και εκνευριζόμουν που δεν ήξερα από πού αντλούσε τη δύναμη να έχει κέφι. 
Μόλις περάσαμε στη Χώρα, ένιωσα τις δυνάμεις μου να εξελίσσονται. Η Χώρα ήταν το μοναδικό θετικά φορτισμένο μέρος του κόσμου μας όπου μπορούσαμε να ζήσουμε και από το οποίο μας είχαν διώξει οι Νεράιδες με το έτσι θέλω. 
Οι άνθρωποι όμως, για κάποιον λόγο που δεν είχα ακόμα καταλάβει, έμοιαζαν εξίσου ανανεωμένοι. 
Το ένστικτό μου φώναξε και πάλι, αλλά ήμουν πολύ κουφή για να το ακούσω.
Συνεχίσαμε να πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μέχρι τέλους, μέχρι που σε κάποιο σημείο, όταν αποφάσισα να τα παρατήσω και σωριάστηκα στο έδαφος. Ο Κάρτερ όμως ήταν εκεί, πάντα ήταν εκεί για μένα και πάντα έτοιμος να μπει μπροστά από οτιδήποτε για να με σώσει. 
Το μαχαίρι καρφώθηκε στη δική του πλάτη, ευτυχώς στη δεξιά μεριά. 
Έβγαλε μια σπαραξικάρδια κραυγή πόνου και με αγκάλιασε. Τον έριξα στο πλάι πέφτοντας με φόρα πάνω στον άντρα που τον τραυμάτισε και έχωσα τα δόντια μου στη σάρκα του. Έφτυσα, το αίμα του έκαψε το λαιμό μου. 
"Κανείς δεν αγγίζει τον Κάρτερ" είπα σοβαρά και πέταξα το κουφάρι του παράμερα. Έπιασα τον βρικόλακά μου από το χέρι και τον βοήθησα να σηκωθεί. 
"Άγγελέ μου" είπε γελώντας. 
"Ειρωνεία" σχολίασα. Αποκαλούσε άγγελο ένα πλάσμα του σκότους. 
"Σ' αγαπώ, Ρέιβεν" μου είπε. 
Τον φίλησα βιαστικά και ξαναρίχτηκα στη μάχη. 


Μετά από ένα μισάωρο όπου το πέρασα μειώνοντας τους αντιπάλους, βρέθηκα να ξαποστάσω κάτω από ένα δέντρο όπου είχε διαλέξει και ο Κάρτερ για να ξεκουραστεί. 
"Ρέιβεν, γύρνα σπίτι" μου είπε μόλις με είδε. 
"Ξέχνα το" του είπα και κοίταξα πίσω από τον ώμο μου. "Οι δικοί μας τα πάνε καλά". 
"Μην αλλάζεις θέμα και πήγαινε σπίτι". 
"Η πλάτη σου καλά;"
"Ρέιβεν!" μου φώναξε και με έπιασε από τους καρπούς. "Πήγαινε σπίτι". 
"Όχι". 
"Ξεροκέφαλη". 
"Έμαθα από τον καλύτερο". 
"Ρέιβεν μην με εκνευρίζεις. Είναι επικίνδυνο μέρος εδώ πέρα και δεν... δεν έχω καλό προαίσθημα. Φύγε". 
"Δεν σε αφήνω μόνο σου, που να χτυπάς τον-"
"Χιονάτη!" είπε αυστηρά. "Δεν θα το ξαναπώ". 
Αποκόπηκα από τη λαβή του και σηκώθηκα όρθια, παρακολουθώντας τον να κάνει το ίδιο.
"Δεν έχω να πάω πουθενά" επανέλαβα. 
"Ηλίθιο πλάσμα" έκανε ο Κάρτερ και με άρπαξε από τη μέση, φιλώντας με με πάθος που μου έκοψε τα πόδια. Τον έσπρωξα μακριά μόλις βρήκα την ανάσα μου. "Σ' αγαπώ μέχρι το τέλος, Ρέιβεν" μου είπε. 
"Βλάκα". Χωρίς άλλη κουβέντα,πήγα και πάλι στο πεδίο της μάχης. 

Οι αντίπαλοι είχαν τώρα αρχίσει να μειώνονται αισθητά και σε όλη τη Χώρα κείτονταν πτώματα. Μου έκανε εντύπωση που οι Νεράιδες δεν είχαν επενέβη ακόμα αλλά δεν μπορούσα παρά να είμαι ευγνώμων που κανείς δεν είχε ρίξει τη ζυγαριά προς το μέρος των ανθρώπων. Όλη την ώρα και δεν είχα δει κανένα πράσινο ανθρωπάκι. 
