Έξτρα κεφάλαιο "Άνεμος και σκόνη"
(Επειδή φτάσαμε τα 50k στο "Στάχτες και Βροχή",είπα να σας ανεβάσω ένα πιο ιδιαίτερο κεφάλαιο.Πρεπει να έχετε διαβάσει τουλάχιστον το Στάχτες και βροχή.
Έχει δύσκολες περιγραφές που μπορεί να κάνουν τριγκερ.Οπως ιδιαίτερες ενήλικες σκηνές με την Σοφία και τους τρεις.
Μπορεί να είναι περίεργο για κάποιους αλλά είναι ένα είδος που υπάρχει στα βιβλία .Είστε ελεύθεροι φυσικά να σας αρέσει αλλά και να μην σας αρέσει.
Αλλά η ιστορία αυτη είναι. )
🖤💜🖤💜🖤💜🖤💜🖤💜🖤💜🖤___________________________
Αναμόρφωση.
Σοφία.
Περπατώ στους διαδρόμους.Ειναι μια καλή μέρα λέω στον ευατό μου.καθως χοροπηδάω πάνω στα κόκκινα χαλιά.
Αυτό το μέρος είναι ένα χάλι μαύρο και βρωμάει.
Αλλά είναι μια καλή μέρα.
Είναι ένα άλλο πρωινό.
Με έβγαλαν μετά από τρεις βδομάδες στην απομόνωση.
Βλέπω τον ήλιο που φέγγει από τα παράθυρα.
Είναι σαν να μην είναι αληθινός.
Γιατί εκεί μέσα χάνω την αίσθηση του χρόνου.
Μέχρι και ρούχα μου έδωσαν.
Μια μαύρη φούστα και ένα μαύρο ζιβάγκο.
Καμία σχέση με τα κουρέλια πριν λίγη ώρα.
Έκανα και μπάνιο επειδή ήμουν καλό κορίτσι.
Τα παπούτσια μου είναι τα μόνο που δεν άλλαξα.
Τα άσπρα αθλητικά μου ,είναι τα μόνα που δεν έχουν χαλάσει τόσο καιρό
Και κάπως έχω δεθεί μαζί τους.
Δεν έχει παράθυρο το σπίτι μου.Μυρίζει μούχλα και υγρασία.
Το κρεβάτι ένα απλό με κάγκελα.Δεν έχει καν στρώμα.
Κοιμάμαι πάνω στα σύρματα.
Για τουαλέτα απλά χρησιμοποιώ της γωνίες.
Ψωμί και νερό κάθε τρεις μέρες και αν.
Γιατί αυτό είναι η τιμωρία μου.
Που δε συμπεριφέρομαι καλά.
Στους κανόνες τους.
Θα μπορούσα για να επιστρέψω στο κανονικό μου δωμάτιο. Αλλά δε θέλω.
Γιατί όταν τους βλέπω κάτι σπάει μέσα μου.
<<Θα είμαι καλή από εδώ και πέρα,>>επανέλαβα στον χειριστή μου.
Έναν κακάσχημο με μεγάλη μύτη και λυγδωμενα μαλλιά.
Μεγάλη αντίθεση με το πανάκριβο κουστούμι που φορούσε
Θέλω να του βγάλω τα μάτια.
Να τον σκοτώσω είναι πολύ καλή ιδέα
Κάθε φορά που μπαίνει μέσα θέλω να του ορμήξω.
Να τον γδάρω με τα νύχια μου.
Να του κόψω τον λαιμό με τα δόντια μου.
Και να τον αφήσω να αιμορραγισει εκεί στο πέτρινο πάτωμα.
Στο υπόγειο.
Στο κελί μου.
Αλλά μετά θυμάμαι πως αυτός είναι υπεύθυνος για εμένα.
Ελέγχει την πρόοδο μου και την συμπεριφορά μου.
Και καμιά φορά το να μην είμαι εκεί μέσα είναι αναγκαίο.
Γιατί μου λείπουν τα αγόρια μου.
Έχω βίδα λασκαρισμενη λένε.
Είμαι μανιακή.
Απόλυτα τρελή.
Δεν έχουν και άδικο.
Αλλά είναι δικό τους φταίξιμο.
Δικό τους.
Μόνο δικό τους.
Εγώ δεν ήθελα να είμαι έτσι.
Δεν θέλω να είμαι εδώ
Δεν θέλω δεν θέλω.
Όλοι έχουν ξυπνήσει στην Αναμόρφωση
Τα προϊόντα περπατάνε μιλάνε γελάνε.
Όσο μπορούνε.
Γιατί πρέπει να συμπεριφέρεσαι καλά.
Δεν πρέπει να κάνεις αταξίες.
<<Σοφία έκοψες τα δάχτυλα του.>>
Με άγγιξε.
<<Σοφία του χτύπησε το κεφάλι στο μάρμαρο.
Πέθανε>>.
Με άγγιξε.
<<Σοφία πέθανε από αιμορραγία .Που βρήκες το μαχαίρι;>>
Γίνομαι δημιουργική καμία φορά.
<<Αχάριστο πλάσμα.Εισαι ένα τίποτα.Μαλακισμενο>>.
Όχι.
<<Κοίτα έχει κοκκινησει.Της αρέσει να την δένουν.Της αρέσει.Δες τελείωσε κιόλας>>.
Είναι φυσιολογική αντίδραση του σώματος αποβρασμα της κολάσεως.
Δεν σημαίνει ότι μου αρέσει να περνάει αυτό το μαρτύριο.
Είσαι ηλίθιος και τελειωμένος
Γι'αυτό δε σου άξιζε να έχεις πούτσα.
Κοιτάζω μέσα στις αίθουσες.
Κάποια από τα παιδιά σάστισαν που με είδαν και έκανα πίσω.
Με φοβούνται .
Γιατί ξέρουν την φήμη μου
εγώ τους έβγαλα την γλώσσα μου.Φωνες τρομαγμένες ακούστηκαν καθώς έφευγα.
Μου αρέσει ο ήχος που κάνουν.
Ο φόβος έχει ωραία μελωδία.
Είμαι μεγαλύτερη από εκείνα.
Γιατί τα περισσότερα φεύγουν στα δεκαοχτώ τους .
Πωλούνται στους πιο πλούσιους.
Στην μεγαλύτερη προσφορά.
Σαν ζώα.
Αλλά εγώ έχω κολλήσει εδώ.
Δεν μου είπαν πως έχω έρθει εδώ
Από όσο θυμάμαι αυτό είναι το σπίτι μου.
Η Μητέρα λέει πως έτσι όπως είμαι είναι φυσιολογικό να μη με θέλουν οι γονείς μου.
Ή οποιοσδήποτε άλλος.
Θα μπορούσα να φύγω.
Να προσποιηθώ ότι είμαι καλά.
Αλλά δεν γίνεται να φύγω χωρίς εκείνους.
Εκείνοι με αγαπάνε.
Δεν ήμουν πάντοτε έτσι.
Νομίζω δηλαδή.
Γιατί ξεχνάω.
Αλλά εδώ μέσα δε θέλει και πολύ να γίνεις παρανοϊκή.
Και έτσι χάλασα το προϊόν
Ήμουν από τα καλύτερα .
Θα με αγόραζε ο καλύτερος αγοραστής.
Ε,είναι νεκρός βέβαια.
Έσκασα το κεφάλι του στο τοίχο.
Δεν έφταιγα εγώ δεν έπρεπε να με πάνε στο δωμάτιο.
Πολύ κρίμα.
Το δωμάτιο με τις Πεταλούδες,εκεί έχασα τον ευατό μου την πρώτη φορά.
Νόμιζα πως δεν επιτρέπονταν να μας αγγίξουν.
Ω ,ήμουν ηλίθια όμως.
Και έτσι σναπ....
Το σχοινί μεταξύ λογικής και παράνοιας κόπηκε.
Μετά ξανά και ξανά.
Στο υπόγειο.
Στην αίθουσα βασανισμού.
Στην απομόνωση.
Σναπ
Σναπ
Σναπ
Εσπειρα το χάος.
Δεν μπορούσαν να με πουλήσουν.
Ήμουν παλαβή .
Ένα πρόβλημα.
Κάθε φορά προσπαθούσαν να με συνεφέρουν δεν έπιανε.
Με απλές τιμωρίες .
Με συμμόρφωση
Και μετά .... Μετά....
Είναι πολλοί και έχω χάσει το μέτρημα.
Δε θέλω να θυμάμαι.
