κεφάλαιο 39

Ο Άντονι οδηγεί προς το αεροδρόμιο Ρόναλντ Ρίγκαν από όπου και θα πετάξουμε για την Νέα Υόρκη. Οι γονείς μου είχαν ήδη φτάσει εκεί πριν από μισή ώρα περίπου και μας περίμεναν ευτυχώς το αεροδρόμιο απέχει μόλις δεκαπέντε λεπτά από το σπίτι μου και λόγο της ώρας οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι. Ο Άντονι σταματάει μπροστά από το τζετ και κατεβαίνω, ο Τζός μαζί με τον Τζέρεμι μας περιμένουν στην είσοδο για να μας καλωσορίσουν <<Καλώς ήρθατε ξανά δεσποινίς, Άντονι>> ο Τζός μου χαμογελάει και μου δίνει το χέρι του για να με χαιρετήσει όπως και στον Άντονι <<Τζέρεμι>> τον χτυπάει απαλά στην ώμο και μου κάνει νόημα να προχωρήσω πρώτη προς το εσωτερικό του αεροπλάνου. Καθώς μπαίνω μέσα μπορώ να ακούσω ομιλίες και βλέπω τους γονείς μου να συζητάνε μαζί με τους γονείς του Άντονι, <<Μαμά, μπαμπά>> λέω και τους πλησιάζω γοργά για να τους αγκαλιάσω. <<Ρόζα γλυκιά μου>> η μαμά μου με σφίγγει απαλά και στην συνέχεια ο πατέρας μου <<Ρόζα>> η φωνή του Έντουαρντ με κάνει να γυρίσω προς το μέρος του <<Τι κάνετε. Τι κάνεις;>> διορθώνω το λάθος μου καθώς μου έχει πει πως θέλει να του μιλάω στον ενικό <<Καλά κοπέλα μου εσύ>> μου απαντάει χαρούμενα <<Έμιλυ>> σκύβω προς το μέρος της μητέρας του Άντονι για να την χαιρετήσω <<Πολύ χαίρομαι που θα περάσουμε όλοι μαζί τις γιορτές, οι γονείς σου Ρόζα είναι υπέροχοι>> μου λέει χαμογελαστά <<Λοιπόν καθήστε εσείς εδώ και θα πάμε εμείς στις πίσω>> ακούω τον Έντουαρντ να λέει ενώ σηκώνεται όρθιος <<Μπορούμε εμείς να κάτσουμε πίσω με τους γονείς μου δεν υπάρχει θέμα>> του απαντάω βιαστικά <<Κανένα θέμα κοπέλα μου άλλωστε οι νέοι πρέπει να κάθονται με τους νέους και οι γέροι>> τον κοιτάζω έκπληκτη με αυτό που μόλις άκουσα να λέει <<Τι λέτε τώρα όχι και γέροι μια χαρά νέοι ήσαστε μην ακούω τέτοια>> τον επιπλήττω και γελάει ενώ με αγκαλιάζει απαλά <<Χαίρομαι πάρα πολύ που θα γίνεις νύφη μας Ρόζα είσαι σπάνιο πλάσμα να την χαίρεστε>> λέει και κοιτάζει τους γονείς μου. <<Λοιπόν ας αφήσουμε αυτά για τις επόμενες μέρες άντε γιατί δεν θα φτάσουμε ούτε αύριο στην Νέα Υόρκη και έχουμε σχέδια>> λέει η Έμιλυ και μου κλείνει το μάτι καθώς σηκώνεται από την θέση της για να πάει πίσω. 

Κοιτάζω απέναντι όπου βλέπω τον Κρίστιαν να κάθετε και η καρδία μου σφίγγετε όταν θυμάμαι την προηγούμενη φορά που είχαμε ταξιδέψει παρέα και καθόμουν απέναντί του φοράει ένα μαύρο παντελόνι και ασορτί μπλούζα ενώ από πάνω έχει βάλει λευκό σακάκι. Κανένας φούρνος θα γκρεμίστηκε ο Κρίστιαν με λευκό πολύ περίεργο.  Κάθομαι στην θέση μου και κουμπώνω - αυτή την φορά με την πρώτη την ζώνη, το ίδιο και ο Άντονι ενώ ακούμε τον Τζός να μιλάει και να μας λέει ότι ξεκινάμε για την απογείωση ενώ το ταξίδι θα διαρκέσει μόνο μιάμιση ώρα και θα προσγειωθούμε στο διεθνές αεροδρόμιο Τζον Κέννεντυ. Το τζετ αναπτύσσει ταχύτητα πάνω στον διάδρομο και έπειτα απογειώνεται στον γαλανό ουρανό της Ουάσιγκτον. Κατά την διάρκεια όμως του ταξιδιού λόγο των ανέμων που επικρατούν στην περιοχή υπάρχουν αναταραχές και το στομάχι μου αρχίζει να ανακατεύεται επικίνδυνα, είχα ρωτήσει την Έλενα εάν υπάρχει πρόβλημα με το να πετάξω για Νέα Υόρκη και μου είπε ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μου αλλά, μου είχε πει πως εάν έχει αναταραχές ίσως με ανακάτευαν και όντως αυτό συμβαίνει.<<Μωρό μου είσαι καλά σε βλέπω χλωμή;>> με ρωτάει ο Άντονι και βλέπω τον Κρίστιαν να με κοιτάζει με την άκρη των ματιών του <<Καλά είμαι απλά, λίγο οι αναταραχές με πειράζουν>> απαντάω και προσπαθώ να παραμείνω ψύχραιμη <<Μην ανησυχείς μωρό μου σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε>> μου απαντάει και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου, βλέπω τον Κρίστιαν να καλεί την αεροσυνοδό και να της μιλάει ψιθυριστά ενώ αυτή δεν παραβλέπει να του πεταρίσει τις βλεφαρίδες της. 

