Κεφάλαιο Δώδεκα
"Τί σας είπε;" ρώτησε ο πατέρας μου μόλις γυρίσαμε σπίτι.
"Πρέπει να μιλήσει λέει μαζί σας" έκανε ο Κάρτερ γελώντας. "Και μετά θα μας φέρει σε επαφή. Μας είπε και για τα φαντάσματα, αλλά από όσο έψαξα στο κεφάλι του, δεν ήξερε απολύτως τίποτα. Ό, τι και να ξέρουν οι κάτοικοι, δεν του το έχουν εμπιστευτεί".
"Για ξαναπείτε μου, πώς διάολο σας μπήκε η ιδέα ότι έχει σχέση με τους τύπους που μας παρακολουθούν;" ρώτησε ο Ντεβ, κρατώντας τον Γκάρφιλντ στην αγκαλιά του.
"Πού είναι η Τζινξ;" ρώτησα.
"Πάνω, με τη μαμά στο δωμάτιό σου. Ψάχνουν ένα από τα μωρά. Θα μου πείτε τώρα;"
"Ο Κινγκ έκανε τα εγκαίνια του πολιτιστικού κέντρου της πόλης, Ντέβι" έκανε ο Κάρτερ και με έπιασε από τη μέση. "Ο πατέρας του πατέρα του σχεδόν έχτισε κάθε σπίτι με τα λεφτά του. Οι κάτοικοι τον έχουν σαν θεό".
"Μην με λες Ντέβι, κοντοστούπη".
"Καλά. Δεν έχω όρεξη να τσακωθούμε σήμερα, εξάλλου η Ρέιβεν έχει και να με σφάξει. Δεν θέλω να την καθυστερώ".
"Τί πράγμα;" ρώτησε ο πατέρας μου.
"Τίποτα" έκανα απότομα.
"Η γραμματέας του Κινγκ με ζαχάρωνε" έκανε ο Κάρτερ.
"Κάρτερ, πάμε να σε σφάξω τώρα;" είπα ειρωνικά και τον τράβηξα πίσω μου. "Θα είμαστε στο δωμάτιό μου".
Η μητέρα μου βγήκε από το δωμάτιο με την Τζινξ και ένα καλάθι με τα τρία μωρά της και μας άφησε μόνους, κλείνοντάς μου το μάτι.
"Αυτάαα" έκανε ο Κάρτερ τραγουδιστά και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
"Άσε το χαζοχαρούμενο ύφος, Κάρτερ. Η τύπισσα λίγο ακόμα και θα στην έπεφτε".
"Και φταίω εγώ που με θέλουν όλες;"
"Κάρτερ!"
"Χαζή" είπε τρυφερά και με πλησίασε, βάζοντας τα χέρια του στους ώμους μου. "Δεν ξέρεις ότι έχω μάτια μόνο για σένα, βρε ηλίθιο πλάσμα;"
"Δεν βλάπτει να μου το λες που και που" σχολίασα παραπονεμένα, σέρνοντας το χέρι μου στο στήθος του.
"Και να στο δείχνω" πρόσθεσε. Τα χείλη του έπεσαν στο λαιμό μου και με δάγκωσε απαλά. "Θες ακόμα να με σφάξεις;" ρώτησε χαμηλόφωνα.
Δεν ήθελα.
"Ρέιβεν;"
Η φωνή του Κάρτερ ακούστηκε απαλή, αισθησιακή και την ένιωσα στον ώμο μου. "Μμμ;"
"Θέλεις να μου μιλήσεις για... εκείνον;"
Εκείνον;
"Ποιόν;" ρώτησα και ανασηκώθηκα. Καλύφθηκα με ένα σεντόνι και ξάπλωσα στα δεξιά μου, με το βλέμμα μου πάνω στον Κάρτερ που κοιτούσε ευθεία μπροστά, με το σεντόνι να τον καλύπτει μόνο μέχρι τη μέση. Το λευκό του δέρμα φώτιζε σχεδόν στο σκοτεινό δωμάτιο.
"Εκείνον" επέμεινε. "Τον... Ντάνιελ, τον έλεγαν, ε;"
Συγκέντρωσα το βλέμμα μου πάνω του προκαλώντας τον να με κοιτάξει μα δεν το έκανε. Τί τον έπιασε ξαφνικά; Ο Ντάνιελ υπήρξε μέρος της ζωής μου πολλούς αιώνες πριν, όσο ήμουν ακόμα άνθρωπος. Πριν γνωρίσω τον Κάρτερ. Πριν με αλλάξει.
"Γιατί θέλεις να μάθεις για εκείνον;" ρώτησα.
"Δεν θέλεις να μου πεις;" έκανε ο Κάρτερ και τότε με κοίταξε.