Δε θέλω να θυμάμαι τις κραυγές μου.
Να φωνάζω το όνομα τους.
Να γεύονται το αίμα μου.
Μέχρι που σταμάτησαν να θέλουν να με αλλάξουν.Και απλά με τιμωρούσαν.
Έπειτα με χρησιμοποιούσαν για διασκέδαση.
Στην αρένα τους.
Να σκοτώνω αντιπάλους.
Σαν και εμένα.
Προβληματικά παιδιά.
Και έβαζαν στοιχήματα.
Πάντοτε κέρδισα.
Αλλά ποτέ δεν άλλαζε κάτι προς το καλύτερο.
Γιατί ήμουν η πρωταθλήτρια τους
Ένα γρανάζι στην κατασκευή του που τους έφερνε κέρδος.
Μου έλεγαν πως αν κερδίζω κάθε φορά θα έχω πλεονεκτήματα.
Πως θα με έβγαζαν ξανά στην αγορά.
Θα ήμουν τρελή αν τους πίστευα.
Είμαι, αλλά τρόπος του λέγειν.
Πως να μην είμαι.
Αυτό το μέρος για να επιβιώσεις πρέπει να είσαι έτσι.
Αν δείξεις αδυναμία είσαι νεκρός.
Εκείνη μου το θυμίζει κάθε μέρα.
Η Μητέρα
Με μισεί.
Εξαιτίας της μου συνέβησαν όλα αυτά.
Είχαν το μυαλό στου τέσσερις τοίχους
Το όνομα της σαν προσευχή στα χείλη μου.
Καμιά φορά την έβλεπα μπροστά μου ενώ δεν ήταν
Την σκοτωνα ξανά και ξανά
Ξανά.
Ξανά.
Ξανά.
Δεν της αρέσει που τα αγόρια μου με αγαπάνε.
Τα κρατάει με τα μάγια της κοντά της .
Τους κάνει άσχημα πράγματα.
Σε όλους εδώ κάνουν άσχημα πράγματα.
Αλλά κάνουν πως δεν συμβαίνουν.
Λυπάμαι όσους είναι εδώ.
Ακόμα και το απαίσια παιδιά που δεν με συμπαθούνε.
Που από την πώληση εγκεφάλου κάνουν αποτρόπαιο πράγματα μόνο για να πάρουν την εύνοια της κοινότητας.
Θέλω να την σκωτώσω.
Όλους του θέλω να τους σκωτώσω.
Δεν επιτρέπεται να ζουν.
Αλλά ο Πάρης μου ,μου λέει πως πρέπει να κάνω υπομονή .
Όσο και να του λέω πως πρέπει να φύγουμε οι τέσσερις μας.
Εγώ ,εκείνος,ο Αλέξανδρος και ο Αναστάσης μου.
<<Θα μας σκοτώσουν αν φύγουμε.Ακομα μια στην άλλη άκρη του κόσμου να πάμε δε θα σταματήσουν ποτέ να μας ξυνηγανεγε.Κάνε υπομονή θα βρούμε έναν τρόπο>>
Μου έλεγε.
Είχε δίκαιο .
Δεν ξεφευγες από αυτούς.
Το προσπάθησα και μάθε φορά με έβρισκαν και με γυρνούσαν πίσω.
Πρέπει να πεθάνουν.
Τα αγόρια μου ειναι η μόνη συντροφιά που είχα.
Όταν τα είχε φέρει η μητέρα εδώ ,ήταν έφηβοι όπως και εγώ.
Τους φοβόμουν στην αρχή.
Τους παρακολουθούσα.
Μέχρι που είδα τι τους έκανε.
Έξαλλη έγινα.
Οι φήμες έλεγαν πως είχαν έρθει από ένα νησί.
Τον Κέρβερο που κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν
Ήταν και άλλα αγόρια από εκεί.
Φυλακές της Αναμόρφωσης.
Αλλά τα αγόρια μου ήταν τα καλύτερα ,έτσι έλεγαν οι φήμες
Γι'αυτό τους είχε διαλέξει και εκείνη.
Αν ανοίξω το στόμα μου .
Έχω κάψει πολλούς
Γιατί όλα τα βλέπω και τα ακούω.
Εαν εισαι τρελή δεν σου δίνουν σημασία.
Νομίζουν πως δεν καταλαβαίνεις.
Αλλά τι συμβαίνει αν απομονώσεις τον λύκο από την αγέλη;
Γίνεται μοναχικός.
Και ο μοναχικός λύκος είναι ο πιο επικίνδυνος ανάμεσα στα πρόβατα.
Λάθος τους.
Μέγα λάθος.
Μεγάλωσα με τα αγόρια μου
Γίναμε φίλοι.
Έπειτα τα αγάπησα.
Και εκείνα με αγάπησαν πίσω
Δεν μου φέρθηκαν ποτέ σαν να είμαι τρελή.
Πάντοτε για εκείνους ήμουν φυσιολογική.
Και εγώ αυτό ένιωθα όταν ήμουν κοντά τους.
Η αλήθεια είναι πως και εκείνοι είχαν βίδα λασκαρισμενη.
Αλλά όταν είμασταν μαζί.
Είμασταν ο ευατός μας
Στον δικό μας κόσμο.
Εγώ και οι τρεις.
Όλοι μας κοιτούσαν περίεργα.
Γιατί μπορεί να ήταν μυστικό.
Αλλά τα μυστικά δεν μένουν ποτέ κρυφά.
Το θεωρούσαν κακό.
Αμαρτία.
Αλλά δεν με ένοιαζε.
Δεν είναι αμαρτία να αγαπάς έτσι δεν είναι;
Και ποιος ορίζει αν είναι ένα πρόσωπο ή παραπάνω.
Τους αγαπώ το ίδιο όσο περίεργο και να είναι.
Και εκείνοι εμένα το είπα.
Χώρος να ζηλεύουν ,χωρίς να ανταγωνίζονται.
Γιατί αγαπούσαν ο ένας τον άλλον.
Σαν αδέρφια.
Μεγαλωμένοι μαζί και αχώριστοι.
Ένας δεσμός που δεν έσπαγε εύκολα.
Θα πέθαινε ο ένας για τον άλλον
Όπως και εγώ για εκείνους
Όπως αυτοί για εμένα.
Αλλά η Μητέρα είχε αντίρρηση.
Τους θέλει μόνο για αυτήν.
Δεν μου αρέσει καθόλου.
Τους πειράζει.
Καθόλου δε μου αρέσει
Καθόλου.
Καθόλου.
Καθόλου.
Ζήλευε.
Και με έπαιρνε από εκείνους.
Με τιμωρούσε και πολλές φορές έκανε το ίδιο και σε εκείνους.
<<Δε θέλεις να σκοτώσω τα αγόρια σου έτσι δεν είναι;Γι'αυτό πρέπει να κάνεις ότι σου λέω,>>μισώ την φωνή της.
Είναι δηλητήριο.
Αλλά ποτέ δε λέει να πεθάνει από αυτό.
Λες και έχει ανοσία.
Με κλείνει στην απομόνωση και κανω μέρες να τους δω.
Με χτυπάει.
Βγάζει όλη της την κακία πάνω μου.
Εκείνοι έρχονται κρυφά παρά τα όσα παθαίνουν αν τους πιάσουν.
Τα τέρατα είναι τρομακτικά.
Δεν ζούνε στην κόλαση.
Είναι εδώ στη Γη.
Ίσως είμαι ένα από αυτά.
Ένα μοναχικό τέρας.
Αλλά τα αγόρια μου με κάνουν να νιώθω λύκος,όχι μοναχικός.
Νιώθω ότι κάπου ανήκω.
Τριγυρίζω στους διαδρόμους επι ώρα αλλά δεν μπορώ να τους βρώ.
Σκέφτομαι μήπως είναι στον λαβύρινθο έξω,αλλά μόνο στη σκέψη πως πρέπει να βγω έξω νευριάζω.
Δεν μου το επιτρέπουν χωρίς τον χειριστή μου.
Και εκείνος δεν είναι πουθενά
Μάλλον γίνεται ντιρλα στο ουίσκι στο γραφείο του.
Εύχομαι να πάθει δηλητηρίαση.
Πίνει πολύ.
Πλησιάζοντας στα δωμάτια που μένουν οι χειριστές και οι μεγάλοι όταν έρχονται ,βήματα πλησιάζουν.
Κρύβομαι αμέσως πίσω από την κουρτίνα που καλύπτει τα μεγάλα παράθυρα.
