κεφάλαιο 42

                                                                                   ΚΡΙΣΤΙΑΝ

ΓΑΜΩΤΟ. Πατάω το γκάζι της Porsche που είχα στο γκαράζ του σπιτιού μου όσο πιο πολύ μπορώ το μόνο που με νοιάζει είναι να φύγω όσο πιο μακριά μπορώ από αυτό το γαμημένο σπίτι. Όταν άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως η Ρόζα είναι έγκυος έπαθα σοκ για μια στιγμή, για μια μικρή στιγμή, μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου πως μπορεί αυτό το παιδί να είναι δικό μου αλλά, όταν είπε πως είναι τριών μηνών έγκυος όλες μου οι ελπίδες εξανεμίστηκαν. Περίμενε το παιδί του Άντονι. ΤΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ. Γι' αυτό μου τα μάσαγε όταν της είχα ζητήσει να χωρίσει μαζί του στο Σάρλοτσβιλ, από τότε ήξερε πως ήταν έγκυος, Χριστέ μου και πήγε μαζί μου ενώ περίμενε το παιδί του γαμημένου του αδελφού μου. Σφίγγω το τιμόνι δυνατά στα χέρια μου, καθώς στρίβω στην 8th Ave βλέπω μια ταμπέλα να αναβοσβήνει με το όνομα Flashdancers. Σταματάω απότομα καθώς βρήκα το μέρος στο οποίο θέλω να περάσω το υπόλοιπο της βραδιά μου, μπαίνω μέσα στο μαγαζί και βλέπω αυτό που περίμενα. Δεκάδες γυναίκες σχεδόν γυμνές να τρίβονται στους ξελιγωμένους πελάτες ενώ άλλες χορεύουν προκλητικά πάνω σε στύλους και στις μπάρες. 

Τραβάω μια από τις καρέκλες του μπαρ και κάθομαι <<Ένα Bruichladdich X4 Quadrupled σκέτο>> λέω στον σερβιτόρο και με κοιτάζει με μισό μάτι. Τι ζόρι τραβάνε κάθε φορά οι μπάρμαν, ναι ρε μαλάκα γουστάρω να γίνω λιώμα έχεις πρόβλημα. Του ρίχνω ένα άγριο βλέμμα και μετά από λίγα λεπτά αφήνει το ποτήρι δίπλα μου, το σηκώνω και πίνω μια γερή γουλιά κατεβάζοντας το μισό. ΣΚΑΤΑ. Νιώθω το οινόπνευμα να καίει τον λαιμό και τα σωθικά όπως ακριβώς και τα λόγια της Ρόζα για ακόμα μια φορά. Πίνω το υπόλοιπο και του κάνω νόημα να το γεμίσει ξανά, αυτή την φορά δεν με κοιτάζει καν και αφήνει το ποτήρι ξανά μπροστά μου, το σηκώνω και πίνω, η γεύση του λεμονιού μαζί με την βανίλια αναμεμιγμένες με το οινόπνευμα γεμίζουν το στόμα μου. Γελάω καθώς θυμάμαι την πρώτη φορά που το δοκίμασα στην Αγγλία έκανα μια μέρα να συνέλθω από το μεθύσι, είχαμε αγοράσει ένα ολόκληρο μπουκάλι με τον Στέφαν και πίναμε στο διαμέρισμα μου. Όπως λένε και οι ντόπιοι στο Ίσλεϊ της Σκωτίας όπου και παράγετε "μια γουλιά και θα ζεις για πάντα, στις δύο γουλιές τυφλώνεσαι, στις τρεις γουλιές τετέλεσται" για να δούμε λοιπόν στα δυο, τρία ίσως και τέσσερα ποτήρια τι μπορούμε να πάθουμε. Αφήνω το ποτήρι μου άδειο για ακόμη μια φορά και του δείχνω να το γεμίσει ξανά. 

