Έξτρα κεφάλαιο "Στάχτες και βροχή"
Η ψηφοφορία έληξε δεν υπήρξε τόση συμμετοχή αλλά αυτό δε μας πτοεί.🤣🤣🤣
Διάλεξα εγώ το κεφάλαιο μετά από τη γενικότερη απήχηση που έχει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας.
Απολαύστε το.
Άγης, 25 ετών.
Βαριέμαι.
Ω,πόσο βαριέμαι.
Μα το δε ξέρω και εγώ τι ,είναι όλοι ηλίθιοι εδώ μέσα.
Παίρνοντας τη θέση του Χρυσαλή νόμιζα πως όλα θα ήταν εύκολα.
Θα είχα ένα βασίλειο δικό μου.
Αυτό μου υποσχέθηκε τουλάχιστον ο Γιάννης.
Και αυτός ηλίθιος είναι.
Περιβάλλομαι από ζώα.
Το να ζεις σε αυτό το κόσμο όπως εγώ δεν είναι καθόλου εύκολο.
Πολλοί με χαρκατηρίζουν τρελό.
Μανιακό.
Χαμένη υπόθεση.
Οι κοινοί θνητοί όμως δε μπορούν να δουν πω μέσα από τη δημιουργικότητα φτιάχνω ένα καινούργιο κόσμο.
Ναι,σκοτώνω.
Αυτός ο πλανήτης έχει πολλούς ανθρώπους πάνω του.
Θα μου πεις.
"Άγη έχουν οικογένεια,φίλους ,μια ζωή μπροστά τους "
Με νοιάζει;
Όχι.
Το πρόβλημα δεν είναι πως δε ξέρω ότι κάτι πάει στραβά μαζί μου.
Το πρόβλημα είναι ότι μου αρέσει έτσι όπως είμαι.
Κάποια στιγμή οι γονείς μου.
Οι αγαπημένοι μου γονείς ,με είχαν στείλει σε ψυχίατρο.
Δε πήγε πολύ καλά αυτό.
Εκείνη βγήκ απο την αίθουσα και ξέρασε στο διάδρομο.
Εντάξει και εγώ το είχα πραταραβήξει λίγο.
Το να της λέω πως θα ήθελα να τη βαλσαμώσω και να τη κάνω κούκλα για να παίζουμε μαζί δεν ήταν και ότι καλύτερο.
Ήμουν πέντε.
Την τρόμαξα και από όσο έμαθα ακόμα βρίσκεται σε μια ψυχιατρική κλινική κλεισμένη.
Καημενούλα.
Η ψύχωση μου με τα παιχνίδια είναι τεράστια και με τις κούκλες.
Οι γιατροί λέγανε πως έχει να κάνει με την αντικοινωνική μου συμπεριφορά και τη δυσκολία μου να δημιουργήσω ουσιαστικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους.
Έτσι προσπαθώ να δημιουργήσω το δικό μου κόσμο για να έχω παρέα.
Οι άνθρβπο είναι βαρετοί.
Η ζωή είναι βαρετή.
Δουλεύουν όλοι είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα εφτά μέρες τη βδομάδα.
Σαν μικρά ρομποτάκια.
Χάνοντας τον ευατό τους.
Η τουλάχιστον δεν τον αφήνουν ελεύθερο όπως πρέπει.
Εγώ από την άλλη πλευρά αισθάνομαι ελεύθερος.
Ας μη το μπερδεύουμε όμως.
Όλοι όσοι θεωρούνται τρελοί η έχουν κάποια ψυχική ασθένεια δεν είναι επικίνδυνοι.
Εγώ όμως είμαι.
Το ξέρω.
Από τότε που γεννήθηκα.
Πόσα παιδιά θυμούνται πράγματα από όταν ήταν μωρά;
Σχεδόν κανένα.
Εγώ θυμάμαι στιγμές που ήμουν ακόμα μωρό και βύζενα από τη μάνα μου.
Θυμάμαι τη πρώτη φορά που έγδαρα τη πρώτη μου γάτα και την έφερα δώρο στη μάνα μου.
Και όλες τις φορές που προσπάθησα να σκοτώσω τον αδερφό μου στη κούνια.
Ο αγαπημένος μου αδερφούλης.
Τον μισώ και τα υπόλοιπα ποντίκια του που νομίζουν πως με αλουμίνια μπορούν να χτίσουν την αυτοκρατορία τους.
Κανείς δε με έβλεπε ποτέ γι'αυτό που είμαι.
