κεφάλαιο 32

<<Ρόζα;>> σηκώνω το κεφάλι μου από την στοίβα με τα έγραφα τα οποία προσπαθώ να τελειώσω καθώς είναι η τελευταία μέρα στην δουλειά μιας και αύριο είναι η Ημέρα των Ευχαριστιών και θέλω να τελειώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να φύγω και να πάω στους γονείς μου όπου θα μείνω μέχρι και την Κυριακή το απόγευμα. <<Ναι>> λέω και βλέπω την Μελίσσα να μπαίνει μέσα <<Ρόζα ξεκινάει το μίτινγκ>> μου λέει με μια ανάσα. ΓΑΜΩΤΟ. <<Έρχομαι αμέσως>> μαζεύω τα χαρτιά μου και σηκώνομαι από την καρέκλα μου, αλλά, πιάνομαι από το ξύλινο γραφείο καθώς ζαλίζομαι. ΣΚΑΤΑ. Εδώ και δέκα μέρες από την ημέρα που είχα αισθανθεί την αδιαθεσία νοιώθω συνέχεια εξαντλημένη, και ζαλίζομαι αρκετές φορές. Βεβαία έχω μέρες να βγάλω το φαγητό μου και δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που συμβαίνει. Σταματάω να το σκέφτομαι και βγαίνω από το γραφείο μου <<Μελίσσα μπορείς να μου φέρεις το τσάι μου στην αίθουσα συσκέψεων>> της λέω και προχωράω γοργά <<Καλημέρα Έλσα>> χαιρετάω την βοηθό του Κρίστιαν η οποία βγαίνει από την αίθουσα κρατώντας κάποια έγραφα στα χέρια της. <<Καλημέρα>> αποκρίνεται ενώ βιάζεται να φτάσει στο γραφείο της, τις τελευταίες μέρες επικρατεί ένας χαμός καθώς φτάνουμε στο τέλος του έτους και όλοι μας πρέπει να ταχτοποιήσουμε τις υποθέσει μας πριν το τέλος του χρόνου. Ιδικά εγώ που πρέπει να βγάλω τον ισολογισμό ολόκληρης της χρονιάς, παίρνω μια ανάσα και μπαίνω μέσα. 

Ο Κρίστιαν μαζί με άλλους τρις υπαλλήλους είναι μέσα στην αίθουσα.  Προσπαθούμε να αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον όσο μπορούμε καθώς κάθε φορά που βρισκόμαστε είναι επώδυνο και για τους δυο μας.  Κάθομαι αναγκαστικά δίπλα του ενώ βλέπω τον Άντονι να μπαίνει μέσα και η Μελίσσα έρχεται πίσω του, αφήνει το φλυτζάνι δίπλα μου και φεύγει. <<Από πότε πίνεις τσάι;>> η φωνή του Κρίστιαν με κάνει να γυρίσω προς το μέρος του, καταπίνω και τον κοιτάζω <<Εδώ και λίγες μέρες με βοηθάει να χαλαρώνω>> του λέω και με κοιτάζει εξεταστικά. Πλέον δεν αντέχω ούτε την μυρωδιά του καφέ, <<Καλημέρα>> ακούω τον Άντονι να λέει ενώ κάθετε απέναντί μου και δίπλα στον αδελφό του. Η Έλσα γυρίζει και αφήνει δυο κούπες με καφέ μπροστά τους. ΣΚΑΤΑ. Καταπίνω και προσπαθώ να κρατήσω απόσταση καθώς κάθε φορά που μυρίζω καφέ πλέον καταλήγω να βγάζω ότι έχω φάει και δεν θέλω σε καμία περίπτωση να μου συμβεί αυτό εδώ. <<Είσαι καλά;>> ρωτάει ο Άντονι κουνώντας τα χείλη του χωρίς να μιλήσει. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και χαμογελάω ελάχιστα προσπαθώντας να δείχνω άνετη. Τις τελευταίες μέρες με πιέζει όλο και περισσότερο στο να περάσουμε όλοι μαζί τις γιορτές και να γνωριστούν οι οικογένειες μας και δυστυχώς είπα ότι δικαιολογία βρήκα αλλά, και πάλι δεν είναι αρκετή και αργά ή γρήγορα θα αναγκαστώ να δεχτώ. Χριστέ μου πως θα ανακοινώσω στους γονείς μου πως θα παντρευτώ, μου είχε ζητήσει να έρθει μαζί μου στο Charlottesville και να με ζητούσε από τον πατέρα μου επίσημα. Είχα πάθει σοκ ευτυχώς του είπα πως είναι καλύτερα να τους το ανακοινώσω εγώ πρώτη, αν και νομίζω πως η μητέρα μου θα χαρεί πολύ κάτι που δεν συμβαίνει και με εμένα. Γνώριζαν άλλωστε για την σχέση μου με τον Άντονι που είχα εδώ και δυο χρόνια άρα δεν θα τους παραξενέψει και πολύ η απόφασή μας να παντρευτούμε. 