Ξεκουμπώνω το παπιγιόν που φοράω καθώς νιώθω να με πνίγει και ανοίγω τα δυο πρώτα κουμπιά από το πουκάμισό μου. Βλέπω μια κοκκινομάλλα με ένα διάφανο κορμάκι να με πλησιάζει, μπορώ άνετα να δω τις σκληρές ρόγες της και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος της άνετα. <<Γεια σου όμορφε, θέλεις παρέα;>> ρωτάει και πεταρίζει τις βλεφαρίδες της. Κάνω νόημα στον μπάρμαν να την κεράσει ένα ποτό από εμένα, το οποίο αφήνει μετά από λίγα λεπτά δίπλα της <<Στην υγεία σου>> λέει σιγανά καθώς πίνει μερικές γουλιές <<Ίσως μπορώ να σε κάνω να ξεχάσεις αυτά που βασανίζουν το μυαλό σου, να τα πιούμε μαζί>> το φθηνό της άρωμα γέμισε τα ρουθούνια μου καθώς με πλησίασε ακόμα περισσότερο και άρχισε να μου τρίβετε. Για ένα πράγμα όμως είχε δίκιο είχα όντως ανάγκη από παρέα, βγάζω το κινητό μου και πληκτρολογώ έναν συγκεκριμένο αριθμό <<Τι σκατά θες Κρίστιαν ούτε στην άλλη άκρη του κόσμου δεν θα μπορέσω να βρω ησυχία από εσένα>> η φωνή του Στέφαν ακούγετε δυνατά. Πρέπει να είναι σε πάρτι καθώς ακούγετε μουσική <<Έλα στο  Flashdancers >> του λέω κοφτά <<Τι λες ρε μαλάκα πιωμένος είσαι, είμαι στην Νέα Υόρκη>> λέει και ξεφυσάω <<Και εγώ το ίδιο έλα τώρα στο γαμημένο το κωλομάγαζο πριν τα διαλύσω όλα και έρχεσαι μετά να με μαζέψεις από το πεζοδρόμιο>> ο τόνος μου είναι κοφτός αλλά, ότι είπα μόλις ισχύει είμαι ένα τσακ από το να διαλύσω τα πάντα γύρω μου. <<Σε πέντε είμαι εκεί μη τολμήσεις και κάνεις καμία μαλακία δεν έχω όρεξη να την βγάλω Χριστουγεννιάτικα στο κρατητήριο>> δεν προλαβαίνω να πω κάτι άλλο καθώς το κλείνει. 

Κοιτάζω την κοπέλα δίπλα μου η οποία συνεχίζει να ακουμπάει τάχα μου τυχαία τον κώλο της πάνω μου καθώς χορεύει στον ρυθμό της μουσικής. Ίσως το να την πηδήξω μπορεί να με κάνει να ξεχάσω για λίγο τα προβλήματά μου. Ένα χέρι με χτυπάει στη πλάτη και είμαι έτοιμος να του σπάσω τα μούτρα αλλά, σταματάω μόλις αντικρίζω τον Στέφαν <<Σίγα ρε μαλάκα μη μας δείρεις κιόλας τι κάνεις στην Νέα Υόρκη;>> ρωτάει και κοιτάζει την κοπέλα δίπλα μου <<Ήρθαμε για τις γιορτές οικογενειακός>> τονίζω την τελευταία λέξη για να πιάσει το νόημα. Με κοιτάζει με πονηρό ύφος <<Για αυτό με κάλεσες να τα πιούμε>> δείχνει την κοκκινομάλλα που χορεύει δίπλα μας, του ρίχνω ένα άγριο βλέμμα και την παραμερίζει για να κάτσει την καρέκλα δίπλα μου. <<Ένα ίδιο>> κάνω νόημα στον μπάρμαν ο οποίος αφήνει μετά από λίγο το ποτήρι μπροστά στον Στέφαν, το σηκώνει και πίνει μια γουλιά αλλά, σταματάει επιτόπου <<Είσαι μαλάκας αυτό είναι Bruichladdich X4 Quadrupled ξέχασες τι πάθαμε την τελευταία φορά που ήπιαμε, πόσα τέτοια έχεις κατεβάσει;>> ρωτάει και χαμογελάω ειρωνικά <<Έχασα το μέτρημα μετά το τέταρτο>> του λέω και πίνω μονοκοπανιά το υπόλοιπο. 

