Φλεγόμενος ουρανός (short story)
Μικρές ιστορίες που θα ανεβαίνουν εδώ και στο Patreon
Για εμένα ήταν πολλή όμορφη. Τόσο όμορφη όσο ήταν και πριν. Δεν έβρισκα ποτέ τα λόγια για να τη περιγράψω .
Η αδερφή μου έλεγε, ότι δεν θα ήταν ποτέ σαν τη μητέρα μας.
Πολλές φορές το βλέμμα της την αηδίαζε.
Είχε τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της. Κινούνταν σαν εκείνη.
Μιλούσε σαν εκείνη.
Αλλά από το βλέμμα καταλάβαινες τη διαφορά.
Πίστευα πως θα το συνήθιζε με το καιρό, θα το αποδεχόταν.
Πως όμως να αποδεχτείς κάτι το οποίο φοράει το σώμα της μητέρας σού;
Μόνο αυτό φαντάζει μακάβριο από μόνο του.
Δύσκολα συνηθίζεις το αλλόκοτο.
Αυτό που σε βγάζει από τα νερά σου και σε κάνει να νιώθεις άβολα.
Αβοήθητο.
Θνητό.
Άνθρωπο.
Εγώ από την άλλη, ακόμα νιώθω το πόνο στην προσευχή της.
Την ακούω να ηχεί μέσα στο κεφάλι μου.
Αυτή η απόγνωση.
Αυτό το παρακαλείτο.
Η άφεση αμαρτιών.
Η επούλωση των πληγών.
Η μητέρα μας πέθανε την ημέρα που ο ωκεανός έσβησε τα πάντα.
Την ημέρα που ο ουρανός έπεσε πάνω μας φλεγόμενος και τα βουνά γκρεμίστηκαν.
Σχεδόν όλη η ανθρωπότητα εξαφανίστηκε μέσα σε μια μέρα.
Όσοι σώθηκαν, ήταν καταδικασμένοι να ζουν πλέον σε έναν κόσμο σε συνεχή πόλεμο και δυστυχία.
Να πεινάνε.
Να τρέμουν.
Κυνηγημένοι για πάντα.
Εξορισμένοι αιώνια, σε έναν φαύλο κύκλο συμπαντικής ειρωνείας.
Όλα ξεκίνησαν με μια προειδοποίηση στην τηλεόραση και στα κινητά.
Όλοι νόμιζαν ότι ήταν για εκείνο τον ιό που είχε ξεσπάσει και είχε εξελιχθεί εδώ και ένα χρόνο σε πανδημία σε όλο τον πλανήτη.
Ένας ακόμα κατοίκων περιορισμός για κάποιους μήνες ,μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο η κατάσταση.
Αλλά αυτό ήταν κάτι άλλο εντελώς εξωπραγματικό και πρωτόγνωρο.
<<Μήνυμα πολιτικής προστασίας. Μη βγείτε έξω. Μη κοιτάξετε έξω. Κλείστε πόρτες και παράθυρα, αν είστε σπίτι. Αν βρίσκεται έξω βρείτε να μέρος προστασίας. Προσοχή. Μη βγείτε έξω μέχρι νεωτέρας.>>.
Ύστερα έπεσε το ρεύμα.
Μετά το σήμα στα κινητά και στο ίντερνετ.
Οι φωνές και οι φασαρίες από έξω δυνάμωναν.
Ύστερα σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα. Ώσπου ακούστηκε η πρώτη έκρηξη, έτσι πιστεύαμε τουλάχιστον.
Βόμβα ίσως.
Είχε έρθει ο τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος έτσι σκεφτόμασταν.
Περιμέναμε να φανεί ο στρατός, η πολεμική αεροπορία κάποιος, κάτι. Αλλά τίποτα.
Άλλη μια έκρηξη ακούστηκε και κούνησε το σπίτι μας .
Δεν άντεχα άλλο .
Ήθελα να δω τι συμβαίνει.
Κρυμμένες στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος μας, κάτω από το πάπλωμα, οι τρεις μας για ώρες, ακίνητες.
Κάτι έπρεπε να κάνω.
Σηκώθηκα και πλησίασα το παράθυρο, τραβώντας την κουρτίνα στο πλάι.
Όχι, δεν συνέβαινε αυτό.