<<Ας ξεκινήσουμε>> η φωνή του Κρίστιαν ακούγετε δυνατά μέσα στην αίθουσα και σταματάει τους ψίθυρους που υπάρχουν μεταξύ των υπαλλήλων. <<Μίας και αύριο είναι η Ημέρα των Ευχαριστιών και η εταιρία θα ανοίξει την Δευτέρα θεώρησα σωστό να μάθω πως πάνε τα νέα πράγματα. Η νέοι μας συνεργάτες περιμένουν με το νέο έτος να τους αντικαταστήσουμε το παλιό σύστημα επικοινωνιών τους με νέο ψηφιακό με τις οπτικές ίνες λοιπόν πείτε μου που βρισκόμαστε>> χαλαρώνω και πίνω λίγο από το τσάι μου μέχρι να έρθει η σειρά μου να μιλήσω για τα οικονομικά της εταιρίας. Η υπέροχη γεύση του τσαγιού με ηρεμεί και με αποσπάει από το μυρίζω τις κούπες με τους καφέδες με τις οποίες είμαι περικυκλωμένη. Ο Κρίστιαν ακούει με προσοχή τον καθένα ενώ αρκετές φορές σημειώνει και στα χαρτιά του. Έπειτα από μισή ώρα φτάνει η σειρά μου, προσπαθώ να μην τον κοιτάζω και καρφώνω το βλέμμα μου στα χαρτιά μου. Ευτυχώς δεν φαίνεται να έχει κάποιο πρόβλημα με την αναφορά μου κάτι το οποίο με ευχαριστεί ιδιαίτερα μιας και δεν έχω όρεξη μέσα σε αυτές τις τέσσερις μέρες να κάθομαι και να την γράφω ξανά. <<Λοιπόν νομίζω ότι ήμαστε μια χαρά. Καλά να περάσετε αύριο και θα τα πούμε από Δευτέρα>> λέει με σοβαρό ύφος. 

Σηκώνομαι από την θέση μου αλλά, βλέπω τον Άντονι να με πλησιάζει χαμογελαστός <<Είσαι έτοιμη μωρό μου;>> ρωτάει και χαμογελάω απαλά <<Ναι μάζεψα τα πράγματά μου από χθες και θα φύγω κατευθείαν μετά για το Charlottesville δεν θέλω να οδηγώ την νύχτα>> του απαντάω σιγανά. Παρατηρώ τον Κρίστιαν να κοιτάζει τα χαρτιά του αλλά, είμαι σίγουρη πως ακούει κάθε λέξη που λέμε με τον αδελφό του. <<Σίγουρα δεν θέλεις να έρθω μαζί σου;>> ρωτάει ο Άντονι και βλέπω τον αδελφό του να τσιτώνετε ελαφρά. Τι έλεγα μας παρακολουθεί. <<Όχι είμαι σίγουρη, είναι καλύτερα έτσι>> χαμογελάω και προσπαθώ να είμαι χαλαρή <<Τότε τα λέμε την Δευτέρα μωρό μου>> λέει γλυκά και μου δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο και καταπίνω. <<Καλά να περάσετε>> απαντάω και βγαίνω από την αίθουσα προχωρώντας προς το γραφείο μου ήξερα άλλωστε πως δεν θα πάνε πουθενά και θα περάσουν την αυριανή ημέρα όλοι παρέα με τον Ρόμπερτ ο οποίος έχει βγει εδώ και λίγες μέρες από το νοσοκομείο και θέλουν να τον εμψυχώσουν. 