Βαριά και κόκκινη με καλύπτει ολόκληρη.
Θα είναι κακό αν με βρούνε .
<<Θα γυρίσω αύριο το πρωί,>>ακούω την σιχαμενη φωνή της καθώς τα τακούνια της ηχούν στον διάδρομο.
Διπλό της δύο χειριστές περπατάνε μαζί της.
<<Ναι κυρία όλα θα είναι υπό έλεγχο.Το αμάξι σας περιμένει κάτω.>>της απαντάνε.
Σιχαμενη πάπια.
Όμορφη πάπια.
Αλλά σιχαμενη.
Μυρίζει ωραία όμως.
Αλλά είναι σιχαμενη.
Καμία.
Με άσχημη ψυχή.
Μια στιγμή Είπε πως θα γυρίσει αύριο.
Αλλά τα αγόρια μου δε τα βλέπω μαζί της.
Αυτό σημαίνει ...σημαίνει...πω...
Γιουπιιιιι
Έκλεισα το στόμα μου με την παλάμη μου
Γιατί μάλλον ακούστηκα.
Ο ήχος από τα τακούνια της σταμάτησαν.
Κρατώ την ανάσα μου για να μη προδοθώ.
Σε παρακαλούσα μη με πάρει χαμπάρι
Μη με πάρεις χαμπάρι.
Δε θέλω να πω στην απομόνωση .
Θέλω να δω τα αγόρια μου .
Λίγα λεπτά σιωπής και έπειτα άρχησε να περπατά ξανά και να απομακρύνεται.
Ουφ,τυχερό Σοφάκι.
Βγηκα από την κρυψώνα μου και άρχησα να τρέχω προς το βάθος του διαδρόμου όπου ήταν το δωμάτιο της.
Μπορούσα να τον μυρίσω πάνω της.
Ένα περίεργο πράγμα αυτό που είχα να αναγνωρίζω τις μυρωδιές των ανθρώπων.
Εκείνος πάντα μύριζε μέντα και δέρμα.
Ο Πάρης μου.
Βροχή και άνθη πασχαλιάς.
Ο Άλεξ μου και ο Αναστάσης μου.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά .
Άνοιξα την βαριά ξύλινη σκαλιστή πόρτα.
Το δωμάτιο είχε λίγο φως που έμπαινε ανάμεσα από τις μαύρες κουρτίνες.
Το δωμάτιο της Μητέρας είχε στη μέση ένα τεράστιο ξύλινο κρεβάτι σκαλιστό.
Μαύρο με μαύρα και άσπρα σεντόνια.
Μια τεράστια σκαλιστή ντουλάπα σκαλιστή και βαριά χάλια γύρω γύρω.
Περίεργοι πίνακες με αναπαραστάσεις της κόλασης του Δάντη ήταν στου τοίχους.
Ευχήθηκα να μπορούσαν οι πίνακες ένα την τραβήξουν μέσα.
Θα ήταν αστείο και ικανοποιητικό να την έβλεπα να υποφέρει.
Ένας μουγκριτο ακουστικές και έκλεισα την πόρτα.
Τα μάτια μου έπεσαν στο κρεβάτι
Έσφιξα τα δόντια μου.
Το ήξερα πως ήταν εδώ.
Πάντοτε τους φωνάζει στο δωμάτιο τους.
Και εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς υπακούνε.
Πλησιάζω και βλέπω ένα σώμα γυμνό σκεπασμένο μέχρι τη μέση με το σεντόνι.
Αλλά είναι μόνο ένας .
Που είναι οι άλλοι δύο;
Κοιτάζω καλύτερα το σώμα που είναι μπρούμυτα.
Οι μύες του διαγράφονται στη πλάτη του καθώς τα χέρια του είναι τεντωμένα πάνω από το κεφάλι του.
Δεν είναι κόκκινα τα μαλλιά του ούτε έχει φακίδες.
Δεν έχει ξυρισμένο κεφάλι και τατουάζ.
Ο Πάρης μου είναι.
Ανέβηκα σιγά στο κρεβάτι.
Κοιμάται.
Τον κοιτώ που έχει κλειστά τα μάτια του.
Οι μαύρες πυκνές του βλεφαρίδες καλύπτουν τα μάτια του .
Δεν φοράει τα γυαλιά του λ.
Έχει μισάνοιχτο του στόμα του και αναπνέει.
Τα μαύρα του μαλλιά είναι ανακατωμενα στο πρόσωπο του και όχι σημαζεμένα όπως τα έχει πάντα.
Είναι όμορφος.
Η πλάτη του όμως έχει γρατσουνιές.
Τον πείραξε
Πάντα τους πειράζει.
Θα την σκοτώσω .
Κάποια μέρα θα την σκοτώσω.
Ξαπλώνω δίπλα του.
Γυρισμένη στο πλάι διπλώνω τα χέρια μου κάτω από το μάγουλο μου.
Τον παρατηρώ.
Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν ξυπνούσα κάθε μέρα δίπλα του.Διπλα τους.
Χώρος μυρίζει πατσουλί το κρεβάτι.
Σουφρωσα την μύτη μου από αηδία.
Πως θα ήταν να ζούσαμε φυσιολογικά.
Μπορούμε να ζήσουμε φυσιολογικά.
Μας αξίζει;
Άνοιξε απαλά τα βλέφαρα του.
Χαμογέλασα.
<<Καλημέρα,>>του ψυθήρισα.
<<Ονειρεύομαι ή ξύπνησα; >>
Είπε με την τραχιά του νυσταγμενη φωνή.
<<Δεν ονειρεύεσαι λιονταράκι μου>>
Με αγκάλιασε απότομα και έχωσε το κεφάλι του στον λαιμό μου.
Ήταν τρομακτικός.
Σκληρός μια αδίστακτος.
Αλλά.αυτη την πλευρά του την έβλεπα μόνο εγώ.
Μου φίλησε τον λαιμό.
<<Τι κάνεις εδώ;>>
<<Είδα την Μητέρα να φεύγει.Και σε έψαχνα.Θες να φύγω;>>Τον ρώτησα χαϊδεύοντας με τα δάχτυλα μου της πληγές του στην πλάτη .
Εκείνος συριξε από τον πόνο και ετριψε το πρόσωπο του στη γωνία του λαιμού μου.
Τα χέρια του με αγκάλιαζαν σφιχτά.
<<Μη το ξανά πεις ποτέ αυτό>>.
<<Ποιο;>>
<<Ότι θέλω να φύγεις,>>με γύρισε απότομα στο κρεβάτι και ήρθε από πάνω μου.
Το χέρι του ήρθε στο πρόσωπο μου.
Τα δάχτυλα του στα χείλη μου έστειλαν έναν ηλεκτρισμό σε όλο το κορμί μου.
Το ζωντάνεψε.
<<Σε πείραξε η κακιά μάγισσα,>>σήκωσα την παλάμη μου και χάιδεψα το μάγουλο του.
Εκείνος χαμογέλασε και έσκυψε στο πρόσωπο μου.
Με φίλησε απαλά.
<<Μην ανησυχείς για εμένα,>>μου σπάζοντας το φιλί και εγώ έβγαλα έναν ήχο διαμαρτυρίας.
<<Θα την σκοτώσω,>>του είπα.
Έφερε το μέτωπο στο δικό μου.
<<Κάποια στιγμή,>>με φίλησε ξανά.
Τα χείλη τους άρπαξαν τα δικά μου .
Με φιλούσε σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία μας φορά.
Η γλώσσα του αναζήτησε την δικιά μου
Και εγώ έβγαλα μια πνιχτη κραυγή.
Μου αρέσει η γεύση του.
Τα χείλη του.
Τα χέρια του στο σώμα μου.
Κατέβαινε αργά αργά.
Χάιδευε απαλά το στήθος μου πάνω από το ύφασμα και έπειτα κατέβηκε αργά στην κοιλιά μου.
Ανατριχιασα στην αίσθηση του.
Θέλω και άλλο.
Θέλω τα πάντα.
Το θέλω κάθε μέρα
Δε θέλω να με αφήσει ποτέ.
Σήκωσε απαλά την φούστα μου.
Το χέρι του περιπαλανηθηκε ανάμεσα στο ύφασμα από το εσώρουχο μου και έπειτα το παραμέρισε.
<<Πάρη,>>πήγα να τον σταματήσω .
<<Δεν γίνεται να το κάνουμε εδώ>>.