Ονειρευόμουν.
Ευχήθηκα κάποιος να με ξυπνήσει.
Δύο όντα πάλευαν στον ουρανό και στη γη ορδές από περίεργα τέρατα και φτερωτούς ανθρώπους μάχονταν.
Η γη σχιζόταν στα δύο, κατασπαράζοντας τα πάντα μέσα της.
Η μητέρα μου με πλησίασε βαστώντας την αδερφή μου.
Η κραυγές τους θόλωσαν το κεφάλι μου.
Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν. Τελείωναν όλα εδώ;
Μα δεν είχαμε προλάβει να ζήσουμε. Στα δεκαεφτά μου,δεν γινόταν να πεθάνω.
Δεν είχα ζήσει το πρώτο μου φιλί.
Το πρώτο μου ταξίδι.
Τόσα πράγματα που δεν είχα κάνει.
Δεν γίνεται να πεθάνουμε έτσι.
Να είναι το τέλος αυτό.
Οι φίλοι μου. Οι άνθρωποι μου.
Όλοι εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια μου.
Το σχολείο μου.
Τα μέρη που συχνάζαμε.
Η φύση φλέγεται.
Η Γη νεκρώνει.
Η προσευχή της μητέρας μου ακουγόταν από τα χείλη της σαν δηλητήριο, που δεν ξέρεις αν δράσει και περιμένεις την τελευταία του σταγόνα με αγωνία.
Ποτέ μου δεν πίστευα στον Θεό.
Εκείνη τη στιγμή όμως που ο κόσμος μας βυθιζόταν στο χάος, έπρεπε σε κάτι να πιστέψω οπότε άρχισα να προσεύχομαι μαζί της.
Δεν ήταν εύκολο αυτό που βλέπαμε μπροστά μας να εξελίσσεται.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι προγραμματισμένος να αντέξει αυτές τις εικόνες.
Κανείς δεν περίμενε ότι οι ιστορίες θα ήταν αληθινές.
Δεν εξελίχτηκαν βέβαια όλα όπως ήταν γραμμένα στα βιβλία .
Όταν κατέβηκαν από τον ουρανό, η μορφή τους δεν ήταν όπως εκείνη που ξέραμε.
Όμορφοι με φτερά, λουσμένοι με φως.
<<Μη τρομάζετε>>, ακούστηκε η φωνή της, γαλήνια, τρυφερή.
Μα η όψη της τρομακτική απόκοσμη. Φτερά και μάτια γύρω από κύκλους ,ακανόνιστα, ασύμμετρα. Είχε ακούσει την προσευχή μας.
Η βοήθεια που ζητούσαμε.
Το έλεος που προσμέναμε.
Μα το κόστος ήταν βάρη.
Η κραυγή της μητέρας μας, τρύπησε τα αυτιά μας , καθώς το φως εισχωρούσε μέσα της.
Εκείνοι, δεν μπορούν αλλιώς να περπατούν στη Γη.
Μόνο εάν κατοικούν μέσα σε ανθρώπινο σώμα.
Έτσι ήταν ο νόμος.
<<Μαμά >>, ψιθύρισα.
<<Σηκωθείτε, πρέπει να φύγουμε >>, τα χείλη της κουνήθηκαν από την γνώριμη φωνή που τόσο δεν ήταν δική της.
Η Αριέλ μας έσωσε εκείνη την μέρα. Ήταν η τελευταία ευχή της μητέρα μας.
Να σωθούμε από αυτό το κόσμο, να επιζήσουμε.
Όσοι έχουμε απομείνει σε αυτό το μέρος έτσι σωθήκαμε, με μια προσευχή που εισακούστηκε από λύπη .
Ο πόλεμος που ξέσπασε ήταν εκείνος για τον οποίο έγραφαν όλες οι θρησκείες.
Με διάφορες μορφές.
Κανένας μας δεν τις πίστεψε.
Όλοι τις περάσαμε για φαντασία.
Όμως να που συνέβη.
Μόνο που δεν εξελίχτηκε ακριβώς έτσι.
Δεν σώθηκε ένα ποσοστό της ανθρωπότητας και πήγε στους ουρανούς.
Αντί αυτού έμεινε εδώ στη Γη.
Δε λυτρωθήκαμε από το κακό.
