Hicran

Αμέσως η Έμμα πήγε και ξύπνησε τη Λέλα.

Μετά από πολλές ώρες συζήτησης η Λέλα φαίνονταν όλο και πιο δεκτική στην ιδέα του να στείλει την Έμμα στην μέση του πουθενά, ενώ η Έμμα ήταν ακόμα πολύ διστακτική.

Ναι, θα έφευγε, αλλά και πάλι, η απόφαση αυτή ήταν πολύ ριψοκίνδυνη. Η Λέλα όμως είχε πάρει την απόφασή της, της έφτανε που θα ξεφορτώνονταν την Έμμα και ταυτόχρονα θα την αποκαθιστούσε παρέχοντάς της καλή εκπαίδευση και στη συνέχεια καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες.

Μια εβδομάδα μετά, το Σάββατο πιο συγκεκριμένα, η Λέλα είχε αγοράσει οτι έλεγε η λίστα για την Έμμα και τα είχε πακετάρει. Ύστερα την πήγε στο Λονδίνο με το παλιό αυτοκίνητό τους.

"Είσαι σίγουρη πως θα είσαι εντάξει?"ρώτησε η Λέλα. Αν και δεν το παραδέχονταν, το κορίτσι θα της έλειπε.

Ισχύει το γεγονός οτι κάποτε ο άντρας με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, την άφησε με ένα μωρό το οποίο δεν ήταν καν δικό της. Ισχύει οτι ήταν πάντα σκληρή και απόμακρη στο κορίτσι που τόσο της θύμιζε τον άντρα που την πρόδωσε, αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός οτι θα της έλειπε.

"Το ελπίζω... Λοιπόν... σε χαιρετώ" είπε λυπημένα και αγκάλιασε την Λέλα. Πήρε τα πράγματά της και έφυγε.

"Να προσέχεις.." ψιθύρισε η Λέλα όταν ήταν πια πολύ αργά.

Μόλις είδε τα εκδοτήρια η Έμμα κατευθύνθηκε προς τα εκεί.

"Καλημέρα. Ένα εισιτήριο για Γκόνταμ, παρακαλώ."

"Για που ?" σάστισε ο υπάλληλος.

"Για Γκόνταμ"

"Φύγε από δω κοπέλα μου, καθυστερείς τους σοβαρούς ανθρώπους!!!!"

Δύο λέξεις μπορούσαν να περιγράψουν την κατάστασή της εκείνη τη στιγμή... ΑΠΌΛΥΤΟ ΣΟΚ. Μήπως όλα ήταν μια φάρσα εν τέλει? Όχι πως δεν το είχε υποψιαστεί...

"Πστ!!... Πστ!!" γύρισε και είδε έναν γεράκο να της κάνει νόημα. Ήταν αρκετά ψηλός και είχε μακριά λευκά γένια που ήταν μυτερά στην άκρη και λευκά κοντά μαλλιά. Φόραγε ένα απλό κουστουμάκι και ένα υφασμάτινο παντελόνι. Η Έμμα πλησίασε διστακτικά.

"Εσύ δεν είσαι για το Γκόνταμ?"

"Μα ναι..."

"Ο σταθμός δεν είναι εδώ."

"Μου κάνεις πλάκα. Από εδώ φεύγουν ολα τα τρένα!!"

"Όχι όμως το συγκεκριμένο" είπε ο γεράκος γελώντας." Έλα θα σε πάω."

Τον ακολούθησε σε μια πόρτα. Η πόρτα ήταν μικρή και είχε πάνω μια επιγραφή που έλεγε αποθήκη.

"Κύριε είστε σίγουρος για αυτό ?"

"Μάλιστα δεσποινίς. Μα για τρελό με περνάτε??" Η Έμμα κατάλαβε οτι αυτός ο άντρας ήταν επικίνδυνος...

Με μια απότομη κίνηση έκανε να φύγει αλλά ο γεράκος την έπιασε την έσπρωξε μέσα και κλείδωσε την πόρτα από έξω. Πανικόβλητη άρχισε να χτυπά την πόρτα και να φωνάζει μπας και της ανοίξει κάνεις.

ΚΛΙΚ!

Η πόρτα ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Αλλά κάνεις. Βγήκε έξω για να δει έναν τελείως διαφορετικό σταθμό. Κοιτούσε γύρω της σαν χάνος, καθώς δεν αναγνώριζε τίποτα. Βρισκόταν σε έναν τελείως διαφορετικό σταθμό. Περπάτησε για λίγο μέχρι που πάνω σε μια ταμπέλα είδε την επιγραφή ΠΡΟΣ ΓΚΟΝΤΑΜ. Αμέσως πήγε στο εκδοτήριο και έβγαλε το εισιτήριο.

"Άμεση επιβίβαση! Το τρένο αναχωρεί" φώναξε ο ελεγκτής.

Έτρεξε και φόρτωσε τα πράγματά της.
Μετά από λίγο το τρένο ξεκίνησε.
Πήγε στο βαγόνι της έκατσε , και άρχισε να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο... Μετά , ανήμπορη πλέον να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, την πήρε ο ύπνος...

Την ξύπνησε ένα αγοράκι που φώναζε τη μαμά του. Κοίταξε έξω και αμέσως κατάλαβε πως είχε φτάσει ...

Περπάτησε λίγο στο σταθμό μέχρι να βρει τις άμαξες που θα την πήγαιναν στο σχολείο, όπως έλεγαν οι οδηγίες. Μπήκε στην άμαξα μαζί με άλλους τρεις συνεπιβάτες.

Όλη η διαδρομή έγινε μέσα στη σιωπή.