Γεννήθηκα έτσι .
Ίσως γενετική μετάλλαξη.
Ίσως είμαι δαιμονισμένος.
Ποιός στο διάολο νοιάζεται.
Εκείνο όμως με κοίταξε.
Με είδε πραγματικά.
Και με φρόντισε.
Αλλά είναι δειλός.
Είναι αδύναμος.
Απλά παίζω το παιχνίδι του.
Γιατί απλά βαριέμαι.
Αυτός είναι ο κόσμος μου.
Το σκοτάδι.
Και μου αρέσει εδώ.
Δεν υπάρχουν φωνές.
Δεν υπάρχουν φαντάσματα που να με καθοδηγούν στο τι θα κάνω.
Είμαι απλά εγώ.
Κακός μέχρι το μεδούλι.
Τρελός σε κάθε άκρη της ψυχής μου.
Αν έχω.
Δε νιώθω τύψεις.
Δε νιώθω λύπη για όσα κάνω.
Απλά τα κάνω επειδή μπορώ.
Επειδή αυτή είναι η ζωή που ζώ.
Και κανείς δε μπορεί να μου τη πάρει .
Κάθε έναν μαθαίνει τη θέση του αν προσπαθήσει.
Το περίεργο όμως είναι πως η ζωή με λυπήθηκε.
Μου έδωσε ένα μικρό φως.
Το ελαφάκι μου.
Η καρδιά μου τσίμπησε και το μυαλό μου μούδιασε.
Με έκανε να αισθανθώ πράγματα που δεν ήθελα.
Και εκει ανάμεσα από το να τη βασανίσω, να τη σκοτώσω ή να την πηδήξω και να τη κάνω για πάντα δική μου ,το μυαλό μου κάπως θολώνει.
Δε ξέρω να τα διαχειρίζομαι.
Δεν έχω νιώσει αγάπη αν και οι γονείς μου μου την έδιναν απλόχερα.
Αλλά εκείνη ποτέ δε μπόρεσε να βρει ρωγμή να μπει στο τοίχος της ψυχής μου που φολιάζει το απόλυτο κρύο.
Αλλά το ελαφάκι μου μπόρεσε.
Μα δε με θέλει.
Και αυτό μου προκαλεί λύπη.
Και οργή.
Θέλω να τη σκωτώσω ,να τη κάνω κούκλα να μείνει για πάντα δίπλα μου.
Αλλά με εκείνον συνέχει κόντα της.
Είχα την ευκαιρία να το κάνω.
Εκείνη με εξέπληξε δε περίμενα να με υοακούση και να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο.
Ίσως είμαστε ακριβώς το ίδιο και δε το ξέρει.
Ηλίθιοι όλοι είναι ηλίθιοι εδώ μέσα.
<<Δε μοιάζει με εκείνη,>>ούρλιαζα στους υπηκόους μου.
Μια απλή οδηγία είχα δώσει.
Φτιάξε κούκλες που μοιάζουν με εκείνη.
Και τόλμησαν να μου φέρουν αυτά τα άχρηστα που μοιάζουν σαν νάνοι σε κήπο πορσελάνινη που κατούρησε πάνω σκύλος τους.
Το όπλο μου έσκαγε της σφαίρες τη μια μετα την άλλη στα σώματά τους.
Άχροιστοι.
Όλοι άχρηστοι.
Ανέστεναξε σηκώνοντας τα μάτια μου.
Ένας τελευταίος στεκόταν με το σώμα του να τρέμει.
Ήταν ένας εύσωμος άντρας
Και ήταν αστείο να τον βλέπω να τρέμει.
Έτσι είναι όταν συναντάς το μεγαλύτερο αρπακτικό.
<<Πλησίασε,>>του είπα και εκείνος με αργά βήματα και τρεμάμενα χέρια ήρθε προς εμένα.,<<Δώστην μου.>>του είπα απότομα αρπάζοντας τη κούκλα από τα χέρια του.
Τα χέρια μου πέρασαν από τα κόκκινα μαλλιά της .
Από το πρόσωπο που είχε εκείνες της ίδιες λεπτεπίλεπτες φακίδες με εκείνη.
Έπειτα από τα γαλάζια μάτια τής.
Τα ρούχα της ήταν ένα άσπρο φόρεμα με λεπτομέριες κόκκινες σα τριαντάφυλλα.
Σαν το αίμα της που ήθελα να δω.
Εκείνος με σκυφτό το κεφάλι απλά δε κουνιόταν.