Και καλά, δεν περίμενα τη Βασίλισσα, εξάλλου ακόμα τα ίχνη της ήταν κάπου χαμένα, αλλά ούτε ένας από τους ακολούθους της; Ούτε ένας; 
Μήπως είχε γίνει κάτι άλλο;
Μήπως κάτι που έμοιαζε έτσι αλλά ήταν αλλιώς;
Το ένστικτό μου με τσίγκλησε για τρίτη φορά. 
Πέταξα ένα μαχαίρι στην γυναίκα που με κυνηγούσε και έπειτα σκαρφάλωσα με μεγάλη ευκολία σε ένα δέντρο, καθώς έβλεπα ακριβώς από κάτω μου, εκείνον που είχε πετάξει το βέλος στον Κάρτερ. 
"Πες αντίο" ψέλλισα και μόλις έφτασε κάτω από το κλαδί όπου στεκόμουν, έπεσα πάνω του και τον δάγκωσα πριν αντιδράσει. Η φωνή του μου τρύπησε τα τύμπανα αλλά έπνιξα την κραυγή του με το χέρι μου και έπειτα τον έριξα κάτω. Ήταν ο μοναδικός φόνος που ήθελα να ζήσω με όλο μου το είναι. Εκείνος κράτησε τα δάχτυλά του στην πληγή και με κοίταξε. Έσκυψα από πάνω του και του ψιθύρισα στο αυτί: "Για να μάθεις να δηλητηριάζεις το φίλο μου". Του χαμογέλασα και χάρηκα όταν το δικό μου χαμόγελο θα ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε πριν χαθεί από τον κόσμο. 

Μετά από αυτό το περιστατικό, ρίχτηκα στη μάχη με πολύ μεγαλύτερη όρεξη από ότι πριν. Οι γονείς μου τα είχαν βάλει με δύο ανθρώπους, ο Κρις προστάτευε τη Σκάι από ένας που της είχε γίνει στενός κορσές, ο Ντέβερελ είχε μουρλαθεί στο να πετάει δηλητηριασμένα βέλη στο κόσμο, η Έμπονι έκανε πιρουέτες στον αέρα ρίχνοντας κάτω σωρούς από πτώματα και ο Κάρτερ... ο Κάρτερ είχε πλήρως κατανοήσει το πόσο υπέροχος ήταν στα πάντα και έκανε επίδειξη, σε ένα ύψωμα πράσινης γης κοντά στην Αψίδα. 
Το στομάχι μου σφίχτηκε για μια στιγμή, αλλά ένας πόνος στη μέση με επανέφερε στην πραγματικότητα. Κλότσησα μακριά τον διώκτη μου και έπειτα έπεσα πάνω του και τον έβγαλα από τη μέση. Στάθηκα για μερικά δευτερόλεπτα για να "θαυμάσω" το έργο μου όταν άκουσα τον Κάρτερ να με προειδοποιεί. 
"Ρέιβεν, πίσω σου!" 
Γύρισα και έκοψα το λαιμό ... μιας Νεράιδας. 
Έκανα λάθος τελικά. 
Οι Νεράιδες διάλεξαν την καλύτερη στιγμή για να επιτεθούν. 
Πάνω που αρχίζαμε να κερδίζουμε έδαφος. Η Νεράιδα έπεσε κάτω και έμεινε ακίνητη. Έστρεψα το κεφάλι μου προς την μεριά του Κάρτερ, για να τον ευχαριστήσω που μου έσωσε τη ζωή και τον βρήκα να με κοιτάζει ταραγμένος για να δει αν τα κατάφερα. Του χαμογέλασα και κράτησα για μερικά δευτερόλεπτα το βλέμμα μου πάνω του, σαν να έπρεπε να δω αυτό που θα ερχόταν. Μόνο μερικά δευτερόλεπτα πριν ένα πιστό ξωτικό της Βασίλισσας που μας είχε υποδεχτεί στην πρώτη μας επίσκεψη εδώ τον σπρώξει, δευτερόλεπτα πριν ο Κάρτερ, ο δικός μου Κάρτερ, χάσει την ισορροπία του και περάσει μέσα από την Αψίδα των Φτερών.  