Όλα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Γιατί πολλές φορές οι γραφές παρερμηνεύονται.
Ο ουρανός άνοιξε.
Το φως πολεμούσε το σκοτάδι. Πλάσματα τρομακτικά, βγαλμένα από τα έγκατα της γης, περπατούσαν πάνω στο μέρος που κάποτε άνθιζε όλο ζωή.
Φωτιά και λάβα έγλυφαν τα σπίτια, τους δρόμους, τα βουνά και τα δάση. Έπειτα το νερό φούσκωνε και έπνιγε τα πάντα.
Κεραυνοί και καταιγίδες για μέρες έσκιζαν τον ουρανό.
Άγγελοι με δαίμονες σε έναν αιώνιο πόλεμο.
Καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι συγκρούσεις τους έσκαγαν, σαν πυρηνικές βόμβες στο έδαφος και μέχρι να σωπάσουν περνούσαν μέρες.
Όσοι είχαμε σωθεί ζούσαμε υπό την προστασία τον αγγέλων που μας προστάτευαν.
Ίσως ήταν το σχέδιο του Θεού να ξαναχτίσουμε τον κόσμο μας ξανά από την αρχή.
Ψάχναμε για τροφή πολεμούσαμε κάναμε τα πάντα για την επιβίωση με όπλο αυτή τη σκέψη.
Μόνο που πολλοί δεν γνώριζαν το μυστικό που ήξερα εγώ.
Την ημέρα που όλα τέλειωναν πριν έρθει η σχετική ηρεμία που ζούμε τώρα.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήρθε αντιμέτωπος με τον Εωσφόρο.
Η μάχη αυτή κράτησε για μέρες. Σείστηκε το σύμπαν.
Μάτωσαν οι ουρανοί.
Η Αριέλ μου είχε πει πως ήταν η μόνη μας ελπίδα αυτή η μάχη να σωθούμε.
Να νικήσει ο μεγάλος πολεμιστής και να πάρει την κυριαρχία.
Μου είχε φανεί παράξενο πως όλα αυτά συνέβαιναν.
Η εξήγηση δεν ήταν αυτή που περίμενα.
Ο Θεός, μου αφηγήθηκε η Αριέλ, αποφάσισε να μας αφανίσει μια και καλή, παίρνοντας με το μέρος τους τον Εωσφόρο και όλο το στρατό του, για να εκτελέσει το σχέδιο του.
Οι άγγελοι όμως μαζί με τον Μιχαήλ αντιστάθηκαν, τους πολέμησαν.
Ο Θεός αναγκάστηκε να διαφύγει, να εξαφανιστεί.
Κανείς δεν ήξερε που μπορεί να βρισκόταν.
Έτσι έμεινε ο Εωσφόρος και οι στρατιές του αντιμέτωποι με τους Αγγέλους, που δεν ήθελαν να αφήσουν την ανθρωπότητα να εξαφανιστεί.
Γιατί μπορεί ο Θεός να είχε ξεχάσει ότι είμασταν παιδιά του και να θεωρούσε ότι είχαμε παραστρατήσει.
Αλλά οι άγγελοι πίστευαν πως υπήρχε ακόμα ελπίδα.
Ο Αρχάγγελος όμως δεν κατάφερε αυτό που περιμέναμε.
Το τελευταίο του χτύπημα στο Εωσφόρο, είχε σαν αποτέλεσμα μια έκρηξη ενέργειας που τους εκτόπισε στα βάθη του σύμπαντος, αφήνοντας πίσω τους μια χούφτα ανθρώπους και αγγέλους αντιμέτωπους με το τέλος.
Όταν κόπασαν τα πράγματα.
Στα αποκαΐδια και στις στάχτες μαζεύαμε τα κομμάτια μας.
Η Αριέλ μαζί με τους υπόλοιπους αγγέλους και αρχαγγέλους, σκορπίστηκαν στο σύμπαν ψάχνοντας τον Μιχαήλ.
Τη μόνη μας ελπίδα να ξαναχτίσουμε τον κόσμο μας.
Ήταν το πλησιέστερο που είχαμε σε θεϊκή δύναμη. Το δεξί χέρι του Θεού.
Μάταια όμως.
Κάνεις δεν μπόρεσε να τον βρει .
