Γιόσελ: Η Πνιγμένη Πόλη
Prompt: Θέλουμε να μας περιγράψετε ένα ανθρώπινο σφάλμα το οποίο συνέβαλε στην οργή των ανωτέρων του δικού σας σύμπαντος, όπως και την ανάλογη τιμωρία που διαδέχτηκε αργότερα η ανθρωπότητα.
Λέξεις: 2.137
-
Μυρίζει σαν αλάτι η πόλη.
Η Κετ στέκεται στην άκρης της προβλήτας. Από κάτω της, απλώνεται παγωμένη και λαδωμένη η θάλασσα. Το Γιόσελ, όπως όλες οι πόλεις πλέον, είναι χτισμένο πάνω από την επιφάνεια του νερού. Επιπλέει σαν χάρτινο καραβάκι, κατάλευκο και μεταλλικό, αντικατοπτρίζει τις αχτίδες του ήλιου και από ψηλά πάντα μοιάζει σαν να έχει πάρει φωτιά. Δεν το θυμάται πάντα έτσι: πριν από χιλιάδες χρόνια μονάχα ξηρασία και άμμος υπήρχε εκεί. Μετά δειλά-δειλά εμφανίστηκαν σπίτια φτιαγμένα από λάσπη, πέτρα και ασβέστη. Και ύστερα από αυτό, οι άνθρωποι άρχιζαν να χτίζουν τα σπίτια τους τόσο ψηλά που μπορούσαν να ξύσουν την κορυφή του ουρανού. Μέταλλο και γυαλί και φως. Η Κετ σηκώνει το χέρι της και κοιτάει τον ουρανό μέσα από τα ανοιχτά της δάχτυλα: τα σύννεφα έχουν αρχίσει να μαζεύονται.
Δεν της έχει μείνει πολύς χρόνος.
Όταν κάνει την παρουσία της αισθητή η Νεϊβέρ δεν ταράζεται. Είναι καθισμένη ανακούρκουδα στην άκρη της προβλήτας, τα μάτια κλειστά, το δέρμα της να λάμπει.
«Προς τι οφείλω την τιμή;» ρωτάει, δίχως να ανοίξει τα μάτια.
«Ήρθα με μια προειδοποίηση», απαντάει η Κετ, η φωνή της τρανταχτή και απόκοσμη.
«Μήνυμα από Εκείνον;»
«Από εμένα».
«Καλώς», κάνει η Νεϊβέρ και ανοίγει το ένα της μάτι, μια σχισμή. «Αν ήταν από Εκείνον δεν θα το έπαιρνα».
Η Κετ αναστενάζει. Είναι δική της ιέρεια η Νεϊβέρ, δικός της σπόρος.
«Γιατί είσαι τόσο αποφασισμένη να πεθάνεις;»
«Δεν είμαι αποφασισμένη να πεθάνω», τη διορθώνει η Νεϊβέρ. «Ίσα-ίσα, προσπαθώ να σιγουρευτώ πως θα ζήσω».
Η Κετ καγχάζει. «Θα πεθάνεις», της λέει. «Και θα πεθάνεις με τον χειρότερο τρόπο. Δεν θα έχει μείνει πίσω κανένας για να σε θρηνήσει».
«Πες μου», κάνει η Νεϊβέρ και σηκώνεται όρθια. «Αυτή ήταν πάντα η λύση Του σε όλα τα προβλήματα;»
Είναι επιβλητική με τα σκούρα, πυκνά μαλλιά της, μπλεγμένα σε σφιχτές κοτσίδες, τα μικρά της μάτια. Μερικές φορές η Κετ ξεχνάει γιατί την διάλεξε σαν γέφυρά της και πάντα, όταν την βλέπει έτσι, από τόσο κοντά, θυμάται τους λόγους της επιλογής της: αυτά τα μάτια είναι μάτια ανθρώπου που θα δει τον κόσμο να διαλύεται αν χρειαστεί. Που θα πάρει το σύμπαν και θα το τρίψει ανάμεσα στα δόντια του.
«Είναι η πιο εύκολη λύση», παραδέχεται η Κετ, μαζεύοντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη. «Έκανε ένα λάθος μαζί σας. Θα αρχίσει από την αρχή».