Στο κρεβάτι της Μητέρας;
Θα μας έδενε σε κολώνα και θα μας μαστίγωνε αν μας έβρισκε.
<<Δεν με νοιάζει.Θελω να πεισθώ πως δεν είσαι όνειρο.Πως αν κλείσω τα μάτια και τα ανοίξω ξανά δεν θα εξαφανιστείς μικρέ μου δαίμονα>>.
Συνέχισε να φιλά απαλά τον λαιμό μου.
Το ένα του χέρι μπλέχτηκε στο δικό μου .
Με το άλλο ανάμεσα στα πόδια μου άρχησε να χαϊδεύει το ευαίσθητο σημείο μου.
<<Είμαι αληθινή,>>άρχησα να του λέω καθώς η ανάσα μου έβγαινε με δυσκολία.
Ευφορία κατέκλυσε το κορμί μου.
<<Δεν πρόκειται να μας πιάσει.Εχει φύγει για σήμερα.Μου έλειψες τόσο πολύ,>>τα χείλη του με φίλησαν ξανά .
Ο ρυθμός από τα δάχτυλα του επιτάχυνε πάνω στην κλειτορίδα μου.
Το μυαλό μου ήταν κενό.
Μόνο αυτός και εγώ υπήρχε εκεί μέσα.
Έβαλε ένα δάχτυλο μέσα μου καθώς συνέχιζε την επίθεση στο σημείο μου.
<<Και αυτό μου έλειψε τόσο πολύ.
Τρελαίνομαι όταν τελειώνεις στα χέρια μου>>.
Το στόμα του.
Κακό στόμα.
Με κάνει να νιώθω τόσο κακό κορίτσι.
Δηλαδή ειμαι κακό κορίτσι
Αλλά νιώθω πολύ παραπάνω.
Γιατί αυτός δεν με πληγώνει.
Τα αγόρια μου δεν με πληγώνουν
Δεν με κάνουν να νιώθω βρώμικη.
Καλύπτουν όλων τον απόηχο των βρωμερων αγγιγμάτων.
Όλες τις άσχημες εικόνες.
Με λατρεύουν.
Λατρεύουν το κορμί μου.
Ανυψώνουν την ψυχή μου.
Με κάνουν να αισθάνομαι.
Με κάνουν να ζώ.
Σηκώθηκε ελαφριά και πήρε ώρα χέρια του.
Ένιωσα την ελαφριά πίεση του ανάμεσα από τα πόδια του .
Ξάπλωσε πάνω μου.
Με το ένα του χέρι σήκωσε ελεγεία τον γοφό μου και μπήκε μέσα απότομα.
Με την βίαιη αυτή κίνηση ένιωσα γεμάτη απότομο και μια κραυγή βγήκε από το στόμα μου.
<<Δεν ονειρεύομαι.Σε αισθάνομαι.Αρα δεν είναι όνειρο>>.
Προσέκρουσε στα χείλη μου.
Η ένταση του αυξήθηκε καθώς μπαίνω έβγαινε μέσα μου.
Έχανα τον έλεγχο.
Το ένιωθα όλο τόσο ωραίο.
Γινόμασταν ένα .
Οι ανάσες μας επιτάχυναν.
Το μόνο που ακούγονταν στο δωμάτιο ήταν οι φωνές μας .
Το όνομα του στα χείλη μου.
Τα σε αγαπώ του, τα πνιγμένα.
Τα συγνώμη, τα πνιγμένα.
Τύψεις ανάμεσα από τις λέξεις κρύβονταν.
Τα χέρια του χάϊδευαν κάτω από την μπλούζα το στήθος μου.
Τις ουλες μου.
Κάθε ουλή και μια συγγνώμη.
<<Συγγνώμη που δεν μπορώ να σε προστατεύσω περισσότερο,>>έλεγε ξανά και ξανά καθώς επιτάχυνε τον Ρυθμό του μέσα μου.Ημουν τόσο υγρή που σχεδόν δεν τον ένιωθα.
<<Σε αγαπώ τόσο πολύ .Αλλά δε σου αξίζω .Είμαι αδύναμος.Δεν μπορώ να σε προσ...>>συνέχησε αλλά τον σταμάτησα αρπάζοντας τον να με φιλήσει.
Δεν ήμουν θυμωμένη μαζί του που δεν μπορούσε να με σώσει.
Βουλιάζουμε στον ίδιο βάλτο.
Ξέραμε τι θα γινόταν αν θα φεύγαμε.
Θα είχαμε την ίδια κατάληξη όπως εκείνο το ζευγάρι εφήβων που ήθελε να ξεφύγει.
Είχαν καταφέρει να φύγουν αρκετά μακριά.
Αλλά τους βρήκαν.
Τους κρέμασαν έξω από την Αναμόρφωση για να του δουν όλοι.
Να πάρουν παράδειγμα.
Δεν μπορούσα να τους κοιτάξω.
Έστω και για τελευταία φορά.
Ήταν οι μόνοι μου φίλοι σε αυτό το μέρος.
Η Έφη και ο Βασίλης.
Και δεν μπόρεσα να τους σώσω.
Πάμε τέσσερα χρόνια τώρα.
Ήμασταν δεκαπέντε.
<<Μια μέρα Σοφάκι,>>είπε ψιθυριστά στα χείλη μου.
<<Μια μέρα στο υπόσχομαι θα σε κάνω πραγματικά ευτυχισμένη.Θα μας κάνω ευτυχισμένους>>.
Και τους τέσσερις.
Άρχησε να με πηδάει γρήγορα.
Κυνηγώντας την αίσθηση της ηδονής και εγώ μαζί του.
Δε θέλω να σταματήσει.
Εύχομαι να ήταν και οι άλλοι δύο εδώ.
Θα τους πλακωσω που δεν ήταν εδώ να αγαπηθούμε μαζί.
Που στο διάολο είναι;
Η ζέστη στο κορμί μου άρχισε να γίνεται φωτιά.
Και με μια πνοή αστεράκια έσκασαν στα μάτια μου.
Το κεφάλι μου επεσε προς τα πίσω καθώς ο οργασμός έκανε το κορμί μου.
Εκείνος με μια δυο κινήσεις απότομα βγήκε από μέσα μου.
Τελείωσε πάνω στη κοιλιά μου.
Ξεπνοος με τα μαλλιά του πεσμένα στο πρόσωπο του με αγκάλιασε και χώθηκε μέσα στα δικά μου.
<<Σε αγαπώ>>του χάιδεψα το λαιμό.
<<Γαμώ και εγώ>>.
Κάτσαμε για λίγο έτσι.
Ακουνητοι ενωμένοι.
Αυτές οι στιγμές ήταν σαν με επανέφεραν σωστά λογικά μου.
Ήμουν μια γυναίκα φυσιολογική και ερωτευμένοι.
Με τρεις βέβαια.
Αλλά δε διαλέγουμε ποιους αγαπάμε έτσι δεν είναι;
Ο φτερωτός έρωτες έτσι αποφάσισε.
Έριξε τρία βέλη .
Ποια είμαι εγώ να φέρω αντίρρηση.
Με σκούπισε με μια πετσέτα που είχε φέρει από το μπάνιο αφού έκανε γρήγορα ένα ντουζ.
Έβαλε το πουκάμισο του και το μαύρο του παντελόνι.
Μετά φόρεσε το τζάκετ του
Εγώ στηριγμένη στα χέρια μου μπρούμυτα τον κοιτούσα και κουνούσα τα πόδια μου .
Με ένα μαντήλι σκούπισε τα γυαλιά του.
<<Που είναι οι άλλοι δύο;Είμαι θυμωμένη που δεν τους φώναξες>>.
<<Είναι έξω στον λαβύρινθο.Ο Ανάτασης ποτίζει τις γαρδένιες του έξω>>.
Αγαπούσε τα λουλούδια το περίεργο αγόρι μου.
Ο Πάρης μου και Άλεξ μου να ήταν σκυλιά φασαριοζικα και επικίνδυνα.
Ο Άλεξ μου βέβαια ήθελε ένα χέρι ξύλο από εμένα γιατί είναι απερίσκεπτος, ,έχει πολλά νεύρα,είναι παρορμητικός σε σχέση με τον Πάρη που είναι πιο ψύχραιμος και κυρίαρχος των συναισθημάτων του.
Αλλά Αναστάσης μου ήταν ήσυχος.
Δεν μιλούσε πολύ.ουτε εκφραζόταν πολύ.
Αυτό σε έκανε να νομίζεις πως ήταν ο πιο ακίνδυνος από τους τρεις.
