κεφάλαιο 33

Τεντώνομαι πάνω στο μεγάλο ξύλινο κρεβάτι με στους στύλους και ανοίγω τα μάτια μου οι ακτίνες του ήλιου μπαίνουν μέσα και φωτίζουν το δωμάτιό μου. Το δωμάτιο μου είναι λιτό με ένα γραφείο με μια μικρή βιβλιοθήκη και μια συρταριέρα με καθρέφτη άλλωστε τα περισσότερα πράγματά μου τα είχα πάρει όταν έφυγα για το πανεπιστήμιο και έπειτα για να εργαστώ στην Ουάσιγκτον. Κοιτάζω την ώρα δώδεκα και τέταρτο σκατά πρώτη φορά κοιμάμαι τόσο πολύ. Τι σκατά έχω πάθει το τελευταίο διάστημα. Μια πολύ κακή σκέψη μου τριβελάει το μυαλό εδώ και λίγες μέρες αλλά, το θεωρώ σχεδόν απίθανο να ισχύει αυτό που σκέφτομαι. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο μπάνιο το οποίο έχει μια μεγάλη ντουζιέρα και απέναντι ένα έπιπλο με νιπτήρα και ένα μικρό καθρέφτη από πάνω του. Ξεκινάω να κάνω την πρωινή μου ρουτίνα και έπειτα διαλέγω μπορντό, μακρυμάνικο, κορμάκι με ζιβάγκο και μια μίνι, μαύρη, δερμάτινη φούστα. Φοράω ένα μαύρο διαφανή καλσόν με ραφή στο πίσω μέρος και έπειτα πιάνω τα, κοντά καστόρινα μποτάκια μου, από Christian Louboutin σε ίδιο χρώμα με το καλσόν μου και τα φοράω. Είναι μια χαρά για την ημέρα ούτε πολύ απλό αλλά, ούτε υπερβολικό, κατεβαίνω κάτω από ακούω τους γονείς μου να συζητάνε <<Καλημέρα αγάπη μου>> λέει η μαμά μου μόλις με βλέπει να μπαίνω στο σαλόνι <<Παρακοιμήθηκα, ίσως φταίει η κούραση από το ταξίδι>> της λέω απολογητικά <<Έλα έχω φτιάξει καφέ και ομελέτες>> την βλέπω να προχωράει προς το δωμάτιο απέναντι από το σαλόνι όπου είναι η τραπεζαρία μας. 

Ο πατέρας μου κάθετε σε μια από τις οκτώ καρέκλες και πίνει το καφέ του διαβάζοντας την εφημερίδα. Θυμάμαι πως κάθε πρωί το έκανε αυτό καθώς του αρέσει όπως λέει να ενημερώνεται με τον παραδοσιακό τρόπο. <<Καλημέρα μπαμπά>> του δίνω ένα πεταχτώ φιλί και κάθομαι απέναντι του <<Όχι προτιμώ το τσάι>> λέω απότομα για να σταματήσω την μητέρα μου από το να γεμίσει μια κούπα με καφέ μπροστά μου. <<Από πότε;>> ρωτάει έκπληκτη, από όταν άρχισα να ξερνάω ότι έχω φάει εδώ και δυο εβδομάδες <<Έχω αρκετό καιρό και είναι καλύτερο και για την υγεία>> της απαντάω και με κοιτάζει εξεταστικά <<Θα σου φτιάξω τότε τσάι>> λέει καθώς απομακρύνεται.  <<Ρόζα>> γυρίζω προς το μέρος του πατέρα μου και χαμογελάω ενώ αυτός αφήνει στην άκρη την εφημερίδα <<Η μαμά σου μου είπε ότι αποφασίσατε με τον Άντονι να παντρευτείτε>> τον κοιτάζω και καταπίνω <<Ναι έτσι είπαμε>> απαντάω σιγανά <<Δεν θέλω να νομίζεις πως επεμβαίνω αλλά είσαι σίγουρη για αυτή την τόσο σημαντική απόφαση της ζωής σου;>> με ρωτάει και αναστενάζω. <<Ναι>> αλλά, η τρεμάμενη φωνή μου μάλλον μαρτυράει το ακριβώς αντίθετο <<Τότε χαίρομαι για εσάς, και να πεις πως θα χαρούμε να τους γνωρίσουμε>> συμπληρώνει και χαμογελάει απαλά. 

