Κεφάλαιο Δεκατέσσερα

"Λοιπόν...." ξεκίνησε ο Κάρτερ καθώς μπαίναμε στο δωμάτιό μου. "Μόνοι μας είμαστε έτσι; Καλά είδα; Οι γονείς σου είναι με τον πατέρα μου;"
"Ναι" απάντησα κοφτά. Δεν είχα καμία απολύτως όρεξη για γλύκες και τα συναφή, μέχρι να μάθω τί διάολο έκανε στη Χώρα των Νεράιδων. Την μία φορά ήταν με τον Ντεβ εκεί, οπότε βασιζόμουν στο γεγονός ότι ο υπερπροστατευτικός μου αδερφός είχε το νου του, αλλά την άλλη; Μπας και είχε καμία Νεράιδα να του κρατάει συντροφιά; Θεέ μου, αυτή η σκέψη δεν αντεχόταν!
Σημείωσα στο μυαλό μου ακόμα έναν λόγο για να εκδικηθώ αυτά τα ανήθικα πλάσματα. 
Το πιο έξυπνο πράγμα που είπε ποτέ ανθρώπινο ον, είναι πως η αγάπη είναι το δυσκολότερο συναίσθημα. Είχε απόλυτο δίκιο.
Τα χείλη του Κάρτερ έπεσαν στο αυτί μου.
"Πιάνεις το ύφος μου, ή θα χρειαστεί να σου... δείξω τι εννοώ;"
Αντιστάθηκα στον - ομολογουμένως - τεράστιο πειρασμό και είπα "Αν μου δείξεις, να έχεις στο μυαλό σου ότι μπορεί να κόψω οτιδήποτε εξέχει".
Ο Κάρτερ πάγωσε κυριολεκτικά στη θέση του.
"Ρέιβεν;" είπε και με γύρισε ώστε να τον κοιτάζω. "Τί έχεις;"
"Τίποτα" έκανα αδιάφορα και πήγα πίσω από το παραβάν, λύνοντας τον κορσέ μου.
"Αυτό δεν είναι τίποτα, Ρέιβεν. Λέγε μου τί πρόβλημα έχεις".
"Σου είπα τίποτα. Εσύ έχεις, μάλλον".
"Εγώ; Δεν έχω πρόβλημα εγώ. Τί έχω;" Το βλέμμα του έμοιαζε πραγματικά ανήξερο.
"Ξέρω κι εγώ; Καμία Νεραιδούλα φιλενάδα που σου κάνει κόνξες;"
Το βλέμμα του έδειξε πρώτα έκπληξη, έπειτα σοκ, μετά θυμό και έπειτα... χαμογέλασε πονηρά.
"Ζηλεύεις" είπε απλά και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
"Κάρτερ, αν θέλεις να ζήσεις για να δεις την Δευτέρα Παρουσία, καλύτερα να βγεις από το δωμάτιο τώρα και να ξαναέρθεις όταν έχω ηρεμήσει".
"Και να χάσω το θέαμα που προσφέρεις όταν είσαι έξαλλη; Ρέιβεν, για πόσο ηλίθιο με περνάς;"
Με εκνεύριζε όσο δεν πάει. Για μια στιγμή, θυμήθηκα για ποιόν λόγο δεν τον άντεχα πριν... πριν καταλήξουμε μαζί. Και κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς αγαπούσα σε εκείνον. Με τον Κάρτερ, ήταν σίγουρο πως πάντα θα υπήρχε κάτι ενδιαφέρον. Ακόμα και οι καυγάδες του ήταν γεμάτοι ενδιαφέρον. Όσο και να μου έσπαγε τα νεύρα.
"Εσύ με περνάς για ηλίθια!" ξέσπασα και βγήκα από το παραβάν, έχοντας μόνο ένα απαλό νυχτικό πάνω μου. "Φύγε σε παρακαλώ, εκτός αν έχεις σκοπό να μου πεις πότε και για ποιόν λόγο βρέθηκες με τις Νεράιδες".
"Αν ο λόγος μου είναι ικανοποιητικός, μπορώ να σου ζητήσω να ξεφορτωθείς το νυχτικό;" σχολίασε πονηρά, κοιτάζοντάς με από την κορυφή ως τα νύχια. Τινάχτηκα ως το κρεβάτι και τον πλησίασα, αγγίζοντας την μύτη μου στην δική του.
