Acatalepsy
Acatalepsy: the idea that it is impossible to truly comprehend anything.
●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●○●
Η Έμμα πήγε στο δωμάτιό της. Τακτοποίησε τα πράγματά της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Ήταν ένα σχετικά ευρύχωρο δωματιάκι -αν λάβουμε υπόψιν οτι ήταν για ένα άτομο- ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένα τζάκι και μια βιβλιοθήκη.
Πιο συγκεκριμένα, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με απλές αποχρώσεις του παστέλ, ενώ το ταβάνι ήταν λευκό. Δίπλα από την πόρτα υπήρχε ένα γραφείο. Γύρω και πάνω από το γραφείο υπήρχαν ράφια, ένα πράγμα σαν μικρή βιβλιοθήκη. Στην άλλη μεριά της πόρτας υπήρχαν κι άλλα ράφια. Στον απέναντι τοίχο βρίσκονταν στην αριστερή γωνία -κάθετα- ένα βαρύ ξύλινο κρεβάτι με ουρανό και σεντόνια στις αποχρώσεις του κόκκινου. Ακριβώς από δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο κομοδίνο και από πάνω του ένα παράθυρο. Σε εκείνο τον τοίχο υπήρχε επίσης μια ντουλάπα. Στον αριστερό τοίχο πέρα από το κρεβάτι υπήρχε και η πόρτα ενός μικρού μπάνιου. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε αρχικά μια τουαλέτα -και αυτή ξύλινη- ενώ από δίπλα υπήρχε ένα μικρό πέτρινο τζάκι.
Ήταν με άλλα λόγια σαν ένα μικρό δωμάτιο ξενοδοχείου. Είχε φτάσει σε σημείο να αναρωτιέται γιατί το σχολείο έδινε ολόκληρα δωμάτια σε κάθε έναν από τους μαθητές ξεχωριστά. Ίσως το σχολείο να μην είχε ανέκαθεν πολλούς μαθητές οπότε είχε περιθώρια να κακομαθαίνει τους ήδη υπάρχοντες.
Η Έμμα θυμήθηκε ξαφνικά τα χωριό. Θυμήθηκε τη Λέλα. Μετά θυμήθηκε τους κόπους της και το πόσο απελπισμένα ήθελε να φύγει από εκεί. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν το σχολείο ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένο. Η Έμμα κάθισε στο κρεβάτι της και άρχισε να ανακαλεί όλες τις αναμνήσεις της από τους μαθητές... Κάτι δεν πήγαινε καλά και ήταν σίγουρη για αυτό.
Αποφάσισε να βγει έξω και να κάνει μια βόλτα στους διαδρόμους.
Περπατούσε για πολύ ώρα στους πύργους μέχρι που έξω στην αυλή παρατήρησε δύο αγόρια.
Και οι δυο ήταν ψηλοί. Ο ένας είχε καφετιά ατίθασα μαλλιά, των οποίων οι τούφες πήγαιναν μυτερές στις άκρες. Είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσε να θεωρηθεί χλωμό.
Τα μάτια του είχαν μια σκούρα απόχρωση χρυσού, ενώ κάποιες φορές φαίνονταν περισσότερο κίτρινα, ενώ άλλες πιο καφετί. Φορούσε μια μαύρη ζακέτα φούτερ με κουκούλα, μια λαδί κοντομάνικη από μέσα με κόψιμο V και ένα απλό μαύρο τζιν σε ίσια γραμμή και λευκά αθλητικά, τα οποία ήταν φθαρμένα και γεμάτα λάσπη.
Ο άλλος ήταν μελαχρινός με χλωμό δέρμα και πορφυρά μάτια. Τα ίσια μαλλιά του ήταν μαύρα και χτενισμένα προς τα πίσω.
Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν και από μέσα μια σκούρα γκρι κοντομάνικη, η οποία ήταν αρκετά φαρδιά. Είχε επίσης ένα στενό σκούρο μπλε παντελόνι, το οποίο ήταν φθαρμένο, και μαύρες αρβύλες.
Ήταν και οι δυο αρκετά γεροδεμένοι για μαθητές λυκείου, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, με τη διαφορά ότι ο μελαχρινός ήταν λίγο πιο λεπτοκαμωμένος.
Αποφάσισε να τους φωνάζει Ξανθούλη και Μελαχρινούλη μέχρι να μάθει τα ονόματά τους.