Στις έξι φεύγω από το γραφείο μου τουλάχιστον μέχρι τις εννέα ελπίζω να έχω φτάσει λόγο της αυριανής ημέρας θα γίνεται χαμός στους δρόμους καθώς οι περισσότεροι φεύγουν για να επισκεφτούν τις οικογένειες τους είτε οδικός εάν είναι κοντά είτε με το αεροπλάνο. <<Καλά να περάσεις Μελίσσα>> λέω στην βοηθό μου καθώς κλείνω την πόρτα του γραφείου μου <<Επίσης Ρόζα και φρόντισε να ξεκουραστείς όσο περισσότερο μπορείς αυτές τις μέρες>> μου απαντάει και της χαμογελάω απαλά. <<Ρόζα καλά να περάσεις>> βλέπω την Ζιζέλ να ετοιμάζεται και αυτή να φύγει <<Επίσης Ζιζέλ, πας κάτω να σε περιμένω;>> την ρωτάω καθώς πλησιάζω το ασανσέρ <<Ναι έρχομαι>> φωνάζει καθώς παίρνει την τσάντα της και μπαίνει δίπλα μου. Πατάω το κουμπί για το γκαράζ και το ασανσέρ αρχίζει να κατεβαίνει προς τα κάτω <<Πως θα περάσεις την Ημέρα των Ευχαριστιών;>> με ρωτάει και την κοιτάζω χαμογελαστά <<Πηγαίνω στους γονείς μου στο Σάρλοτσβιλ για να περάσουμε μαζί την γιορτή>> απαντάω γλυκά <<Τέλεια σου εύχομαι να περάσεις τέλεια>> λέει καθώς ανοίγουν οι πόρτες και η κάθε μια μας πηγαίνει προς το αυτοκίνητό της. Μπαίνω μέσα και βάζω μπροστά , βγαίνω στην M St NW και μετά από λίγη ώρα φτάνω στον αυτοκινητόδρομο I-66 W.

To Σάρλοτσβιλ το οποίο έχει πάρει και το όνομα του από την βασίλισσα Σάρλοτ της Αγγλίας και έχει περίπου σαράντα έξι χιλιάδες κατοίκους είναι το μέρος όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν έχει πάρα πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις όμως μερικά από τα εστιατόρια το κέντρο της πόλης είναι πολύ καλά. Το σπίτι μας βρίσκετε είκοσι λεπτά από το κέντρο της πόλης μέσα σε μια καταπράσινη έκταση περιτριγυρισμένο από πανύψηλα δέντρα, το τέλειο μέρος δηλαδή για να χαλαρώσει κάποιος και να γεμίσει τις μπαταρίες του. Καθώς μπαίνω στο μικρό δρομάκι που οδηγεί στο σπίτι μου νιώθω τόση μεγάλη ανυπομονησία για να βρεθώ με τους γονείς μου ξανά μετά από όλο αυτό το διάστημα. Παρκάρω το αυτοκίνητο μου και βλέπω την πόρτα του σπιτιού μας να ανοίγει και η μητέρα μου να βγαίνει γρήγορα έξω για να με καλωσορίσει. <<Ρόζα, γλυκιά μου>> η φωνή της ακούγετε δυνατά καθώς έρχεται και με αγκαλιάζει σφιχτά. <<Μαμά μου λείψατε>> της λέω και την σφίγγω πάνω μου, είναι η πρώτη φορά που νιώθω πως μου είχε λείψει η ζεστή αγκαλιά της. <<Αδυνάτησες>> με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω και σηκώνω το φρύδι μου <<Μια χαρά είμαι μαμά όπως πάντα σταθερή στα κιλά μου δυστυχώς>> της λέω με ένα στραβό χαμόγελο καθώς η Μαίρη Άντερσον είναι μια αρκετά εντυπωσιακή γυναίκα και στα σαράντα πέντε της μοιάζει με τριαντάρα. Είναι σχεδόν στο ίδιο ύψος με έμενα με καστανά μαλλιά. μόνο που τα μάτια της είναι γαλανά σε αντίθεση με τα δικά μου που μοιάζουν με του πατέρα μου, του Γουίλιαμ. <<Ρόζα>> η φωνή του ακούγετε πίσω μας και γυρίζω προς το μέρος του ενώ πηγαίνω να τον αγκαλιάσω και αυτόν. <<Μπαμπά μου έλειψες>> του λέω γλυκά <<Και σε εμάς παιδί μου, ίσως θα πρέπει να παίρνεις πιο συχνά άδεια και να μας επισκέπτεσαι>> μου λέει παραπονιάρικα <<Θα προσπαθήσω>> απαντάω και κοιτάζω προς το μέρος της μητέρας μου. <<Μπρος ελάτε μέσα έχει πολύ κρύο απόψε>> γελάω και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου <<Να πάρω την βαλίτσα μου>> πηγαίνω να φύγω από κοντά του αλλά, με σταματάει <<Πηγαίντε εσείς μέσα και θα την φέρω εγώ>>. 