Είχε κιόλας βραδιάσει όταν είδε τις πύλες του σχολείου...

Το κτήριο ήταν μεσαιωνικού - βικτοριανού στυλ και τεράστιο...Από έξω ήταν όλο πέτρινο. Μπορούσε άνετα να δει κανείς τους πανύψηλους πύργους. Πάνω από τις πόρτες είχε ένα σύμβολο. Έναν πάνθηρα με φτερά και κάτι μεγάλους κυνόδοντες...

"Αν είναι δυνατόν."

Μπήκε μέσα όλα ωραία και καλά... Προς το παρόν... Ακολουθώντας τις οδηγίες μιας καθαρίστριας βρέθηκε στο γραφείο του διευθυντή Γκιλχάιμ.

Ήταν μια μεγάλη αίθουσα, στην οποία τα χρώματα που κυριαρχούσαν ήταν το κόκκινο και το χρυσό. Οι τοίχοι ήταν καλυμένοι από τεράστιες βιβλιοθήκες γεμάτες με βιβλία. Από το ταβάνι κρέμονταν ένας χρυσός πολυέλαιος με κεριά τα οποία φώτιζαν όλο το δωμάτιο. Ένα κόκκινο χαλί κάλυβε τα χρυσά μάρμαρα. Απέναντι από τη βαριά ξύλινη πόρτα υπήρχαν δυο τεράστιες μπαλκονόπορτες, με δυο ζευγάρια κόκκινες κουρτίνες, που ήταν τραβηγμένες.

Το γραφείο του διευθυντή βρίσκονταν ακριβώς στο κέντρο.

"Καλησπέρα είμαι η Έμμα Τόμσον. Ω! Μα εσείς..? η Έμμα αναγνώρισε αμέσως τον άντρα που την είχε σπρώξει στην αποθήκη. Μόνο που τώρα δεν φορούσε κοστούμι αλλά μπορντό ρόμπες. Όταν τον κοίταζε η Έμμα θυμόταν τον Μέρλιν τον μάγο, μιας και του έμοιαζε με τις ρόμπες, τα μακριά γένια και τα γυαλάκια. Ή μάλλον ήταν φτυστός με τον Άλμπους Ντάμπλντορ από τις ταινίες του Harry Potter.

"Γεια σας δεσποινίς Τόμσον σας περιμέναμε. Είμαι ο διευθυντής του Γκρίμπαλντ, Σέπτιμους Γκιλχάιμ . "

"Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία καθηγητή Γκιλχάιμ."

"Ναι. Και ζητώ Συγνώμη που σας έσπρωξα τόσο ξαφνικά στην αποθήκη. Ήταν αγενές αλλά δεν είχα χρόνο για εξηγήσεις λόγω κάποιων υποθέσεων που έπρεπε επειγόντως να διευθετηθούν."

"Μάλιστα. Καταλαβαίνω, λέω όμως να πάω στο δωμάτιό μου παρακαλώ..."

"Μόνο δεσποινίς Τόμσον θα πρέπει να σας ενημερώσω για κάτι όσον αφορά τους μαθητές της Σχολής μας..."

"Παρακαλώ πείτε μου "

"Μάλλον αφήστε το, δεν είναι επί του παρόντος...Μόνο δεσποινίς Τόμσον... να προσέχετε και να έχετε πάντα τα μάτια σας ανοιχτά... Αυτά προς το παρόν, ότι με χρειαστείτε μην διστάσετε να χτυπήσετε την πόρτα μου."

Μετά την προειδοποίηση του διευθυντή έφυγε στους ξενώνες των κοριτσιών, για να βρει το δωμάτιο της υπό τις οδηγίες του μιας καθηγήτριας που έτυχε να συναντήσει στο δρόμο.

Προχωρούσε όλο ευθεία στον προορισμό της μέχρι που άκουσε κάτι δυνατές βροντές και φωνές... Πήγε να δει τι συμβαίνει και βλέπει δύο τύπους να πετάνε φωτιές ο ένας στον άλλον...

'Μάλιστα... ειδικά εφέ μάλλον.... ' σκέφτηκε χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία.

Απλά γύρισε την πλάτη της και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, ελπίζοντας πάντα ότι δεν θα την παρατηρήσουν.
Αλλά και πάλι στάθηκε άτυχη... Στην άλλη γωνία ένας μελαχρινός δαγκώνει (?!) το λαιμό μιας κοπέλας... Τς Τς η νεολαία σήμερα...

Δυστυχώς όμως για εκείνη, το ζευγαράκι την παρατήρησε. 'Ωχ...' Ο μελαχρινός της έδειξε τα δόντια του και έκανε κίνηση να της επιτεθεί.

Μετά δεν έχει ιδέα τι έγινε γιατί το έβαλε στα πόδια... ξανά...

Το μότο της ήταν: Του φοβητσιάρη η μάνα ποτέ δεν κλαίει. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνουμε πολλά για το χαρακτήρα της...

Έφτασε στο δωμάτιό της και κλειδώθηκε μέσα... Αναστέναξε από ανακούφιση... Οι μαθητές αυτού του σχολείου ήταν κάθε άλλο παρά φυσιολογικοί. Αλλά ίσως έτσι να ήταν η νοοτροπία των πλουσίων, σκέφτηκε. Θεώρησε ότι θα ήταν φρόνιμο να μην ξεχάσει ότι ήταν το κορίτσι με υποτροφία και ότι είναι λογικό να διαφέρουν οι συνήθειές της από εκείνες των πλουσιόπαιδων...

Εξάλλου τι χειρότερο να μπορούσε να συμβεί?

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top