«Αν έκανε λάθος, ας πληρώσει Εκείνος γι' αυτό. Όχι οι άνθρωποι».
Η Κετ γελάει. «Οι άνθρωποι;» ρωτάει, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι. «Νομίζεις έτσι σας βλέπει; Είστε καν άνθρωποι πλέον;»
«Είμαστε». Η φωνή της Νεϊβέρ είναι ακόμη πιο παγωμένη τώρα, σταθερή. «Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Για σας θεωρούμαστε άνθρωποι μόνο όταν μπορείτε να μας ελέγξετε».
Η λαδωμένη επιφάνεια του νερού ταράζεται τώρα, καθώς αέρας φυσάει και παρασέρνει τα μαλλιά τους.
«Πόσο χρονών είσαι Νεϊβέρ;», ρωτάει η Κετ, νιώθοντας τις λέξεις να βγαίνουν σαν κεραυνοί από μέσα της.
Η Νεϊβέρ στέκεται στη θέση της και δεν αποτραβιέται.
«Εβδομήντα έξι».
«Και δείχνεις τριάντα».
«Ναι».
Μένουν για λίγη ώρα σιωπηλές. Ο αέρας έχει σηκωθεί μανιασμένος γύρω τους: κοπανάει τον ποδόγυρο του φορέματος της Κετ γύρω από τα πόδια της. Η πόλη είναι απίστευτα ήσυχη, αλλά με την ησυχία που έχει ο κάμπος πριν από την καταιγίδα. Δεν είναι ησυχία ηρεμίας αυτή, είναι ησυχία αδημονίας, φόβου και ελπίδας.
«Όταν μας έπλασε», λέει η Νεϊβέρ τελικά, σφίγγοντας τα σαγόνια της. «Μας πέταξε αβοήθητους σε αυτόν τον κόσμο. Τα τσακάλια έχουν τα δόντια τους και οι αετοί τα φτερά τους. Και εμείς έχουμε αυτό». Δείχνει το δεξί της χέρι. «Ευάλωτη, γυμνή σάρκα. Προστατευόμαστε με το να εξελισσόμαστε. Αυτό ήταν πάντα το όπλο μας. Από τη φωτιά, στον τροχό και ύστερα σε αυτό». Δείχνει το αριστερό της χέρι: ρομποτικό. «Γιατί είναι θυμωμένος τώρα; Επειδή εξελιχθήκαμε με έναν τρόπο που δεν περίμενε; Εκείνος μας έδωσε τα εργαλεία να το κάνουμε».
«Έχετε ξεχάσει τη θέση σας».
«Δεν είχαμε θέση!» της φωνάζει η Νεϊβέρ. «Η θέση μας ήταν να πεθάνουμε. Η θέση μας ήταν να προσευχόμαστε σε Αυτόν για να μην πεθάνουμε. Και κοίταξε μας τώρα». Δείχνει την πόλη γύρω της, που επιπλέει πάνω από το νερό. «Ας Τον να έρθει. Δεν μπορείς να δίνεις ένα όπλο σε κάποιον και ύστερα να εκπλήσσεσαι όταν το χρησιμοποιεί».
Η καρδιά της Κετ σφίγγει. «Θα πεθάνετε», λέει.
«Ίσως».
Ένας βρόντος ακούγεται από την άκρη του ορίζοντα, σκληρός σαν χτύπημα από μαστίγιο. Η Κετ κλείνει τα μάτια της.
-
Γνώρισε την Νεϊβέρ πριν από εξήντα χρόνια, όταν το κορίτσι ήταν δεκαέξι και είχε ήδη απόψεις για τον κόσμο και τις σχέσεις θεών-ανθρώπων.
Οι περισσότεροι θεοί είχαν πάψει να ορίζουν ιερείς: δεν χρειάζονταν γέφυρες σε έναν κόσμο που περιφρονούσε την ύπαρξή τους. Η Κετ, όμως, άγγιξε το μέτωπο της Νεϊβέρ και της άφησε το σημάδι της. Ήταν δύσκολο πλέον να μοιράζεται την μαγεία της έτσι με το ανθρώπινο σώμα. Ακόμη και αυτή η τελετή, η πιο σημαντική ίσως τελετή ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο, ήταν πλέον διαδικασία επίπονη και δύσκολη. Η μαγεία που γέννησε τους ανθρώπους είχε ήδη σχεδόν εξαφανιστεί από τη σάρκα τους. Την είχαν αντικαταστήσει όλα αυτά τα ανθρώπινα δημιουργήματα: ο έλεγχος που είχαν στο γενετικό υλικό τους, τα πρόσθετα εξαρτήματα που κατασκεύαζαν, τα φάρμακα και η τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν για να καταλήξουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Μισοί άνθρωποι – μισοί μηχανές όλοι τους. Όλο και λιγότερο ανθρώπινοι όσο περνούσε ο καιρός.