Δυστυχώς όμως ίσχυε το αντίθετο.
<<Τι θα έλεγες να πάμε να τους βρούμε και να βγούμε έξω;>>
<<ΕΞΩ;>>Αναφώνησα και σηκώθηκα απέναντι.<<Όπως μου ;Μα δεν μπορούμε να βγούμε έξω>>.
Πάντοτε μου έλεγε πως θα με έβγαζε έξω να δω πως είναι.
Γιατί εσώκλειστη εδώ ξεχνούσα ότι υπήρχε ο έξω κόσμος.
Έσκυψε κοντά μου.
Πήρε το πρόσωπο μου στα χέρια του και με φίλησε.
<<Σήμερα μπορούμε.Δε θα μας πάρει κανείς χαμπάρι.Εκεινη λείπει θα έρθει αύριο.Οποτε μπορούμε να βγούμε>>.
<<Γιουπιιιιι,>>φώναξα και τον αγκάλιασα εκείνος γέλασε.
Έχωσα την μύτη μου στο λαιμό του και πήρα μια βαθιά ανάσα.
<<Δεν μπορούμε να φύγουμε για πάντα;>>
Του είπα με παράπονο .
Εκείνος με έσφιξε παραπάνω και χάϊδεψε το κεφάλι μου.
Αναστέναξε.
Η φωνή του σχεδόν λύγισε.
<<Καποια μέρα ναι.Αλλα.οχι σήμερα>>.
_______
Πάρης
Η βρώμα είχε φύγει σήμερα.
Ήθελα να τη πνίξω.Πριν όλα σου μου έκανε έπνιγαν εμένα.
Αλλά έπρεπε να περιμένω.
Για το καλό μας .
Το καλό της Σοφίας.
Άρπαξα την σημερινή ευκαιρία για να την βγάλω έξω.Εστω για λίγο.
Δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε.
Ήθελα να την πάρω μακρυά.
Αυτήν και τα αδέρφια μου.
Αδύνατον όμως.
Θα μας έβρισκαν στο δευτερόλεπτο.
Σήμερα όμως υποσχέθηκαν στον ευατό μου πως θα ήταν ένα μικρό βήμα αυτό που έκανα.
Θέλω να την βλέπω να χαμογελάει.
Οργή με πιάνει όταν σκέφτομαι όσα τις συμβαίνουν και δεν μπορώ να κάνω τίποτα
Δεν είμαι και ο πιο ήρεμος άνθρωπος.
Δεν είμαι έτσι φτιαγμένος.
Εκπαιδευμένος.
Ούτε οι άλλοι δύο.
Αλλά έμαθα να κατευναζω την οργή μου
Να υπολογίζω τα πάντα να είμαι ένα βήμα μπροστά.
Να τους προστατεύω.
Γι'αυτό την ανέχομαι.
Παίρνω την θέση τους όταν χρειαστεί
Όταν του καλεί στο δωμάτιο της
Όταν απαιτεί να κάνουμε αποτρόπαια πράγματα.
Δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα.
Είμαι ένα κουφάρι άδειο.
Μόνο ο μικρός μου δαίμονας και οι σύντροφοι μου με κάνουν να νιώθω πως είμαι ζωντανός .Πως δεν έχει φύγει η ανθρωπιά μου.
Η Σοφία ξεπροβάλει από το άνοιγμα της θέσης που ήταν το πορτμπαγκάζ.
Ο Αναστάσης καθόταν πίσω αμίλητος κλασικά.
Ο Αλέξανδρος δίπλα μου κάπνισε με ανοιχτό παράθυρο.
<<Τα καταφέραμε;>>ρώτησε η Σοφία και βγήκε από την τρύπα.
Έπρεπε να την κρύψω για να την βγάλω έξω.
Ήταν ριψοκίνδυνο αυτό που κάναμε .
Αλλά για εκείνη θα έκανα τα πάντα.
Θα έκαιγα τον κόσμο όλο.
Μαζί μας εμάς για να είναι ευτυχισμένη.
Το ίδιο θα έκαναν και οι άλλοι δύο.
Για την οικογένειά μας θα κάναμε τα πάντα.
Είμασταν νεκροί τόσο καιρό .
Μέχρι που ήρθε στη ζωή μας το Σοφάκι μας.
Δεν υπήρχε αμφιβολία, όταν με τον καιρό δεθηκαμε .
Πώς θα είμασταν όλοι μαζί
Πως θα την αγαπούσαμε όλοι μαζί .
Γιατί οι τρεις μας είμασταν ενωμένοι.
Αγαπιομασταν.
Ήταν επιλογή της όμως από την αρχή
Μας πήρε όλο τον φόβο.
Ακόμα και αν διαλεγε μόνο έναν από εμάς είμασταν έτοιμοι οι υπόλοιποι να κάνουμε πίσω.
Αλλά εκείνη μας ήθελε και τους τρεις.
Μας αγαπούσε.
Έτσι ακριβώς όπως είμαστε.
Για να λέμε την αλήθεια δεν είμαστε καλοί άνθρωποι.
Κρύβουμε πολύ σκοτάδι μέσα μας.
Αλλά η Σοφία το αγάπησε και αυτό, όπως και εμείς το δικό της.
<<Ναι ,>>της είπα.
<<Γιουπιιιιι!>>
Φώναξε και έκατσε την θέση της.
Ο Αλέξανδρος την κοίταξε από τον καθρέφτη.
<<Αν μας πιάσουν όμως τι θα γίνει;>>.Συνέχισε εκεινη.
<<Χέστηκα.Μπορουνε να έρθουν.Θα τους σαπίσω στο ξύλο,>>της απάντησε ο Αλέξης και πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο του.
Κατέβασε τα πόδια του από το ταμπλό του αυτοκινήτου.
Πόσες φορές του είχα πει να μην βάζει τις αρβύλες του πάνω στο αμάξι μου αλλά δεν άκουγε.
<<Κακό καρχιαριακι.Δεν κοιμήθηκες καλά έχεις νεύρα.Επρεπε να ήσουν μαζί μας πριν.Θα ήσουν πολύ πιο χαρούμενος>>.
<<Μη μου το θυμίζεις.Που δεν μας είπατε τίποτα,>>αναστέναξε βαριά .
Πέταξε το τσιγάρο έξω.
Έβαλε τον αναπτήρα μέσα στο δερμάτινο του .Έπειτα γύρισε προς την Σοφία.
<<Ξέρεις πόσο μου αρέσει η γεύση σου στο στόμα μου.Θα μπορούσα να σε τρώω όλη την ημέρα,>>μειδίασε και έριξε το βλέμμα του ανάμεσα απο τα πόδια της.
Μέσα από τον καθρέφτη την είδα να κοκκινίζει και να μαζεύει στις γροθιές της την φούστα της που είχε ανέβει λίγο παραπάνω.
Τίναξε τις κοτσίδες της και τον αγριοκοίταξε.
Λάτρευα να την βλέπω θυμωμένη.
Αυτό έκανε πράγματα στο είναι μου που δεν πίστευα πως θα τα ένιωθα.
Ούτε ο πουτσος μου
Εκείνος έσκασε στα γέλια.
<<Δεν ξέρεις πόσο μου αρέσει να σε κάνω να κοκκινίζεις,>>της είπε ,συνεχίζοντας να γελάει και γύρισε πάλι μπροστά.
<<Είσαι αισχρός,>>του είπε και γύρισε στον Αναστάση.<<Αρκουδάκι μου κόκκινο πες του κάτι;>>
Είπε με παράπονο.
Ο Αναστάσης ισιωσε τον γιακά από το άσπρο του πουκάμισο.
<<Έχει δίκαιο,>>είπε μονότονα.
Τα μπλε του μάτια ρώτησαν και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
<<Καλέ μιλάει,>>είπε ο Αλέξανδρος κοροϊδευτικά.
<<Είναι η πρώτη λέξη που είπες σήμερα
Νόμιζα πως αρρώστησες και έκλεισε ο λαιμος σου>>.
Ο Αναστάσης του εδειξε το μεσαίο του δάχτυλο.
Η Σοφία πετάχτηκε απότομα και δάγκωσε το αυτί του Άλεξ.
<<Αααα,γαμώτο γιατί το έκανες αυτό;>>
Φώναξε και ακούμπησε το αυτί του.
<<Κακό καρχαριακι μη στεναχωρεις το κόκκινο αρκουδάκι μου.Ειναι ο αγαπημένος μου σημερα>>.