Η μαμά μου έρχεται προς το μέρος μου και εγώ προχωράω προς το εσωτερικό του σπιτιού το οποίο παραμένει το ίδιο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ένα αρκετά μεγάλο σαλόνι με λευκό καναπέ και δυο πολυθρόνες δίπλα από το αναμμένο πέτρινο τζάκι, είναι το κατάλληλο σκηνικό για μια κρύα βραδιά σαν την αποψινή. <<Έχω φτιάξει ζεστή σοκολάτα να σου βάλω;>> με ρωτάει η μαμά μου καθώς βγάζω το παλτό μου και το κρεμάω στον ξύλινο καλόγερο δίπλα από την πόρτα <<Φυσικά στο δρόμο δεν έβλεπα την ώρα να πιώ, ήμουν σίγουρη πως θα είχες φτιάξει>> της λέω και χαμογελάει ενώ πάει προς την  κουζίνα, ποτέ της δεν μου είπε την συνταγή καθώς όπως έλεγε ήθελε να γυρίζω πίσω τις γιορτές για να πίνω την ζεστή σοκολάτα της, ήταν και αυτός ένας τρόπος να με φέρνει πίσω στο πατρικό μου σπίτι. Κάθομαι στην μια μεγάλη πολυθρόνα κοντά στο τζάκι και πιάνω από την ξύλινη μικρή βιβλιοθήκη που είναι δίπλα από το τζάκι στο τοίχο ένα από τα αγαπημένα βιβλία μου. Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Πάντα ήθελα να ζήσω έναν τόσο μεγάλο έρωτα και να που τα κατάφερα, ελπίζω μόνο να μην έχουμε τόσο τραγικό τέλος όπως των πρωταγωνιστών στο βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου, αν και δεν το βλέπω. 

Η μαμά μου μπαίνει μέσα στο σαλόνι και αφήνει δίπλα μου μια κούπα με σοκολάτα που μοσχοβολάει, <<Δεν μπορώ να καταλάβω τι κουβαλάτε εσείς οι γυναίκες τέσσερις μέρες παιδί μου ήρθες όχι για πάντα>> ακούω τον πατέρα μου να διαμαρτύρεται καθώς μπαίνει μέσα στο σπίτι και ανεβάζει την βαλίτσα μου στο δωμάτιο μου. Γελάω και πίνω μερικές γουλιές από την κούπα μου <<Λοιπόν για πες μου πως πάει η δουλειά αλλά, κυρίως πως είναι η σχέση σου με τον Άντονι γιατί το τελευταίο καιρό που μιλάγαμε στο τηλέφωνο δεν σε άκουγα και πολύ καλά>> αναστενάζω καθώς με κάποιο τρόπο θα πρέπει να της πω για τον γάμο μας. <<Καλά, μια χαρά>> απαντάω <<Τι αυτό μόνο>> μου λέει και με κοιτάζει εξεταστικά <<Συγνώμη αγάπη μου αλλά, δεν μοιάζεις με ερωτευμένη γυναίκα, και σίγουρα όχι με μια σαν και αυτές>> συμπληρώνει και δείχνει το βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου. <<Τι να κάνουμε μαμά δεν ζούμε όλες έναν έρωτα σαν και το δικό σου με τον μπαμπά>> απαντάω. Ή τον ζούμε κρυφά. <<Δεν σου είπα κάτι τέτοιο Ρόζα όμως μπορείς να ζήσεις και ένα πιο ρομαντικό έρωτα, όμως ο έρωτας όπως και να το κάνουμε σε συνεπαίρνει θέλεις να είσαι συνέχεια με τον άνθρωπο που σου έχει κλέψει την κάρδια και το μυαλό, να τον βλέπεις συνεχώς και τέλος πάντων να περνάτε χρόνο μαζί όχι να ταξιδεύεις διακόσια χιλιόμετρα μακριά από τον άλλον. Όχι ότι παραπονιέμαι που ήρθες απλά λέω αυτά που βλέπω>>. Παίρνω μια βαθιά ανάσα καθώς σε όλα είχε δίκιο η μαμά μου, δεν μπορεί να φανταστεί πόσο πολύ ήθελα να είμαι με τον Κρίστιαν αυτή την στιγμή όμως, αυτό δεν μπορώ να το πω σε κανέναν δυστυχώς. <<Όλα αυτά που είπες ισχύουν απλά εμείς ζούμε τον έρωτά μας διαφορετικά>> της απαντάω και την βλέπω να αναστενάζει και κουνάει το κεφάλι της απελπισμένη <<Και υπάρχει ακόμα κάτι που θέλω να σας πω>> με κοιτάζει ερωτηματικά και ψάχνω να βρω τις κατάλληλες λέξεις αλλά, δεν υπάρχουν <<Με τον Άντονι αποφασίσαμε να παντρευτούμε>> λέω κοφτά. 

