Chapter 2
Αντα
Με τα ματια μου να κοιταζουν μεσα απο το τζαμι του αεροπλανου κοιταξα προς τα κατω. Ειχε αρχισει να αχνοφαινεται απο κατω το καστρο του Εδιμβουργου απορθητο και ανεκτιμητο στην ιστορια της Σκωτιας. Τα ματια μου ελαμψαν απο χαρα. Οσο και αν εβλεπα απο ψηλα το ενιωθα , ενιωθα την μυρωδια των αναμνησεων να αφυπνιζονται απο την θεα που εβλεπα εξω. Γυρισα προς τον Δημητρη τα διδυμα ειχαν κοιμηθει πανω του. Ο Θεμης κοιμοταν ξαπλωμενος πανω στο στερνο του ενω ο Πανος ηταν ξαπλωμενος στην θεση διπλα του με το κεφαλι πανω στα ποδια του. Ηταν και οι τρεις τοσο αξιογαπητοι. Εβγαλα το κινητο μου και τους εβγαλα μια φωτογραφια. Αυτες οι στιγμες με εκαναν να θυμαμαι παντα τα λογια του Θεμη «Ο Δημητρης θα σε κανει ευτυχισμενη» - «Δεν εχω πεθανει Αντα» . Αυτα τα λογια πλεον ειχαν γινει υποσχεση για μενα. Μια υποσχεση που κρυβοταν πισω απο τα λογια του Θεμη. Ο Δημητρης ηταν η ευτυχια που αντικαθιστουσε το απροσμενο πονο του ερωτα μου με τον Θεμη.
Ειδα πως τα σηματα που ειδοποιουσαν να δεσουμε τις ζωνες αναψαν και προσεκτικα πηρα απο την αγκαλια του Δημητρη τον Θεμη. Γκρινιαξε αφου τον ταραξα απο τον υπνο του μα ευτυχως δεν ξυπνησε. Αφου τον εσφιξα καλα στην αγκαλια μου εγειρα προς το μερος του Δημητρη και του εδωσα ενα φιλι ωστε να ξυπνησει.
Μουρμουρισε κατι και μετα τρεμω επαιξε τα ματια του «Ελα μωρο μου ξυπνα , φτασαμε» Του ειπα και ετριψε τα βλεφαρα του.
Κοιταξε γυρω του αγουροξυπνημενος και γυριζοντας προς εμενα ειπε «Γαμωτο πως με πηρε ο υπνος;»
«Σιγα δεν πειραζει.» Του απαντησα και ανασηκωσα τους ωμους μου.
Το ηξερα πως ετρωγε πολυ ζορι με την δουλεια του οποτε καλυτερα να χαλαρωνε στις διακοπες. Η καριερα του ειχε παρει μεγαλες διαστασεις απο τοτε που ειχε κλεισει το συμβολαιο στην εταιρεια. Ειχε βγαλει τον πρωτο του δισκο και καλα – καλα δεν προλαβε να προωθει και ειχε γινει πλατινενιος πανω απο δεκα χωρες. Με το τραγουδι οπου ειχε γραψει για μενα ειχε κυριαρχησει σε πολλα τοπ 10 στην Αγγλια και στα itunes ηταν μεσα στα πεντε πρωτα στο ειδος της ροκ μουσικης. Ολα τα περιοδικα στα αρθρα τους γι'αυτον αναρωτιονταν απο που ξετρυπωσε ετσι ξαφνικα τετοιο ταλεντο. Τον χαρακτηριζαν σαν τον νεο Alice Cooper. Βεβαια ο Δημητρης περιφρονουσε καθε τιτλο που του εδιναν και αδιαφορουσε για την φημη οπου ειχε φορτωθει ξαφνικα στις πλατες του. Ειχε παραμεινει πιστος στα πιστευω του. Οσα ηθελε να πει τα ελεγε ολα με την μουσικη του. Και δυστυχως αφου αυτος δεν ελεγε τιποτα την περιεργεια των δημοσιογραφων την ελυνα εγω με τις συνεντευξεις μου οπου μου επαιρναν τα περιοδικα μοδας. Ειχαμε γινει περιζητο ζευγαρι , ομως παντα φροντιζαμε και δυο να κραταμε την προσωπικη μας ζωη μακρια απο τα φωτα που δημιουργουσαν οι δουλειες μας. Ουτε η ζωη μας , ουτε τα παιδια μας δεν θα γινοταν παιχνιδια των δημοσιογραφων. Δεν τα σηκωνε αυτα ο Δημητρης. Περα ομως απο ολα αυτα μπορουσα να πω πως τα ειχαμε καταφερει καλα και δυο μας.
Δενοντας την ζωνη μου ειπα στον Δημητρη που προσπαθουσε ακομα να συνελθει απο το υπνο. «Παρε τον Πανο στην αγκαλια σου και βαλε την ζωνη σου»
«Οταν σου ξυπναει το προστατευτικο με τρελενεις» Μου απαντησε και μου εδωσε ενα πεταχτο φιλι εκπλησσοντας με.
Στενεψα τα φρυδια αγριοκοιταζοντας τον και αυτος κλεινοντας μου το ματι πηρε το Πανο στην αγκαλια του. Το καθαρμα , ακομα και ενα κλεισιμο του ματιου το κανει να φαινεται σεξι. Τον μισω γι'αυτο. Ελπιζω οι γιοι του να μην βγουν ετσι οπως αυτον γιατι την βαψαμε. Θα γινει Τρωικος Πολεμος με μενα και τα κοριτσια που θα φερνουν στο σπιτι.
...
Με το που φτασαμε στο ξενοδοχειο δεν καθισαμε πολυ. Καναμε στα γρηγορα ενα ντουζ , αλλαξα τα διδυμα και βγηκαμε για βολτα. Περπατουσαμε στα δρομακια του Εδιμβουργου ενω εγω ημουν σκεφτικη. Πριν δυο χρονια βρισκομασταν στα ιδια δρομακια ερωτευμενοι και ζωντας τον ερωτα μας που αρχισε να γεννιεται μεσα απο αυτης την μεσσαιωνικη πολη με τους μυθους. Και τωρα; Τωρα γυριζαμε ξανα εδω με τα δυο παιδια μας που ειχαν ερθει απροσμενα στις ζωες μας. Τα δρομακια παντου ηταν στολισμενα ενω το Christmas Market εκλεβε την παρασταση με τα στημενα μικρα μαγαζακια του και τα παιχνιδια. Αν ηταν μεγαλυτεροι ο Πανος και ο Θεμης σιγουρα θα ενθουσιαζονταν με ολα αυτα μα τωρα τα μονα που τους τραβουσαν την προσοχη ειναι τα λαμπερα φωτα οπου υπηρχαν παντου. Παιρνωντας μπροστα απο μερικα μαγαζια συνειδητοποιησα πως αυτο τον δρομο τον γνωριζα. Ηταν αυτος ο δρομος που ειχαμε πηδηχτει με τον Δημητρη. Τοτε που ειχαμε βγει απο το Mary King's Close. Παγωσα στην θεση μου οταν η αναμνηση βγηκε στην επιφανεια σαν εικονα ολοζωντανη , λες και ηταν χθες που ειχε συμβει αυτο.
***
«Η τρομερη Αλιβιζατου φοβαται , βασικα καλυτερα φρικαρε» Μου ειπε κοροειδευτικα καθως ειχαμε τελειωσει ολη την διαδρομη.
Τον αγριοκοιταξα καθως βγηκαμε ξανα στον καθαρο αερα «Μα το θεο! Ετσι και πεις σε κανενα στην σχολη πως φρικαρα , θα σου κοψω τα αρχιδια και θα στα ταισω . Με πιασες Δημητρακη;» Γελουσε νευρικα απολαμβανοντας τον φοβο μου και ψηλωσε στον αερα τα χερια
«Θελω τα αρχιδια μου , χωρις αυτα δεν μπορω να σε γαμαω» Μου ειπε κανοντας μου πλακα και του εχωσα μια αγκωνια στο στομαχι.
«Μαλακα»
Αποκαλωντας τον ετσι τα ματια του σκοτεινιασαν και πριν προλαβω να τραβηξω το χερι μου το αρπαξε απο τον καρπο κολλωντας με , με δυναμη πανω του. «Οταν με λες μαλακα με καυλωνεις τοσο αγρια. Την επομενη φορα που θα με πεις ομως θα σου το βουλωσω» Μου ειπε αισθησιακα με την φωνη του σαν ψιθυρο και ξεροκαταπια με τα χειλια μου να εχουν στεγνωσει.
Οποτε επαιρνε αυτο το βλεμμα ξυπνουσαν ολα μεσα μου. Ω γαμωτο μου τον θελω τωρα! Ενιωθα κολλημενο το στηθος μου με το δικο του και ανασαινα βαρια. Ηδη η ενταση ειχε ανεβει μεσα σε μερικα δευτερολεπτα. Πως στο διαλο γινεται αυτο;
«Θελω να σε παρω τωρα» Μου ειπε ενω η ανασα του κοφτη με τα δοντια του να τραβανε το κατω χειλος μου. Τα ματια μου γουρλωσαν αλλα μεσα μου ηδη ημουν ετοιμη. Με τραβηξε σε ενα στενο οπου ηταν απομερο και με κολλησε στο τοιχο.