"Προκλήσεις τέτοιου είδους δεν πρόκειται να σε σώσουν τώρα, Κάρτερ".
"Να πάρει, Ρέιβεν" έκανε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. "Είσαι απίστευτη όταν θυμώνεις".
Πριν απομακρυνθώ, νιώθοντας έτοιμη να τσιρίξω από τα νεύρα, ο Κάρτερ έπεσε πάνω μου και κάρφωσε τα χέρια μου με τα δικά του πάνω από το κεφάλι μου. Εγκλώβισε τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά του και όσο και να πάλεψα, ήταν μάταιο. Ήταν ανέκαθεν πιο δυνατός από εμένα.
"Τώρα μάλιστα" είπε. "Έτσι μου αρέσει καλύτερα. Θα πάψεις να φέρεσαι σαν υστερική;"
"Αν πάψεις να φέρεσαι σαν κόπανος και μου απαντήσεις σε αυτό που σε ρώτησα" απάντησα.
"Πρώτον, Κόπανος είναι το μεσαίο μου όνομα, Ρέιβεν. Νόμιζα το ήξερες, εσύ η ίδια με έλεγες έτσι. Δεύτερον, στη Χώρα των Νεράιδων είχα πάει με τον Ντεβ, πριν γνωρίσω εσένα. Ο αδερφός σου είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα με μια Νεραιδούλα και με έσερνε να τους κρατάω το φανάρι και να προσέχω μην την πάρουν χαμπάρι τα ξωτικά. Βέβαια το πράγμα στράβωσε και η μικρή κατέληξε με το κεφάλι κομμένο και τα φτερά της πετάχτηκαν στη θάλασσα πίσω από το Παλάτι, σαν ένδειξη προδοσίας και μπλα μπλα μπλα. Σίγουρα στα έχει πει ο Ντεβ" έκανε κουνώντας το κεφάλι.
Δεν μου τα είχε πει. Ο Ντεβ είχε αναφέρει το όνομα μιας κοπελίτσας. Ντόνικα την λέγανε, αλλά δεν μου είχε δώσει ποτέ λεπτομέρειες. Ήξερα πως το όλο πράγμα είχε λήξει άδοξα και δεν ρώτησα ποτέ περισσότερα. Βέβαια, με τον Κάρτερ από πάνω μου, το πικάντικο βλέμμα του να με γυροφέρνει και τα χείλη του τόσο κοντά στα δικά μου, η ερωτική ζωή του Ντεβ περνούσε σε δεύτερη μοίρα.
"Πήγες και δεύτερη φορά στη Χώρα, Κάρτερ" είπα, ευχόμενη να μην το μετανιώσω. "Γιατί;"
Σφράγισε τα χείλη μου με τα δικά του και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, ούτε όταν δοκίμασα να τον δαγκώσω. Ένας ήχος απόλαυσης βγήκε από το στόμα του, η γλώσσα του όρμησε στο δικό μου και έπειτα από λίγο απομακρύνθηκε, δαγκώνοντας απαλά το κάτω χείλος μου.
"Δεν γλυτώνεις με τέτοια κόλπα, Κάρτερ" είπα θυμωμένα.