Ούτε καν τον Εωσφόρο.
Οι δαίμονες ανασυγκροτήθηκαν κάτω από καινούργια βασίλεια μεταξύ των πριγκίπων τους.
Σκόρπισαν το τρόμο στους τελευταίους ανθρώπους που είχαν μείνει.
Οι εναπομείναντες άγγελοι, πολέμησαν μαζί με τους ανθρώπους σκληρά για την ελευθερία τους.
Κατάφεραν με τον καιρό να φέρουν μια ισορροπία.
Να χτίσουν μικρούς πολιτισμούς.
Να προστατέψουν την ανθρωπότητα, ό,τι είχε απομείνει από αυτήν..
Ζούμε σε ένα μικρό χωριό, καταφέραμε μετά από καιρό να φτιάξουμε κάτι ανθρώπινο ώστε να μπορούμε να ζήσουμε.
Συνυπάρχουμε μαζί τους .
Η βοήθεια τους είναι πολύτιμη αν και κυκλοφορούν σε κουστούμια, έτσι τα ονομάζουν αναμεταξύ τους.
Έχουν μακάβριο χιούμορ αλλά τους χρειαζόμαστε.
Είναι πολεμιστές αυτό μας έμαθαν να είμαστε και εμείς.
Σήμερα η Αριέλ μου ζήτησε να πάω για κυνήγι σε ένα μέρος λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μας ,για να βρω ένα σημαντικό δώρο.
Συνήθως με στέλνει να κάνω πράγματα ρουτίνας.
Να σκάψω το χωράφι.
Να βοηθήσω στο φαγητό.
Να καθαρίσω.
Άλλοτε θα τα περνούσα ως βαρετά, αλλά σε αυτή ζωή ακόμα και ο χρόνος δεν περνάει γρήγορα αν δεν έχεις να κάνεις πράγματα.
Όλοι εδώ έχουμε τα καθήκοντα μας. Καταφέραμε να φτιάξουμε τόσα πολλά, αλλά ακόμα είναι λίγα .
Κοιμόμαστε σε αυτοσχέδια σπιτάκια.
Μετά από μήνες, ο Ζαφιέλ και ο Ραφαέλ, αρχάγγελοι και αυτοί, εμφανίστηκαν με τους υπόλοιπους και μας ξαναέδωσαν τα βασικά πράγματα και την βασική γνώση.
Μας μετέφεραν σε μέρη που ήταν κρυφά και βρήκαμε τροφή, όπλα, εργαλεία.
Μα όσο και να προσπαθούσαμε με αυτά, η ζωή δεν ήταν ίδια.
Σπάνια θα άκουγες γέλια και χαρές, ίσως σε καμία γιορτή μόνο.
Η Γη μας πέθαινε.
Όλα φύτρωναν με δυσκολία.
Ό,τι προσπαθούσαν οι άγγελοι δεν κρατούσε για πολύ.
Ο πόνος ήταν μεγάλος.
Για το Θεό που μας είχε εγκαταλείψει. Για εκείνους που είχαμε χάσει, για εκείνα που είχαμε χάσει.
Ίσως είχε δίκαιο που μας έκαψε είμασταν παράσιτα.
Δεν το αξίζαμε όλοι όμως.
Γιατί υπήρχε τόσο καλό στο, κόσμο μας που ούτε εμείς μπορούσαμε να το δούμε.
Χρειαζόμασταν κάτι να μας δώσει ελπίδα.
Να αποδείξουμε ότι δε θα τα ξανακάναμε στραβά όλα.
Ο Άσμαν είναι μαζί μου.
Είναι το κατοικίδιο μου.
Είναι άσπρος σαν το χιόνι και τόσο φωτεινός που πολλές φορές δεν μπορώ να τον κοιτάξω.
Μοιάζει με λύκο, αλλά η ουρά του είναι περίφανη σαν της αλεπούς.
Οι γύρω μου δεν μπορούν τον δουν. Ούτε η αδερφή μου.
Η Αριέλ λέει ότι είναι ο φύλακας μου και μόνο όποιος πιστεύει σε αυτόν τον βλέπει.
Εμφανίστηκε δύο μέρες από το συμβάν.
Κοιμόμασταν με την Αριέλ και την αδερφή μου σε μια αυτοσχέδια σπηλιά. Κάτι υγρό στα χέρια μου με ξύπνησε. Ήταν η μουσούδα του.