***
Ο Δημητρης σταθηκε μπροστα απο το καροτσι των διδυμων. Καθισε στα πελματα του και ειπε με περηφανια στους γιους του «Εδω παιδια καποτε ειχα πηδηξει την μανα σας» Γουρλωσα τα ματια μου. Οχι που δεν θα το θυμοταν αφου αυτος ειχε ξεκινησει το καβγα μας τοτε που κατεληξε σε δημοσιο σεξ.
«Ναι σωστα , τι ωραια αναμνηση να θυμουνται οι γιοι σου. Το οτι οπου εβρισκες γωνια φασωνες και πηδουσες την μανα τους. Μηπως να τους πας και σε εκεινο το στενο στα Εξαρχεια; Μην το ξεχασεις οταν παμε στην Ελλαδα» Σχολιασα ειρωνικα ενω επανηλθα πισω στην πραγματικοτητα αφηνοντας την αναμνηση να ξανα θαφτει στο μυαλο μου.
Κοιταζοντας με με το αλαζονικο του χαμογελο απτοητος μου απαντησε «Ευτυχως που μου το θυμισες μωρο μου το ειχα ξεχασει.» Ουτε που τον ειχε επηρεασει το σχολιο μου. Το συνεχιζε ο ηλιθιος αλλα βεβαια. Μιλαει για το πουτσο του και το ποσο καταπληκτικα γαμαει σιγα μην του εκοβε την φορα ενα ειρωνικο σχολιο. Κλασικος αντρας και αντρικος εγωισμος.
Απαυδισμενη σαρκασα λεγοντας «Εισαι τοσο μαλακας θεε μου.»
«Τι ;» Αναφωνησε και εσπρωξε το σωμα του προς τα πανω. Πλεον ορθιος προσθεσε «Οι γιοι μου πρεπει να μαθουν να μην κολλανε με τις γκομενες»
Με την απαντηση του αναθυμηθηκα το ποσο παλεψε για μενα. Δεν κολλουσε πουθενα , δεν σταματουσε μεχρι να με κανει δικη του. Και το πιο ωραιο και αξιοθαυμαστο πανω του; Ηταν που ακομα και τωρα δεν σταματουσε να παλευει για μενα. Οσο τον εδιωχνα μακρια μου τοσο πεισμωνε. Ημασταν σαν την γατα με το ποντικι. Οσο ετρεχα μακρια του για να σωθω τοσο αυτος με κυνηγουσε πιο πολυ.
Εκνευρισμενη μα συναμα συγκινημενη απο τις αναμνησεις που ειχαν πλημμυρισει την ατμοσφαιρα του απαντησα «Οι γιοι μου θα μαθουν να φερονται στα κοριτσια σαν πριγκιπισσες οχι σαν εσενα αναισθητο γουρουνι που οι γκομενες ειναι παιχνιδια και συμφωνιες για το σεξ»
Με κοιταξε με εκεινο το βλεμμα που με κοιταξε και τοτε και η εκφραση του αμεσως αλλαξε. Τα χαρακτηριστικα του σκληρυναν και οι ιριδες των ματιων του βυθιστηκαν στον μαυρο ποταμο της οργης του. Εκανε ενα βημα προς το μερος μου και προσπαθησα να μεινω αταραχη. Το σωμα μου ομως ειχε ηδη ενεργοποιηθει στο ακουσμα των αορατων προσταγων του καθαρματος μου. Κανοντας ακομα ενα βημα προς το μερος μου τα προσωπα μας βρεθηκαν απειλητικα πολυ κοντα. Με καρφωσε στα ματια με το βλεμμα του να μου στελνει μηνυματα που μονο εγω καταλαβαινα και πριν αφησω την ανασα μου να βγει απο το στομα μου αρπαξε το κεφαλι μου και το χερι του στο επομενο λεπτο εγινε ενα με το σβερκο μου. Τα χειλια μας εγιναν ενα αγγιζοντας μαζι της κολαση και την φωτια της. Ενιωσα την καρδια μου να χτυπαει λες και ηταν απελπισμενο πλασμα μεσα σε μια φυλακη και ηθελε να βγει εξω απο το κελι της καθως οι γλωσσες μας ξεσκιζαν η μια την αλλη. Τα ποδια μου ετρεμαν και αρπαχτηκα απο το μπλουζακι του Δημητρη. Αυτη ηταν παντα η επιρροη του πανω μου. Με παρασερνε μαζι του στην φουρτουνα του παθους του που καταστρεφε καθε σταθερο πραγμα που υπηρχε πανω στην γη.
«Θα βρεθει ποτε η στιγμη που θα το βουλωσεις σε αυτη την ζωη;» Μου ψιθηρισε πανω στα χειλια μου ενω η γλωσσα του τα εγλυφε.
Ενιωθα ερεθισμενη απο το φιλι του , ηταν λες και μου εκανε ερωτα με το στομα . Βαριοανασαινοντας ψελλισα «Οχι»
«Αν δεν ηταν τα μωρα θα σε επαιρνα εδω. Το ξερεις ετσι;» Με ρωτησε προκλητικα. Αν δεν ηταν τα μωρα πραγματικα θα το εκανε. Θα επαναλαμβαναμε την σκηνη που ειχε γινει πριν τρια χρονια.
«Ναι» Ξανα ψελλισα και σπρωχνωντας τον ελαφρα προς τα πισω προσθεσα «Οποτε παμε να φαμε αφου δεν εχουμε αλλη επιλογη»
«Σωστα»
...
Μερικες στιγμες αργοτερα αφου δωσαμε μια μεγαλη βολτα στην Νεα Πολη του Εδιμβουργου καταληξαμε σε ενα απο τα πιο γνωστα εστιατορια στην πολη. Το The Elephant ηταν γνωστο για την καλυτερη γκουρμε κουζινα του και για την γνωστη φημη πως καποτε εδω η J.K Rowling ειχε γραψει τον Χαρι Ποττερ μου ειχε πει το ομορφο καθαρμα μου καθως ειχαμε καθισει στο τραπεζι μας. Αυτος ο αντρας πραγματικα ηξερε την ιστορια του καθε κτιριου σε αυτη την πολη , οπου και αν πηγαιναμε. Φαινοταν ξεκαθαρα πως επισκεπτονταν πολυ συχνα αυτην την πολη.Ηταν ερωτευμενος μαζι της , ισως γι' αυτο ηθελε να με φερει εδω τοτε. Θα μου χαριζε ενα κομματι του εαυτου του χωρις να το δειξει πασιφανως σε μενα. Τωρα το ειχα προσεξει , μετα απο τοσα χρονια. Θυμαμαι καλα την προηγουμενη φορα οπου ειχαμε ερθει δεν ειχαμε προλαβει να το επισκεφτουμε αυτο το εστιατοριο , βασικα δεν ειχαμε δει και πολλα απο το Εδιμβουργο αφου στην μεση των διακοπων μας αποφασισε το ομορφο καθαρμα να παμε στο Λονδινο.
Ριχνοντας μια ματια γεματο περιεργεια γυρω μου ξελογιαστηκα απο τους κοκκινους τοιχους του κτιριου και την ζεστη ατμοσφαιρα που προσφεραν. Παντου στρογγυλα και τετραγωνα ξυλινα τραπεζακια ενω στο βαθος υπηρχε το μερος οπου παραγγελνες. Ειχα προσεξει πως για τα Χριστουγεννα ειχαν γευματα φαγητου με τον Χαρι Ποττερ. Ηταν για τα μικρα παιδια που ηταν μεγαλοι θαυμαστες του διασημου βιβλιου.
Καθως εγω και ο Δημητρης περιμεναμε να μας φερουν την παραγγελια μας ακουσαμε τον Θεμη να κλαψουριζει. Γυρισαμε προς το μερος των διδυμων και ειδαμε τον Πανο να πεταει με το κουταλι οπου επαιζε φαγητο στον αδερφο του. Να τα μας τωρα. Τα ιδια σκατα θα γινει κι αυτος οπως τον Πανο. Του Δημητρη του ξεφυγε ενα γελακι και τον αγριοκοιταξα.
«Πανο ποσες φορες σου εχω πει μην πετας πραγματα στον αδερφο σου;» Τον επεπληξα και εβγαλα τον Θεμη απο το καρεκλακι του. «Ελα και εσυ , σταματας να κλαις»
«Πανος» Γκρινιαξε και με το μικρο του χερακι εδειξε τον διδυμο αδερφο του σε ενα δειγμα κατηγοριας συνεχιζοντας να κλαιει με ενα παραπονο στην φωνη του.
«Ναι Πανος μωρο μου.» Συγκατελεξα παρηγορωντας τον και χαιδευοντας τον στην πλατη για να σωπασει. «Τι να σου κανω που εχει παρει απο το πατερα σας; Μονο εσυ βγηκες κανονικος εδω περα» Προσθεσα και κοιταξα τον Δημητρη.
Τον ειδα να στενευει τα φρυδια του και γερνοντας προς το μερος μας ειπε στον γιο του «Θεμη αγορι μου πρεπει να σταματησεις να εισαι τοσο μαμοθρεφτο . Οι αντρες δεν ειναι καλο να ειναι κολλημενοι στις μαναδες τους»
«Ναι ειδικα αν οι μαναδες τους ειναι σκυλες και δεν αποδεχονται τις γκομενες των γιων τους» Του την μπηκα.
