κεφάλαιο 50
Ξυπνάω και βλέπω τον Κρίστιαν να κοιμάται δίπλα και εμένα ακόμη με το φόρεμα αλλά, θυμάμαι πως αποκοιμήθηκα πάνω στον καναπέ στην αίθουσα όπου γινόταν ο γάμος της Μια. Μάλλον ο Κρίστιαν θα με έφερε στο δωμάτιο και πως δεν με ξέντυσε αναρωτιέμαι και βλέπω να λείπουν μόνο τα πέδιλα μου τα οποία είναι ακουμπισμένα κάτω στο πάτωμα. Σε αντίθεση με εμένα ο Κρίστιαν φοράει μια μαύρη φόρμα ενώ από την μέση και πάνω είναι γυμνός και κρατιέμαι για να μην τον αγγίξω. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω στο μπάνιο, βγάζω το φόρεμα μου και μπαίνω κάτω από το καυτό νερό το οποίο κάνει το σώμα μου να χαλαρώσει. Αν και είχα πιει μόνο δυο ποτήρια σαμπάνια ένοιωθα το κεφάλι μου βαρύ και ίσως να ζητούσα ένα παυσίπονο από την ρεσεψιόν μετά. Είχα μιλήσει ελάχιστα με τους γονείς μου και μετά από την έντονη στιγμή που είχα με τον Κρίστιαν στο διάδρομο όπου παρ' ολίγον να του ομολογούσα πως το παιδί που περιμένω είναι δικό του και όχι του Άντονι αλλά, μα διέκοψε ο Στέφαν δεν τους είχα δει ξανά. Ο φίλος μας με είχε φωνάξει καθώς η Μια ετοιμαζόταν να πετάξει την ανθοδέσμη της η οποία πριν καλά - καλά το καταλάβω προσγειώθηκε πάνω μου.
Ήξερα πως το είχε δει ο Κρίστιαν αλλά, μετά από εκείνη την στιγμή είχε καθίσει στο μπαρ και εγώ χόρευα σχεδόν όλο το βράδυ με τις φίλες μου. Μου κάνει εντύπωση ακόμη και εμένα πως είχα αντέξει πάνω σε αυτά τα παπούτσια όλο το βράδυ αλλά, η αλήθεια είναι πως ένιωθα πλέον τα πόδια μου να πονάνε. Αναστενάζω και σκέφτομαι ξανά το στόμα του Κρίστιαν πάνω στο δικό μου να το διεκδικεί. Αχ πόσο μου είχε λείψει η γεύση του, η μυρωδιά του. Δεν ξέρω εάν τελικά είναι καλύτερα που δεν το είπα στο Κρίστιαν αλλά, φοβάμαι πως εάν το μάθει θα πληγωθούν τόσοι άνθρωποι και ειδικά ο αδελφός του και δεν το θέλω. Όμως και η Τζέσικα με την Μια με πιέζουν να του το πω και έχουν εν μέρη δίκιο αλλά, πως θα πω στο Άντονι ότι εδώ και έξι μήνες τον απατάω με τον αδελφό του και το παιδί που περιμένω είναι του Κρίστιαν, πως λες κάτι τέτοιο σε ένα άνθρωπο που με κοιτάζει στα μάτια και λέει πως με αγαπάει και σε λιγότερο από ένα μήνα θα τον παντρευτώ. Απλά δεν το λες τέλος, ίσως κάποια στιγμή βρω το κουράγιο και τους πω όλη την αλήθεια αλλά, αυτή η μέρα δεν είναι σίγουρα η σημερινή.
Φοράω το μακρύ μπουρνούζι και βγαίνω από το μπάνιο και βλέπω τον Κρίστιαν να έχει ξυπνήσει και να κοιτάζει το κινητό του. Τα μαλλιά του είναι ελαφρός ανακατεμένα και μόλις με βλέπει σηκώνει το βλέμμα του και συναντάει το δικό μου <<Καλημέρα>> λέω σιγανά και πηγαίνω προς την βαλίτσα μου για να διαλέξω τα ρούχα μου <<Καλημέρα Ρόζα>> τον ακούω να λέει ενώ διαλέγω ένα μπεζ μακρύ πλεκτό φόρεμα κοντομάνικο με ένα μικρό άνοιγμα χαμηλά στο αριστερό πόδι μου και ασορτί μακριά ζακέτα. Τον βλέπω να σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει μέσα στο μπάνιο. Αφού σιγουρευτώ πως δεν θα βγει, αφαιρώ το μπουρνούζι μου φοράω ένα σετ δαντελωτά μπεζ εσώρουχα και έπειτα το φόρεμα που είχα διαλέξει. Πιάνω τα λευκά μποτάκια μου τα οποία ταιριάζουν με το σύνολό μου και είμαι έτοιμη. Σκέφτομαι για μια στιγμή να περιμένω τον Κρίστιαν για να κατέβουμε μαζί στην τραπεζαρία αλλά, αποφασίζω πως είναι καλύτερα να πάω μόνη μου όσο λιγότερο είναι κοντά μου τόσο πιο καλά για εμένα. Βγαίνω από το δωμάτιο και μπαίνω στο ασανσέρ και πληκτρολογώ τον αριθμό πενήντα εννέα όπου βρίσκεται η τραπεζαρία για το πρωινό.