Την κοιτάζω καθώς απομακρύνεται κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της, η φωνή μέσα στο μυαλό μου, μου λέει να παραμείνω ψύχραιμη αλλά, οι ορμόνες τις εγκυμοσύνες έχουν άλλη άποψη καθώς φουντώνω μέσα μου. <<Ξέχασα να σε ευχαριστήσω αδελφέ για το ταξίδι>> το βλέμμα μου στρέφετε προς τον Άντονι και στην συνέχεια στον Κρίστιαν <<Δεν κάνει τίποτα>> του απαντάει ξερά και προσπαθώ να καταλάβω τι εννοεί, <<Ξέρεις Ρόζα ο Κρις δέχτηκε να μας φιλοξενήσει σπίτι του, στην Νέα Υόρκη>> το στόμα μου ανοίγει διάπλατα και κοιτάζω τον Κρίστιαν ο οποίος αναστενάζει κοφτά. <<Σου είπα Άντονι δεν κάνει, τίποτα έτσι κι αλλιώς αυτό το σπίτι σπάνια το χρησιμοποιώ>> του λέει ψυχρά. Προσπαθώ να χωνέψω τις πληροφορίες που μαθαίνω αλλά, μου είναι αδύνατον και ειδικά με το στομάχι μου έτοιμο να βγάλει το πρωινό μου <<Βλέπεις πόσο τυχερός είμαι που έχω έναν τέτοιο αδελφό, αν και πιο τυχερή θα είναι η γυναίκα που θα σε πάρει>> καταπίνω και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Βλέπω την αεροσυνοδό να επιστρέφει κρατώντας στα χέρια της ένα δίσκο με ένα ποτήρι πάνω του το οποίο αφήνει μπροστά μου. Την κοιτάζω ερωτηματικά καθώς εγώ δεν έχω ζητήσει κάτι. <<Λεμονάδα>> η φωνή του Κρίστιαν ακούγετε και τον κοιτάζω ενώ η κοπέλα απομακρύνετε, και πάλι δεν καταλαβαίνω <<Βοηθάει στην ναυτία>>. ΟΡΙΣΤΕ. Τον κοιτάζω έκπληκτη <<Ο Κρίστιαν ο ειδήμων αναρωτιέμαι εάν υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις>> λέει ειρωνικά ο Άντονι και ο Κρίστιαν τον ανταμείβει με ένα άγριο βλέμμα <<Αφού δεν κάνεις εσύ κάτι κάποιος πρέπει να ενδιαφερθεί, δεν θέλω να λερωθεί το τζετ μου>> λέει ψυχρά. <<Φυσικά εσύ μόνο την πάρτη σου κοιτάς>> κοιτάζω μια τον Άντονι και μια τον Κρίστιαν οι οποίοι αρχίζουν να λογομαχούν έντονα. 