Που θα πει και τον γιο μου μαμοθρεφτο. Ο Θεμης απλα ηταν πιο δεμενος μαζι μου με αντιθεση με τον Πανο που ηταν πιο δεμενος με αυτον. Ειδαμε και τα δικα του που δεν ηταν μαμοθρεφτο. Παλι μας ειχες γαμησει την ζωη η μανα του. Που εξαιτιας της χωρισαμε. Αλλα βεβαια το παιδι της να εχει σχεση με μια απλη κοπελα και οχι με μια απο την υψηλη κοινωνια; Θα καταστρεφοταν το ονομα της.
«Θα συμφωνησω με την μανα σου» Συμφωνησε με τα λεγομενα μου χωρις να με κοιταξει. Αυτο που αγνοουσε τα καρφια που του πετουσα μου την εσπαγε. Εχοντας την μπαλα του Θεμη στα χερια του την κουνησε για να τον ηρεμησει ενω ταυτοχρονα του χαρισε ενα χαμογελο συμπληρωνοντας «Αν και εσυ δεν κινδυνευεις. Μονο με μενα ειναι σκυλα η μανα σας»
«Αν σου κοψω τα αρχιδια και στα ταϊσω Ελευθεριαδη θα δεις ποια ειναι η σκυλα.» Του απαντησα εκνευρισμενη.
Που θα με πει και σκυλα κιολας , αν και ισχυε λιγο. Πολυ λιγο ομως ε; Οχι πως του ειχα βγαλει το λαδι μεχρι να με ριξει , οχι που δεν τον αφηνα σε ησυχια και οχι πως τον τρελενω καθημερινα. Απλα οχι , αυτα δεν ηταν τιποτα.
Απλωνοντας τα χερια του ο Θεμης για να αρπαξει την μπαλα του ειπε «Μπαλα μπαμπα»
«Βλεπεις; Στα αρχιδια του σε γραφει το παιδι» Ειρωνευτικα το αγορι μου συνεχιζοντας τον καβγα μας.
Καγχασε. Εδωσε την μπαλα στο Θεμη και γερνοντας ξανα το σωμα του προς τα πισω μου ειπε με σαρδονιο χαμογελο «Θα δω τι θα κανεις οταν αρχισει να γραφει εσενα στα αρχιδια του και θα πηδαει οποια να ΄ναι»
Γουρλωσα τα ματια και χαμογελασε πιο πολυ με ικανοποιηση που με ταπωσε. Ετοιμαστηκα να του απαντησω μα εκεινη την στιγμη ο σερβιτορος εμφανιστηκε. Τωρα βρηκε και αυτος. Αγριοκοιταξα το καθαρμα σαν απαντηση αφου δεν μπορουσα να πω κατι ενω αυτος με θριαμβευτικο χαμογελο εσκυψε και αρχισε να τρωει.
...
Το σκοταδι ειχε πεσει με ολη την πολη να φωτιζεται απο τα Χριστουγεννιατικα φωτα οπου οι Σκωτσεζοι στολισαν παντου. Αν το Λονδινο φημιζονταν για την ομορφη ατμοσφαιρα του τα Χριστουγεννα , το Εδιμβουργο ξεπερνουσε καθε φαντασια. Εμοιαζε λες και βγηκε απο παραμυθι. Εγω με τον Δημητρη περπατουσαμε προς την ανοδο του Calton Hill. Αφου ειχαμε κανει βολτα στα δρομακια της Νεας Πολης και ειχαμε φαει μαζι με τα παιδια αποφασισαμε να τα αφησουμε στο ξενοδοχειο με μια ειδικη νταντα οπου προσλαβε ο Δημητρης και μετα να κανουμε μια βολτα μονοι. Οταν αναρωτηθηκα πως την ειχε βρει μου ειχε πει πως οταν ειχε κλεισει το ξενοδοχειο ειχε φροντισει να βρει και μια κοπελα να τα προσεχει εστω και για λιγο. Παντα τοσο υπευθυνος. Ετσι βρισκομασταν τωρα εδω να περπαταμε σε ενα απο τους πιο διασημους λοφους του Εδιμβουργου. Αλλωστε ειχε βραδιασει και τα παιδια ειχαν αποκοιμηθει οποτε αποφασισαμε να το εκμεταλευτουμε.
Οσο οδευαμε προς την κορυφη ο Δημητρης μου ειχε πει πως σε αυτο τον λοφο οι πολιτες του Εδιμβουργου ηθελαν να κτισουν μια απομιμηση της Ακροπολης ονομαζοντας την «Εθνικο Μνημειο της Φυσης». Ηθελαν να το κτισουν εις μνημην οσων σκοτωθηκαν στους Ναπολεοντειων Πολεμων μα ειχαν ξεμεινει απο λεφτα ετσι ειχε μεινει ατελειωτο εχοντας μονο η προσοψη του. Ετσι αφου εμεινε ατελης οι Σκωτσεζοι το αποκαλεσαν «ντροπη του Εδιμβουργου». Το καθαρμα μου μπορει να ηταν ενας μαλακας μα ηταν εξυπνος και γεματος απο γνωσεις. Αυτο με ιντριγκαριζε περισσοτερο πανω του εκτος βεβαια του ποσο ελκυστικος και σεξι ηταν. Φτανοντας στην κορυφη του λοφου εμεινα αποσβολωμενη και αφωνη χωρις λεξεις. Ολο το Εδιμβουργο φαινοταν θεαματικο , λαμπερο και εκστατικο με το πνευμα των Χριστουγεννων να αιωρειται απο πανω του σαν εντυπωσιακο βραδυνο φορεμα.
Τα χερια του Δημητρη τυλιχτηκαν γυρω μου και τοποθετησε το κεφαλι του στο ωμο μου. Δεν ξερω γιατι αλλα αυτη η κινηση μου θυμησε μια παρομοια αναμνηση μας. Τοτε που ειχαμε ανεβει μαζι στο Λυκαβητο και βλεπαμε την θεα της Ακροπολης. Φυσικα τοτε ημασταν πολυ αλλιως. Ηταν την περιοδο που ακομα ψαχναμε τι μας γινοταν ασε που αν θυμαμαι καλα , ηταν την περιοδο που ειχα αρχισει να φρικαρω γιατι ειχα συνειδητοποιησει πως σιγα σιγα τον ερωτευομουν. Ενιωθα την ζεστασια του σωματος του και πηρα μια βαθια ανασα. Η μυρωδια του αρωματος του εισχωρησε στην μυτη μου σαν απροσμενο αορατο χαδι στις αισθησεις μου. Εδω ηταν το σπιτι μου , σε αυτον που μου εδωσε οσα ηθελα να ξεχασω. Τα χερια μας δεθηκαν πανω στην μεση μου ενω λυγιζοντας το κεφαλι του μου εδωσε ενα φιλι στο μαγουλο. Τα χειλια του εμειναν εκει για μερικα λεπτα ζεσταινοντας τα παγωμενα μαγουλα μου με την καυτη του ανασα.
Βρισκοντας ξανα την φωνη μου του ειπα θαμπωμενη απο την εικονα μπροστα μου «Τωρα καταλαβαινω γιατι αγαπας αυτη την πολη»
«Μπα;» Αναρωτηθηκε ξαφνιασμενος.
«Ειναι μυστηριωδης και εκθαμβωτικη οπως εσενα. Σε αφηνει χωρις λεξεις» Του απαντησα αποφασιστικα.
Το ελεγα με ολη την ειλικρινεια της ψυχης μου και με οση εμπειρια ειχα με την ζωη που βιωσα μαζι του. Σε μαγευε ο Δημητρης Ελευθεριαδης απο την πρωτη στιγμη που θα βρισκονταν στο δρομο σου. Και εδω μιλαμε σε μαγευε σαν ανθρωπος , δεν ειχε να κανει με το πως πηδουσε που ισως , πιθανοτατα αυτο να εβλεπαν και οι γκομενες και ετρεχαν απο πισω του. Μαγευε με τον τροπο που μιλουσε , μαγευε με το τροπο που περπατουσε , μαγευε με το μυαλο του – για οσους καταφερναν να το δουν – περα απο οσα εδειχνε προς τα εξω. Αν και πολλοι κατηγορουν τα πλουσιοπαιδα σαν κακομαθημενα και ψευτο επαναστατες ο Δημητρης δεν ηταν τετοιος. Ναι , ειχε το βαρος του ονοματος που κουβαλουσαν οι γονεις του αλλα ηταν αλλιως , πολυ αλλιως απο αυτους. Θυμαμαι οταν μου ειπε καποτε «Δεν ειμαι ο Ελευθεριαδης ο μοναχογιος του Ελευθεριαδη με την γκαλερι και την Vogue , ειμαι ο Ελευθεριαδης ο φοιτητης που γραφει μουσικη για την παρτη του. Να το θυμασαι αυτο.» Δεν γουσταρε να τον ξερουν για τους γονεις του , οσο και αν δεν μπορουσε να κανει κατι για να το αλλαξει αυτο. Ηταν τοσο ομορφο συναισθημα να βλεπω να εξελισσετε , γιατι ημουν η μοναδικη που ειδα απο το επιφανειακο προσωπειο του μεχρι πολυ βαθια του. Να βλεπω σταδιο προς σταδιο να μου δειχνει ποιος ηταν.
