Οι περιπέτειες του Μάρκου."Άνεμος και σκόνη"

Μάρκος

Σηκώνω την εφημερίδα σχεδόν στο ύψος των ματιών μου καθώς η σερβιτόρα φέρνει τον καφέ μου.

<<Σε ευχαριστώ πολύ κορ...>>βάζω τη γροθιά μου στόμα μου και ξερό βήχω γιατί ξέχασα να αλλάξω τη φωνή μου .
<<Κορίτσι μου>>.

Η κοπέλα με κοιτάει με στραβά και χαμογελάει καθώς το βλέμμα της ακολουθεί το δικό μου στο απέναντι τραπέζι και έπειτα φεύγει.

Δε ξέρω αν έχει καταλάβει ότι δεν είμαι της τρίτης ηλικίας με την μεταμφίεση μου .Το μουστάκι πιστεύω πως κάνει δουλειά όπως και το καπέλα μου και το καφέ παλτό του παππού μου.
Εντάξει τα σκουλαρίκια μου και τα ταουάζ μου ψιλό φαίνονται
Αλλά αν με δεις κάνει θα πιστέψει πως σίγουρα ήμουν στα νιάτα μου χίπις και αλητόπαιδο.

Ετσι θα είμαι όταν γεράσω;

Κοντεύω να σκίσω την εφημερίδα από τα νεύρα μου καθώς τους κοιτάζω.

Το απέναντι τραπέζι είναι η γιαγιά μου και ο κύριος Μάνθος.

Κύριος Μάνθος ,μη χέσω.
Η για για μου γελάει σε κάτι που της είπε και εγώ κοντεύω να σκάσω.
Δεν την έχω δει να γελάει έτσι από τοτε με το παππού μου.

Δύο χρόνια πέρασαν από τότε που τον χάσαμε.
Η γιαγιά μου είναι ο κόσμος μου όλος.
Εκείνη με μεγάλωσε.
Και είμαι ο αγαπημένος της
Ποτέ της δεν με έκρινε όπως οι γονείς μου και τα αδέρφια μου.

Μου ο τα μάγουλα μου καθώς έλεγε:<<Μην αφήσεις να σβήσει το φως του κανένας γλυκό μου αγόρι.Και αν το προσπαθήσει κανείς,η γιαγια σου θα τους δώσει ένα μάθημα>>.

Θεέ μου την αγαπώ τόσο πολύ.
Πάντοτε πίστευε σε εμένα .
Ήταν και η πρώτη στην οποία είπα την σεξουαλική μου προτίμηση.
Σε εκείνη και στον παππού
Φοβόμουν τόσο πολύ την απόρριψη τους.
Όχι τόσο των γονιών μου.
Για εκείνους χεστικα.
Ποτέ δε ταίριαζαν στη καλοφτιαγμένη φούσκα τους και ούτε ήθελα.
Ασχέτως ότι το τώρα έχουν χαλαρώσει το πετσακι τους που πέρασα στη σχολή .

Αλλά τότε πίστευα πως αν δεν μα αποδέχονται ειδικά οι παππούδες μου θα τελείωνε ο κόσμο μου.

Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μέρα.
Η γιαγιά μου να μαγειρεύει στη κουζίνα και ο παππούς μου να κάθεται στο σαλόνι και να βλέπει ειδήσεις.

Έτρεμα καθώς έκατσα στο καναπέ και τη φώναξα να έρθει.

<<Τι έγινε φως μου;>>με ρώτησε με ανησυχητικό ύφος η γιαγιά μου.
<<Γιατί τρέμεις;Έγινε κάτι έπαθαν κάτι οι γονείς σου;>>

Η γιαγια μου δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τη κόρη της,την μάνα μου και ειδικά με τον πατέρα μου.
Αλλά δεν έπαυε να νοιάζεται.

<<Τίποτα,όλοι είναι καλά.Απλα θέλω κάτι να σας πω,>>έσφιξα τις γροθιές μου .