Μόλις ανοίγουν οι πόρτες βλέπω την Μια με τον Άλεξ και τους γονείς τους σε ένα τραπέζι και δίπλα τους τους δικούς μου γονείς ενώ από πίσω κάθονται η Τζέσικα με τον Στέφαν. Μέσα στον χώρο παρατηρώ και άλλους καλεσμένους από το γάμο της φίλη μου να παίρνουν το πρωινό τους. <<Καλημέρα>> λέω χαμογελαστή στην Μια και σε όλους τους υπόλοιπους που είναι γύρο της <<Ρόζα, είσαι καλά, κοιμήθηκες καλά;>> με ρωτάει η φίλη μου <<Ναι μην ανησυχείς όλα ήταν υπέροχα από το δωμάτιο μέχρι τον γάμο και το πάρτι>> απαντάω και την βλέπω να λάμπει από χαρά <<Θα κάτσεις να φάμε πρωινό;>> συμπληρώνει αλλά, κοιτάζω τους γονείς μου <<Λέω να πάω λίγο στους γονείς μου αλλά, θα τα πούμε μετά>> προχωράω προς το μέρος τους <<Καλημέρα, μαμά, μπαμπά>> λέω γλυκά και τους δίνω από ένα φιλί στο μάγουλο <<Πως είσαι αγάπη μου; χθες δεν προλάβαμε να μιλήσουμε πολύ>> με ρωτάει η μητέρα μου και αναστενάζω σιγανά. <<Καλά μια χαρά είμαι μαμά, ναι ήμουν αρκετά κουρασμένη και πήγα για ύπνο>> απαντάω και φυσικά παραλείπω το γεγονός πως με πήγε ο Κρίστιαν στη αγκαλιά του στο δωμάτιό μας. <<Σε καταλαβαίνω και εγώ όταν ήμουν έγκυος σε εσένα νύσταζα σχεδόν συνέχεια>> μου λέει τρυφερά και χαμογελάω ελάχιστα <<Όλα εντάξει με τον γάμο;>> ρωτάει <<Ναι μαμά όλα μια χαρά από την επόμενη εβδομάδα θα στείλουμε και τις προσκλίσεις>>. Μακάρι να μην γινόταν αυτός ο γάμος, όταν ο Άντονι με τράβαγε κυριολεκτικά για να διαλέξουμε προσκλίσεις, να κλείσουμε τον χώρο που θα γίνει ο γάμος και όλα τα υπόλοιπα ήμουν στα πρόθυρα να πάθω νευρικό κλονισμό. <<Και σπίτι βρήκατε;>> συνεχίζει τις ερωτήσεις την και καταπίνω καθώς δεν έχω καμία διάθεση να μιλάω για όλα αυτά πρωί - πρωί. Το ίδιο όμως και ο πατέρας μου ο οποίος φαίνεται να μην έχει όρεξη να ακούει όλα αυτά πρωί - πρωί <<Ναι μαμά θα πάμε να δούμε κάποια σπίτι μεθαύριο>>. Χριστέ μου πως είχα μπλέξει σε όλα αυτά.
Κοιτάζω τους φίλους μου που πίνουν το καφέ τους πίσω και ξανά τους γονείς μου <<Πήγαινε να κάτσεις με τα παιδιά Ρόζα εμείς θα τα ξανά πούμε>> λέω ο πατέρας μου και χαμογελάω πλατιά. <<Θα τα πούμε>> τους λέω και πηγαίνω στο πίσω τραπέζι <<Καλημέρα>> τραβάω μια καρέκλα και κάθομαι αναπαυτικά ενώ ένας σερβιτόρος έρχεται προς το μέρος μου <<Ένα τσάι English Breakfast και μια ομελέτα>> λέω και κουνάει καταφατικά το κεφάλι του ο υπάλληλος και απομακρύνεται από το τραπέζι μας. Σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω τον Κρίστιαν να μπαίνει μέσα στον χώρο φορώντας ένα τζιν παντελόνι και μια μακρυμάνικη λευκή μπλούζα και αφού χαιρετάει τον Άλεξ και την Μια έρχεται προς το τραπέζι μας. <<Καλημέρα>> λέει κοφτά και κάθετε δίπλα μου, <<Ένα εσπρέσο και μια ομελέτα>> συμπληρώνει στον σερβιτόρο που φέρνει το δικό μου πρωινό και ξεκινάω να τρώω.
Έχω φάει την μισή ομελέτα και αφήνω το πιρούνι μου βλέπω τον Κρίστιαν να με κοιτάζει με την άκρη του ματιού καθώς πίνει από τον καφέ του <<Μόνο αυτό θα φας>> λέει κοφτά και ο Στέφαν με την Τζέσικα τον κοιτάζουν έκπληκτοι. <<Χόρτασα δεν πεινάω άλλο>> απαντάω σιγανά. <<Φάε, έχουμε δρόμο μπροστά μας και δεν έχω όρεξη να ακούω την κοιλιά σου να γουργουρίζει σε όλη την διαδρομή>> ο τόνος του είναι ψυχρός και γυρίζω το άγριο βλέμμα μου πάνω του <<Μην ανησυχείς θα φροντίσω να μην την ακούς, εσύ άλλωστε ήρθες και με πήρες από το σπίτι μου για να ταξιδέψουμε μαζί όχι εγώ>> απαντάω κοφτά. <<Σε μισή ώρα να είσαι έξω, δεν θέλω να χάσω όλη την υπόλοιπη μέρα μαζί σου>> σηκώνεται απότομα από το τραπέζι και βγαίνει γοργά από την αίθουσα. Αναστενάζω και ακουμπάω την πλάτη μου στην καρέκλα αγανακτισμένη ενώ βλέπω την Τζέσικα να σηκώνει το φρύδι της <<Κουβέντα>> λέω κοφτά και σηκώνει τα χέρια της ψιλά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top