Με γυρισε προς το μερος του και με ανασηκωμενο φρυδι με ρωτησε εκπληκτος «Εγω σε αφηνω χωρις λεξεις;»
Τον κοιταξα βαθια μεσα στα πρασινα ματια του που αυτη την στιγμη γυαλιζαν στο σκοταδι. «Ναι , εισαι ανερμηνευτος Ελευθεριαδη» Του απαντησα με παθος.
Η παλαμη του κλειδωσε πανω στο μαγουλο μου χαιδευοντας το με τον αντιχειρα του. Εκεινη την στιγμη ενιωσα πως για πρωτη φορα τον Δημητρη Ελευθεριαδη τον ειχε κατακτησει η τρυφεροτητα. «Και εσυ Αλιβιζατου» Μου ψιθυρισε λες και μου ελεγε το πιο μεγαλο του μυστικο.
Βαζοντας τα χερια μου στο στερνο του αρπαχτηκα απο το καρο πουκαμισο του και με ενα γλυκο χαμογελο του ειπα «Σε αγαπαω καθαρμα και ας εισαι ενα αναισθητο γουρουνι»
Γελασε με το τροπο που εκφραζαμε την αγαπη μας και φερνοντας σε αποσταση αναπνοης τα χειλια μας μου απαντησε «Και εγω σαγαπαω μωρο μου»
Τα χειλια μας ενωθηκαν και στην στιγμη τα σωματα μας ξυπνησαν. Τα χερια του κατεβηκαν προς την μεση μου και τα δικα μου αγκαλιασαν το λαιμο του. Οι παλαμες του κολλησαν στους γλουτους μου και με πιεσαν πανω στο σωμα του. Αναστεναξα αυτοματως στο στομα του. Οι γλωσσες μας απλα χανοταν στον ειρμο που οδηγουσε καθε παθιασμενη και ερωτικη μας σκεψη. Το ενα του χερι ανεβηκε προς τα πανω και εκανε κουβαρι τα μαλλια μου. Ενιωθα να πιεζει τα μαλλια μου βγαζοντας πανω τους ολη την ενταση που φωναζε το φιλι μας. Ασυναισθητα ακολουθησα το παραδειγμα του και τα δαχτυλα μου χωθηκαν στα ξανθα μαλλια του τραβωντας τις τριχες του σβερκου του. Μουγκρισε και μου δαγκωσε κτητικα το κατω χειλος. Ημασταν τοσο ανεξελεκτοι. Ημασταν απλα εμεις , αυτο τα ελεγε ολα.
...
Ο Δημητρης βγαζοντας την μπλουζα του την πεταξε στο πατωμα και αμεσως οδηγηθηκε προς το μπανιο ενω εγω ετρεξα κατευθειαν προς τα διδυμα. Εδω και μερικες στιγμες ειχαμε γυρισει στο ξενοδοχειο. Ειχε πυκνωσει πολυ το σκοταδι και ετσι επρεπε να γυρισουμε , μην αφηναμε κιολας πολυ ωρα τα μικρα μονα. Κοιταξα τα κρεβατακια των διδυμων και ευτυχως κοιμονταν ηρεμα και ασφαλεις στον κοσμο της αφελειας τους. Στο κοσμο που ακομα δεν θα τους εδειχνε το σκληρο προσωπο του. Ζουσαν σε ενα κοσμο χωρις εννοιες και φοβο για την ζωη τους. Τους εδωσα ενα φιλι στο μετωπο και των δυο και κατευθυνθηκα στο μπανιο για να βρω το κινουμενο σεξ μου.
Ανοιγοντας την πορτα βρηκα ενα μπανιο γεματο ατμους και ενα Δημητρη να ειναι ξαπλωμενος στην μπανιερα με κλειστα ματια και το κεφαλι γερμενο προς τα πισω να ακουμπαει στην πορσελανη της μπανιερας. Γαμωτο μου αυτον τον ανθρωπο δεν χορταινει το βλεμμα σου να τον βλεπει. Ακομα και η πιο μεγαλη μπανιερα δεν χωρουσε το αρρενωπο σωμα του. Τα χερια του ηταν χαλαρωμενα εξω απο τα χειλια της μπανιερας ενω τα μαλλια του ειχαν πνιγει στο ατμο που ειχαν γεμισει το δωματιο. Ω γαμωτο μου! Ηταν τοσο ποθητος και ερωτευσιμος ακομα και ετσι , γυμνος και χαλαρωμενος μεσα στο νερο. Πως μπορει καποιος χωρις να κανει κατι να ειναι τοσο σεξι εικοσιτεσσερεις ωρες το εισοσιτετραωρο; Ηταν ανεφικτο.
Εβγαλα οσα ρουχα φορουσα και πλησιαζοντας τον του εδωσα ενα συντομο φιλι στα χειλια. Τα ματια του ανοιξαν και φερνοντας το κεφαλι του σε ευθεια γραμμη μου χαμογελασε λεγοντας «Γεια σου μωρο μου.»
«Χεϊ» Του απαντησα με ενα γλυκο χαμογελο και μπηκα στην μπανιερα μαζι του ξαπλωνοντας απεναντι του.
Τα ποδια του εφταναν μεχρι την ακρη οπου καθομουν εγω , ηταν τοποθετημενα δεξια και αριστερα μου ωστε το σωμα μου να ειναι αναμεσα τους. Απο την αλλη τα δικα μου ισα που εφταναν στους μηρους του. Μην ξεχναμε το εκπληκτικο μεγαλο υψος μου.
Με κοιταξε εχοντας ενα μειδιαμα στα χειλια του. Ημουν σιγουρη πως σκεφτοταν κι αυτος το ποσο κοντη ημουν αφου εδω και μερικα λεπτα προσπαθουσα να στηριξω τα ποδια μου καπου. «Κοιμουνται;» Με ρωτησε γεματο ενδιαφερον.
«Ναι» Του απαντησα κοφτα ενοχλημενη που με κοροιδευε αθορηβα με τις εκφρασεις του.
«Ξερεις τι διαβασα καποτε ;» Μου ειπε και με τα χερια του να κλειδωνονται γυρω απο τους αστραγαλους μου με εσυρε προς το μερος του. Το σωμα μου τριφτηκε πανω στην πορσελανη και βρεθηκα σε μικρη αποσταση απο το σωμα του Δημητρη. Τυλιγοντας τα ποδια μου γυρω απο την μεση του οι πατουσες μου βρεθηκαν να αγγιζουν την πορσελανη που πριν μερικα λεπτα στηριζοταν η πλατη του Δημητρη. Αγκαλιασε την μεση μου με τα χερια του και προσθεσε στην προηγουμενη του προταση «Πως το σεξ ειναι ενα απο τα πιο ομορφα , φυσικα και ευεργετικα πραγματα που το χρημα δεν μπορει να αγορασει. Νομιζω ενας συγγραφεας το ειπε και για να καταληξω θελω να πω , γι αυτο πηδαω . Καλυτερα να γαμαω παρα να εχω χρημα.»
«Εισαι απιστευτος» Αναφωνησα απαυδισμενη «Ακομα και μεσα απο ενα φιλοσοφικο αποφθεγμα κατεληξες στο πηδημα. Καμια ελπιδα μαζι σου. Που μου διαβαζεις κιολας» Συμπληρωσα και σαν μικρο παιδι τον πιτσιλισα με νερα. Δεν τον αντεχα αλλο , ολα τα μετατρεπε σε σεξ.
«Τι εκανες μολις τωρα; Με πιτσιλισες;» Με ρωτησε και με κοιταξε ξαφνιασμενος.
Σχηματισα ενα αθωο χαμογελο οπου παντα εφερνα στα χειλια μου οταν εκανα ζαβολια και του ειπα μονολεκτικα «Ναι»
«Θα σε σκισω»
Πριν καλα – καλα προλαβω να αντιδρασω στην απειλη του αυτος ορμηξε πανω μου και με εγειρε προς τα πισω. Τα χειλια του ειχαν κολλησει πανω στα δικα μου καθως το αγερωχο σωμα του προκαλεσε μια μικρη τρικιμια μεσα στην μπανιερα εχοντας αποτελεσμα το νερο να ξεχειλισει εξω απο αυτην. Οι γλωσσες μας μανιασμενες σαν μελισσες που τους εκλεβαν το μελι. Τα υγρα σωματα μας παγιδευμενα το ενα πανω στον αλλο νιωθωντας και τα δυο να τα χαιδευει το καυτο νερο. Ενιωθα την στυση του Δημητρη να μεγαλωνει και να γινεται πιο σκληρη καθε λεπτο που το φιλι βαθαινε πιο πολυ και γινοταν πιο παθιασμενο. Αναστεναξα απο επιθυμια αφου την ενιωθα να τριβετε πανω στην περιοχη μου. Με τον στεναγμο μου η αθορυβη μα ταυτοχρονα αισθητη του απαντηση ηρθε. Γλιστρησε μεσα μου και αμεσως το σωμα μου σαν μεταλλικο αντικειμενο που το τραβαει μαγνητης τιναχτηκα κολλωντας πανω στο σωμα του. Το χερι του τυλιχτηκε γυρω απο την μεση μου και φερνωντας το σωμα του προς τα πισω με καθισε πανω του ενω αυτος ειχε απλωσει τα ποδια του. Πιεσε τα τις παλαμες του πανω στην πλατη μου και λυγιζοντας το προς τα πισω το σωμα του επιτεθηκε στο πηγουνι μου. Καθε παραπανισια ελπιδα που υπηρχε για να ξεφυγω απο το αδαμαστο του παθος ειχε εξαφανιστει. Ειχα αφαιθει σε οτι με εκανε να νιωθω , καθε φορα και πιο δυνατα. Τα δοντια του αφου εγδαραν το πηγουνι μου περπατησαν προς τα κατω φτανοντας το στηθος μου ενω ειχε αφησει το παιχνιδι πανω μου. Να κατακταω το δικο του σωμα οσο αυτος με γεμιζε απο αισθησεις που με ταξιδευαν.