Η μαμά μου έρχεται με ένα φλυτζάνι τσάι στα χέρια της και το αφήνει δίπλα μου <<Ορίστε το τσάι σας μεγαλειότατη>> λέει κοροϊδευτικά και ο πατέρας μου σηκώνει το φρύδι του <<Τι χθες την βρήκα να έχει αποκοιμηθεί διαβάζοντας Ρωμαίο και Ιουλιέτα μάλλον είπε να αποκτήσει ένα πιο αριστοκρατικό στιλ και να πίνει τσάι>> γελάω καθώς ακούω την μαμά μου να μιλάει <<Τι λες μόλις φας το πρωινό σου να κάνουμε μια βόλτα στην στολισμένη πόλη;>> με ρωτάει και χαμογελάω πλατιά καθώς μου είχαν λείψει τα πλακόστρωτα δρομάκια με τα χιλιάδες λαμπάκια κρεμασμένα δεξιά και αριστερά των δρόμων. <<Ναι θέλω πολύ να πάμε>> απαντάω χαρούμενα <<Ωραία φάε όμως πρώτα και μετά>> την κοιτάζω συνοφρυωμένη αλλά, το άγριο ύφος της δεν μου αφήνει και πολλές επιλογές.  

Περπατάμε με την μαμά μου στα κατάμεστα πεζοδρόμια καθώς όλος ο κόσμος της περιοχής είναι έξω διασκεδάζοντας. Κοιτάζω το Brasserie Saison ένα από τα αγαπημένα μου εστιατόρια με γαλλική κουζίνα, το όποιο δεν έχει ούτε ένα άδειο τραπέζι και χαμογελάω καθώς συνήθιζα να τρώω αρκετές φορές εδώ με κάποιους από τους συμμαθητές μου, με τους οποίους πήγαινα στο λύκειο της περιοχής μας. <<Τι λες μπαίνουμε;>> η μαμά μου κοιτάζει μια από τις βιτρίνες ενός μαγαζιού με ρούχα και χαμογελάω <<Εννοείτε>> απαντάω και ανοίγει την πόρτα για να μπούμε μέσα. Γύρω μας υπάρχουν χιλιάδες ρούχα για πιο επίσημες εμφανίσεις αλλά, και για κάθε μέρα και αρχίζουμε να κοιτάμε μερικά κομμάτια. Πιάνω στα χέρια μου ένα μαύρο κοντό μάλλινο φόρεμα το οποίο σκέφτομαι πως είναι ωραίο για κάθε μέρα, καταπίνω καθώς νιώθω το κεφάλι μου να γυρίζει να χάνω την ισορροπία μου και πιάνομε από τον ξύλινο πάγκο ου βρίσκεται δίπλα μου για να μην πέσω. <<ΡΟΖΑ>> η μαμά μου έρχεται προς το μέρος μου τρομαγμένη <<Είσαι καλά; τι έπαθες;>> με ρωτάει και βλέπω το άγχος να διαγράφετε στο πρόσωπό της. <<Τίποτα μια χαρά απλά ζαλίστηκα λίγο>> της λέω και με κοιτάζει εξεταστικά αλλά, δεν λέει τίποτα άλλο. <<Θα πάω να σου πάρω λίγο νερό>> μου λέει και την σταματάω <<Άσε θα πάω εγώ να πάρω και λίγο καθαρό αέρα>> αναστενάζει αλλά, παραμερίζει για να περάσω. 