Δεν ξέρω τι περίμενα να ακούσω.
Οι παππού μου ποτέ δεν ήταν άνθρωποι που με μάλωναν άσχημα ακόμα και όταν ανακάλυψαν την πρώτη τρύπα που είχα κάνει.
Ήταν πάντοτε ευγενικοί και με φρόντιζαν με αγάπη Ακόμα και οι συμβουλές τους ηταν πάντοτε αυτές που έπρεπε χωρίς πίεση
Χώρος να με κάνουν να αισθανθώ τύψεις.

<<Πες μας αγόρι μου τι είναι;>>
Είπε ο παππούς μου.
<<Να ήθελα να σας πω,πως εγώ...εγώ..>>άρχησα να τραυλίζω καθώς το άγχος μου ανέβαινε.

Η θέση δίπλα μου στο καναπέ βάρυνε και το χέρι της γιαγιάς μου ακούμπησε το δικό μου και το έσφηξε πάνω στα πόδια μου.

Είχα κλείσει τα μάτια μου σφιχτά χωρίς να το καταλάβω.

Τα άνοιξα δειλά και τη κοίταξα.
Μου χαμογέλασε γλυκά.

<<Ξέρεις πω μπορείς να τα λές όλα σε εμάς .Εμείς είμαστε εδώ για εσένα.Οτι και να είναι.Δε θα πάψουμε ποτέ να σε αγαπάμε>>.

Κόμπος έγινε το στομάχι μου και πήρα μια βαθιά ανάσα αλλά πριν προλάβω να πω αυτό που ήθελα να πω πετάχτηκε ο παππούς μου.

<<Αν είναι να μας πεις ότι είσαι γκέι και κανείς τόση ωρα γι'αυτό και καθυστερήσεις τη γιαγια σου από το να φτιάξει το φαγητό δε θα σου δώσω πενήντα ευρώ χαρτζιλίκι.>>

<<Τάσο,>>τον μάλωσε η Γιαγιά μου ενώ είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα.

<<Ε τι βρε Μαρίτσα μου,νόμιζα πως είχε καταλάβει ότι το ξέραμε.>>.

Η γιαγιά μου τον αγριοκοίταξε.

<<Το ..το..το..ξέρατε;>>
Ρώτησα αποσβωλλομένος.

<<Φυσικά και το ξέραμε αγάπη μου.Ποιος σε μεγάλωσε είναι δυνατόν να μη το καταλαβαίναμε;Σε νοιαζόμαστε>>.

<<Και γιατί δεν είπατε τίποτα;>>

<<Θέλαμε να σε αφήσουμε να μας το πεις εσύ.Αλλα με το καιρό δεν το έκανες και θεωρήσαμε πως είχες καταλάβει ότι το ξέραμε.>>.

<<Και είστε εντάξει με αυτό;>>
Ρώτησα ελάχιστα φοβισμένος πλέον.

Ο παππούς μου γέλασε δυνατά.

<<Γιατί να μην είμαστε αγόρι μου.
Η αγάπη είναι η αγάπη.
Εμείς θέλουμε εσύ να είσαι ευτυχισμένος.
Αλλά και να μη το θέλαμε.
Δική σου είναι η ζωή
Εσύ κρίνεις πως θα την ζήσεις.
Δε πρέπει κάποια στιγμή να φτάσεις στη δική μου ηλικία και να έχεις ζήσει τη ζωή που θέλουν οι άλλοι για εσένα.
Σε αγαπάμε,>>σηκώθηκε και μου ανακάτεψε τα μαλλιά δίνοντας μου ένα φιλί στο μέτωπο.
Χαμογέλασα.

<<Και εγώ σας αγαπώ>>.

<<Και τώρα Μαρίτσα το παστίτσιο,>>συνέχισε.

<<Πανάθεμα σε,>>του φώναξε εκείνη και σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της .