Νιώθω το στομάχι μου να με πιέζει και πιάνω το ποτήρι με την λεμονάδα και πίνω μερικές γουλιές, και όλως περιέργως η γεύση της δεν είναι κακή και νιώθω καλύτερα. Ο Άντονι μου ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα και στενεύει τα μάτια του μόλις με βλέπει να πίνω από το ποτήρι ξανά και ξανά <<Είδες ίσως τελικά και να ξέρω τα πάντα>> η φωνή του Κρίστιαν στάζει ειρωνεία προς τον αδελφό του << Αι γαμήσου Κρις>> του απαντάει κοφτά και ο Κρίστιαν χαμογελάει <<Να είσαι σίγουρος για αυτό>> τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και το τερατάκι της ζήλιας εμφανίζεται μπροστά μου <<Ε τι πράγματα είναι αυτά, δεν ντρέπεστε τι είσαστε πεντάχρονα ντροπή σας μπροστά στους ξένους ανθρώπους>> η φωνή του Έντουαρντ κάνει και τους δυο να βάλουν ένα τέλος στον διαπληκτισμό τους ενώ ο Τζος μας ενημερώνει πως ετοιμαζόμαστε να προσγειωθούμε. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. Λίγο ακόμα και δεν ξέρω εάν θα άντεχα εδώ μέσα και με τους δυο αυτούς άντρες να μαλώνουν για ακόμη μια φορά εξαιτίας μου αν και θεωρώ πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Όταν ήμουν με τον Κρίστιαν στο πανεπιστήμιο θυμάμαι πως η σχέση του με τον Άντονι ήταν πολύ καλή και μάλιστα περνούσαν αρκετό χρόνο παρέα όταν τους επισκεπτόταν ίσως κάτι να συνέβη όταν έφυγε από το Σεντ Λούις και να υπάρχει αυτό το ρήγμα πλέον μεταξύ τους.  

Μετά από λίγα λεπτά βρισκόμαστε μέσα σε ένα μεγάλο suv και πηγαίνουμε προς το σπίτι του Κρίστιαν το οποίο απέχει μια ώρα από εδώ. Κοιτάζω εντυπωσιασμένη έξω από το παράθυρό μου την σήραγγα Queens–Midtown κάτω από τον ποταμό East River η οποία συνδέει ουσιαστικά το Μανχάταν και το Κουίνς. Η πόλη είναι στολισμένη με χιλιάδες λαμπάκια ενώ στους δρόμους επικρατεί κομφούζιο, αλλά, παρ' όλα αυτά είναι τόσο εντυπωσιακή που δεν με νοιάζει ακόμα και αν κάνουμε και δυο ώρες να φτάσουμε σπίτι. Όπως μου είπε η Έμιλυ πριν η οποία, ανυπομονεί να πάμε για ψώνια, το σπίτι απέχει μόλις είκοσι λεπτά με τα πόδια από το Εμπάιρ Στέιτ το διάσημο κτήριο και τους γνωστούς οίκους με ρούχα. Το αυτοκίνητο σταματάει επιτέλους και κατεβαίνουμε κοιτάζω ψιλά και βλέπω έναν πανύψηλο ουρανοξύστη, αναρωτιέμαι πως να είναι το σπίτι του Κρίστιαν καθώς ήδη έχω πάει στο διαμέρισμα που έχει στην Ουάσιγκτον και ήταν πολύ εντυπωσιακό. Δυο άτομα έρχονται και βοηθάνε τον οδηγό που μας παρέλαβε από το αεροδρόμιο να ξεφορτώσει τις βαλίτσες μας, ενώ εμείς αρχίζουμε να μπαίνουμε προς το εσωτερικό του κτηρίου. 

Ο Κρίστιαν προχωράει πρώτος με όλους τους υπόλοιπους να τον ακολουθούμε, μια κοπέλα στέκετε δίπλα από το ασανσέρ και τον χαιρετάει καθώς την προσπερνάει και μπαίνει μέσα, οι πόρτες κλείνουν και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε, πρώτος, δεύτερος, πέμπτος, δέκατος, δέκατος πέμπτος, εικοστός, τριακοστός, τεσσαρακοστός, πεντηκοστός. Τι σκατά σκέφτομαι, πόσο ψιλά πάμε, αλλά, το ασανσέρ συνεχίζει εξηκοστός, εβδομηκοστός, ογδοηκοστός, ογδοηκοστός πέμπτος, ογδοηκοστός όγδοος. Τέλος επιτέλους. Οι πόρτες ανοίγουν και βρισκόμαστε σε ένα μικρό διάδρομο με μια πόρτα απέναντι μας η οποία ανοίγει και μια γυναίκα γύρω στα πενήντα εμφανίζεται <<Κρίστιαν>> τον υποδέχεται χαμογελαστή και αυτός την αγκαλιάζει. Την αγκαλιάζει. Ποτέ δεν τον έχω δει τόσο διαχυτικό <<Ολίβια>> της λέει γλυκά και αυτή παραμερίζει για να περάσουμε μέσα <<Καλώς ήρθατε>>μας λέει καθώς μπαίνουμε μέσα και μου κόβεται η ανάσα. 

