2


 Η Έλεν δεν λεγόταν πάντα έτσι.Γεννήθηκε ως Μυρτώ ένα χειμωνιάτικο βράδυ σε ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας.Ήταν αρκετά απομακρυσμένο και δύσβατο.Αυτά του τα χαρακτηριστικά ήταν μεγάλο πλεονέκτημα για την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.Η γερμανική μπότα άργησε πολύ να το καταπατήσει.Η γέννηση της δεν ήταν απλή υπόθεση.Η μαμή προσπαθούσε επί δέκα ώρες να την απομακρύνει από τα σπλάχνα της μητέρας της.Η Ραχήλ μια Ελληνοεβραιοπούλα υπέφερε πολύ κατά τον τοκετό.Πραγματικό Ταντάλιο μαρτύριο.Εκτός από τους ανυπόφορους πόνους που ένιωθε,έπρεπε να της κρατούν και το στόμα κλειστό,ώστε να μην ακούγονται οι φωνές της προς τα έξω.O φόβος μιας αιφνίδιας εισβολής του Γερμανού επόπτη της περιοχής Σβαρτς έκανε επιτακτική την ανάγκη για κάτι τέτοιο.Κάθε λίγο και λιγάκι την πόμωναν εκ νέου.

"Σώπα κορτσόπλουμ.Άιντε σπρωξ λιγάκ ακόμα".

Η κυρά Γιαννούλα,η μαμή,έκανε από μικρή αυτή την δουλειά.Τέτοιο πράγμα όμως πρώτη φορά το έβλεπε.Είχε πάντως πείσμα και τσαγανό.Δεν έδειχνε ποτέ αβοήθητη.Παρά τα χρονάκια που είχε στην καμπούρα της ,ήταν ήδη εξήντα,και το αριστερό της πόδι που κούτσαινε αρκετά,ήταν ευκίνητη και συγκεντρωμένη.Είχε ξεγεννήσει πολλές γυναίκες και μόνο σε πέντε περιπτώσεις το τέλος δεν ήταν αίσιο είτε για το παιδί είτε για την μάνα.Μετά από άπειρα μαρτυρικά λεπτά ένα λευκό χνουδωτό κεφάλι ξεπρόβαλλε από τα τοιχώματα της εξόδου της ζωής.Το βρέφος βουτηγμένο στα αίματα έμοιαζε άψυχο.Τοπολυπόθητο πρώτοκλάμα δεν ήχησε.Ο Νάσος,ο άνδρας της Ραχήλ,σκυθρώπιασε.

"Δεν φτάνει κυρά Γιαννούλα που αντί για αρσενικό μας βγήκε θηλυκό είναι και ψόφιο;"είπε με απίστευτη ωμότητα.

Η μαμή τον κεραυνοβόλησε αμίλητη.Γνώριζε πολύ καλά πως έπρεπε να τον αγνοήσει.Αυτό που προείχε τώρα ήταν το μικρό.H Ραχήλ ανησυχούσε μα δεν είχε την δύναμη ούτε να σαλέψει.

"Πρέπει να το αεροβαφτίσουμε.Έλα Ραχήλ τσπιμ για δεν κρενς;Πώς να του βγάλου το πιδί;"Η Γιαννούλα είχε την υποψία πως το κοριτσάκι θα πέθαινε πολύ σύντομα.

"Μυρτώ"είπε απρόθυμα ο Νάσος."Το όνομα της μακάριας της μάνας μου".

 Όλο το χωριό ήξερε τι εστί κυρά -Μυρτώ.Η μητέρα του Νάσου δεν υπήρξε ποτέ καλλονή.Η ίδια είχε συναίσθηση της ασχήμιας της κι όταν ήταν έφηβη θεωρούσε πως δεν θα έβρισκε εύκολα σύζυγο.Όμως η τύχη της χαμογέλασε στα δεκαέξι.Η τρανταχτή της προίκα της εξασφάλισε τον γαμπρό που ήθελαν όλες εκείνη την εποχή,τον Φάνη Πασίση.Ο Φάνης ήταν το δεύτερο από τα οχτώ αγόρια της οικογένειας Πασίση.Οι γονείς του ήταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες που τα έφερναν δύσκολα βόλτα.Ο πρώτος γιος ο Αρίστος είχε πάρει μια πολύ όμορφη κοπελιά από τον Βόλο.Το μειονέκτημά της ήταν όμως πως δεν ήταν εύπορη.Η Ευθυμία ,η μάνα του Φάνη και των άλλων αγοριών,ήθελε να καλοπαντρευτούν οι γιοι της.Τέτοια παλικάρια και να πάνε χαμένα;Ο Αρίστος δεν την άκουσε.Καλή η Βολιώτισσα αλλά δεν είχε να βάλει βρακί στον κώλο της.Α πα πα!Ο Φάνης όφειλε να την ακούσει.Εξάλλου ήταν και το ομορφότερο παιδί της.Σκέτος Άδωνις!Έτσι κι έγινε.