Τα μάτια μου με δυσκολία άνοιξαν, γιατί η λάμψη του ήταν τόσο δυνατή.
Η αδερφή μου ξύπνησε από τον θόρυβο αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει όσο και να της εξηγούσα τι έβλεπα.
Με το καιρό άρχισε να με πιστεύει.
Η Αριέλ με κοιτούσε πάντα όμως με εκείνο το βλέμμα το μυστήριο, που έκρυβε όλη τη γνώση και χαμογελούσε και ας μην τον έβλεπε ούτε αυτή.
Ο Άσμαν είναι μυστήριο πλέον στο κόσμο μου.
Αυτός ο κόσμος, που ο ουρανός του είναι πλέον γκρι σαν πέτρα, ο ήλιος ανατέλλει σαν φωτιά και ο αέρας είναι πάντα παγωμένος.
Είναι γεμάτος μυστήρια.
Όπως ο Άσμαν μου που κάνεις δεν ξέρει από που ήρθε.
Πολλοί στο χωριό μου τον αποκαλούν βδέλυγμα όπως εκείνα που κυνηγάμε.
Αλλά είναι δύσκολο κάποιος που φοβάται την καλοσύνη και την διαφορετικότητα να την αποδεχτεί.
Το ίδιο είχε συμβεί και με την Αριέλ και τους υπόλοιπους αγγέλους. Χρειάστηκε καιρός για να τους αποδεχτούν.
Νομίζω πως ο Άσμαν ήρθε μαζί με την Αριέλ και τους υπόλοιπους, αλλά ακόμα δεν έχω λύσει το μυστήριο.
Ακολουθήσαμε το δρόμο που έχουμε φτιάξει μέχρι ένα σημείο.
Τότε αυτός ο δρόμος περνούσε μέσα από δέντρα γεμάτα καρπούς, ανθισμένα λουλούδια και ρυάκια με δροσερό νερό.
Κάποια ζώα υπάρχουν ακόμα χάρη στη βοήθεια των φίλων μας, όπως και κάποια φυτά .
Αλλά γι' αυτούς το έργο είναι δύσκολο.
Μου φαίνονται όλα τόσο θλιβερά .
Κάποτε ήταν όλα ελεύθερα ,τώρα απλά μοιάζουν χαμένα.
Το γάβγισμα του Άσμαν σπάει την σκέψη μου.
Ένα ελάφι με το μικρό του αρχίζουν και τρέχουν προς τα σύννεφα που σκεπάζουν το έδαφος, λίγο παραπέρα και δεν μετακινούνται ποτέ.
Στο τέλος χάνονται.
Ο Άσμαν τρέχει χωρίς να αφήνει σημάδια στο έδαφος γεμάτο στάχτη.
Σταματά μπροστά από ένα δέντρο πιο υγείες από τα υπόλοιπα.
Μπλε, πράσινο και χρυσαφί στα φύλλα του και στον κορμό να σπάνε τη μαυρίλα γύρω του.
Είναι των αγγέλων το δέντρο.
Είναι μαγικό νομίζω.
Έτσι θυμάμαι να μου λένε στις ιστορίες τους.
Προσπαθούσαν πολύ καιρό να το δημιουργήσουν.
Οι προσπάθειες τους όμως δεν καρποφορούσαν για καιρό.
Η Αριέλ προσπαθούσε, γυρνούσε όλα τα μέρη και άφηνε την ευλογία της για να δημιουργήσει.
Όμως το κακό προλάβαινε και τα εξόντωνε από τη ρίζα.
Θυμάμαι την τελευταία φορά είχε γυρίσει σχεδόν αγνώριστη από τις πληγές.
Είχε πέσει πάνω σε μια ορδή δαιμόνων. Είχαμε χάσει την μισή ομάδα μας τότε.
Γονατίζω μπροστά του.
Στάχτη μπαίνει στα νύχια μου και πετάγεται στο πρόσωπο μου καθώς σκάβω από κάτω του.
Εκεί βρίσκω το δώρο.
Πιο φωτεινό από τον Άσμαν και τα αστέρια ,με χρώματα της νύχτας και της ημέρας, των πλασμάτων αυτού του κόσμου πριν τελειώσει.