Η Νεϊβέρ διαφωνούσε προφανώς.
«Ναι», έλεγε. «Είμαστε μισοί άνθρωποι. Αλλά το ανθρώπινο κομμάτι μας είναι το μηχανικό κομμάτι. Αυτό που κατασκευάσαμε μόνοι μας». Κουνούσε το δεξί της χέρι που είχε ακόμη δέρμα και κρέας και κόκαλο. «Αυτό φτιάχτηκε με μαγεία. Αυτό είναι το θεϊκό κομμάτι».
«Εκείνος δεν συμφωνεί μαζί σας», της έλεγε η Κετ, ξαπλωμένη όπως ήταν στο χορτάρι του κήπου του σπιτιού της. Ήταν ένας πανέμορφος κήπος. Χορτάρι και δέντρα και ζώα ελεύθερα, όλα μηχανικά, όλα φτιαγμένα πάνω στην αποβάθρα που κρατούσε την πόλη όρθια πάνω από την επιφάνεια του νερού.
«Δικό Του πρόβλημα αυτό».
«Μέχρι να έρθει η Αποκάλυψη», τη διόρθωνε η Κετ.
«Ναι». Έκλεινε πάντα τα μάτια της όταν το έλεγε αυτό. «Μέχρι τότε».
Η Νεϊβέρ ήταν πολύ μικρή, ένα μπουμπούκι με κλειστό άνθος ακόμη. Δεν είχε ζήσει σε έναν κόσμο δίχως το Γιόσελ. Ήταν είκοσι τέσσερα χρόνια πριν από την γέννηση της που έγινε η μεγάλη Πλημμύρα, που όλος ο κόσμος βυθίστηκε κάτω από το αλμυρό νερό. Ο ουρανός είχε ανοίξει και η βροχή είχε καταπιεί όλη τη γη: τις πόλεις και τα χωριά, τους κάμπους, τα δάση, τα βουνά. Μόνο νερό είχε μείνει στον κόσμο, μια τεράστια, γαλάζια επιφάνεια και εκεί, μικρές κουκκίδες, τα καράβια με τους τελευταίες επιζώντες.
Ήταν η Κετ που τους είχε σώσει τότε. Όταν έμαθε τι σκόπευε να κάνει Εκείνος, όταν έμαθε για την Πλημμύρα, αμέσως έτρεξε να Τον βρει, να πέσει στα γόνατά Του. Μια τελευταία ευκαιρία Του ζήτησε. «Αν με αφήσεις», Του είχε πει, «να διαλέξω μερικούς. Τους καλύτερους. Θα διαλέξω τους πιο ευσεβής. Αυτούς που νοιάζονται ακόμη για εμάς, και θα τους σώσω. Θα φτιάξουν νέες πόλεις πάνω από το νερό και εκεί θα αρχίσουν να σε λατρεύουν ξανά. Θα αφήσουν στην άκρη όλα αυτά τα πράγματα που αλλάζουν τη φύση τους. Θα γίνουν άνθρωποι ξανά. Υπάρχει ελπίδα. Μην τους καταδικάζεις όλους σε θάνατο». Τον είχε πείσει με μεγάλη δυσκολία. Αλλά Τον είχε πείσει. Ήταν μια κατώτερη θεότητα ναι, αλλά ήταν επίσης κόρη Του. Είχε κάποια επιρροή πάνω Του. Και έτσι την είχε αφήσει να κατέβει στη γη, να προειδοποιήσει μερικούς εκλεκτούς. Να τους σώσει. Οι επιζώντας φτιάξανε πόλεις σαν το Γιόσελ, στηριγμένες σε αποβάθρες πάνω από το νερό.