<<Ε τι βρε λουλούδι μου.Αφου ξέρεις εγώ δε το πετυχαίν όπως το κανεις εσύ,>>έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο.

Ήταν ερωτευμένη ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.
Ήταν δεκαοχτώ και οι δύο όταν παντρεύτηκαν.
Τέσσερα παιδιά ,έντεκα εγγόνια και ένα δισέγγονο.
Μια γεμάτη ζωή με ταξίδια ,στρωμένες δουλειές.και πολλή πολλή αγάπη.

Κάτι τέτοιο ήθελε και εγώ.

<<Και κάνα γκομενάκι έχουμε;>>
Ρώτησε ο παππούς μου την ώρα του φαγητού και κόντεψα να πνιγώ στη μπεσαμέλ.

<<Τάσο,>>τον μάλωσε η γιαγιά μου.

<<Ε, τι να μη ρωτήσω ;Το καλύτερο παιδί θα δώσουμε.Μπορεις να φέρεις όποιον θέλεις το σπίτι μας είναι ανοιχτό σε όποιον σε αγαπήσει όπως σε έχουμε εμείς>>.

Αν ζούσε θα ήταν απίστευτα χαρούμενος.
Θα τον λάτρευε τον Φίλιππο.
Όπως κάνει και η γιαγιά μου τώρα.
Πιο πολύ για εκείνον ρωτάει παρά για εμένα .
Αλλά δε την μαλώνω.
Ο Φίλιππος είναι όλη μου η ζωή πλέον.

Όταν του ρίχτηκα στο πάρτι δεν ήθελε κάτι άλλο πέρα από μια περιπέτεια.
Δεν ήταν και η μόνη που είχα.
Αλλά.ο τύπος κάτι είχε.
Ναι ,είναι καύλα κούκλος, έξυπνος.
Αλλά δεν ήταν αυτό.

Έκανε τη καρδιά μου ζεστή.
Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα σαν κάτι να ήρθε να κλείδωσε μέσα της και να μην ήθελε να φύγει.

Το ίδιο ένιωσε και εκείνος.
Τον βοήθησα να βρει και το θάρρος να πει στους γονείς του την αλήθεια και να το κυκλοφορεί περήφανα για τον ευατό του .
Τον αγαπώ.

Αν και κοντεύω να τον τρελάνω.
Έχω εθιστεί.
Δεν παίρνω την δόση μου αρκετά.
Με μαλώνει συνέχεια και φωνάζει πως δεν είναι σκεύος ηδονής για πλάκα.
Αλλά πώς να αντισταθώ τη ζεστασιά του,την αγκαλιά του,τα φιλια του, κορμί του Αχ αυτό το κορμί του και αυτός ο...

Μάρκο σύνελθε .
Ήρθαμε για ένα σκοπό εδώ
Να παρακολουθήσουμε τη γιαγιά.
Αχ ,ο φλούδας της φιλάει το χέρι θα τον πετσοκόψω.

Η Μαρίτσα είναι μεγάλο κορίτισι όπως λέει και ο Φίλιππος και έχει κάθε δικαίωμα να κάνει ότι θέλει μια να ξανα φτιάξει τη ζωή της.
Το δέχομαι αλλά όχι με αυτόν.
Δε ξέρω δε μου κάθεται καλά.
Έχει πετσετακι πως λέγεται αυτή η μαλακία για να σκουπίζει το πρόσωπο του και τη μύτη του
Ποιος το κάνει αυτή την εποχή.
Όλοι χαρτομάντιλα χρησιμοποιούνται.
Περίεργο ,πολύ περίεργο.

Ειδικά μετά από αυτά που έχουν γίνει.
Και με τη Δάφνη.
Απορώ πως δεν είχα καταλάβει τίποτα.
Βέβαια ούτε για την Ηρώ είχα καταλάβει.
Καθόλου παρατηρητικός δεν είμαι.