"Για όνομα του Θεού, Ρέιβεν!" ξέσπασε. "Εσένα έψαχνα, να πάρει η ευχή, εσένα!" Τινάχτηκε από πάνω μου και πετάχτηκε στο παράθυρο, ακουμπώντας τα χέρια στο περβάζι. "Ήταν λίγος καιρός αφού σε είχα αλλάξει. Ο Ντέβερελ είχε πάρει εσένα και την μητέρα σου μακριά από την πόλη και όλοι σου οι φίλοι ήταν νεκροί και άρα ανίκανοι να μου δώσουν πληροφορίες για το πού ήσουν. Ταξίδευα μέρα και νύχτα μόλις άφησα την ομάδα των άλλων βρικολάκων για να σε βρω και έπεφτα μόνο πάνω σε πλάσματα του υποκόσμου που είχαν σκοπό να χαλάσουν τα λεφτά μου δίνοντάς μου άχρηστες πληροφορίες. Περπάτησα με τα πόδια από το Βερολίνο στο Παρίσι, ψάχνοντάς σε, Ρέιβεν απλά επειδή ένας περιπλανώμενος που είχα δει μου είπε πως σε ήξερε και γνώριζε πού ήσουν. Ασφαλώς και ήταν ψέματα, είχε απλά λιμπιστεί τα λεφτά που του πρόσφερα. Τέλος πάντων, μετά έπρεπε να επιστρέψω στο Βερολίνο... όπως και να έχει, τα ταξίδια αυτά δεν παίζουν ρόλο, μιας και μόνο μου σκοπό είχα να σε βρω. Δεν αντάλλαξα κουβέντα με άλλον οργανισμό, ζωντανό ή νεκρό για πολλούς αιώνες όσο σε έψαχνα, μέχρι που άκουσα μια φήμη για την Βασίλισσα των Νεράιδων. Η φήμη έλεγε πως τα πέρα δώθε οποιουδήποτε πλάσματος στον κόσμο των ανθρώπων καταγραφόταν από κατασκόπους της Βασίλισσας με σκοπό να αποφύγει να την ρίξουν από τον θρόνο. Έτσι, πήγα στην Χώρα για να την βρω και να την πείσω να μου δώσει πληροφορίες για εσένα.
Μου ζήτησε πολλά και απαίσια πράματα, Ρέιβεν, αλλά δεν υπέκυψα. Στο τέλος της προσέφερα αυτό που ήξερα ότι αποκλείεται να αρνηθεί. Σε ένα από τα ταξίδια μου, εξασφάλισα ένα πανίσχυρο μενταγιόν που είναι ικανό να προβλέπει τον θάνατο του ιδιοκτήτη. Η ματαιότητα της Βασίλισσας την έκανε να το θέλει κολασμένα και όταν της είπα πως το έχω, ορκίστηκε με ιερό όρκο να μου πει πού ήσουν, αν της έδινα το μενταγιόν. Πρέπει να καταλάβεις, ότι θα έδινα ό, τι και να μου ζητούσε, Ρέιβεν. Και της το έδωσα. Δεν έχω ιδέα τί διάολο το έκανε και δεν με ενδιαφέρει. Το θέμα μου ήταν πως με κράτησε έξι μήνες στη Χώρα, φυλακισμένο μέχρι να με πείσει είτε να ενδώσω στα παρακάλια της, είτε να της δώσω το μενταγιόν. Μόλις το έδωσα, μου είπε πού ήσουν αλλά δεν με άφησε ελεύθερο. Πάλι καλά που ήμουν από τότε έξυπνος και το έσκασα μόνος μου. Όσο καιρό έμεινα φυλακισμένος, δεν είχα τί να κάνω πέρα από το να σε σκέφτομαι και να διαβάζω. Έμαθα την γλώσσα τους πολύ γρήγορα. Μόλις έφυγα από τη Χώρα, σε εντόπισα. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Ικανοποιήθηκες τώρα;"
Είχα μείνει στήλη άλατος και τον κοίταζα, μέχρι που γύρισε και με κοίταξε. "Πες κάτι, Ρέιβεν" μου είπε.
"Κάρτερ..." ξεκίνησα σοκαρισμένη σχεδόν. Ένιωθα ντροπή, απίστευτη ντροπή και μια διάθεση να δέσω μια πέτρα στον λαιμό μου και να πέσω στη θάλασσα, αν και δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. "Λυπάμαι τόσο πολύ".
"Που αντέδρασες σαν ψυχωτικό και υστερικό πλάσμα που είσαι;" έκανε γελώντας. Το ύφος του έδειχνε πως δεν είχε θυμώσει. Μάλλον το διασκέδαζε. "Θα το σκεφτώ".
"Κάρτερ, το εννοώ..." διαμαρτυρήθηκα και τον πλησίασα. Με έκλεισε στην αγκαλιά του.
"Το ξέρω ότι το εννοείς" είπε. "Ρέιβεν... δεν υπήρξε άλλη πέρα από εσένα. Δεν θα υπάρξει ποτέ άλλη".
"Απλώς... ζηλεύω, υποθέτω".
"Ζηλεύεις πολύ" συμφώνησε. "Κάτι πρέπει να κάνουμε γι' αυτό".