"Πρόσεξε κακομοίρη μου μην μου τα κάνεις μούσκεμα!Οι Χαραλαμποπουλαίοι έχουν παρά.Δεν έχεις δει πόσους ελαιώνες έχουν;Όσο για την Μυρτώ..τι σε νοιάζει αν είναι κακομούτσουνη;Πάρτην εσύ κι ύστερα γλέντα με τις παρδαλές.Πρώτα την κουλούρα όμως.Άιντε παλικαράκι μου να την ζητήσουμε.Μια την έχουν και ξέρουν ,ότι θα μείνει στο ράφι έτσι όπως την έπλασε ο Ύψιστος".

Ο Φάνης που της είχε τρελή αδυναμία υπάκουσε αμέσως.Εξάλλου ήταν πολύ πράος σαν άνθρωπος.Έτσι ένα ωραίο Σάββατο η Ευθυμία,ο Φάνης κι ο πατέρας του ο Στέργιος κίνησαν για το σπιτικό των Χαραλαμποπουλαίων.

"Για σουλουπώσου λίγο Στέργιο"αποπήρε τον σύζυγο της η Ευθυμία πριν ξεκινήσουν."Άσε που βρομάς τραγίλας".Α όλα κι όλα,φτωχοί ήταν ,όχι βρομιαρέοι.

Την πόρτα την άνοιξε η μητέρα της Μυρτούς,η Ισμήνη.Μια γυναίκα εξίσου άσχημη με την κόρη με ιδιαίτερα αδρά χαρακτηριστικά προσώπου.

"Ώστε απ'αυτήν πήρε η Μυρτώ"σκέφτηκε η Ευθυμία κι έδεσε την μαντίλα της καλύτερα.

Με το που μπήκαν μέσα τους κόπηκε η λαλιά.Αυτό δεν ήταν σπίτι,σκέτο αρχοντικό ήταν."Πρόσεχε πως θα κάτσεις.Μην μας πουν και παλιοχωριάτες"ψιθύρισε στο αφτί του γιου της η Ευθυμία.

Αφού βολεύτηκαν και κεράστηκαν εύγευστο γλυκό,ξεπρόβαλλε μπροστά τους ο κυρ-Ανέστης,ο πατέρας της Μυρτούς.

"Καλώς τους"τους υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Ο κυρ-Ανέστης έδειχνε πάντα κομψός και περιποιημένος.Ήταν σωστός κύριος με εμφάνιση που θα ζήλευε ο καθένας.Ο Ανέστης και η Ευθυμία είχαν ένα κοινό μυστικό.Ένα μυστικό που δεν έπρεπε ποτέ και για κανέναν λόγο να αποκαλυφθεί.Πριν από πολλά χρόνια ,όταν δεν είχαν φτιάξει ακόμη οικογένεια,υπήρξαν εραστές και μάλιστα φλογεροί.Δεν το γνώριζε κανείς.Η εποχή και τα ήθη της αποτελούσαν τροχοπέδη.Ταιριάζανε σχεδόν σε όλα.H Ευθυμία ήταν σίγουρη,πως κάποια στιγμή θα επισημοποιούσαν την σχέση τους.Ο Ανέστης όμως αποφάσισε να της ραγίσει την καρδιά με τον πιο άνανδρο τρόπο.Έτσι ενώ είχε υποσχεθεί στεφάνι,έκλεινε πίσω από την πλάτη της ημερομηνία γάμου με την Ισμήνη Παύλου,την εύπορη θυγατέρα του Στεφάνου Παύλου.Η Ευθυμία τον περίμενε πίσω από το γνωστό τους πουρνάρι,αλλά εκείνος ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας.Ήταν ένας σχετικά κλειστός γάμος μιας κι εκείνη την εποχή η οικογένεια Παύλου πενθούσε λόγω της απώλειας μιας πρώτης ξαδέλφης του Στεφάνου,η οποία ήταν και νονά της κόρης του της Ισμήνης.Μόλις έμαθε τα μαντάτα η Ευθυμία πήγε να πεθάνει.Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ο Ανέστης της θα διάλεγε τον πλούτο κι όχι τον αιώνιο όπως νόμιζε έρωτά τους.Της πήρε αρκετό χρόνο να το ξεπεράσει μιας και ευτυχώς 'η δυστυχώς ήταν πολύ σκληρόπετση.Το αγκαθάκι όμως εξακολουθούσε να υπάρχει.

"Έλα κοριτσάκι μου,μην ντρέπεσαι.Οι άνθρωποι σε περιμένουν Έλα αγάπη μου μην στέκεσαι εκεί".Δίνοντας το χέρι του στην Μυρτούλα την παρουσίασε στον υποψήφιο γαμπρό.

"Δενμπορείςνα πεις ε;Σκέτο μπουμπούκι".

Η πατρική υπερηφάνεια ήταν διάχυτη σε όλο το δωμάτιο.Τοθέαμα δεν ήταν και το καλύτερο.Ένα ασχημόπαπο με δύο στραβά πόδια.Η Ευθυμία σκούντηξεδιακριτικά τον Φάνη,ο οποίος φαινόταν αμήχανος και κομματάκι δυσαρεστημένος.