Ο σερβιτόρος το παίρνει πλέον και το γεμίζει χωρίς καν να του το ζητήσω, το πιάνω για να πιώ αλλά, το χέρι του φίλου μου με σταματάει <<Τι σκατά έχει συμβεί και είσαι έτσι, να ξέρω τουλάχιστον τον λόγο εάν είναι να γίνουμε τύφλα>> τον κοιτάζω και σφίγγω το ποτήρι στα χέρια μου <<Η Ρόζα είναι έγκυος>> τα μάτια του Στέφαν ανοίγουν διάπλατα και έπειρα από λίγο χαμογελάει <<Θα έπρεπε να χαίρεσαι και να είσαι δίπλα της όχι να μπεκροπίνεις, νόμιζα πως είχες αλλάξει, εσύ ήθελες να ήσαστε μαζί>> λέει και γελάω ενώ πίνω το μισό ουίσκι <<Δεν είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ αλλά, του γαμημένου του αδελφού μου>> καταπίνω το υπόλοιπο και το αφήνω με δύναμη πάνω στο πάγκο <<ΆΛΛΟ ΕΝΑ>> φωνάζω στον σερβιτόρο. Ο Στέφαν με κοιτάζει και κατεβάζει και αυτός με τον ίδιο τρόπο το ποτό του <<Κάν' τα δυο>> φωνάζει και ο μπάρμαν κουνάει καταφατικά το κεφάλι του <<Πως σκατά έγινε αυτό νόμιζα πως είναι τρελά ερωτευμένη μαζί σου, πως σε αγαπούσε και κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα βρίσκατε τον τρόπο να είσαστε μαζί>> τα λόγια του φίλου μου είναι μια ακόμα επιβεβαίωση για το πόσο ηλίθιος ήμουν όλο αυτό το διάστημα αλλά, από εδώ και πέρα θα πάψω, θα γίνω ο παλιός καλός Κρίστιαν. <<Απ' ότι φαίνεται δεν με αγαπούσε και τόσο πολύ, είναι τριών μηνών Στέφαν. Τριών μηνών που να πάρει και να σηκώσει>> του λέω κοφτά και αναστενάζω. Παίρνω το γυάλινο ποτήρι στα χέρια μου και το κοιτάζω  <<Ξέρεις... για μια στιγμή νόμιζα πως είναι δικό μου... ήθελα να είναι δικό μου...>> τα λόγια μου με καίνε περισσότερο και από το ουίσκι που πίνω. Ο Στέφαν με χτυπάει απαλά στον ώμο χωρίς να μιλάει, άλλωστε δεν είχα όρεξη από λόγια παρηγοριάς. Κοιτάζω γύρω μου τον χώρο, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας διασκεδάζουν. <<Ξέρεις το αστείο είναι ότι ένιωθα και τύψεις πολλές φορές για τον Άντονι και ότι κάναμε πίσω από την πλάτη του>> λέω στο φίλο μου ο οποίος συνοφρυώνεται <<Ξέρεις πως ποτέ δεν τον συμπαθούσα ειδικά μετά τον μεγάλο τσακωμό σας>> τον κοιτάζω και ξέρω σε τι ακριβώς αναφέρεται όταν είχα επιστρέφει από το  Σεντ Λούις και αφού είχα παρατήσει την Ρόζα χωρίς δεύτερη εξήγηση... 