«Αχ Δημητρη» Ψελλισα με βαρια ανασα καθως μου κατακτουσε το στηθος με το στομα του. Με ρουφουσε ακορεστα χωρις ελεος ενω ελεγχε το σωμα μου συνεχιζοντας να εχει τα χερια του στην μεση μου.
Τραβωντας αισθησιακα με τα χειλια του την μια ρωγα μου , μου απαντησε «Ναι μωρο» Μονο που ακουσα την βραχνη φωνη του να μου λεει αυτες τις δυο απλες λεξεις στο αιμα μου κυλησε η ακαταλογιστη ηδονη που δεν ειχε ελεγχο.
Ημουν τοσο κοντα να τελειωσω οταν το κινουμενο σεξ μου λυγισε το σωμα μου προς τα πισω αφηνοντας το στομα του πιο ελευθερο να κατακτησει και το κατω μερος του στηθους μου. Τα χειλια του εφτασαν μεχρι την κοιλια μου και αρπαξε το ασημενιο σκουλαρικι μου. Τον ερεθιζε τοσο πολυ αυτο το σκουλαρικι απο την πρωτη στιγμη που γνωριστηκαμε. Το τραβουσε αργα με τα δοντια του ενω ταυτοχρονα εγλυφε το οφαλο μου κυκλικα με την γλωσσα του. Αφου με ρουφηξε ατελειωτα εκει το στομα του εφτασε στην κορφη του αιδοιου μου και το δαγκωσε. Αναστεναξα γεματο απολαυση. Που να παρει! Με τρελενε . Ημουν μια αναπνοη πριν να τελειωσω οταν ξαφνικα βγηκε απο μεσα μου. Γαμωτο του!
Με ξανασηκωσε φερνοντας με στην ορθια θεση μου πανω του. «Δημητρη» κλαψουρισα απελπισμενα.
«Μην κουνηθεις» Διαταξε και εγω απελπισμενη χωρις επιλογη παραμεινα παγωμενη στην θεση μου.
Τα χερια του κρατωντας καλα την μεση μου με ανασηκωσαν ελαχιστα και την ιδια στιγμη κυλησε το σωμα του προς τα κατω. Το κεφαλι του με τα βρεγμενα του χειλια βρεθηκαν ακριβως απο κατω απο την περιοχη μου. Θεε μου! Το στομα του επιτεθηκε με αγριεμενες διαθεσεις εκει με την γλωσσα του να κανει ορμητικα εισοδο στην κλειτοριδα μου. Γαμωτο μου θα με σκοτωσει , μιλαω σοβαρα αυτη την στιγμη. Πως στο διαολο καταφερνε να με φερνει σε αυτο το σημειο; Η περιοχη μου ηταν παιχνιδι του και τα χειλια του με την γλωσσα του ηταν το οπλο του. Δεν αντεξα , η θολουρα των αισθησεων και η ενταση της ηδονης του με εφεραν στο τερμα και τελειωσα. Με ρουφηξε πιπιλοντας το δερμα μου εκει αφηνοντας ενα τελευταιο φιλι. Το σωμα του γυρισε ξανα στην θεση του και πριν τον αντιληφθω με μια γρηγορη κινηση μπηκε αποτομα ξανα μεσα μου.
Βυθιστηκε τοσο γρηγορα και αποτομα μεσα μου που αφησα ενα ουρλιαχτο και αρπαχτηκα απο πανω του. Με ενα πολυ βαθυ ανεσταναγμο του ειπα πανω στα χειλια του «Σαγαπαω»
«Και εγω σε αγαπαω μωρο μου.» Μου απαντησε με την βραχνη φωνη του και κρατωντας με κολλημενη πανω του αρχισε να με φιλαει οπως ηξερα καλα αυτος.
...
«Χμ γιατι το σεξ μαζι σου με ξεκουραζει τοσο πολυ;» Ρωτησα το καθαρμα μου ενω κοιτιομασταν αναμεταξυ μας
Εδω και μερικες στιγμες ειχαμε τελειωσει το μπανιο μας και ειχαμε πεσει στο κρεβατι. Σκεπασμενοι και αγκαλιασμενοι να βλεπει ο ενας τον αλλον να συζηταμε οτι ακυρο θεμα μπορουσε να ερθει στο μυαλο μας. Πραγματικα οσο εντονο και αν ηταν το σεξ μαζι του παντα με χαλαρωνε. Μου εδιωχνε καθε αγχος και εννοια που ειχα στο κεφαλι μου. Το ειχα πει πολλες φορες αλλα θα το ξαναπω , ο Δημητρης Ελευθεριαδης ηξερε απο καλο σεξ. Αυτο το ειχα καταλαβει απο την πρωτη στιγμη που πηδηχτηκαμε. Εκεινη την πρωτη νυχτα που ξυπνησα ερειπιο μετα το αγριο σεξ μας. Οταν ενωθηκαν εκεινη την νυχτα τα σωματα μας το ηξερα , μαζι θα γκρεμιζαμε καθε συνηθισμενο και μιζερο συναισθημα που υπηρχε στους χλιαρους ερωτες της καθημερινοτητας.
Το αλαζονικο του χαμογελο εμφανιστηκε και απαντησε «Γιατι ειμαι το καθαρμα σου που σε γαμαει καλυτερα απο ολους»
«Εισαι τοσο μαλακας και υπεροπτης» Του ειπα και τον εσπρωξα ελαφρα προς τα πισω. Ειχε γινει τυπικη συνηθεια αυτο το πραγμα. Ηταν μερος του παιχνιδιου μας.
Μου αρπαξε το χερι αυτοματα , την στιγμη που αγγιξε το στερνο του και τραβωντας με προς το μερος του μου ειπε με αγριεμενη φωνη «Βουλωστο μωρο μου , βουλωστο γιατι θα σου γαμησω το στομα εδω και τωρα.»
«Δεν θα με χαλουσε» Του απαντησα χαμογελωντας προκλητικα.
Γρυλισε και ανεβαινοντας απο πανω μου μου ειπε με αυτο το σκοτεινο του βλεμμα «Εισαι η μικρη μου πορνη.»
Χαχανισα και στηριζοντας τα χερια του δεξια και αριστερα μου , μου εδωσε ενα συντομο φιλι. Και καπως ετσι απλα περασε η νυχτα μας.
...
Οι μερες περασαν στο Εδιμβουργο χωρις καν να το συνειδητοποιησουμε με τα διδυμα και με το καθαρμα. Ειχαμε κανει πολλες βολτες χορταινοντας τις απιστευτες εικονες οπου εκρυβε η Σκωτια. Ο Δημητρης μας ειχε παρει βολτα και εκτος Εδιμβουργου , σε μια κοντινη πολη οπου λεγοταν Dundee. Απο αυτες τις μερες οπου ειχαμε περασει εδω στο Εδιμβουργο ειχα προσεξει ποσο ομορφη ηταν η Σκωτια. Παντου γεματη απο καστρα και μυθους. Μου φαινοταν πως θα εκανα και δευτερη κολεξιον απο ρουχα με εμνευση αυτη την χωρα. Μεσα σε ολες αυτες τις βολτες που καναμε εγω ειχα πει στο καθαρμα μου πως ηθελα να παμε και στην λιμνη του Λοχ- Νες μα αυτος μου ειχε πει πως ηταν αρκετα ψηλα για να παμε. Πως η περιοχη του Λοχ-Νες ανηκε στα HighLands της Σκωτιας και οχι στα LowLands οπου βρισκομασταν εμεις ομως μου υποσχεθηκε πως την επομενη φορα που θα ερχομασταν θα πηγαιναμε εκει και θα βλεπαμε τα παντα. Δεν μου χαλουσε χατηρι στο συγκεκριμενο θεμα γιατι αγαπουσε και αυτος αυτην την χωρα. Το καθαρμα.