Την βλέπω να ανοίγει διάπλατα τα μάτια της από το σοκ <<Ρόζα δεν μου κάνεις πλάκα;>> με ρωτάει και κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου <<Μάλιστα μου ζήτησε να βρεθούμε όλοι μαζί μέσα στις γιορτές για να γνωριστείτε με τους γονείς του>> την βλέπω να πιάνει το ποτήρι με το νερό και να πίνει μια γερή δόση προσπαθώντας να εμπεδώσει αυτό που μόλις της είπα <<Στο λέω σε εσένα πρώτα και μετά στον μπαμπά>> της λέω σιγανά. Όχι ότι θα έχει πρόβλημα ο πατέρας μου με τον Άντονι απλά δεν ξέρω πως θα αντιδράσει <<Τι να σου πω παιδί μου εάν εσύ νιώθεις έτοιμη να κάνεις αυτό το τόσο σημαντικό βήμα με αυτόν τον άντρα εμείς δεν έχουμε πρόβλημα αρκεί να είσαι εσύ ευτυχισμένη και σίγουρη για αυτό που πας να κάνεις>> με κοιτάζει στα μάτια και θέλω να της πω ότι δεν τον αγαπώ, ότι θέλω τον Κρίστιαν αλλά, έμπλεξα τα πράγματα τόσο πολύ στην ζωή μου και θα παντρευτώ τον λάθος άντρα. <<Ναι είμαι σίγουρη>> απαντάω και προσπαθώ να μείνω ψύχραιμη όσο μπορώ. <<Τότε χαίρομαι για εσάς>> η φωνή της είναι γλυκιά και γεμάτη αγάπη. Πίνω λίγο ακόμα από την ζεστή σοκολάτα και ανοίγω το βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου, κάθε φορά που έρχομαι εδώ το διαβάζω και το αφήνω να με παρασύρει στον μαγικό κόσμο του παράφορου έρωτα και της παντοτινής αγάπης. 

<<Ρόζα, Ρόζα>> ανοίγω απότομα τα μάτια μου και πετάγομαι ενώ βλέπω την μαμά μου να στέκεται δίπλα μου και να με σκουντάει απαλά για να ξυπνήσω. Την βλέπω να φοράει ένα μακρύ νυχτικό σε γαλάζια απόχρωση με ασορτί ρόμπα από πάνω, κοιτάζω γύρω μου και βλέπω το τζάκι να έχει μισό  σβήσει, με είχε πάρει ο ύπνος καθώς διάβαζα το βιβλίο. <<Ρόζα είσαι καλά αποκοιμήθηκες στην πολυθρόνα, μάλλον διαβάζοντας>> μου λέει και χαμογελάει απαλά <<Ναι, μάλλον λόγο της κούρασης και του ταξιδιού με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω>> της λέω και σηκώνομαι όρθια <<Πήγαινε να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς>> κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου και ανεβαίνω προς την ξύλινη σκάλα για να πάω στο δωμάτιο μου καθώς απ' ότι φαίνεται εκτός από όλα τα υπόλοιπα περίεργα πράγματα που μου συμβαίνουν κοιμάμαι όπου να ναι και νιώθω διαρκώς κουρασμένη.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top