<<Κρίστιαν αγάπη μου τι έγινε;>> η μαμά μου έρχεται προς το μέρος μου και με αγκαλιάζει πριν καν αφήσω την βαλίτσα μου κάτω <<Είσαι καλά, τι έγινε και θέλεις να φύγει;>> συνεχίζει τον καταιγισμό από ερωτήσεις. <<Τίποτα όπως σου είπα θέλω να φύγω εκτός Αμερικής σήμερα κιόλας αν είναι δυνατόν>> της λέω και την παραμερίζω <<Μα γιατί τι έγινε>> επιμένει αλλά, δεν πρόκειται να πάρει απάντηση <<Τι να έγινε μαμά, απλά ο γιός σου έχει καλομάθει να του γίνονται όλα τα χατίρια>> βλέπω τον αδελφό μου να εμφανίζεται στο σαλόνι <<Άντονι αρκετά δεν έχω όρεξη>> του λέω άγρια <<Σώπα γιατί τι θα μας κάνεις, έβαλες τον μπαμπά να σε στείλει στην Αγγλία, και παράτησες στην μέση του εξαμήνου το πανεπιστήμιο έτσι για ένα καπρίτσιο>> συνεχίζει να λέει ο Άντονι και αρχίζω να νευριάζω άσχημα <<Σκάσε Άντονι δεν ξέρεις τι λες>> απαντάω κοφτά <<Ε τι πράγματα είναι αυτά σταματήστε να μαλώνετε>> η φωνή του πατέρα μου ακούγετε μέσα στο δωμάτιο δυνατά προσπαθώντας να μας ηρεμίσει αλλά, μάταια <<Όχι μπαμπά αρκετά, όλο ο Κρίστιαν αυτό, ο Κρίστιαν το άλλο, το πρότυπο παιδιού και να που φτάσαμε να τα παρατάει όλα και σηκώνετε να φεύγει έτσι>> τα λόγια του αδελφού μου βγαίνουν από μέσα του και βλέπω τους γονείς μου να τσιτώνονται <<Άντονι δεν ξέρεις τον λόγο που φεύγω γι' αυτό σκάσε επιτέλους αλλιώς...>> αφήνω την πρόταση μου μετέωρη αλλά τα μάτια του αδελφού μου γυαλίζουν επικίνδυνα<<Αλλιώς τι θα κάνεις Κρις θα μας δείρεις; Άσε να μαντέψω για να κάνεις εσύ έτσι θα σε παράτησε κανένα τσουλάκι καμία πουτάν...>> δεν προλαβαίνει να τελειώσει την φράση του και με δυο δρασκελιές έχω φτάσει μπροστά του ενώ η μπουνιά μου πέφτει με δύναμη πάνω στο πρόσωπό του.

 <<ΚΡΙΣΤΙΑΝ, ΑΝΤΟΝΙ ΣΤΑΜΑΤΉΣΤΕ ΤΩΡΑ>> φωνάζουν οι γονείς μας αλλά, πλέον είναι αργά  <<Τι έκανες παλιό μαλάκα>> φωνάζει και μου ρίχνει μπουνιά και αυτός, παραπατάω και βλέπω αίματα να τρέχουν από την μύτη μου όπως και από τον Άντονι. <<Μην τολμήσεις να την πιάσεις ξανά στο στόμα μου μαλάκα>> του λέω και τον χτυπάω στα πλευρά, παίρνει μια κοφτή ανάσα και γελάει σιγανά <<Ώστε πρόκειται τελικά για γυναίκα, ε; καλά το κατάλαβα, τι έγινε δεν άνοιξε τα πόδια της για εσένα ή τα άνοιξε σε άλλον>> τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και ο θυμός θολώνει το μυαλό μου. Τον πιάνω στα χέρια μου και τον χτυπάω με δύναμη χωρίς να με νοιάζει που είναι αδελφός μου. <<ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ>> ο πατέρας μου με τραβάει με δύναμη από πάνω του και τον αφήνω, ενώ πέφτει στο πάτωμα με το αίμα να κυλάει πάνω στο πρόσωπό του. Γυρίζω και βλέπω την μαμά μου να βρίσκεται σε σοκ μπροστά σε αυτά που βλέπει  να συμβαίνουν <<ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΓΙΝΕΤΕ ΕΔΩ ΜΕΣΑ>> η φωνή του παππού ακούγετε δυνατά μέσα στον χώρο <<Κρίστιαν τι έκανες>> λέει και με τραβάει προς το μέρος του.  <<Τίποτα άλλη φορά να κρατάει το στόμα του κλειστό>>  σκουπίζω με την αναστροφή του χεριού μου το αίμα που κυλάει από την μύτη μου και βλέπω την μαμά μας να τρέχει δίπλα από τον ημιλυπόθυμο αδελφό μου και να τον αγκαλιάζει. <<ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ>> κοιτάζω τον πατέρα μου με τον θυμό μου ακόμα να καίει τα σωθικά μου ενώ ο παππούς μου με τραβάει και με βγάζει έξω από το σπίτι μας.