Και έχω σχεδόν διδακτορικό σε όλα τα περίεργα και της συνομωσίες και Πάρο αυτά μου ξέφυγε.

Γι'αυτό τώρα πρέπει να προσέξω.

Όσο και να λέει η Δάφνη και ο Φίλιππος πως ο κύριος Μάνθος είναι καθαρός.
Το ένστικτο μου λέει πως κάτι πάει στραβά.
Και δε αφήσω να χαραμιστεί έτσι η γιαγιά μου.

Το κινητό μου χτύπησε κι εγώ τιναχτικα.
Η γιαγια μου και ο Μάνθος γύρισαν προς τη μεριά μου και εγώ σήκωσα την εφημερίδα βάζοντας το κινητό στο αυτί μου.

Γαμώ ,αν με καταλάβει ότι την παρακολουθώ θα με σκοτώσει.

Δεν είναι ότι μου το έκρυβε κιόλας.

<<Παρακαλώ,>>είπα χαμηλόφωνα.

<<Γιατί μιλάς σιγά;Κοιμούνται τα παιδιά,>>με ρώτησε ο Φίλιππος.
Του ειχα πει πως θα πήγαινα στην Ηρώ.
Μισή ώρα μου έκανε κήρυγμα να μη μαλώσω πάλι με τον βλάκα,,ούτε να σφάξω τη Σοφία.
Τον παρά αγαπούσε,πως να μη μπορούσε άλλωστε.
Αλλά ήταν δικός μου.

Είμαι ελεεινός.

<<Ναι ,ναι κοιμάται και εγώ είμαι στο σαλόνι με τη Ξένια>>.

<<Με τη Ξένια;>Ωχ,το ύφος του είναι αρκετά ύποπτο.

<<Ναι>>

<<Μάλιστα>>

Δε πιστεύει το νιώθω.Κρατω γερά την εφημερίδα και σκύβω το κεφάλι μου.

<<Και τότε τι κάνεις στο ΚΑΠΙ,κρυμμένος πίσω από μια εφημερίδα;>>

<<Τιιιι;>>γούρλωσαν τα μάτια και κατέβασα την εφημερίδα.

Ω,σκατά.

<<Μαρκο, δε τα είπαμε αυτά;>>

<<Πως ήξερες ότι είμαι εδώ;>>
Του είπα εκνευρισμένα.

<<Η ξαδέρφη σου>>.

Ηλίθια γαμώτο.
Τι δε καταλαβαίνει πως μπορεί ο τύπος απλά να κρύβεται καλά και στα ξαφνικά να βρούμε τη γιαγιά δε ξέρω και εγώ που ..

<<Και βγάλε το μουστάκι και το καπέλο σαν βλάκας φαίνεσαι έτσι;>>

<<Ωραίος βλάκας όμως,>>κούνησα τα φρύδια.

<<Με έχεις τρελάνει,>>δυσανασχέτησε.

<<Ναι ,αλλά σου αρέσει,>>
του γέλασα πονηρά.

<<Φίλιππε αγόρι μου τι κάνεις εδώ;>>
Ακούστηκε η φωνή της Μαρίτσας από πίσω του.
Και εγώ κρύφτηκα ξανά πίσω από την εφημερίδα.
Ο Φίλλιπος γύρισε και τη και την κοίταξε.

Ω,την έχω πατήσει.

<<Γεια σου γιαγιά,>>της είπε και της φίλησε το μάγουλο.

<<Τι κάνεις παιδί μου εδώ στο ΚΑΠΗ,>>τον κοίταξε και ύστερα το βλέμμα της έπεσε πάνω μου .

<<Μάρκο;>>
Είπε σαστισμένη.

Σκατά.

Κατέβασα την εφημερίδα αργά και την κοίταξα με το πιο αθώο βλέμμα.
Ίσως να την γλύτωνα.

<<Επ, γιαγιά τι κάνεις εσύ εδώ;Δε σε βλέπω συχνά>>.