Ειχε φτασει η παραμονη Πρωταχρονιας και εγω πρωτη – πρωτη ειχα ξεσηκωσει τον Δημητρη απο το πρωι να βγουμε στα μαγαζια. Ναι , ενταξει γινομαι προβλεψιμη τωρα αλλα τι να κανω; Η Αντα Αλιβιζατου παντα παει μαζι με το shopping therapy. Αφου ειχαμε φαει πρωινο με τα διδυμα βγηκαμε στους δρομους για ψωνια. Δεν ειχα αφησει μαγαζι για μαγαζι. Ειδικα στα παιδικα , ειχαν τοσα ομορφα ρουχα που ηθελα να παρω τα παντα στον Πανο και στον Θεμη. Βεβαια για τιμωρια ο Δημητρης με εσυρε στα μαγαζια με τα εσωρουχα και με εβαλε να δοκιμαζω ενα προς ενα ετσι γιατι τον καυλωνε λεει. Τον μαλακα , δεν του εφτανε που με καθε πηδημα του μου καταστρεφει και ενα σλιπακι θελει να βλεπει και τι διαλεγω. Ακομα θυμαμαι τι πλακα μου εκανε οταν ημασταν στην σχολη. Που πηγε και μου πηρε victoria secrets γιατι μου τα ειχε σκισει. Τουλαχιστον ειχε φιλοτιμο το γουρουνι.
Αφου ειχα τελειωσει με την εφοδο μου στα μαγαζια και ειχαν αρχισει να πεινανε τα μικρα ο Δημητρης αποφασισε να παμε στο βασιλικο κηπο του Εδιμβουργου για να καθισουμε και να φαμε. Ημασταν τυχεροι γιατι ειχε καθαρισει ο ουρανος και ειχε βγαλει επιτελους λιγο ηλιο μετα απο μερες ψυχρας και χιονιου.
Μπαινοντας στο κηπο καταλαβα γιατι οι Σκωτσεζοι λατρευαν να ερχονται εδω και να ηρεμουν. Παντου υπηρχε πρασινο , πετροκτιστα σκαλια και μικρες γεφυρες που διπλα τους ξετρυπωναν σιντριβανια και θαμνοι γεματο λουλουδια. Λιμνες με κρυσταλλινο νερο κυλουσαν κατω απο τις πετροκτιστες γεφυρες με παπιες και με νουφαρα οπου επεπλεαν πανω τους να ομορφαινουν πιο πολυ το περιβαλλον. Και δεν εφτανε ολη αυτη η ομορφια υπηρχε το λευκο χιονι που ειχε μαζευτει στα δρομακια και στα δεντρα. Το χιονι πανω στα πλατια πρασινα φυλλα των δεντρων εσταζε σαν φρεσκο δακρυ που θρηνουσε τον ηλιο που χαθηκε. Με την ελαχιστη λιακαδα οπου ειχε κανει σημερα ειχαν ξετρυπωσει απο τις κρυψωνες τους και μερικοι σκιουροι. Τους εβλεπα να τρεχουν γυρω απο τα δεντρα αφηνοντας μικροσκοπικα χναρια πανω στο χιονι και στο γρασιδι.
Αφου περπατησαμε αρκετα με τον Δημητρη επιτελους βρηκαμε ενα στεγνο σημειο με γρασιδι και καθισαμε. Απλωσα τα πραγματα μας κατω και αφησαμε τα παιδια κατω. Με το που τους αφησαμε κατω αρχισαν να τρεχουν απο εδω και απο εκει με πρωτον και αρχηγο τον Πανο. Μην δει ελευθερο χωρο αυτο το παιδι να τρεξει , ατιθασο πλασμα.
«Πανο μην τρεχεις γαμω το σπιτι μου» Φωναξε ο Δημητρης και γελασα. Δεν το ειχε καθολου με τα παιδια. Δεν μπορουσε να τρεχει ξοπισω τους.
«Μπαμπα» Φωναξε και επεσε με τον κωλο κατω κλαψουριζοντας.
Αρπαζοντας τον απο κατω ο Δημητρης τον εβαλε στην αγκαλια του και του ειπε αγριεμενα «Παρ' τα τωρα που το επαιζες μαγκας και ελευθερος.»
Χαχανισα καθως τους κοιταζα. Ειχαν τοση πλακα θεε μου! Εριξα μια ματια στον Θεμη που χαμενος καθοταν διπλα μου και επαιζε με τις μπαλες του οπου του ειχαμε παρει σημερα. Αν τον αφηναμε με τις μπαλες ολοι μερα ηταν ικανος να μην πεινασει ουτε να κλαψει αυτο το παιδι. Λες και του εκαναν μαγια. Εμοιαζε τοσο στο Θεμη , οπως και ο Πανος αποδειξη η σημερινη του πραξη. Συνεχως ατιθασος και ετοιμος να τρεξει. Σαν τον Αναγνωστου , το γνωστο κακο παιδι του Πειραια που ηταν παντα ετοιμος με το αυτοκινητο του να σκισει και να πηδησει καθε εμποδιο που εμποδιζε να κατακτησει τα ονειρα του. Παλι ο Θεμης , ηρεμος και κολλημενος παντα σε μια μπαλα λες και δηλωνε απο τωρα τον εθισμο του για το ποδοσφαιρο. Ηταν τοσο περιεργο που αν και δεν ειχαν το ιδιο αιμα μαζι τους , δεν ειχαν καν συγγενεια εμοιαζαν τοσο πολυ μαζι τους. Ισως η αγαπη μου γι'αυτους , ισως το γεγονος πως συνεχιζω να τους κρατω ζωντανους καταφερε να μεταφερθει στα παιδια μου γι'αυτο τους εμοιαζαν τοσο. «Βλεπεις Αντα ; Δεν εχουμε πεθανει μωρο μου. Ακομα εδω ειμαστε» Τα λογια του Θεμη ηχησαν ξανα στο κεφαλι μου και χαμογελασα θλιμμενα.
«Οντως ακομα εδω ειστε.» Ειπα μιλωντας στον ιδιο τον εαυτο μου.
«Ειμαστε Αντα» Ακουσα παλι τις δυο γνωριμες φωνες που ηταν το καλυτερο κομματι της εφηβειας μου.
Δεν τρομαξα , δεν κουνηθηκα . Ηξερα πως ηταν εδω. Μου το ειχε υποσχεθει ο Θεμης. Μπορει να μην τους εβλεπα , να μην τους αγγιζα αλλα ηξερα πως ηταν εδω για να με προσεχουν. Με ακουγαν αυτοι γιατι ηταν οι φυλακες αγγελοι μου. Το περιεργο ηταν πως μπορει να ειχαν χαθει μα κινησεις τους , συνηθειες τους και χαρακτηριστηκα τους τα εβλεπα στους ιδιους τους γιους μου. Τρομακτικο.
«Σας αγαπαω μην το ξεχνατε» Ψελλισα σιωπηλα μεσα απο τα δοντια μου
«Και εμεις σε αγαπαμε μωρο μου» Ενιωσα τα μαγουλα μου να παγωνουν και η πλατη μου να ανατριχιαζει και το ηξερα , μολις μου ειχαν χαρισει ενα φιλι στο μαγουλο και δυο τους. «Παντα εδω» Ψελισσε ο Θεμης σαν τελευταια λεξη και ημουν ετοιμη να κλαψω μα σκουπισα το δακρυ που βιαζοταν να τρεξει απο τα ματια μου.
«Παντα εδω» Ψελλισα και εγω επαναλαμβανοντας την υποσχεση του και τοτε ειδα το χερι του μικρου Θεμη να κουνιεται μπροστα μου χαμογελωντας μου. Η απαντηση του Θεμη αποκαλυφθηκε μεσα απο τον ιδιο τον γιο μου.
Μερικες στιγμες αργοτερα καθως συνεχιζαμε να βρισκομαστε στον Βασιλικο Κηπο ειδαμε με τον Δημητρη να πεφτει ο ηλιος και να κοκκινιζει ο μελαγχολικος ουρανος του Εδιμβουργου. Να κρυβετε πισω απο τα πυκνα συννεφα και την αραιη ομιχλη που ειχε αρχισει να κατακταει σιγα σιγα τον ουρανο. Μετα απο την μελαγχολικη μου στιγμη με τον Θεμη και τον Πανο οταν ο Δημητρης γυρισε σε μενα καταλαβε πως κατι ειχα απλα δεν ειχε πει τιποτα , ηξερε πως οταν θα ημουν ετοιμη θα του ελεγα. Αυτη ηταν η μαγεια της σχεσης μας , δεν πιεζαμε ο ενας τον αλλον και σεβομασταν τον παρελθον. Ακομα και τωρα. Αλλωστε ο Δημητρης ηξερε καλα τι μου συνεβαινε , μαζι το αντιμετωπισαμε απλα οπως καθε ανθρωπος ειχα και εγω τις στιγμες μου. Και ο Δημητρης τις ειχε απλα δεν γουσταρε να τις δειχνει.
Κρεμαζοντας στους ωμους του τον Πανο ο Δημητρης ειπε «Να ξερετε παιδια , αν θελετε να ριξετε γκομενα φερ'την να δει το ηλιοβασιλεμα. Τετοια τις κανουν να λιωνουν και τις πηδας» Θεε μου ηταν τοσο αναισθητος , απορω μεχρι σε ποιο σημειο μπορουσε να φτασει αυτη η ασυγκρατητη αναισθησια του.
Γυρισα το βλεμμα μου προς το μερος του και ειρωνικα του ειπα «Εσυ δεν με εφερες να δω το ηλιοβασιλεμα»
«Εγω δεν χρειαζομουν το ηλιο για να σε ριξω μωρο μου γινοσουν υγρη με το βλεμμα μου.» Ειπε αυταρεσκα και μου εδωσε ενα συντομο πεταχτο φιλι.
«Εισαι μαλακας» Του ειπα ενοχλημενη και αυτος αγνοωντας το σχολιο μου μου εκλεισε το ματι.