<<ΚΡΙΣΤΙΑΝ. Με ακούς που σου μιλάω>> η φωνή του Στέφαν με επαναφέρει ξανά στο παρόν, πίνω το υπόλοιπο ουίσκι <<Μη πίνεις άλλο θα γίνεις τύφλα>> λέει και γελάω <<Έχω γίνει ήδη φίλε μου>> απαντάω και ζητάω ακόμα ένα, καλύτερα να είχα πάρει ολόκληρο το μπουκάλι για πάρτη μου αλλά, πότε δεν είναι αργά <<Φέρε όλο το μπουκάλι>> του φωνάζω, ο φίλος μου με κοιτάζει και βλέπω μια αστραπιαία ανησυχία να περνάει από το μυαλό του αλλά, δεν λέει τίποτα. Τουλάχιστον σέβεται το γεγονός πως θέλω να γίνω λιώμα, μερικέ κοπέλες μας πλησιάζουν και αρχίζουν να τρίβονται ξανά πάνω μας. <<Τέτοια αγόρια και να τα πίνετε μόνοι σας, να σας κάνουμε παρέα;>> ρωτάει η ξανθιά κοπέλα ενώ η καστανή που στέκετε δίπλα της μας κοιτάζει σαν ξερολούκουμα <<Δεν νομίζω να μπορείτε και πολύ να βοηθήσετε>> λέει ο κολλητός μου και τις βλέπω την απογοήτευση στα μάτια τους καθώς απομακρύνονται από κοντά μας. Γεμίζω το ποτήρι μου και του φίλου μου και το τσουγκρίζω πριν πιώ <<Στην υγειά της φίλη σου που θα γίνει μαμά>> λέω και καταπίνω το ουίσκι. 

ΣΚΑΤΆ. Παραπατάμε με τον Στέφαν καθώς προσπαθούμε να φτάσουμε μέχρι την είσοδο του διαμερίσματος μου και να μην σωριαστούμε στον διάδρομο <<Που σκατά είναι αυτά τα γαμημένα τα κλειδιά>> λέω και ψάχνω μέσα στο σακάκι μου <<Τα βρήκα>> ο φίλος μου χώνει το χέρι του στο σακάκι μου και αφού τα ψαρεύει προσπαθεί να ξεκλειδώσει <<Τι σκατά κλειδαριά έχεις βάλει ρε μαλάκα>> λέει με τρεμάμενα χέρια <<Άσε να ανοίξω εγώ>> του λέω και μετά από λίγα λεπτά που μου φάνηκαν αιώνας η πόρτα ανοίγει και σχεδόν πέφτουμε κάτω. <<Χαίρομαι που πάω γυμναστήριο γιατί αλλιώς θα μας ανέβαζε ο ταξιτζής που μας άφησε από κάτω>> γελάω καθώς ακούω τον φίλο μου να μιλάει <<Γιατί ο υπάλληλος στην υποδοχή που νόμιζε πως θα ξεράσουμε εκεί μπροστά και θα του λερώσουμε το πανάκριβο χαλί του>> λέω και συνεχίζουμε να γελάμε <<Ευτυχώς που είσαι εκατομμυριούχος>> μου λέει και σηκώνω το φρύδι μου <<Τσ, τσ,  δισ-εκατομμυριούχος>> λέω και τον διορθώνω <<Ένα τελευταίο;>> ρωτάω και πλησιάζω προς το μπαρ τρεκλίζοντας αν και δεν φαίνεται να υπάρχει κανείς μέσα στο σπίτι ίσως να κοιμούνται όλοι τους. <<Κι άλλο Κρίστιαν έλεος δεν φτάνει όσο ήπιαμε>> λέει ο Στέφαν αλλά, ήδη γεμίζω δυο ποτήρια με ουίσκι και πάω προς το μέρος του. <<Να μας ζήσει>> λέω ειρωνικά και πίνω το ουίσκι ενώ κάθομαι ή μάλλον πέφτω πάνω στον καναπέ παρασέρνοντας και τον φίλο μου. <<Είναι πολύ άδικη τελικά η ζωή φίλε μου>> του λέω και κλείνω το κεφάλι με τα χέρια μου. Νιώθω το χέρι του φίλου στο ώμο μου <<Το ξέρεις πως είμαι εδώ για εσένα, θα τα αντιμετωπίσουμε μαζί>> μου λέει και αναστενάζω.    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top