Έβαλε τα χέρια στη μέση της και με κοίταξε έτοιμη να βάλει τα γέλια.

<<Ε τι να σε πω,>>μου είπε και γέλασε.

<<Συγ....Συγνώμη;>>
Της είπα.

Ο Φίλιππος μουντζωνε τον ευατό του.

<<Τριανταφυλλάκι μου τι έγινε;>>
Ήρθε από πίσω ο κύριος Μάνθος.

Πως την είπε,ο γέρο ξεκουτης;

<<Τίποτα ,έλα να σου γνωρίσω τον εγγονό μου και το αγόρι του.Από εδώ ο Μάρκος και ο Φίλιππος>>.

Εκείνος μας έδωσε το χέρι του και εγώ του το κούνησα με μεγάλη αηδία.
Ο Φίλιππος φυσικά χαμογέλασε.

<<Μάρκο έχω ακούσει πολλά για εσένα από τη γιαγιά σου,>>και που να δεις τι άλλα κρύβω θα τα μάθεις με το καιρό.
Όχι που θα σε αφήσω να αποπλανήσεις αυτή τη γλυκιά και αθώα γυναίκα.
<<Ντύθηκε εκατό για το Halloween ή απλά είναι άποψη >>.
Με κοίταξε από πάνω με δει κάτω και εγώ έσφιξα τα δόντια μου.

Βράζω .
Θα του ορμιξω.

Ο Φίλιππος στροβιλιζε τα μάτια του ,λες και είχε διαβάσει τη σκέψη
Αυτό το παιδί πάντα με καταλάβαινε.
Είχε αρχίσει να γίνεται λίγο τρομακτικό.

<<Φίλιππε,εσύ δεν είδε το αστέρι του μπάσκετ;Καλα σε κατάλαβα .Καλά το τελευταίο σου παιχνίδι ήταν καταπληκτικό>>.

<<Σας ευχαριστώ,>>του απάντησε και εγώ τον αγριο κοίταξα .
Αυτό μας έλειπε τώρα να γίνουν φιλαράκια.

<<Τι θα λέγατε να πιούμε όλοι μαζί τον καφέ μας,>>είπε η γιαγιά μου.

Ω όχι,καλύτερα να με πάταγε αμάξι.

<<Ε,εμείς πρέπει να φύγουμε,>>σηκώθηκα μια άρπαξα τον Φίλιππο για να φύγουμε.
<<Έχει προπόνηση.Καταλαβαινεται .
Ίσως κάποια άλλη φορά>>.
Στη κηδεία σου.

<<Μάρκο ,κάτσε κάτω,>>μου είπε η γιαγιά μου με σταθερή φωνή και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Είπα και εγώ τη γλίτωσαν.
Αυτό το ύφος το είχα α
νιώσει στο πετσί μου.
Κάθε φορά που μικρός έκανα μια αταξία έτσι ξεκινούσε για με με μαλώσει.

Σκατούλες

<<Είδες;Τελικά ο κύριος Μάνθος μια χαρά άνθρωπος είναι>>μου έλεγε ο Φίλιππος στο αμάξι στον γυρισμό.

Μετά από μία ώρα βασανιστικού καφέ με τους τρεις με εμένα να θέλω να φύγω έπαιρνα επιτέλους ανάσα.

<<Ναι καλά.Εχει πετσετακι.Σκουπιζει τις γωνίες από τα χείλη του .Ξεχωριστά.Μια μία.Και το βάζει μετά στη τσέπη του.Ποιος το κάνει αυτό αν δε κρύβει κάτι;>>
Αναφώνησα και σήκωσα το χέρια μου ψηλά και τα έριξα με φορά κάτω.