"Δεν θέλωτέτοια τώρα"του μουρμούρισε νευρικά.

"Ελα Φάνη μου να σου συστήσω το στολίδι του σπιτιού μας,τηνΜυρτούλα".

Ο Ανέστης αγαπούσε παθολογικά την κόρη του.To φώναζε όλο του το Είναι.Η δεκαεξάχρονη έφηβη παρατήρησε τον άνδρα πού ήθελε να την παντρευτεί.Η αλήθεια ήταν πως τηςάρεσε πολύ.Γύρω στα εικοσιπέντε,ψήλος,μυώδης με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά και δυο γκριζοπράσινα μάτια,που όμοια τους δεν είχε ξανααντικρίσει.Ένιωσε ένα μικρό τσιμπιματάκι στην νεανική της καρδούλα.Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της.Μιας κι ο νεαρός ήταν άβουλος ,έρμαιο στα χέρια της μάνας του,ο γάμος κανονίστηκε στο πι και φι.Οι γονείς της Μυρτούς γνώριζαν πολύ καλά ,πως η κόρη τους μόνο εξαιτίας της περιουσίας της θα έβρισκε ταίρι κι έτσι αφού το σπλάχνο τους έδειχνε να συμφωνεί,δεν είχαν και ιδιαίτερους ενδοιασμούς.

Ο γάμος έγινε με κάθε επισημότητα και το γλέντι κράτησε σχεδόν τρείς μέρες.Τα πρώτα χρόνια του κοινού τους βίου στο αρχοντικό των Χαραλαμποπουλαίων ήταν ανέφελα.Ο Φάνης επόπτευε τους εργάτες στα χωράφια και η Μυρτώ..γεννοβολούσε.Μέσα σε έξι χρόνια είχε 'ηδη πέντε κόρες.Ευτυχώς δεν είχαν πάρει απ΄αυτήν.Kάποια στιγμή ήρθε στον κόσμο και ο πολυαναμενόμενος γιός,ο Νάσος Πασίσης.Χαρές και πανηγύρια στο σπιτικό.Μόνο ο Φάνης κατσούφιασε,παρόλο που περίμενε πως και πως το αρσενικό.Ήταν ίδιο η μάνα του.Άσχημο και μαυροτσούκαλο.Μπροστά στους άλλους διαρκώς υποκρινόταν.Ποτέ δεν είχε δείξει την απέχθειά του.Μόνο η Μυρτώ τον κατάλαβε ,γιατί ήταν τετραπέρατη.Το ύφος με το οποίο κοιτούσε το αγοράκι δεν ήταν το ίδιο που είχε με τις κόρες του.Η νύχτα με την μέρα.Ο ερχομός του Νάσου σήμαινε και το τέλος του αρμονικού συζυγικού βίου.Ο Φάνης άρχισε να παραμελεί την γυναίκα του και να ξενοκοιμάται.Όλο το χωριό το ήξερε.Εν τω μεταξύ τα πεθερικά του είχαν πεθάνει από φυματίωση.Ο ..κύριος δρούσε λοιπόν ανενόχλητος.Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο.Την Μυρτούλα!

Ένα βράδυ όταν ο Νάσος είχε ήδη κλείσει τα τέσσερα,τόλμησε να γυρίσει σπίτι μαζί με μια όμορφη τσιγγανοπούλα.Βρομοκοπούσε φθηνό κρασί που έπινε με τις ώρες στα καπηλειά.Η Μυρτώ κοιμόταν ,όταν από το πλυσταριό ακούστηκαν περίεργα βογκητά.Aκαριαία σηκώθηκε από το κρεβάτι ,φόρεσε την ρόμπα της και με το παλιό όπλο που ανήκε κάποτε στον πατέρα της κατευθύνθηκε αργά και αθόρυβα προς τα εκεί από όπου ακουγόταν ο ήχος ,προς το πλυσταριό.Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη,αλλά η Μυρτώ κατάφερε να δει τα απαραίτητα.Ο άνδρας της είχε στριμώξει την μικρή σε μια γωνία ,έτοιμος να την γλεντήσει.Χωρίς να χάνει χρόνο όρμησε μέσα σαν ύαινα σημαδεύοντας τον Φάνη.

"Ουστ εσύ από δω βρομογύφτισσα και μην τολμήσεις να πεις πουθενά τίποτα για μένα!Θα σε γδάρω ζωντανή,μ'ακούς;"Η μικρή έφυγε τρέχοντας.Η Μυρτώ ήταν σίγουρη πως την είχε τρομοκρατήσει.

"Και τώρα σε σένα καθίκι!Μην νομίζεις πως θα μου γλιτώσεις πρόστυχο παλιοτόμαρο!"

Ο Φάνης γνώριζε πολύ καλά ότι η σύζυγος του ήξερε να χειρίζεται τα όπλα καλύτερα κι από άνδρα.Αυτός ήταν άσχετος.

¨Μυρτώ άκου να σου πω...εγώ...απλώς..εγώ...μα κατέβασε το όπλο να μιλήσουμε λογικά".Το τραύλισμα του δεν την πτόησε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top