Αλλά αυτή η δεύτερη ευκαιρία δεν δόθηκε δίχως προϋποθέσεις. «Εκατό χρόνια», της είχε πει. «Έχεις εκατό χρόνια για να τους πείσεις να αλλάξουν, να γίνουν ξανά άνθρωποι. Αν δεν τα καταφέρεις θα φέρω ξανά την Αποκάλυψη και θα τελειώσω αυτό που άρχισα σήμερα».
Η Νεϊβέρ ήταν πολλή νέα και δεν θυμόταν την Πλημμύρα. Αλλά η πραγματική κατάρα; Ακόμη και αυτοί που την έζησαν, δεν φοβόντουσαν το Θεό. Τους είχαν σώσει τα καράβια τους, άλλωστε. Και τα καράβια είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα.
-
Τώρα ο αέρας φυσάει μανιασμένα και τα σύννεφα έχουν καλύψει τον ήλιο. Η διορία των εκατό χρόνων έχει περάσει και ο Θεός γύρισε για να θερίσει τους καρπούς Του. Καρποί δεν έχουν φυτρώσει. Αν προκάλεσε κάτι η Πλημμύρα ήταν να κάνει τους ανθρώπους ακόμη πιο ανυπάκουους και σκληρούς από πριν. Είναι η μέρα της Αποκάλυψης και το μόνο που μπορεί να κάνει η Κετ είναι να ικετεύσει.
«Νεϊβέρ», λέει, όσο πιο τρυφερά μπορεί, κάνει να απλώσει το χέρι της να την αγγίξει. «Σε παρακαλώ. Ξεμένουμε από χρόνο».
«Γιατί είσαι εδώ Κετ;» της κάνει εκείνη, φτύνοντας. Τα μάτια της είναι σκληρά. «Γιατί δεν είσαι μαζί Του;»
«Ξέρεις γιατί είμαι εδώ», της απαντάει. Η φωνή της ίσα που ακούγεται μέσα στον αέρα. Οι πρώτες σταγόνες έχουν αρχίσει να πέφτουν. «Δεν θέλω να εξαφανιστεί η ανθρωπότητα, το ξέρεις αυτό».
Και η Νεϊβέρ κουνάει το κεφάλι: «Αν ζήσουμε με τους δικούς Του όρους, τότε είναι που θα εξαφανιστούμε. Έχουμε το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή και έχουμε και τα μέσα για να την αποκτήσουμε. Εκείνος – » Δείχνει τον ουρανό. «Είναι το μόνο εμπόδιο».
Το έδαφος τραντάζεται. Η Κετ χάνει προς στιγμήν την ισορροπία της και πιάνεται από το κιγκλίδωμα της αποβάθρας. Μια ανάσα ακόμη, αυτό χρειάζεται και ο ουρανός ανοίγει, η βροχή αρχίζει να πέφτει σαν καταρράκτης έτοιμος να τους πνίξει. Η αποβάθρα τραντάζεται ξανά, σείεται ολόκληρη, και η Κετ γλιστράει. Το νερό της θάλασσας έχει σηκωθεί σε τεράστια κύματα, λούζει όλο το λιμάνι.
Η Κετ φτύνει το νερό που έχει στο στόμα της και σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό. Φως αναβοσβήνει από τις παλάμες της, μια μικρή ασπίδα μαγείας για να σταματήσει το νερό, αλλά δεν αντέχει πολύ. Η βροχή την σπάει και τσακίζει την Κετ ξανά στο έδαφος.
«Περίμενε», ακούει την Νεϊβέρ να φωνάζει. Όταν σηκώνει το κεφάλι την βλέπει να σέρνεται προς το μέρος της, λουσμένη στο νερό.