<<Υπερβάλλεις.
Ειναι καλός άνθρωπος.Και λατρεύει τη για γιαγια σου,>>μου είπε και άλλαξα ταχύτητα στο αμάξι.<<Δε την θες να ειναι
ευτυχισμένη;>>

<<Φυσικά θέλω να είναι ευτυχισμένη.
Απλά ανησυχώ με όλα αυτά...>>

Δε ξέρω ,ένιωθα άσχημα με όλο αυτό.
Ήμουν υπερβολικός με τα πάντα.
Όσα συνέβησαν με έκαναν παρανοϊκό.
Κατά κάποιο τρόπο καταλάβαινα τον μαλάκα.

Ανησυχούσα για τους πάντες.
Για την Ηρώ.
Τα παιδιά ,τον ηλίθιο,εμάς.
Ακόμα και για τη Σοφία.
Και τη Δάφνη που μου έσπασε τα νεύρα τελευταία.
Πώς μπορούσε να μου κρύψει κάτι τέτοιο
Εγώ που μοιραζόμουν το παγωτό μου μαζί της.
Βλαμμένη.

Ο Φίλλιπος σταμάτησε το αμάξι έξω από το σπίτι της Ηρώς .

<<Τι κανουμε εδώ;>>τον ρώτησα.

<<Υποσχέθηκα στη Σοφία να την πάμε για παγωτό>>.

<<Πλάκα μου κάνεις παγωτό μέσα στο Χειμώνα;>>

<<Της αρέσει>>.

<<Και εγώ ήθελα να πάμε σπίτι να σε αποπλανήσω λίγο .
Ήρθε εκεί ο το καινούργιο το παιχνίδι,>>του είπα λάγνα και τον φίλησα στο μάγουλο.

<<Έχουμε χρόνο όλο το βράδυ,αλλά ήρεμα.Γιατι έχω προπόνηση πάλι .Και είναι και το πάρτι.Χρειαζομαι τα πόδια μου>>.

<<Μπορούμε να πάρουμε το καροτσάκι της Ηρώς,>>κούνησα τα φρύδια μου.
<<Ο Αχιλλέας δε θα έχει θέμα ,έτσι και αλλιώς δε θέλει και πολύ να την δέσει στη πλάτη του>>.

Η πόρτα έκλεισε απότομα.

<<ΠΑΓΩΤΟ,>>φώναξε η Σοφία δυνατά και γυρίσαμε και την κοιτάξαμε .<<Γιου
<<Μπορώ να πάρω τρεις μπάλες;>>

<<Ναι,>>είπε ο Φίλιππος.

<<Και σιρόπι;>>

<<Ναι>>.

<<Και τρουφάκια;>>
Φώναξε ξανά ενθουσιασμένοι και ήρθε ανάμεσα από τις θέσεις.

<<Φυσικά>>.

<<Είσαι ο καλύτερος,>>τον αγκάλιασε απότομα και τον φίλησε στο μάγουλο.

<<Ε,φρόνιμα ,>>την μάλωσα τραβόντας την από πάνω του.

<<Είσαι τόσο μωρό ώρες ώρες,>>μου είπε εκείνη και κάθησε στη θέση της.

<<Εγώ μωρό;Δες ποια μιλάει;>>

<<Ναι εσύ,>>και μου έβγαλε τη γλώσσα.
<<Δεν έχει παγωτό για εσένα >>.

<<Φιλιππε βλέπεις πως μου μιλάει;>>

<<Καλά καλά σταματήστε τώρα .Θα περάσουμε μια όμορφη μέρα μην είστε και οι δύο έτσι,>>είπε και ξεκίνησε το αμαξι.

Εγώ κοίταξε τη Σοφία από το κεντρικό καθρέφτη και εκείνη μου ξανά έβγαλε τη γλώσσα.