Από ότι της φαινόταν τα αγόρια ήταν στη μέση μιας διαφωνίας... Ο Μελαχρινούλης φώναζε "Κάτσε κάτω! Κάνε τούμπα κόπρε!", ενώ ο Ξανθούλης απαντούσε "θα σε γδάρω ζωντανό ανθρωπόμορφο κουνούπι!!".
Η Έμμα αποφάσισε να το παίξει γενναία και έτρεξε προς τους δυο έφηβους...
Όταν πλησίασε στο μέρος τους , εκείνοι σταμάτησαν και την κοίταξαν. Αμέσως μετά γύρισαν το κεφάλι και ξανάρχισαν να μαλώνουν.
Και τώρα η Έμμα νευρίασε.
"Γιατί μαλώνετε ?"Την αγνόησαν.
"Γκουχου γκουχου!" ξερόβηξε μπας και την προσέξουν, αλλά τίποτα. Οι δύο έφηβοι είχαν πιαστεί στα χέρια. Τότε πήρε μια βαθιά ανάσα και φώναξε ακόμα πιο δυνατά.
"ΓΙΑΤΊ ΜΑΛΏΝΕΤΕ?!?!?!"Τώρα και οι δυο γύρισαν και την κοίταξαν.
"Γιατί ο βρικόλακας από δω δεν ξέρει τη θέση του!"φώναξε αγανακτισμένος ο Ξανθούλης, κάνοντας έντονες κινήσεις με το σώμα του και δείχνοντας προς τον αντίπαλό του.
"Το μπάσταρδο ξεκίνησε!" απάντησε γρήγορα ο μελαχρινός, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος, ενώ ταυτόχρονα σήκωσε την μύτη του περήφανα ψηλά και κοίταξε προς άλλη κατεύθυνση.
"Οι λύκοι δεν ξεκινάνε ποτέ τίποτα!! Κουνουπάνθρωπε!!!" γρύλισε για άλλη μια φορά ο Ξανθούλης ενώ ο άλλος φώναξε "ΓΙΑ ΈΛΑ ΑΝ ΣΟΥ ΒΑΣΤΆΕΙ!"
Εκεί, η Έμμα δεν άντεξε και έβαλε τα γέλια. Τα παρατσούκλια ήταν αρκετά για να την κάνουν να ξεχάσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά και το βαθύτερο νόημά τους.Ο Ξανθούλης γέλασε αργότερα μαζί της.
"Χμμμ!!!" έκανε ο μελαχρινός και έφυγε με τη μύτη του ψηλά.
Η Έμμα και ο Ξανθούλης γελούσαν ακόμα. Μέχρι που κάποια στιγμή:
"Έμμα Τόμσον." έδωσε κάποια στιγμή το χέρι της φιλικά.
"Τζέιμς Mπλόντγουελ"χαμογέλασε και εκείνος και της έδωσε το χέρι του.
"Κουνουπάνθρωπος" είπε με σοβαρό τόνο η Έμμα και τότε έσκασαν και οι δυο πάλι στα γέλια. Το μοτίβο -να λένε παρατσούκλια και να γελάνε- συνεχίστηκε για λίγη ώρα μέχρι που ο Τζέιμς έπρεπε να φύγει. Σηκώθηκε από το γρασίδι στο οποίο πριν κάθονταν και τίναξε τα ρούχα του.
'Ίσως να μπορώ να γίνω φίλη μαζί του. Έχει πλάκα...' σκέφτηκε η Έμμα.
"Χάρηκα που τα είπαμε Έμμα!!" είπε ο Τζέιμς και έφυγε.Η Έμμα δεν απάντησε απλά έμεινε να κοιτάει σαν χαζή τον Τζέιμς.Κοίταζε έναν καφετί λύκο γύρω στο ύψος της που έφυγε τρέχοντας από την βιασύνη του... Κοίταζε έναν λυκάνθρωπο, τον Τζέιμς.
'Ίσως πάλι και όχι...'
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ακόμα ένα κεφάλαιο από την Elperia ... (yeahhhhh😍😍) ελπίζω να είστε ευχαριστημένοι με την ιστορία μας... Κάντε μας ένα star, αφήστε μας το σχόλιο σας και αν λατρεύετε το στορυ Κάντε μας ένα share για να μας στηρίξετε...
Κάθε σχόλιο Και ψήφος μετράει!!
Επίσης τώρα που έκανα edit ανακάλυψα πόσο σπαστικό είναι να διαβάζεις περιγραφές χώρων, πόσο μάλλον να τις γράφεις... Απλά θέλω να γίνω όσο πιο περιγραφική γίνεται οπότε υπομονή φίλοι μου !!!
THE AUTHOR Saoirse
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top