Αναστέναξα. "Δεν έχω και πολλά να σου πω, Κάρτερ" απάντησα. "Δεν τον θυμάμαι καν πολύ καθαρά. Μόνο γενικές λεπτομέρειες. Ήταν ξανθός, θυμάμαι και τα μάτια του μάλλον πράσινα, αλλά δεν είμαι και σίγουρη".
"Δεν με νοιάζει η εξωτερική του εμφάνιση, Ρέιβεν" είπε. "Εξάλλου την θυμάμαι καλύτερα από σένα. Σου είχα πει πως σας είχα δει πριν σου επιτεθώ".
"Τί θέλεις να μάθεις τότε;"
Ο Κάρτερ δίστασε μια στιγμή και έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα. "Ήσουν ευτυχισμένη; Μαζί του, εννοώ".
Ανασηκώθηκα και έμπλεξα το δεξί μου χέρι με το δικό του, ενώ με το αριστερό μου έφτιαχνα σχέδια στο γυμνό του στήθος.
"Και μην μου κάνεις νάζια" είπε χαμογελαστός. "Δεν θα πιάσουν αυτή τη φορά. Θέλω πραγματικά να μάθω".
"Δεν σου κάνω νάζια, Κάρτερ" είπα και έριξα το χέρι μου στο δέρμα του. "Και για να σου απαντήσω, υποθέτω πως θα ήμουν καλά για να είμαι μαζί του. Αλλιώς δεν θα ήμουν".
"Μην απαντάς έτσι με σκοπό να μου την πεις" είπε και χαμογέλασε συγκρατημένα. Με κοίταξε. "Ναι, σε ξέρω καλύτερα από όσο φαντάζεσαι. Τα πήρες που είπα ότι μου κάνεις νάζια και θέλεις να μου την πεις λιγάκι. Σε λίγο θα μου πεις ότι θυμάσαι λεπτομέρειες, ο τρόπος που σου μιλούσε, ο τρόπος που σε άγγιζε, ο τρόπος που σου έκανε έρωτα..."
"Φτάνει, Κάρτερ" είπα και σηκώθηκα από πλάι του. Έδεσα το σεντόνι γύρω μου φτιάχνοντας ένα αυτοσχέδιο φόρεμα και τον κοίταξα, θαυμάζοντας κάθε γραμμή του κορμιού του, κάθε μυ του σώματός του στο φως του ήλιου που έδυε. "Γίνεσαι... παρανοϊκός".
"Απάντησέ μου" είπε. "Και ξέχνα το ότι σε εκνεύρισα. Θέλω την αλήθεια. Ήσουν ευτυχισμένη μαζί του; Τον θυμάσαι;"
"Κάρτερ, για όνομα του Θεού!" ξέσπασα. "Μιλάμε για προπολεμικές εποχές, το καταλαβαίνεις; Στην πιο extreme βραδιά μας μου κράτησε το χέρι στο δρόμο για το σπίτι!"
Το βλέμμα του βρικόλακά μου με βρήκε και έμεινε πάνω μου. Δεν μίλησε, ωστόσο έβλεπα πως τα μάτια του με παρότρυναν να συνεχίσω.
"Ναι, αλήθεια σου λέω" είπα. "Ήμουν όσο ευτυχισμένη μπορούσα να είμαι, ναι, γιατί δεν είχα δει τα καλύτερα. Δεν είχα βρει έναν άνθρωπο - ας πούμε, άνθρωπο - να με καταλαβαίνει, να είναι ο καλύτερός μου φίλος και πολλά περισσότερα ακόμα. Ήμουν ευτυχισμένη με αυτά που είχα και μου αρκούσαν, γιατί δεν είχα δει το περισσότερο, το καλύτερο. Δεν είχα δει εσένα". Ο Κάρτερ με κοιτούσε σοβαρός όσο μιλούσα, το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σιωπηλά και τα μαλλιά του ατημέλητα. "Σε κάλυψα, ή μήπως θέλεις να σου υπογράψω τίποτα;" έκανα ειρωνικά.
Ο Κάρτερ σηκώθηκε και με πλησίασε με βήμα αργό και μετρημένο. Τύλιξε τα χέρια του γύρω μου.
"Να μου υπογράψεις... όχι" είπε και με φίλησε.
Το βράδυ, οι φιγούρες είχαν κυκλώσει σχεδόν το Σάντοουφορτ Μουρ. Από ένα σημείο και μετά, είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι θα έμεναν και την ημέρα και δεν θα μπορούσαμε να βγούμε από το σπίτι. Μόλις όμως ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του πίσω από τα σύννεφα στον ορίζοντα, οι φιγούρες έπαιρναν σιγά - σιγά τον δρόμο της επιστροφής προς την πόλη, αφήνοντας το Σάντοουφορτ Μουρ μόνο με τα φαντάσματά του.