"Δεν θα σου ξαναφέρω αντίρρηση για έναν ολόκληρο μήνα, αν με συγχωρέσεις" είπα πρόθυμη. Ο Κάρτερ γέλασε τρυφερά.
"Να, ορίστε, κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε τσιγκλίσω ακόμα λίγο, όσο και να το θέλω. Θα λες ναι σε ό, τι σου πω;" ρώτησε έπειτα και με κοίταξε.
"Ναι" απάντησα χαμογελαστή.
"Σ' αγαπώ, Ρέιβεν" είπε. "Να το θυμάσαι αυτό".
"Κι εγώ σ' αγαπώ". Τον φίλησα, αλλά αποσπάστηκε από τη λαβή μου και χαμογέλασε. Πήγε μέχρι την πόρτα, κλείδωσε και έπειτα με πλησίασε, με ένα σατανικό σχεδόν χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη του.


Ένας μικρός πανικός επικράτησε έπειτα από λίγες ώρες, όταν ο Κάρτερ κι εγώ κατεβήκαμε στην τραπεζαρία. Γύρω από το στρογγυλό τραπέζι κάθονταν ακόμα ο Έρικ, η Σουζάνα και ο Τζον. Ο τελευταίος είχε απλωθεί σχεδόν και καθόταν στην βελούδινη καρέκλα λες και του ανήκε το κτίριο.
"Τί κάνουν τα κουτάβια εδώ;" έκανε ο Κάρτερ γελώντας και προσγειώθηκε στα δεξιά μου.
"Ουάου, δεν ήξερα ότι λες και αστεία!" πέταξε ο Τζον και χαμογέλασε. Ο Κάρτερ ανταπέδωσε.
"Συνέχεια, χωρίς σταματημό. Κρίμα που δεν θα κάτσεις πολύ για να το διαπιστώσεις. Πότε φεύγεις, είπαμε;"
Κάρτερ! τον μάλωσα.
Α, μπα; Όταν ζηλεύεις εσύ έχεις δίκιο και όταν ζηλεύω εγώ με μαλώνεις; Δύο μέτρα και δύο σταθμά, Ρέιβεν; Ανισόρροπη μου βγήκες. Για να τονίσει την άποψή του, υπέθεσα, συνόδεψε την εύθυμη σκέψη του με μια τσιμπιά κοντά στο γόνατό μου.
Βλάκα.
Μ' αγαπάς
, είπε και με αποστόμωσε.
"Τί παίζει, μηδέν αρνητικό; Πού χάθηκες;" έκανε ο Τζον γελώντας.
Ο Κάρτερ χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο που - δόξα τω Θεώ - δεν μου είχε δείξει ποτέ και απάντησε υπερβολικά ευγενικά "Σκεφτόμουν, αγαπητέ. Μήπως απαγορεύεται;"
Ο Τζον γέλασε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Μπορώ να τον δείρω; με ρώτησε ο Κάρτερ.
Ζηλεύεις, Κάρτερ; έκανα ανασηκώνοντας το φρύδι και κρατώντας την επιθυμία μου να ξεσπάσω σε γέλια.
Α, να που βγάζει γλώσσα και η πιτσιρίκα... δεν θα μείνουμε μόνοι μας, Χιονάτη; Θα δεις τότε. Έχωσα μια τσιμπιά στο μπράτσο του γελώντας διακριτικά και έπειτα η γλυκιά στιχομυθία μας διακόπηκε από την φωνή του πατέρα μου, που τόση ώρα μιλούσε με τον Βλαντ και τον Έρικ.
Το θέμα ήταν πως οι Λύκοι δέχθηκαν ένα απειλητικό μήνυμα. Ήταν γραμμένο σε ένα κομμάτι χαρτί καψαλισμένο στις άκρες και η υπογραφή ήταν κόκκινη. Ο Έρικ ήταν σίγουρος πως ήταν από το αίμα κάποιου Λύκου που αρπάχθηκε από την αγέλη, πιθανότατα ακόμα και του Τομ. Έβαλε όλους τους δικούς του να ψάχνουν για απώλειες και ως τώρα, περίπου πέντε άτομα αγνοούνταν.
