1
H Έλεν κοιτούσε νοσταλγικά έξω από το παράθυρο του ιδρύματος,στο οποίο βρισκόταν τα τελευταία δώδεκα χρόνια.Αν ήταν στο χέρι της,δεν θα πατούσε ποτέ το πόδι της σ΄αυτό το άθλιο και καταθλιπτικό μέρος,όπου οι σύριγγες και τα χάπια αποτελούσαν την θλιβερή καθημερινότητα.Είχε σιχαθεί να βλέπει αυτά τα γελοία υποκείμενα με τις λευκές ρόμπες καιτο γυάλινο βλέμμα.Πάντα μισούσε τους ψυχιάτρους κι αυτό όχι χωρίς λόγο.Τους θεωρούσε αδίστακτους,ψυχρούς,υπανθρώπους.Μια ανατριχίλα διαπέρασε το λιπόσαρκο κορμί της.Ένα κορμί ,που πριν από αρκετές δεκαετίες προκαλούσε ταραχές στον ανδρικό πληθυσμό.Στην θύμηση αυτή το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της φωτίστηκε κι ένα αμυδρό ,σχεδόν αινιγματικό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του.Με το δεξί της χέρι ακούμπησε το κίτρινο,σατέν τουρμπάνι της.Εδώ κι έναν χρόνο είχε γίνει αναγκαστικά ο αχώριστος σύντροφός της.Το είχε διαλέξει μόνη της.Η έμφυτη αίσθηση της κομψότητας δεν την άφηνε να τοποθετήσει κάτι φθηνό,κάτι τριτοκλασάτοστο πλέον άτριχο κεφάλι της."Άτριχο κεφάλι"σκέφτηκε κι ο θυμός φούντωσε μέσα της.Η άλλοτε πλούσια, χρυσαφένια κόμη της αποτελούσε πλέον μια μακρινή ανάμνηση.Η επάρατη νόσος είχε αποφασίσει να την γονατίσει.Κλέβοντας της ένα κομμάτι ,το οποίο αποτελούσε πάντα το σήμα κατατέθεν της,ήταν σαν να της έκλεβε ένα κομμάτι της ψυχής της.Ναι,λάτρευε τα μαλλιά της κι αισθανόταν ευλογημένη που διέθεταν τέτοια λάμψη και όγκο.Δεν επέτρεπε ποτέ στις λευκές τρίχες να στρατοπεδεύσουν στο κρανίο της.Βυθισμένη στις σκέψεις της είχε σχεδόν ξεχάσει πως ήταν Κυριακή.
"Η μέρα των επισκέψεων"ψιθύρισε με σαρκασμό,τονίζοντας κάθε λέξη ξεχωριστά.
Το βλέμμα της πλανήθηκε στην τεράστια,γεμάτη μούχλα σάλα,που αποτελούσε τον χώρο,όπου οι "τρελοί"έσφιγγαν στην αγκαλιά τους αυτούς,που στην ουσία τους είχαν χώσει σε αυτήν την κόλαση,που έφερε το όνομα"Ψυχιατρικό Ίδρυμα".Αυτή ήταν η πεποίθησή της.Κανείς δεν είχε έρθει ποτέ να την δει.Μόνο μια φορά ,πριν από οχτώ περίπου έτη το τόλμησε η Αλίκη."Το μονάκριβό της πετράδι"όπως την αποκαλούσε μικρούλα.Η Αλίκη ήταν το μοναδικό παιδί που είχε αποκτήσει.Το παιδί του έρωτα.Έτσι δεν έλεγαν τότε όλοι;΄Οσο κι αν την αγαπούσε κάποτε ,τώρα πλέον όλα είχαν παγώσει μέσα της.
"Tι θες εσύ εδώ;Σε ξέρω;"την ρώτησε ψυχρά μόλις την αντίκρισε στη σάλα.Τότε πριν από οχτώ χρόνια.
"Μαμά εγώ είμαι ,η Αλίκη.Το μονάκριβο πετράδι σου"ψέλλισε εκείνη με σκυμμένο κεφάλι.
"Χάσου από μπροστά μου παλιοθύληκο!Δεν είσαι παιδί μου εσύ!Φύγε αλλιώς θα σου κάνω κακό.Φύγεεεε..."ούρλιαξε με ολόκληρο το κορμί της να τραντάζεται.
Η Έλεν ακόμη φέρνει στον νου της την εικόνα των δυο γεροδεμένων αδελφών ,οι οποίες επιχειρούσαν με νύχια και με δόντια να την απομακρύνουν.Έκανε σαν δαιμονισμένη.Το στόμα της άφριζε,τα χέρια της με την αλλόκοτη συμπεριφορά τους σχεδόν επιζητούσαν τα δεσμά του ζουρλομανδύα.Έκτοτε δεν άκουσε τίποτα ξανά για το άτομο που κάποτε ήταν η κόρη της.Όχι,όσο σκληρό κι αν ακουγόταν,η Έλεν την θεωρούσε πλέον εχθρό της και μάλιστα από τους μεγαλύτερους.
"Είσαι σκληρή",της ψιθύρισε η εσωτερική της φωνή.Μα σκληρή δεν υπήρξε και όλη της η ζωή;Η Έλεν έκλεισε τα μάτια της και ακούμπησε με αργές κινήσεις το τουρμπάνι .Για μια στιγμή ξεχάστηκε νομίζοντας πως θα ίσιωνε τον γαλλικό της κότσο.Η αίσθηση όμως του γυαλιστερού υφάσματος την προσγείωσε ανώμαλα.;Eγυρε το κεφάλι της ελαφρώς προς το φθαρμένο παράθυρο.Όλη της η ζωή περνούσε σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top