Φτάνω σε ένα μικρό κατάστημα και πιάνω ένα μπουκαλάκι νερό από το όποιό πίνω μια γερή δόση για να συνέλθω, όμως ο λόγος που δεν άφησα την μαμά μου να έρθει ήταν άλλος. Προχωράω προς το ράφι με τα τεστ εγκυμοσύνης και πιάνω ένα κουτί που περιέχει δυο μέσα. Θέλω να διώξω έστω και την τελευταία πιθανότητα να βγει θετικό, αναστενάζω και πηγαίνω στο ταμείο για να πληρώσω και μετά το χώνω μέσα στην τσάντα μου. Το τελευταίο που θέλω είναι να το δει η μαμά μου, να νομίζει διάφορα και να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο η κατάσταση. Φτάνω ξανά έξω από το μαγαζί και βλέπω την μαμά μου να με περιμένει απ' έξω <<Τι λες πάμε για έναν καφέ ή τσάι;>> λέει κοροϊδευτικά και γελάω <<Πάμε αλλά, πότε θα ετοιμάσουμε το φαγητό;>> την ρωτάω και χαμογελάει πλατιά <<Τα έχω ετοιμάσει σχεδόν όλα όσο εσύ κοιμόσουν το πρωί>> την  κοιτάζω έκπληκτη και ξεκινάμε να περπατάμε προς μια καφετέρια με το όνομα Mudhouse. Καθώς οι μέρες για τα Χριστούγεννα πλησιάζουν έχουν τοποθετήσει στην πλατεία της πόλης διάφορα παιχνίδια για μικρούς και μεγάλους, όπως καρουζέλ, ρόδα από την οποία μπορείς να δεις την θέα της πόλης από ψιλά και ειδικά τις νυχτερινές ώρες είναι εντυπωσιακή. Τις ημέρες πριν τις γιορτές υπάρχουν σε πολλά σημεία της πόλης ξωτικά με τον Άγιο Βασίλη όπου τα παιδία μπορούν να γράψουν τον γράμμα τους ή να του πουν μυστικά στο αυτί τι δώρο θέλουν να τους φέρει. Ίσως πρέπει και εγώ να το κάνω αυτό φέτος μπας και αλλάξει η μοίρα μου γιατί μόνο ο Άγιος Βασίλης μπορεί να κάνει το θαύμα του. 

Καθόμαστε σε ένα από τα τραπέζια και κοιτάζω έξω από τις τζαμαρίες μερικά ζευγάρια τα οποία κάνουν βόλτα πιασμένα χέρι - χέρι ενώ άλλα ανταλλάσσουν φιλία σε κάποια παγκάκια. Παίρνω βαθιά ανάσα καθώς το τερατάκι της ζήλιας κάνει την εμφάνιση του και φαντάζομαι εμένα και τον Κρίστιαν σε μια τέτοια σκηνή. Χριστέ μου πόσο μου λείπει μακάρι να ήταν εδώ. Μακάρι να ήσουν εδώ. Πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω έχω ήδη πατήσει αποστολή στο κινητό μου. Χριστέ μου τι έκανα μόλις τώρα έστειλα μήνυμα στο Κρίστιαν λέγοντας του ότι μου λείπει, τι σκατά έχω πάθει. <<Ρόζα με ακούς;>> κοιτάζω την μαμά μου και έπειτα τον σερβιτόρο που στέκετε δίπλα της <<Σου φωνάζω εδώ και τρία λεπτά, το παιδί περιμένει την παραγγελία μας>> καταπίνω καθώς δεν είχα προσέξει καν τον υπάλληλο της καφετέριας που μας είχε πλησιάσει. <<Ένα English Breakfast τσάι>> λέω και αφού το σημειώνει ο σερβιτόρος φεύγει <<Ρόζα από χθες είσαι αφηρημένη και γενικά δεν σε βλέπω πολύ καλά;>> κοιτάζω την μητέρα μου και προσπαθώ να μείνω ψύχραιμη. <<Μια χαρά είμαι μαμά απλά τώρα τελευταία έχει πέσει πολύ δουλειά στην εταιρία και αγχώνομαι>> απαντάω και ελπίζω να με πιστέψει <<Σε πιέζει ο νέος γενικός διευθυντής;>> με ρωτάει και καταπίνω. Μόνο αυτό δεν κάνει ο συγκεκριμένος άντρας, <<Απλά κάνει την δουλειά του και εμείς πρέπει να κάνουμε την δικιά μας, αλλά, πιστεύω με την νέα χρονιά πως θα χαλαρώσουμε>> απαντάω και εύχομαι ολόψυχα όντως να συμβεί καθώς δεν θα αντέξω άλλο κάτω από όλη αυτήν την πίεση και με έναν γάμο που θέλω όσο τίποτα στον κόσμο να αποφύγω να καταφθάνει. Ο σερβιτόρος φέρνει την παραγγελιά μας και αλλάζουμε θέμα συζήτησης μιλώντας για τις νέες τάσεις της μόδας και για τις γιορτές που πλησιάζουν. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top