"Τι διάολο συμβαίνει με τον κόσμο μας;" ξέσπασε ο Κρις χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. Η Σκάι δίπλα του τινάχτηκε ταραγμένη και έσκυψε κοντά του.
"Κρις..." έκανε παραπονεμένη. Εκείνος την κοίταξε και έπειτα χαλάρωσε.
Με την ευκαιρία, έπρεπε να δω τί θα κάνω και με εκείνους τους δύο.
"Στον κόσμο των ανθρώπων, Κρις" διόρθωσα. "Το πρόβλημα ξεκινάει από τους ανθρώπους".
"Καμία πρόοδο με αυτό το θέμα;" ρώτησε ο Έρικ. "Γνωρίζαμε πως εσύ και ο νεαρός Κέιν θα κάνατε μια... εξακρίβωση να το πω;"
"Βάλατε τον Κέιν να σας βρει λύση; Μάγκες, πολύ ανοργάνωτους σας βρίσκω" σχολίασε ο Τζον γελώντας.
Χαμογέλασα και μίλησα στο ίδιο ύφος. "Ξέρω πως έχουμε ανακωχή, Τζόναθαν, αλλά μην με προκαλείς". Στο τέλος του έκλεισα και το μάτι, αφήνοντάς τον να με κοιτάζει έκπληκτος.
"Δεν ξέρουν για εσάς" είπε ο Κάρτερ αλλάζοντας το θέμα στα επαγγελματικά. "Μιλάνε μόνο για το Σάντοουφορτ Μουρ και για εμάς. Μας νομίζουν... για δαίμονες, υποθέτω".
"Να που συμφωνώ και σε κάτι με τους θνητούς" σχολίασε ο Τζον. Άρπαξα τον Κάρτερ από το πόδι μιας και τον κατάλαβα ότι θα πεταγόταν όρθιος και τον πίεσα να κάτσει κάτω.
Κάρτερ. Άσ' τον.
Ο Κάρτερ κάθισε κάτω.
"Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο αν οι δικοί σου δεν τα έβαζαν με τους δικούς μου, Έρικ" είπε ο μπαμπάς μου. Όπα, τι; Ο μπαμπάς μου το είπε; Υποστήριξε τον Κάρτερ; Τον είπε δικό του;
Αλήθεια κάτι δεν πήγαινε καλά στον κόσμο... 
Ο Έρικ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. "Για άλλο θέμα είμαστε εδώ. Έντουαρντ, θα μας βοηθήσεις;"
"Έχουμε ανακωχή, Έρικ. Το ξέρεις ότι θα σας βοηθήσω".
"Απλώς τσεκάρω" είπε εκείνος. "Προτείνω συνεργασία. Οι δύο δικοί μου με τους τρεις δικούς σου".
"Τρεις εννοείς εμένα, τον Κάρτερ και τον Ντεβ;" έκανα εγώ γελώντας. "Ούτε καν".
"Θα γίνει" είπε ο πατέρας μου. "Αρνούμαι να τρέχουν μόνο τα δικά μου παιδιά. Ρέιβεν, Κάρτερ, Ντέβερελ, θα συνεργαστείτε για λίγο καιρό με την Σουζάνα και τον Τζον".
"Μπαμπά, δεν νομίζω ότι-"
"Ρέιβεν, όχι τώρα" είπε και με έκοψε. Η Σουζάνα χαμογέλασε φιλικά. Δεν είχα λόγο να την αντιπαθήσω ακόμα. Ο Τζον πάλι... παρά την εμφάνιση, ήταν τέρμα σπαστικός. Πώς θα συνυπήρχε με τον Κάρτερ; Ποιός θα έχανε πρώτος το κεφάλι του; Γνωρίζοντας τον Κάρτερ κάπως καλύτερα, στοιχημάτιζα ό, τι είχα και δεν είχα υπέρ του.
"Ελπίζω να μην σκοτωθεί κανένας κατά την διάρκεια" σχολίασε ο Κάρτερ. Ρέιβεν, απάλλαξέ με από αυτό, θα τον φάω, σοβαρά.
Θα προσπαθήσω, υποσχέθηκα. Προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο μπαμπάς μου είναι πολύ ξεροκέφαλος ώρες - ώρες. Ειδικά όταν ήθελε να σπάσει τα νεύρα του Κάρτερ. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top