Ο Κρίστιαν δεν έχει απλά σπίτι αλλά ένα διώροφο ρετιρέ με πανύψηλο ταβάνι και γυάλινη σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο. Το σπίτι του είναι ακριβώς όπως και στην Ουάσιγκτον σχεδόν παντού κυριαρχεί το λευκό από τους μεγάλους γωνιακούς καναπέδες μπροστά από τις τεράστιές τζαμαρίες απ' όπου μπορείς να θαυμάσεις τον ποταμό Χάντσον. Το αναμμένο τζάκι κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό τον χώρο. <<Εδώ είναι το σαλόνι όπως βλέπε, η τραπεζαρία και στο βάθος η κουζίνα. Η Ολίβια θα είναι μαζί μας για τις υπόλοιπες μέρες και ότι θέλετε μπορείτε να της ζητήσετε>> γυρίζω προς τα πίσω για να δω τον Κρίστιαν που μιλάει και συνεχίζω να περιεργάζομαι τον χώρο γύρω μου, η μεγάλη τραπεζαρία με τις οκτώ καρέκλες φυσικά σε λευκό χρώμα στέκετε εντυπωσιακή στην μέση δωματίου. <<Στον επάνω όροφο είναι τα υπνοδωμάτια, κύριε Άντερσον ακολουθήστε με>> λέει και κοιτάζει τον πατέρα μου <<Γουίλ σκέτο σε παρακαλώ>> απαντάει ο πατέρας μου και χαμογελάει απαλά <<Ολίβια>> η φωνή του Κρίστιαν ακούγετε ξανά και μετά από λίγα δευτερόλεπτα η μεσόκοπη γυναίκα εμφανίζεται <<Σε παρακαλώ δείξε το δωμάτιο στον αδελφό μου>> της λέει και ανεβαίνει προς τον επάνω όροφο με τους γονείς μου να τον ακολουθούν. Μόλις δεν είπε ότι όλα τα υπνοδωμάτια είναι στον επάνω όροφο, μπορούσε να μας πάει ο ίδιος. ΗΛΙΘΙΑ. Η φωνή στο κεφάλι μου με μουτζώνει για πολλοστή φορά. Μήπως θες να σε πάει ο ίδιος στο υπνοδωμάτιο και να σας δώσει και τις ευχές του. Φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση και καταπίνω. <<Παρακαλώ από εδώ ακολουθήστε με >> λέει γλυκά η Ολίβια και ανεβαίνουμε τις σκάλες για τον επάνω όροφο. Κοιτάζω την μαγευτική θέα ενώ παρατηρώ ένα μικρό σαλόνι στην άκρη του διαδρόμου όπου μπορείς να χαζέψεις την πόλη από ψιλά. 

Προχωράμε προς τον μεγάλο διάδρομο και βλέπω τον Κρίστιαν να μιλάει με τους γονείς μου στο μεθεπόμενο δωμάτιο από αυτό που μόλις μπαίνουμε μέσα. Τον βλέπω να κοιτάζει ελάχιστα προς το μέρος μας αλλά, στρέφει ξανά την προσοχή προς τον πατέρα μου με τον οποίο μιλάει αρκετά σοβαρά και αναρωτιέμαι τι να λένε. ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ ΗΛΙΘΙΑ. Πετάγεται η αναθεματισμένη φωνή ξανά, κάτι πρέπει να γίνει με εσένα ίσως να σου κόψω την γλώσσα, την οποία μου βγάζει επιδεκτικά αυτή την στιγμή και με κοροϊδεύει. <<Αυτό είναι το δωμάτιο σας, υπάρχουν καθαρές πετσέτες, αφρόλουτρα και σαμπουάν εάν όμως χρειαστείτε κάτι μπορείτε να μου το ζητήσετε>> λέει η Ολίβια και φεύγει από το δωμάτιο. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ένα μεγάλο κρεβάτι με δυο ξύλινα κομοδίνα ενώ ένας παρόμοιος καναπές με του σαλονιού βρίσκετε μπροστά από την τζαμαρία. Προχωράω προς το μπάνιο όπου μια τεράστια γωνιακή ντουζιέρα και ένα έπιπλο με καθρέφτη σε λευκές και χρυσές αποχρώσεις γεμίζουν τον χώρο. <<Τι λες να ταχτοποιήσουμε τα πράγματά μας και να πάμε να δούμε την Νέα Υόρκη;>> η φωνή του Άντονι ακούγετε πίσω μου και γυρίζω προς το μέρος του <<Έλεγα να ξεκουραζόμουν λίγο μετά το ταξίδι, ίσως αργότερα;>> του απαντάω και χαμογελάω ελάχιστα. Μπορεί το στομάχι μου να έχει ηρεμίσει αλλά, έχω ανάγκη από ένα ζεστό μπάνιο και λίγο ύπνο. <<Φυσικά μωρό μου, εγώ θα κατέβω κάτω να δω μήπως χρειάζονται κάτι οι γονείς μου ή οι δικοί σου εσύ ξεκουράσου όσο θέλεις>> μου δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο και φεύγει.   

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top