<<Γαμώτο Σοφία πονεσε,>>ετριψε το αυτί του και έπειτα τα μάτια του γούρλωσαν μόλις κατάλαβε τι είπε η Σοφία .
<<Ο αγαπημένος σου;Γιατί τι έκανε εκτός το να κοιτάει το κενό;>>.
<<Μου έδωσε λουλούδια.Αλλα έπρεπε να τα κρύψω>>είπε με παράπονο και φίλησε τον Αναστάση στο μάγουλο.
<<Τι πρωτότυπο,>>στροβηλισε τα μάτια ο Αλέξανδρος.
<<Ειιι,>>του φώναξε.
<<Είναι ένας gentleman σε σχέση με εσένα τον αγριάνθρωπο>>.
<<Εγώ,αγριάνθρωπος;Δεν είσαι ευγενική μικρή μου κυρία>>.
<<Μικρό είναι το τσουτσουνι σου>>.
Αυτό γινόταν συνέχεια.
Ασχέτως το ποσό λάτρευε ο ένας τον άλλων δεν έπαυε να πηγαίνει ο ένας στον άλλων κοντρα.
Αυτό τους εξίταρε.
Ο Αλέξανδρος εσφηξε τα δόντια του και με κοίταξε.
<<Άλεξ μη ,φτάνουμε,>>γιατί ήξερα τι πήγαινε να κάνει .
Αλλά δεν με άκουσε.
Μειδίασε κοίταξε τον Αναστάση μέσα απο τον καθρέφτη.
Η σιωπηλή τους συμφωνία έγινε αντιληπτή από την Σοφία ,αλλά πριν προλάβει να πει κάτι ο Αναστάσης την άρπαξε και την έβαλε στην αγκαλιά του
Εκείνη διαμαρτυρήθηκε ,προσπαθόντας να φύγει αλλά μάταια ο Αναστάσης δεν την άφηνε.
Ο Άλεξ πήδηξε στις πίσω θέσεις.
Η Σοφία άρχισε να χασκογελάει δαγκώνοντας την γροθιά της.
<<Ποιον είπες μικροτσούτσουνο;>>
Την ρώτησε και το πρόσωπο του σκοτειναισε.
<<Εσένα,>>του πέταξε η Σοφία.
Της άρπαξε τα πόδια και τα άνοιξε.
<<Έπιτηδες το κάνεις,>>της είπε.
<<Μου έλειψες ,>>του είπε λάγνα και έπειτα γελασε.
Εγώ έσφηξα το τιμόνι.
Προσπάθησα να επικεντρωθω στο δρόμο.
Δεν έλεγε να τρακάρουμε τώρα .
<<Μάτια στο τιμόνι.Οσο και να σου αρέσει να κοιτάζεις,δεν είναι η ωρα,>>φώναξε ο Άλεξ .
<<Γαμιολιδες,δεν είναι δίκαιο,>>ξεφυσηξα και άναψα τσιγάρο.
<<Κακό λιονταράκι που του αρέσει να κοιτάει,>>γέλασε η Σοφία και με κοίταξε από τον καθρέφτη.
<<Διάολε,Σοφία σταμάτα με προκαλείς.Αλλιως σταματάω το αμάξι εδώ και τώρα,>>της είπα και γέλασα.
Εκείνη μου έβγαλε την γλώσσα.
Ο Αναστάσης δεν έλεγε να πάρει το βλέμμα του από πάνω τους και ανέπνεε βαριά.
Ο Άλεξ έσκυψε ανάμεσα από τα πόδια της.
Με τα δάχτυλα του σήκωσε απαλά την φούστα της .
<<Κρατά της τα πόδια,>>είπε στον Αναστάση και εκείνος υπάκουσε.
Τα έπιασε και τα άνοιξε .
Η Σοφία έβγαλε έναν πνιχτο ήχο .
Τα μάγουλα της κόκκινα.
Το βλέμμα της έβγαζε σπίθες.
Δεν φοβόταν.
Ποτέ δεν μας φοβόταν.
Το πρόσωπο του πλησίασε πιο πολύ.
<<Άσε με να σου δείξω γιατί πρέπει να είμαι συνέχεια ο αγαπημένος σου,>>είπε και χάθηκε ανάμεσα στα πόδια της.
Δύσκολο πολύ δύσκολο να οδηγάς ακούγοντας τη γλυκιά φωνή της να τρελαίνεται από ηδονή.
Θεέ μου
Διάολε
Την αγαπώ τόσο πολύ.
Όταν έφτασα επιτέλους στο εμπορικό.
Εκείνη ήταν ξεπνοη στην αγκαλιά του Αλεξ χαϊδεύοντας το πόδι πάνω από το ζιν.
Ο ηλίθιος σκούπιζε το στόμα του με την παλαμη του
Έπειτα χαμογέλασε αυταρεσκα
Και άρπαξε το πακέτο του για να ανάψει τσιγάρο.
Ηλίθιε.
<<Υποσχεθειτε μου πως θα είμαστε για πάντα μαζί,>>είπε χαμηλόφωνα η Σοφία με το πρόσωπο της χωμένο στο στέρνο του.
Κοιταχτηκαμε αναμεταξύ μας.
Μια κρυφή συμφωνία ακόμα.
<<Υπόσχεση.Ο,τι και να συμβεί,>>της είπε ο Αλέξ.
Η μέρα πέρασε ευχάριστα.
Φυσικά δεν δίναμε σημασία στα περίεργα βλέμμα του κόσμου.
Εκείνοι δεν καταλαβαίνουν.
Δεν πρόκειται να καταλάβουν.
Οι μισοί από αυτούς διαστρεβλώνουν την έννοια της αγάπης.
Που είναι αφοσίωση.
Σεβασμός
Πίστη.
Και αυτό έχουμε εμεις οι τέσσερις αναμεταξύ μας.
Κανείς δε θα μας το πάρει.
Αγαπάει ο ένας τον άλλον με ανιδιοτέλεια.
Οι κακοί στιγματισμένοι άνθρωποι μπορούν να νιώσουν αγάπη,δεν μπορούν;
Είναι λάθος;
Όχι δεν είναι.
Και ας το πιστεύουν πολλοί.
Αυτός είναι ο κόσμος μας
Η δική μας ζωή .
Και δε θα την ζήσουμε όπως θέλουν οι άλλοι.
Είμαστε ένα.
Αν δεν είμαστε μαζί δεν είμαστε ολόκληροι.
Την πήγαμε για φαγητό.
Για ψώνια.
Ο Άλεξ θα τα έκρυβε όλα στο δωμάτιο του .
Αλλά τον τεράστιο ροζ αρκούδο δεν ξέρω που θα έβρισκε να τον χώσει.
Εκείνη τραβούσε τον Αναστάση από το χέρι ενθουσιασμένη .
Έμπαινε σε όλα τα μαγαζιά .
Μπουκωθηκε με γλυκά και ζαχαρωτά.
Εγώ την κοιτούσα από μακριά.
Ήταν τόσο χαρούμενη.
Έτρεμα όμως γιατί ο χρόνος τελειώνεε.
Έπρεπε να γυρίσουμε σε λίγες ώρες πισω.
<<Θα βγάλεις καπνούς σε λίγο,>>είπε ο Άλεξ και στάθηκε δίπλα μου.
<<Αναστάση κοίτα αυτή την τσάντα δεν είναι τέλεια έλα να μπούμε μέσα,>>τον τράβηξε απότομα μέσα στο μαγαζί και εκείνος ζήτησε βοήθεια με τα μάτια του.
Ο κόσμος έκανε απότομα άκρη.
Ο Άλεξ του έκανε κωλοδάχτυλο.
<<Θα μου πεις τι σκέφτεσαι;>>Με ρώτησε.
<<Τίποτα,>>απάντησα απότομα.
<<Ναι σίγουρα,>>μισογελασε.
Καθόμασταν για λίγα λεπτά μέσα στη σιωπή κοιτώντας την Σοφία μέσα στο μαγαζί που είχε φορτώσει τον Αναστάση με τσάντες.
Η πωλήτρια είχε πάθει σοκ.
<<Δεν μας αξίζει το ξέρεις έτσι;>>
Έσπασε την σιωπή ο Άλεξ.
Ακουμπούσαμε στα κάγκελα του διαδρόμου στον δεύτερο όροφο του εμπορικού.
Ήταν γεμάτο από κόσμο.
Εδώ και ώρα δεν μας έδειξε κάνεις σημασία.