Η αποβάθρα σείεται ξανά με ένα τέτοιο τράνταγμα που σχεδόν την πετάει από το χείλος της. Η Νεϊβέρ απλώνει το χέρι και την αρπάζει από τον καρπό, την τραβάει κοντά της. Όλη η πόλη είναι τυλιγμένη στο φως ξαφνικά. Μπορεί να δει το φωτεινό τείχος να σηκώνεται από κάθε πλευρά, να αγκαλιάζει ολόκληρη την αποβάθρα σαν φούσκα. Η βροχή έχει σταματήσει να τις χτυπάει τώρα, έχει βρει εμπόδιο στο φωτεινό τείχος. Το νερό χτυπάει στην κορυφή του και ύστερα στάζει από τα πλάγια, τρέχει σε ποτάμια, μέχρι που η στάθμη του νερού αρχίζει να ανεβαίνει γύρω από τη φούσκα. Σύντομα ολόκληρη η πόλη βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Οι δυο γυναίκες – θεά και άνθρωπος – έχουν μείνει στην αποβάθρα να ανασαίνουν ταχύτητα. Και ύστερα, η Κετ, έκπληκτη στηρίζει το βάρος της στα χέρια και σηκώνεται. Γυρνάει το κεφάλι. Η πόλη φαίνεται ανέγγιχτη, μονάχα λίγο βρεγμένη. Είναι πλέον πλήρως προστατευμένη από τη φωτεινή φούσκα.
«Τι;» κάνει η Κετ, νιώθοντας τη λέξη να πνίγεται στο λαιμό της. «Μαγεία;»
Αλλά η Νεϊβέρ είναι ακόμη στο έδαφος και γελάει τόσο πολύ. Έχει τα χέρια της γύρω από την κοιλιά της και γελάει σαν άνθρωπος που ζει την πιο όμορφη στιγμή της ζωής του.
«Δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά μαγεία στο Γιόσελ», λέει τελικά και η Κετ ανοιγοκλείνει τα μάτια. «Δουλεύαμε χρόνια σε αυτό το πεδίο». Δείχνει τη φούσκα. «Δεν κρατάει μονάχα το νερό απέξω, μας κάνει εντελώς αόρατους. Αν βγεις από αυτό, δεν θα μπορέσεις να μας ξαναβρείς».
«Δεν καταλαβαίνω...»
«Ξέραμε πως θα έρθει η Πλημμύρα, Κετ. Ξέραμε πως θα προσπαθήσει να μας πνίξει. Υπήρχαν δύο επιλογές: ή εγκαταλείπουμε όλες αυτές τις βελτιώσεις που έχουμε κάνει στη ζωή μας για να μην μας σκοτώσει, ή τον αφήνουμε να μας πνίξει».
Η Κετ κοιτάει γύρω της, την πόλη, τα μεταλλικά κτήρια που αντανακλούν τα χρώματα του νερού, την τεράστια παχιά φούσκα που τους προστατεύει.
«Οπότε τον αφήσατε να σας πνίξει».
Η Νεϊβέρ σηκώνεται όρθια, πιάνει τις κοτσίδες των μαλλιών της και αρχίζει να τις στύβει, να ξεφορτωθεί το επιπλέον νερό.
«Ναι», λέει. «Δεν μπορεί να μας δει εδώ. Και δεν θα μας ψάξει. Δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω μας πλέον».
Το γέλιο αρχίζει να μαζεύεται στο στομάχι της Κετ. Το νιώθει καυτό και υπέροχο να την τραντάζει από μέσα, να σκαρφαλώνει στο λαιμό της και να ξεχύνεται από τα χείλη της. Οι άνθρωποι. Αυτοί οι άνθρωποι... Τόσα χρόνια αγωνιζόταν να τους κρατήσει ζωντανούς, να παίξει το παιχνίδι Του, να υπακούσει στα κουμάντα Του και να, εκείνοι δεν χρειάζονταν καν βοήθεια. Η Νεϊβέρ την κοιτάει, τα βρεγμένα μαλλιά της κολλημένα στο μέτωπο και χαμογελάει λίγο, γλυκά.
«Θα μείνεις;» τη ρωτάει. «Υπάρχει μια θέση για σένα εδώ, αν θέλεις».
Ανοιγοκλείνει το στόμα. Δεν περίμενε –
«Ναι», απαντάει γρήγορα, προτού αρχίσει να το σκέπτεται περισσότερο. Δεν ξέρει γιατί της το ζητάει η Νεϊβέρ αλλά μπορεί να είναι σίγουρη για αυτό: η ερώτηση είναι από την καρδιά της. Ποτέ δεν κάνει πράγματα που δεν θέλει. «Θα μείνω».
Η Νεϊβέρ χαμογελάει. Και η Κετ μένει.
Η πόλη δεν σταματάει ποτέ να μυρίζει σαν αλάτι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top