Η μέρα όντως ήταν όμορφη αν εξαιρέσεις ότι η Σοφία έριξε το παγωτό της και έκλαιγε και ο Φίλιππος με ανάγκασε να πάω να πάρω το ίδιο ασχέτως το ότι δεν ήθελα.
Την λυπήθηκε όμως λίγο.
Ήταν πολλη τραυματισμένη ψυχικά και αυτά τα μικρά καθημερινά την έκαναν να νιώθει φυσιολογική.
Πολλές φορές αναρωτιόμουν πως θα ήταν αν ήταν σαν την Ηρώ.
Αν κάπου εκεί μέσα υπάρχει ο παλιός της ευατός.
Και αν κάποια στιγμή τον γνωρίσουμε.
Δε ξέρω πως θα είναι για εκείνη η υπόλοιποι ζωή της αν συνεχίσει έτσι.
Νευριάζω και θέλω να πάρω ένα όπλο και να βρω τους πάντες να τους ρίξω.

Μαλάκες όλοι τους.

Όταν επέστρεψα εκείνη έτριβε τα μάτια της με το Φίλιππο να της χαϊδεύει τη πλάτη.

Μόλις με είδε με το παγωτό τα μάτια της έλαμψαν.

<<Για εσένα,>>της άπλωσα το χέρι και της το έδωσα.

<<Εριξες δηλητήριο μέσα;>>
Με ρώτησε με καχυποψία.

<<Απλά πάρτο μωρέ ,>>της είπα.

<<Ευχαριστώ,>>μου είπε .Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό.
Όχι ,τσηριχτό και παιδικό.
Ήταν μαλακό και ήρεμο.
Σαν να άκουγα την Ηρώ.

Μετά το δείπνο στο εστιατόριο του Ορφέα,είχα επιτέλους το αγόρι μου για εμένα.
Θεέ μου τον αγαπώ τόσο πολύ.
Είναι σέξυ ,όμορφος τέλειος.
Και με μια καρδια που δύσκολα της αποχωρίζεται.

Το εξουθενωνω βέβαια γιατί είμαι τρελό και παλαβός για εκείνον.
Αλλά ποτέ δε παραπονιέται πραγματικά.
Γιατί με αγαπάει και εκείνος.
Παρόλο που είμαι κατεστραμμένος.

Δε ξέρω τι θα έκανα χωρίς εκείνον.
Αν του συμβεί τίποτα θα τρελαθώ.
Χαϊδεύω την πλάτη του απαλά .
Εκείνος κοιμάται μπρούμυτα και βαριά.
Γυμνός κάτω από τα σκεπάσματα
Και εγώ ξανά καυλώνω μόνο και με τη σκέψη.

Έχω γίνει σεξομανής.
Είναι πρόβλημα πλέον ξεκάθαρα.

Κοιτάζω γύρω μου στο στο δωμάτιο όλα τα πεταμένα παιχνίδια του σεξ ,προφυλακτικά και ρούχα.

Κοιτάζω το σπίτι μας.
Κοιτάζω εμάς.

Ανησυχώ υπερβολικά.
Αλλά δεν λέει να φύγει αυτό το βαρύ συναίσθημα ότι όλα είναι πολύ ήσυχα τελευταία.

<<Πέσε για ύπνο ανησυχείς υπερβολικά,>>είπε βαριά ο Φίλιππος και με άρπαξε να ξαπλώσω μέσα στην αγκαλιά του.

<<Μου κόβεις την ανάσα βλαμμένε,>>διαμαρτυρήθηκα και του χτύπησα με της γροθιές μου το στερνό.

<<Εσύ μου την παίρνεις κάθε μέρα,>>με άρπαξε και με φίλησε.

Τα μάγουλα μου ζεστάθηκαν.

<<Σε αγαπώ,>>του είπα όταν έσπασε το φιλί μας.

<<Και εγώ.Τωρα ύπνο,>>μου είπε λεία έσφηξε το κεφάλι μου στο στήθος του.

Ανάσα δεν παίρνω ανάσα.
Δε με πειράζει όμως και ας είναι και η τελευταία αυτή τη στιγμή.

Γιατί μυρίζει απίστευτα.
Και είναι δικός μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top