<<Είναι τόσο καλή.Δεν της αξίζει όλο αυτό.Ειμαστε ότι χειρότερο.Δεν ξέρω γιατί η μοίρα μας την έφερε,>>συνέχησε.
<<Μην είσαι τόσο σκληρός με τον ευατό σου,>>του είπα.
<<Είμαι;Ή μήπως λέω την αλήθεια;Παρη είμαστε κακοί άνθρωποι.Δολοφονοι.
Έχουμε κάνει οικτρά πράγματα.
Και δεν βλέπω εξιλέωση.Φοβάμαι ότι θα την πάρουμε άδικα στο λαιμό μας>>.
<<Και εκείνη έχει κάνει....>>
<<Να σκοτώνεις τον βιαστή σου δεν είναι και τόσο κακό .Δεν νομίζεις; Σκοτώνεις οποίων την βλάπτει Ξέρεις πόσοι και πόσες το εύχονται αυτό κρυφά επειδή δεν θα έχουν ποτέ δικαιοσύνη για ότι τους έχει συμβεί;Δεν λέω ότι ο φόνος είναι λύση. Αλλά καμιά φορά είναι>>.
Ανεσταναξα.
Είχε δίκαιο.
<<Εμείς όμως,>>ξεφυσηξε<<Γεννηθηκαμε για να σκορπάμε το χάος.Να σκωτωνουμε.Να κρατάμε την ισσοροπία.Νιωθουμε ευχαρίστηση στο σκοτάδι.Στι να βασανίζουμε.Πως γίνεται να νιώσει αγάπη για εμάς>>.
Δεν είμασταν βιαστές.Ποτε δε θα γινόμασταν.Θα έκοβα τον πούτσο μου αν με ανάγκαζαν να κάνω κάτι τέτοιο.
Αλλά όλα τα άλλα....
Είμασταν από όλα τα άλλα.
Γιατί γεννηθηκαμε για αυτό το σκοπό.
<<Εύχεσαι κάποια στιγμή να ζήσεις φυσιολογικά;>>
Τον ρώτησα
Κοιτάξαμε και οι δύο τη Σοφία
<<Δεν ξέρω αν μας αξίζει.Αλλα για εκείνη θα έκανα τα πάντα.Θα προσπαθούσα ομως.Φοβάμαι ομως αν γίνει κάτι πως θα την χάσουμε.Και εμεις θα βρεθούμε στο χώμα.Ξερεις τους κανόνες .
Είμαστε αναλώσιμοι όσο ευνοημένοι και να είμαστε>>.
Οι κανόνες για εμάς ήταν συγκεκριμένοι.
Μη προδοσίες την κοινότητα αλλιώς πεθανεις.
Αφιέρωσε την ζωή σου στην κοινότητα.
Μέχρι τον θάνατο σου.
Ανήκεις σε εκείνους.
Δεν πρέπει να έχεις ζωή.
Δεν είσαι άνθρωπος.
Είσαι μηχανή.
Σταματάς οπότε προστάξουν να δουλεύεις.
Και απλώς πεθαίνεις.
Τους ακολουθούσα τους κανόνες.
Μέχρι την στιγμή που ήρθε η Σοφία στη ζωή μου.
Γιατί μεχρι τότε δεν είχα κάτι που να ήθελα να αλλάξω αυτό που είμαι.
Να γίνω καλύτερος.
Γιατί εκείνη δεν με έβλεπε σαν τέρας όπως όλοι οι άλλοι
Δεν με φοβόταν.
<<Υποσχέσου μου πως αν γίνει κάτι . Οτιδήποτε.Πως θα την βγάλεις από εκεί μέσα ,>>μου είπε ο Άλεξ.
<<Ούτε εμένα ,ούτε τον Αναστάση.Μονο εκείνη.Οτι και να συμβεί.Πρωτα εκείνη>>.
Τον κοίταξα .
Δεν χρειάστηκε να πω κάτι.
Ήταν μια σιωπηλή συμφωνία.
Περπατούσαν μπροστά μου με την Σοφία να τραβά τώρα τον Άλεξ μέσα στο βιβλιοπωλείο μαζί με τον Αναστάση.
Πήγα να μπω μαζί τους αλλά το βλέμμα μου έπεσε σε ένα κοσμηματοπωλείο λίγο πιο δίπλα.
Πλησίασα.
Υπήρχαν διάφορα κοσμήματα δαχτυλίδια .
Κόλλες,μενταγιόν.
Χρύσα ασημένια.
Ακριβά.
Χαμογέλασα όταν βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα μενταγιόν.
Λευκόχρυσο.
Έγραφε "Forever "για πάντα.
Το ροζ κουτάκι στα χέρια της κουνιόταν καθώς το κρατούσε και χοροπηδούσε.
Κάποιοι μας κοίταξαν περίεργα και ο Άλεξ σαν σκυλί τους γαβγισε και εκείνοι γυρισαν από την άλλοι.
<<Θεέ μου γιατί ο κόσμος είναι τόσο ηλίθιος και δεν κοιτάει την καμπούρα του .Ποτέ δε θα το καταλάβω>>.
<<Άνοιξε το,>>της είπα.
Εκείνη έβγαλε το βελούδινο κουτί και άνοιξε το καπάκι.
Το μάτια της κοκκαλωσαν.
Έλαμψαν και δάκρυα σχηματίστηκαν .
<<Αυτό...αυτό...είναι για εμένα;>>
Είπε με τρεμάμενη φωνή.
Της κούνησα το κεφάλι θετικά.
<<Δεν έπρεπε μου πήρατε τόσα>>.
<<Έλα δεν χρειάζονται οι μετριοφροσύνες τώρα,>>της το άρπαξε από τα χέρια ο Άλεξ.
Το έβγαλε και ήρθε από πίσω της.
<<Αυτό είναι για πάντα,>>της είπα.
<<Για πάντα;>>Ρώτησε και το πρώτο δάκρυ της έφυγε.
Το έπιασα στα δάχτυλα μου.
Ο Αναστασης της έπιασε το χέρι.
<<Ναι μικρό δαιμονάκι.Για να θυμάσαι πως είμαστε το δικό σου "για πάντα",>>της ψυθήρισε ο Αλέξανδρος , φορώντας της το μενταγιόν στο λαιμό.
Τα δάχτυλα της πέρασαν από πάνω καθώς το βλέμμα της σκυμμένο το κοιτούσε.
<<Είναι υπέροχο>>.
Δυστυχώς η μέρα πέρασε γρήγορα και έπρεπε να φύγουμε.
Η Σοφία έτρωγε παγωτό μέσα στο αμάξι και λέρωνε την μύτη του Αναστάση .
Έπειτα την φιλούσε και ο μαλάκας χαμογελούσε.
Δεν χαμογελούσε ποτέ.
Δεν τον είχα ακούσει ποτε να γελάει.
Αλλά το έκανε μόνο για εκείνη.
Οδηγούσαμε πίσω στον δρόμο για την επιστροφή.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και να γεμίζει τον ουρανό διάφορα χρώματα.
Η Σοφία άρχισε να κλείνει τα μάτια στην αγκαλιά του Αναστάση.
Δεν ήθελε κανείς μας να τελειώσει αυτή η μέρα.
Λίγο πριν φτάσουμε στην Αναμόρφωση
έξω από την κεντρική πύλη. του έκανα νόημα να την κρύψει ξανά πίσω αλλά δεν πρόλαβε...
Δυο αμάξια μας έκοψαν τον δρόμο.
Οι πόρτες άνοιξαν απότομα.
Χέρια άρπαξαν την Σοφία.
Έπειτα τον Αναστάση.
Μετά εμένα και τον Άλεξ.
Εκείνος φώναζε και προσπαθούσε να χτυπήσει όποιον έβλεπε μπροστά του
Με μια κλοτσιά όμως έπεσε στο έδαφος και δύο χέρια τον κράτησαν.
<<Όχι, όχι,>>φώναζε σή Σοφία καθώς το ίδιο είχε συμβεί και στον Αναστάση.
<<Άφησε την,>>ουρλιαζε ο Άλεξ φτηνοτας το αίμα από το στομα του.
Είχε γίνει θηρίο ανήμερο.
<<ΘΑ ΣΑΣ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΛΟΥΣ ΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ .ΑΝ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΤΕ>>.και το πόδι του ενός φύλακα ενώθηκε ξανά με το πρόσωπο του .
Εμένα με έριξε στο έδαφος και με έβαλαν να γονατίσω.