Βέβαια, αυτή τη φορά είχαν έρθει πιο καλά οργανωμένοι. Κρατούσαν και μη αγροτικά όπλα, από τσουγκράνες μέχρι καραμπίνες και πιστόλια και τα είχαν όλα πάνω τους, λες και πήγαιναν στον πόλεμο. Ο Κάρτερ τους κοίταξε, έπειτα κοίταξε εμένα και με αγκάλιασε προστατευτικά.
"Δεν μπορούν να μπουν μέσα, Ρέιβεν" είπε. "Εξάλλου, είναι απλά άνθρωποι".
Τον κοίταξα και χαμογέλασα, παρόλο που δεν πίστευα καν ότι πίστευε αυτά που έλεγε. Δεν ήταν σίγουρος, απλώς δεν ήθελε να μου το δείξει. Τον αγκάλιασα σφιχτά και έριξα το κεφάλι μου στο στήθος του και τα χέρια στην μέση του. Το δέρμα του ήταν δροσερό, όπως πάντα, παρόλα αυτά ένιωθα να εκπέμπει μια θέρμη.
Ίσως να ήταν η ιδέα μου.
Ίσως να ήταν η ιδέα μου και το γεγονός ότι η τελευταία φιγούρα που έφυγε με την ανατολή του ήλιο από το Σάντοουφορτ Μουρ, με κοίταξε κατάματα.
=================*=================*===================*==================*
Πήγα για κυνήγι με τον Κάρτερ την επόμενη μέρα, εξαιρετικά προσεκτικοί. Γνωρίζαμε ήδη ότι ίσως να βρίσκαμε τυχαία κάποιους ανθρώπους στο δρόμο, αλλά δεν μπορούσαμε να το αναβάλλουμε άλλο. Τώρα με την κατάσταση σε συναγερμό, δεν είχαμε και το περιθώριο να τρεφόμαστε ο ένας από τον άλλον. Ποτέ δεν ξέραμε πότε θα χρειαζόμασταν όλες μας τις δυνάμεις. Ο Κάρτερ επέμενε ότι ήταν μια χαρά και δυνατός σαν ταύρος και σχεδόν με παρενοχλούσε για να τραφώ από εκείνον, αλλά δεν είχα σκοπό να ενδώσω, ακόμα και όταν φρόντιζε να ξεγυμνώνει τον λαιμό του με την παραμικρή ευκαιρία για να με δελεάσει.
Τίποτα αξιοσημείωτο δεν έγινε στο κυνήγι, έτσι χωρίς απρόοπτα και χορτασμένοι, γυρίσαμε στο Σάντοουφορτ Μουρ.
Το απρόοπτο ήρθε μόλις μπήκαμε στο κτίριο, βέβαια. Ο Βλαντ και ο πατέρας μου είχαν την φαεινή ιδέα να ανακαλύψουμε ταυτόχρονα τί συνέβαινε και με την Βασίλισσα, λες και δεν είχαμε ήδη πολλά στο κεφάλι μας. Έστειλαν εμένα, τον Κάρτερ και τον Ντεβ να ετοιμαστούμε και μας ορμήνεψαν να ξεκινήσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα για την Χώρα των Νεράιδων.
Και ξεκινήσαμε και φτάσαμε. Ο Κάρτερ και ο Ντεβ μάλωναν σε όλον τον δρόμο, εγώ κοιτούσα αριστερά και δεξιά περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δω τις φιγούρες με τα όπλα να μας κυκλώνουν, αλλά φτάσαμε στην Χώρα των Νεράιδων χωρίς πολλά προβλήματα.
Ο Κάρτερ έμπλεξε τα δάχτυλά του στα δικά μου και περπατήσαμε μέσα στο μυρωδάτο λιβάδι.
Ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόμουν εκεί και είχα ένα περίεργο προαίσθημα.
Όλα έμοιαζαν πολύ όμορφα, πολύ γαλήνια για να είναι πατρίδα ενός απαίσιου πλάσματος όπως η Βασίλισσα των Νεράιδων.
"Τί έχεις;" με ρώτησε ο Κάρτερ.
"Τίποτα" είπα.
"Ρέιβεν, μην με δουλεύεις. Σε ξέρω πολύ καλά. Τί τρέχει;"
"Άσχημο προαίσθημα" είπα. "Δεν μου αρέσει η Χώρα".
"Σε κανέναν μας" είπε και με φίλησε στο μέτωπο. "Θα νιώσεις καλύτερα όταν πάμε σπίτι" πρόσθεσε πονηρά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top