Τον είδα γιατί έτρεξα φοβισμένη προς το μέρος του προσπαθώντας να με βγάλω λάθος και να δω ότι δεν είχε όντως περάσει μέσα από την Αψίδα. Ο Κάρτερ κειτόταν στο έδαφος από την άλλη μεριά και είχε τα μάτια κλειστά. Τα ρούχα του γεμάτα αίμα, όχι δικό του, έμοιαζαν φυσιολογικά, όπως και πριν. Και εκείνος έμοιαζε φυσιολογικός.
Ήταν φυσιολογικός, σωστά;
Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Το ξωτικό που τον είχε σπρώξει στεκόταν από την άλλη μεριά της Αψίδας και γελούσε. Το χαμόγελό του πάγωσε στα χείλη, καθώς το βέλος του Ντεβ διαπέρασε το στήθος του. 
Γονάτισα πλάι στον Κάρτερ την ώρα που άνοιξε και γούρλωσε τα μάτια του. Όλα συνέβαιναν σαν σε αργή κίνηση. 
"Κάρτερ..." έκανα διστακτικά, περιμένοντας να τον δω να γελάει και να αρπάζει το χέρι μου για να σηκωθεί όρθιος. 
Ο Κάρτερ μου όμως τινάχτηκε μακριά μου προς τα πίσω, κρατώντας το βλέμμα του κλειδωμένο στο δικό μου, ανασαίνοντας τρομαγμένος. 
Όλα είχαν αλλάξει. 
"Κάρτερ..." είπα και πάλι. 
"Ποιά είσαι;" φώναξε σηκώνοντας το χέρι. "Μείνε μακριά μου!" Ο Κάρτερ σύρθηκε μακριά μου. 
Ο Ντέβερελ κοιτούσε παγωμένος σαν νεκρός. Η μάχη είχε σταματήσει, ο Κρις διέλυσε εκείνη τη στιγμή τους τελευταίους ανθρώπους. Και όλοι κοίταζαν τον Κάρτερ. Η Σκάι κάλυψε το στόμα με το χέρι της. Ο Βλάντιμιρ κοιτούσε κατάματα το γιο που έχασε, για πρώτη φορά, χωρίς να μπορεί να βγάλει μιλιά. 
Κάθισα κάτω, νιώθοντας κάτι να στάζει στα μάγουλά μου.
Δάκρυα. 
"Κάρτερ..." είπα απαλά, σαν νανούρισμα. Ο Κάρτερ τραβήχτηκε μακριά μου κουνώντας το κεφάλι σε άρνηση. "Εγώ είμαι" είπα. 
"Κέινι" έκανε ο Ντέβερελ κλαίγοντας. "Κόψε τις μαλακίες, Κέινι". 
Η μητέρα μου με κοιτούσε σοκαρισμένη, ο πατέρας μου το ίδιο και ο Κρις υποβάσταζε την Σκάι. Ο Κρις, ο γίγαντας που τρόμαζε τον κόσμο, είχε, για πρώτη φορά στη ζωή του, λυγίσει. 
"Μείνετε μακριά μου!" φώναξε ο Κάρτερ, υπό το άγρυπνο βλέμμα των Νεράιδων. Γελούσαν. 
Τα καταραμένα πλάσματα γελούσαν. 
"Ποιοί είστε; Δεν σας ξέρω!" 
"Γλυκέ μου" έκανα ανάμεσα στα αναφιλητά μου και τον πλησίασα, απλά για να κολλήσει ένα μαχαίρι στο λαιμό μου. 
"Μακριά" απείλησε. 
"Θα σε σκοτώσει!" μου φώναξε ο Ντεβ και έκανε να με πλησιάσει. 
"Όχι!" φώναξα με όλη μου τη δύναμη, που ακόμα και ο Κάρτερ ταρακουνήθηκε. "Όχι... Κάρτερ... μην μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ, μη... εγώ είμαι". 
Το μαχαίρι του Κάρτερ κατέβηκε και έπειτα το έριξε.
"Δεν σε ξέρω". 
"Με ξέρεις" επέμεινα και του άρπαξα το χέρι. "Με ξέρεις, να πάρει, καλύτερα από τον καθένα! Είμαι η Ρέιβεν, γαμώτο, η Ρέιβεν! Σ' αγαπώ Κάρτερ!"
Ο βρικόλακάς μου τραβήχτηκε μακριά και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. "Όχι" είπε. "Άσε με ήσυχο! Δεν σε γνωρίζω!"
Τινάχτηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει. 
Στην καρδιά του δάσους. 
Μακριά μου.
Ο Κάρτερ με είχε ξεχάσει. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top