<<Κοίταξε με,>>του φώναξα μα εκείνος δεν αντέδρασε απλά τινάχτηκε.
<<ΕΙΠΑ ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΕ.>>
Τα χέρια μου έφτασαν στο πρόσωπο του ανσηκώνοντας το πηγούνι του
Δεν είχε καταλάβει πόσο γρήγορα είχα βρεθεί μπροστά του και ο ιδρώτας στο μέτωπο του άρχισε να τρέχει περισσότερα.
Αδύναμοι.
Του χαμογέλασα και εκείνος με κοίταξε με απορία.
Έπειτα το γέλιο μου δυναμώσει.
Κάνοντας σβούρες με τη κούκλα στα χέρια μου και έπειτα παιρνώντας τα χέρια μου τα μαλλιά μου ξανακάθησα στη δερμάτινη μου καρέκλα.
<<Κυρίες και κύριοι,>>είπα στο κοινό μου που ήταν σιωπηλό
Δύο γέλια ακούστηκαν από τους δύο που θεωρούσαν το δεξί μου μια αριστερό χέρι.
Ήταν το ίδιο αχαρακτήριστοι σαν κι εμένα.
Εχ, ίσως λιγότερο αλλά το ίδιο μανιακοί.
<<Έχουμ ένα καλλιτέχνη ανάμεσα μας.Το όνομα σου;>>
Τον ρώτησα και εκείνος με κοίταξε διστακτικά.
Έφερα τα χέρια μου στα γόνατα μου φέρνοντας το σώμα μου προς τα μπροστά.
<<Μένιος.>>
<<Πλάκα τώρα.Μενιος;>>
Άρχισα να γελάω.<<Οι γονεις σου πρέπει να σε μισούσαν.Μένιος.>>
Συνεχησα να γελάω και να κοιτάω προς το πλήθος και έπειτα τα τσιράκια μου που προσπαθούσαν να συγκρατηθούν.
Ο εύσωμος με τατουάζ και γένια φίλος μου με το καλύτερο χέρι κουκλοπιου,λεγόταν Μένιος.
Καλά δε μπορούσαμε να τα έχουμε και όλα
Εγώ θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως λεγόταν Στράτος.
Ή έστω Αγησίλαος σα και εμένα.
Αρχοντικό όνομα κατάλληλο για ένα βασιλιά.
<<Έλα εντάξει.ΣΚΑΣΜΟΣ ΤΩΡΑ,>>φώναξα γύρω μου .Οι φωνές και οι ψίθυροι μαζι με τα γέλια σώπασαν αμέσως.
<<Λοιπόν , Μένιο,>>συνέχισα .<<Βασικά θα σε λέω Στράτο γιατί δε μπορώ να το χωνέψω,>>συνέχισα κάνοντας μια κίνηση με τα χέρια μου δείχνοντας την αηδία μου.
<<Στράτο από εδώ και πέρα θα είσαι ο κουκλοποιός μου ,>>σηκώθηκα από τη θέση μου με ανοιχτά τα χέρια.
Εκείνος και οι υπόλοιποι με κοίταχαν περίεργα.
<<Τι; Διαφωνεί κανείς;Διαφωνείς εσύ Στράτο;>>
Ρώτησα κρατόντας τη κούκλα στα χέρια μου σφιχτά.
<<Όχι, όχι, θα είναι ευχαρίστηση μου.>>
Είπε δειλά εκείνος.
<<Ωραία ,λοιπόν.Χειροκροτημα παρακαλώ για τον νέο μας καλλιτέχνη.>>
Φώναξα και έδωσα τη διαταγή με τα χέρια να μου να χειροκτούτουσαν..
Εφορία σκορπίστηκε στο κορμί μου.
Άρχισα να γελάω και να χοροπηδώ πάνω κάτω.
Ήταν όμορφη σαν το ελαφάκι μου.
Θα της άρεζε άραγε;
Θα μάθω σύντομα.
Σύντομα θα είναι κοντά μου .
Αλλά μέχρι τότε εσύ μιρκή μου κοκκινομάλα.
Μικρό δεύτερο ελεφάκι πρέπει και εσύ να με υπακούς.
Αλλιώς η φωτιά σε περιμένει και δε θα περάσεις όμορφα.
Σύντομα θα ανέβει και άλλη ψηφοφορία.
❤️❤️❤️💜💜💜💜
Ελπίζω να σας άρεσε η πρώτη μικρή μάτια μέσα στο μυαλό του Άγη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top