Τακούνια ήχησαν .
Όλα είχαν τελειώσει .
Είχε γυρίσει πιο νωρίς.
Δυο χέρια με σήκωσαν απότομα όρθιο και την κοίταξα.
Το χέρι της προσέκρουσε στο μάγουλο μου .
Δεν γύρισα να την κοιτάξω.
Αλλά ήξερα πως ήταν έξαλλη.
<<Αχάριστοι είστε.Για λίγο ελειψα και εσείς αποφασίσατε να βγάλετε το πουτανακι σας βόλτα>>.
<<Εγώ φταίω ,εκείνη δεν έκαν...>>πήγα να πω και με ξανά χαστούκισε.
Τα γυαλιά μου έπεσαν στο έδαφος .
Η μύτη του τακουνιού της τα πάτησε.
Έγινε να θρυψαλα.
Όπως και η μέρα μας.
Θα μπορούσα εύκολα να την λιώσω.
Να την αρπάξω από τον λαιμό και να την αποτελιωσω εδώ και τώρα.
Αλλά όχι όσο κρατάνε την Σοφία και τους άλλους.
Εκείνη ουρλιαζει ακόμα.
Δεν θέλω να την ακούω έτσι.
Εγώ φταίω και η ιδέα μου.
Αν είναι κάθε φορά που θέλω να την κάνω να είναι χαρούμενη να συμβαίνει κάτι τέτοιο καλύτερα να πεθάνω.
Δεν της αξίζει όλο αυτό.
<<Γαμημενη σκρόφα.Τρελή,>>την πλησίασε και ο Άλεξ ουρλιαξε προσπαθωντα ξανά.<<Πέρσα μην την ακουμπάς.Τιμώρησς εμάς όχι εκείνη.Εκεινη δεν φταιει>>της φώναξε.Στο ορκίζομαι Πέρσα ένα βήμα και...>>εκείνη μειδιασε και έφτασε μπροστά της.
Η Σοφία όμως δεν έδειξε φόβο.
Την κοιτούσς με μένος.
Οργή έβγαζαν τα μάτια της.
Μειδίασε.
<<Τολμάς και γελάς,>>είπε εκείνη .
Ένας θόρυβος ακούστηκε από το αμάξι
Καθώς δύο άτομα έβγαζαν τα δώρα της.
<<Σου αγόρασαν. Και δώρα βλέπω,>>της είπε.<<Τι είναι αυτό;>>
Κάρφωσε τα μάτια της στο λαιμό της Σοφίας.
Τα χέρι άρπαξε το μενταγιόν και της το τράβηξε από τον λαιμό.
Ο δαίμονας μου όμως δεν κουνήθηκε ξανά απλά την κοιτούσε.
Το χαμόγελο της Σοφίας μεγάλωσε.
Μπορούσε άνετα να ξεφύγει.
Αλλά δεν το έκανε.Γνωριζε πως οι συνεπείες θα ήταν τραγικές.
Αλλά δεν είχε και καμιά σημασία είχαμε υπογράψει καταδίκη.
<<Είσαι τραγική.Ειναι τραγικό το ποσό ζηλεύεις ,>>της έφτασε η Σοφία.
Η Πέρσα γέλασε .
<<Εγώ να ζηλευω μια τρελή Ένα κοριτσάκι;>>.
<<Δεν ζηλεύεις μια τρελή ή ένα κοριτσάκι Ζηλεύεις το ότι νοιάζονται για εμένα Το ότι με κοιτάνε με αγάπη.Το ότι σκέφτονται εμένα .Σε τρελαίνει που ότι και να τους κάνεις ,όσο αφοσιωμένοι και είναι σε εσένα ,δεν παύουν να ανήκουν σε εμένα.Δε θα σε κοιτάξουν δε σε αγαπήσουν ,δεν θα νοιαστουν ποτέ το ιδιο.Οπως κάνουν με εμένα.Γιατι με επέλεξαν οι ίδιοι τους.Και αυτή θα είναι η τιμωρία τους.Ποτε δε θα με αφήσουν.Ακομα και να πεθάνω θα είναι αφοσιωμένοι σε εμένα,>>της είπε με απόλυτη ψυχρότητα.
Σταθερά.Χωρις κανένα ίχνος τρέλας και αστάθειας.
Γιατί ο πραγματικός της ευατός ήταν εκεί μέσα .
Το ήξερα.
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει πάντοτε για να επιβιώσει .
Για να προστατεύσει εμάς και εκείνη
Να γίνει ένα τέρας.
Η Πέρσα την κοιτούσε άφωνη
Τα χέρια της έτρεμαν.
Κανείς δεν το παρατηρούσε αυτό αν δεν κοιτούσε
Γιατί εκείνη δεν λύγιζε ποτέ
Πόσο μάλλον όταν το έκανε,να το αφήσει να φανεί.
<<Πάρτε την,τέσσερις βδομάδες στην απομόνωση.Και βάλτε την στον επόμενο αγώνα για την αρενα>>.
<<Γαμημενη Σκύλα,>>φώναξε ο Άλεξ.
Ο Αναστάσης κόντευε να εκραγεί αλλά δεν έκανε τίποτα.
Την Σοφία άρχησαν να την τραβάνε και εκείνη άρχησε να γελάει μανιακά.
<<Σπάσε με όσο θες.Το λάθος σου όμως είναι πως δεν υπολογίζεις πως θα ενώσω τα κομμάτια.Καμια φορά δεν τα κολλάω σωστά,>>της φώναξε η Σοφία και συνέχιζε να γελάει πιό δυνατά.<<Θα επιστρέψω για το μενταγιόν Πέρσα να το θυμάσαι.Και δε θα είναι ωραίο θέαμα>>.
<<Να είσαι ένα καλό αγόρι,>>ειπε η Πέρσα στον Αναστάση χαϊδεύοντας βτο μάγουλο του.
Έκανε ένα νόημα στους άντρες που τον κρατούσαν να τον αφήσουν.
Έπειτα πήραν τα πράγματα και τα έβαλαν σε μια στιβα λίγο πιο πέρα.
Του άρπαξε την παλάμη και του έβαλε έναν αναπτήρα καθώς οι άντρες έριχναν βενζίνη πάνω στος σακούλες με τα ψώνια και στον τεράστιο αρκούδο.
<<Κάψε τα για εμένα σε παρακαλώ,>>του είπε.
Ο Αναστάσης την κοίταξε άψυχα.
Ανέκφραστα.
Ήξερα πως δεν ήθελε.
Αλλά έπρεπε να υπακούσει.
Ο Άλεξ πήγε να φωνάξει πάλι αλλά τον έριξαν αναισθητο.
Εγώ κοιτούσα απλά τα βήματα του Αναστάση που πλησίαζε τα πράγματα.
Γέλια ακούστηκαν από τους άντρες
Εκείνος κοντό στάθηκε.
Παρόλο που είχε την πλάτη γυρισμένη,καταλάβαινα πως πάλευε με τον ευατό του.
Με μια κίνηση ήθελε να τα κάψει όλα εκτός από τα πράγματα.
Η Πέρσα με πλησίασε.
<<Να υποθέσω πως είσαι έτοιμος να υποστείς την τιμωρία σου και την δική τους ετσι;>Μου είπε με φωνή γεμάτη ειρωνεία και απειλή.
Δεν απάντησα.
Την κοιτούσα μέσα στα μάτια .
Φανταζόμουν όλους τους τρόπους που θα πέθαινε η σκύλλα.
<<Καλό αγόρι.Σε μια ώρα στο δωμάτιο μου.Παρτε τους,>>διέταξε κάνοντας να νόημα να τραβήξουν εμένα και τον Αλεξ.
Θα το έκανα δεν είχα επιλογή.
Για εκείνους
Για εκείνη.
Ο Αναστάσης άναψε τον μεταλλικό αναπτήρα και τον έριξε στα πράγματα.
Έμεινε εκεί ακίνητος.
Οι φλόγες ξεπήδησαν απότομα.
Τύλιξαν τα πάντα.
Ο ροζ αρκούδος άρχιζε να λιώνει.
Να του πέφτουν τα μάτια.
Και εγώ απλά τον κοιτούσα καθώς με έπαιρναν.
Με μόνη σκέψη το χαμόγελο της ,όταν τον κρατούσε.
Την επόμενη στο υπόσχομαι,όλος ο κόσμος θα καεί μικρέ μου δαίμονα και θα χορεύουμε στα αποκαΐδια τους.
Είναι υπόσχεση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top