Αυτος ο αντρας οσο και αν ηταν αναισθητος και γουρουνι καταφερε να μου ξυπνησει με ενα βλεμμα του οσα ενιωθα παλια με τον Θεμη. Πολυ αλλιως , πολυ διαφορετικα αλλα μου ξυπνησε τα αισθηματα του ερωτα. Αυτα τα πονηρα ανθρωπακια που τα ειχα φυλακισει στα αδυτα της Γης οπως ειχε κανει και ο θεος Διας με τον πατερα του Κρονο. Που τον ειχε φυλακισει για να μην κανει αλλο κακο στους αλλους . Καπως ετσι ειχα κανει κι εγω , ειχα φυλακισει τα αισθηματα μου για να μην μου κανουν κακο και με πληγωσουν ξανα μα ερχεται ξαφνικα ενας Ελευθεριαδης και σπαει την φυλακη μου και φερνει τα πανω κατω. Αυτο ηταν το μεγαλυτερο κατορθωμα του Δημητρη αλλωστε το ειχε πει και ο ιδιος «οτι θελω το παιρνω» . Αυτο ηταν το αγορι μου. Αυτο
...
Κοιταξα εξω απο το παραθυρο του ξενοδοχειου ενω ειχε αρχισει να βραδιαζει. Αφου περασαμε ολο το πρωινο και το απογευμα με τα παιδια γυρισαμε στο ξενοδοχειο. Τα παιδια ειχαν κοιμηθει αμεσως μετα αφου τους ταϊσα. Ηταν εξουθωμενα τα καημενα μου , ηταν το πρωτο τους ταξιδι και ηταν ολα τοσο πρωτογνωρα. Ηξερα καλα πως δεν θα καταλαβαιναν πολλα αφου ηταν ακομη μικρα αλλα μου αρεσε να βλεπω τα χαμογελα τους. Που ξερεις , ισως στο μελλον να θυμουνται αυτες τις μερες και να ξαναγυρισουν σε αυτη την πολη που γεννηθηκε ο ερωτας των γονιων τους.
Εδω και μερικες στιγμες περιμενα τον Δημητρη να ετοιμαστει γιατι θα πηγαιναμε την τελευταια μας βολτα στο Εδιμβουργο. Αυριο θα γυριζαμε στο Λονδινο. Ειχαμε φροντισει αφου τα διδυμα κοιμηθηκαν να ερθει για ακομα μια φορα η νταντα να τα προσεχει για να βγουμε.
«Ετοιμη μωρο μου;» Ακουσα την φωνη του Δημητρη να με ρωταει και γυρισα προς το μερος του.
Εμεινα εντυπωσιασμενη με το ποσο καλο γουστο ειχε αυτος ο αντρας στο ντυσιμο του. Απο πανω μεχρι κατω δηλωνε την λεπταισθησια του στιλ του. Ειχε φορεσει ενα γκριζο ανοιχτο πουκαμισο που εστρωνε στο στερνο του σαν δευτερη επιφανεια του δερματος του και οπου ειχε ανοιχτα τα δυο πρωτα κουμπια. Στο κατω μερος του σωματος του φορουσε ενα μαυρο τζιν και παπουτσια απο μαυρο δερμα και τελειωνοντας το πανεμορφο ομοιωμα του κινουμενου σεξ μου απο πανω ειχε βαλει μια μαυρη καστορι καπαρντινα που εφτανε λιγο πιο πανω απο τους μηρους του και ειχε κρεμασει ενα κασκολ στο λαιμο του. Ολο αυτο το συνολο μαζι με το αξυριστο γενι του και τα ξανθα μαλλια του που ξεπετιουνταν με τις ατιθασες μπουκλες τους μυριζαν απο μακρια φινετσα και καλλιεργημενο γουστο. Ειχε αλλαξει τοσο πολυ εξωτερικα απο τοτε που ημασταν στην σχολη. Ειχε γινει πιο γοητευτικος , πιο ερωτευσιμος , πιο ποθητος. Τωρα θα μου πειτε ποσο ακομα μπορουσε να γινει; Και ομως ο Ελευθεριαδης μπορουσε να το κανει.
«Ναι . Θα παμε στο Hogmanay;» Τον ρωτησα ενω τον επιασα να με εξεταζει απο πανω μεχρι κατω.
Εγλυψε τα χειλια του με το βλεμμα του να σκοτεινιαζει. Η αληθεια ηταν πως δεν ειχαν φορεσει και τιποτα σπουδαιο. Ειχα βαλει απλα ενα μαυρο τζιν μ' ενα μαυρο μπλουζακι και απο πανω μια γκρι καπαρντινα αλλα οπως παντα ο Ελευθεριαδης τα εκανε ολα βρομικα. Βεβαια αυτο ηταν το νοημα σωστα; Αυτο ηταν ενα απο σπουδαιοτερα κατορθωματα που επρεπε να πετυχει μια γυναικα. Ακομα και κατι απλο να κανει ενα αντρα να μην ξεκολλαει το βλεμμα του απο πανω της. Δεν ηταν τα ποσα ρουχα θα βγαλεις η' ποσο κοντα θα ηταν που θα σε εκανε σεξι. Ηταν το ποση αυτοπεποιηθηση ειχες και ποσο αγαπουσες και σεβοσουν το εαυτο σου. Αυτο επρεπε να μεταδιδεις προς τα εξω και αυτο εκανε τους αντρες να σε εκτιμουν.
Δαγκωσα το χειλος μου εμφανιζοντας ενα αχνο χαμογελο. Σκεφτομασταν και δυο το ιδιο πραγμα ημουν σιγουρη γι' αυτο. Το ποσο ηθελε να με πηδηξει ο ενας τον αλλον. «Ναι αλλα γυρισουμε νωρις.» Μου απαντησε μειδιωντας και αυτος.
«Ενταξει»
«Τωρα σταματα να με τρως με τα ματια και αντε κουνα το σεξι κωλο σου και ανοιξε την πορτα.» Μου απαντησε με το ανυπερβλητο ωμο λεξιλογιο του και δινοντας μου μια ελαφρια σφαλιαρα στο κωλο με εσπρωξε προς τα μπροστα για να βγω πρωτη απο το δωματιο.
«Ναρκισσε» Του φωναξα και αυτος μειδιασε αλαζονικα. Αρπαξα το τσαντακι μου και πρωτη πρωτη βγηκα απο το δωματιο.
...
Περπατουσαμε στους δρομους του παλιου Εδιμβουργου με τον Δημητρη να με εχει τυλιξει μεσα στην αγκαλια του εχοντας βαλει το χερι του γυρω απο τους ωμους ενω ταυτοχρονα τον κρατουσα απο την μεση. Εκανε απιστευτο κρυο και ειχα κολλησει πανω του. Το Εδιμβουργο ειχε γινει κυριολεκτικα απο νυχτα μερα. Το Royal Mille ηταν ντυμενο με λαμπερα κοκκινα και μπλε φωτα που σχηματιζαν καμαρες ενω στον πετροκτιστο δρομο περπατουσαν ομαδες Σκωτσεζων με δαδες φωτιας κανοντας παρελαση με τις κλασικες τους φουστες. Ολοι οι δρομοι ειχαν γεμισει απο κοσμο σε σημειο να περπαταμε πιο αργα και απο χελωνα. Οπου και αν περνουσαμε μας κερνουσαν , ετσι γινοταν παντα τα Χριστουγεννα μου εξηγησε ο Δημητρης οταν εδειξα παραξενεμενη που μας κερασαν στην πρωτη φορα. Μου ειχε πει πως την Παραμονη Πρωτοχρονιας ολοι οι Σκωτσεζοι εβγαιναν στους δρομους ωστε να ευχηθουν , να χορεψουν , να πιουν και αλλα τοσα ολοι μαζι ενωμενοι. Αλλωστε γι'αυτο ειχε δημιουργηθει και το Hogmanay για να δηλωσει και να κανει εμφανες το τροπο που διασκεδαζαν οι Σκωτσεζοι. Το περπατημα μας μας εφερε στο σημειο οπου ηταν στολισμενο το Christmas Market με τα μικρα μαγαζακια που ελαμπαν με τα χριστουγεννιατικα φωτακια τους και πουλουσαν γλυκα και στο παγοδρομιο και τα παιχνιδια οπου ηταν γεματο παιδια και εφηβους που επαιζαν απολαμβανοντας το πνευμα των Χριστουγεννων. Σηκωνοντας για λιγο το κεφαλι ειδα το ολοφωτο καστρο του Εδιμβουργου να στεκει απο ψηλα και να διαπεμπει στην παρουσια του.
«Πρεπει να βγαλουμε φωτογραφια μεσα σε αυτο το μαγικο μερος» Ψελισσα στον Δημητρη εκθαμβη απο τον χωρο γυρω μου.
Με βαρεμαρα και δυσφορια κατεβασε λιγο το κεφαλι του και μου ειπε «Εσυ και οι καταραμενες σελφι σου μωρο μου»
«Σκασε»
Με αγριοκοιταξε στενευωντας τα φρυδια και εγω εβγαλα το κινητο μου. Το σηκωσα ψηλα και κρυμμενη στην αγκαλια του καθαρματος βγαλαμε φωτογραφια. Παιρνοντας μου το κινητο το σηκωσε πιο ψηλα και εχοντας τα χειλια του στο κεφαλι μου εβγαλε ακομα μια φωτογραφια. Αυτη και αν ηταν ευτυχια. Χριστουγεννα σε μια απο τις εκθαμβωτικες πολεις στο κοσμο , με το αγορι σου και τα παιδια σου.