Ίσως να αποτελεί σημάδι μιας νέας αρχής.
Καθώς ακουμπάω τα χέρια μου εικόνες στροβιλίζουν στο μυαλό μου.
Φωτεινές χρωματιστές.
Θόρυβοι , γέλια.
Βουνά ανυψώνονται προστά μου. Πράσινο μέχρι εκεί που δε φτάνει το μάτι.
Νερό άφθονο.
Ειρήνη και ευημερία.
Χωρίς τέρατα.
Χωρίς καταστροφές και μίσος.
Μετά βλέπω το σύμπαν, πιο φωτεινό και πολύχρωμο.
Και τέσσερα φτερά πληγωμένα.
Μια ουρά σαν του Άσμαν να τα τυλίγει και εμένα να προσκυνώ.
<<Τίποτα ακατόρθωτο γι' αυτόν που πιστεύει>>, ήχησε μέσα στο κεφάλι μου.
<<Ξέρω που βρίσκεται ο Μιχαήλ και ο Εωσφόρος>>, αναφώνησα καθώς άφηνα τα χέρια μου από πάνω του κι επανερχόμουν στη πραγματικότητα.
Ξαφνικά το χώμα από κάτω μας άρχισε να τραντάζεται.
Ο αέρας δυνάμωνε και φωνές πλησιάζαν.
Το δέντρο άρχισε να σαπίζει απότομα και ρίζες του να απορροφούνται μέσα στο έδαφος.
Οι ατμόσφαιρα μύριζε θειάφι και ο ουρανός κοκκίνιζε.
<<Άσμαν, πρέπει να φύγουμε τώρα,>>φώναξα με όλη μου τη δύναμη.
Οι σκιές με τα κόκκινα μάτια αρχίζουν να πλησιάζουν με γρήγορο ρυθμό.
Οι φωνές τους με προστάζουν να τους παραδώσω το δώρο.
Μα δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το κόσμο που να μπορούσε να με κάνει να το αφήσω.
Ξαφνικά είναι τόσο πολλοί που μας έχουν περικυκλώσει.
Δεν υπάρχει διέξοδος.
Δεν πρέπει να τελειώσουν όλα εδώ. Είμαστε τόσο κοντά.
Πρέπει να παλέψουμε.
Το μόνο που έχω όμως είναι ένα μαχαίρι.
Δεν θα κάνει και πολλά σκέφτομαι. Άμα προσευχηθώ ίσως με ακούσουν και έρθουν για βοήθεια.
Όχι, είναι πολλοί παραπάνω θα πάμε σαν πρόβατα στη σφαγή.
Σε μια στιγμή ο Άσμαν μπήκε μπροστά μου.
Το φως του δυνάμωσε.
Έξυσε τις πατούσες του στις στάχτες. Το τρίχωμα του ανασηκώθηκε.
Το γρύλισμα του ξέφυγε από το δόντια του και ύστερα εκείνη η κραυγή που ήταν τόσο γνώριμη στη ψυχή μου σκόρπισε τις σκιές στο άπειρο.
Χαμογέλασα, γιατί πλέον ήξερα τι ήταν ο Άσμαν ο φύλακας μου.
Η αρχή μας.
Το όπλο μας.
Ο προστάτης όλων μας.
Αυτός που θα έβρισκε τον Μιχαήλ.
Άρχισα να τρέχω έχοντας αγκαλιά το δώρο με τον Άσμαν πλάι μου.
Όλα όσα μου φανερώθηκαν σήμερα γυρνάνε στο μυαλό μου.
Δεν τελείωσε τίποτα ακόμα .
Θα αποκαταστουσαμε.την ισορροπία με το δώρο.
Με τον Άσμαν.
Με τον Μιχαήλ.
Σκέφτομαι την χαρά στα μάτια της Αριέλ και των υπολοίπων.
Τα λόγια της να ηχούν στα αυτιά μου.
<< Τα πιο απλά πράγματα σε αυτή τη ζωή, είναι αυτά που προκαλούν ευτυχία, γι' αυτά αξίζει να παλεύεις>>.
Μα αυτό στα χέρια μου δεν είναι απλό. Είναι ο νέος κόσμος.
Είναι ο Παράδεισος.
DarkSofi8
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top