...
Βγαινοντας απο το δωματιο μας ειδα τον Δημητρη να καθεται στο πατωμα μπροστα απο το τζακι οπου ειχε η σουιτα μας εχοντας την κιθαρα του αγκαλια. Εδω και μερικες στιγμες ειχαμε γυρισει πισω στο ξενοδοχειο. Θελαμε να γυρισει ο χρονος με μας τους δυο μαζι με τα παιδια μας μονο , εστω και αν τα μικρα κοιμονταν αυτη την στιγμη. Σημασια ειχε που ημασταν οι τεσσερις μας. Τον πλησιασα και ακολουθωντας την κινηση του καθισα και εγω διπλα του. Μπροστα μας ηταν η φωτια που τρεμω επαιζε και στο τραπεζι δυο ποτηρια κρασι. Κοιταζοντας τα θυμηθηκα εκεινη την νυχτα που ειχαμε κλεισει την συμφωνια μας . Καπως ετσι ημασταν και τοτε , με δυο ποτηρια κρασι και οι δυο μας στην απολυτη ησυχια ενος δωματιου.
Του εδωσα ενα φιλι στο μαγουλο και γυρισε προς το μερος μου ξαφνιασμενος , λες και τον ειχαν ξυπνησει απο καποια υπνωση. «Τι θες την κιθαρα;» Τον ρωτησα γεματο περιεργεια.
«Θελω να σου παιξω κατι» Μου δηλωσε καθως κατεβασε ξανα το κεφαλι και αρχισε να κουρδιζει την κιθαρα του
«Βεβαια» Του απαντησα και σηκωνοντας το κεφαλι του αποτομα τα ματια του σπινθηρισαν λες και θυμηθηκε κατι.
Το βλεμμα του με εκανε να καταλαβω τι ακριβως ειχε θυμηθει. Στην πρωτη μας συναντηση του ειχα δωσει την ιδια απαντηση , οταν μου προτεινε να χορεψουμε και οταν εγω πολυ αργοτερα το ειχα βαλει στα ποδια για να ξεφυγω απο εκεινο το συναισθημα που ενιωσα οταν με αγγιξε. Χωρις να πει κατι περισσοτερο αρχισε να παιζει ενα τραγουδι που εγω πρωτη φορα ακουγα.
***
You came to me like a dream , how would I know it was a scheme . To get me to you
Your eyes burned like fire , through my heart . Although we were lifetimes apart
Making mistakes was my game . Oh your life, your life, I tried to rearrange but now I know a better way
My my my my, my precious love
***
Ακουγα τους στιχους καταλαβα για ποιο λογο ηθελε να μου το τραγουδισει , γιατι ηταν λες και μιλουσε για μας. Η φωνη του Δημητρη πραγματικα ηταν σαν λογια απο ξορκια που προσπαθουσαν να σε τραβηξουν στην κολαση τους. Τον εβλεπα σκυφτο να παιζει με τις χορδες της ακουστικης κιθαρας του αφοσιωμενος και επικεντρωμενος στην μουσικη του. Ηταν μουσικος με ψυχη και σωματι , αρκουσε να σταθεις μπροστα του οσο επαιζε μουσικη και θα το καταλαβαινες.
Καθως το τραγουδι τελειωσε καταπληκτη τον ρωτησα «Ποιανου ειναι το τραγουδι; Δεν το εχω ξαναακουσει»
«Του Lenny Kravitz. Ηταν μεσα στο πρωτο του δισκο που εβγαλε το 1989 . Εσυ τοτε ισα που θα ειχες γεννηθει προφανως» Σαρκασε με το υπονουμενο πως δεν ηξερα πολλα απο μουσικη.
«Εξυπναδες»
Με κοιταξε με αυτα τα πρασινα ματια του και αφηνοντας την κιθαρα του διπλα του εγειρε προς το μερος μου. Πηρα μια κοφτη ανασα απο την ξαφνικη του κινηση. Με αυτο το βλεμμα του να με παρασερνει σαν οδοστρωτηρας και να με διαλυει με καρφωσε στα ματια. Με το ενα του χερι κρατησε ακινητοποιημενο το προσωπο μου καθως το κεφαλι του κρυφτηκε στο λαιμο μου.
Η μυτη του κυλησε απο κατω μεχρι πανω του λαιμου μου και αφηνοντας ελαφρυ φιλι στην μεση μου ψιθυρισε «Μυριζεις τοσο ωραια μωρο μου»
Ο αντιχειρας του χαιδεψε το κατω χειλος μου ενω η ματια του ξανα συναντησε την δικη μου. Η ατμοσφαιρα βαρυνε σαν πετρα που καταπλακωνει χιλιαδες ανθρωπους σε μια κατολισθηση. Η φωτια στο τζακι τρεμω επαιζε οπως και η δικη μας φωτια που απλα σιγα – σιγα και σταδιακα ηταν ετοιμη να ξεφυγει απο τα ορια. Αγγιξε τα χειλια μου και εγω στο λεπτο ξεχασα τα παντα. Με το σωμα του να γερνει πιο κοντα μου με εριξε στο πατωμα.
Ενωσε τα μετωπα μας και πανω στα χειλια μου μου ψιθυρισε «Καποτε εδω σου ειπα αφησε με να σε αγαπησω , τωρα ξερεις τι θελω να σου πω;»
Η καρδια μου τρελαθηκε με αυτη την φραση. Ακομα θυμαμαι εκεινη την νυχτα ποσο εντονα ειχα νιωσει , ειχα νιωσει πως μου ξεγυμνωνε την ψυχη. Πως βουτουσε στην θαλασσα του πονου μου και αφηνοταν να πνιγει μαζι μου. Εκεινη η νυχτα μας εφερε πιο κοντα απο οσο ποτε. Το Εδιμβουργο ξυπνουσε καθε αναμνηση μας αυτη την στιγμη.
Με φωνη να τρεμει ρωτησα «Τι;»
Ο αντιχειρας του κυλησε στο μαγουλο μου με το χαδι που θυμιζε εκεινη την νυχτα . «Σταματα να φοβασαι μωρο μου και αφεσου σε μας»
Τα λογια του ανατριχιασαν καθε σταγονα αιματος μεσα μου και καθε πορο του δερματος μου. Μπορουσα να παψω να φοβαμαι; Οχι αλλα μπορουσα να αφαιθω σε αυτον , απο εκεινη την νυχτα εδω στο Εδιμβουργο ειχα αφαιθει , ειχα αποφασισει να τον ακολουθησω και ας καιγομουν στην διαδρομη.
«Ω Ελευθεριαδη» Του ψελλισα χωρις να κρυψω το συναισθημα αγαπης μου γι'αυτον. Δεν κρυβομουν πλεον , ειχα παψει εδω και καιρο . Απο τοτε που τον γνωρισα και μου ανοιξε τα ματια.
«Θελω να σου κανω ερωτα σαν τρελος» Μου ειπε με την φωνη του να βαραινει απο επιθυμια.
«Ναι»
Ενωσε τα χειλια μας για ακομα μια φορα και οι γλωσσες μας σαν αθλητες δρομου αρχισαν να τρεχουν στο παθιασμενο τους παιχνιδι. Το χερι του Δημητρη περπατησε πανω στο γυμνο δερμα μου φτανοντας στο ποδι μου. Λυγιζοντας το ποδι μου αφησε τα χειλια μου και αρπαξε το ποδι μου. Το στομα του αρχισε να παιζει με τα δαχτυλα μου εκει και στεναξα απο αδημονια. Τα ματια του καρφωμενα σε μενα και τα δικα μου σε αυτον καθως αρχισε να μου αφηνει μικρα – μικρα φιλια στο εσωτερικο των ποδιων μου. Φτανοντας στην περιοχη μου τραβηξε το σλιπακι μου βιαια λες και ηταν τα καγκελα που εμποδιζαν την ελευθερια του. Με το που αγγιξε το στομα του εκει τιναχτηκα και αρπαξα τα μαλλια του. Γρυλισε με το αγγιγμα μου και η γλωσσα του επεσε πανω στην κλειτοριδα μου αφηνιασμενα ετοιμη να με ισσοπεδωσει. Εγειρα το κεφαλι προς τα πισω και το σωμα μου αρχισε να τρεμει απο την αναγκη γι'αυτον. Καθε φιλι και ρουφηγμα του εκει ηταν σαν αργος θανατος .
«Ελα μωρο μου , δωσε μου το. Θελω να σε γευτω» Ειπε αισθησιακα και σαν κουμπι που σημανε κινδυνο τα λογια του με εκαναν να τελειωσω. Μονο αυτος τα καταφερνε ετσι. Να με κανει να λιωνω πανω του.
Το σωμα του τριφτηκε πανω στο δικο μου και αναστεναξα. Το προσωπο του κρυφτηκε στο στηθος μου και με το χερι του με μια αποτομη κινηση εβγαλε το σουτιε μου. Τα χειλια του χαθηκαν στην διαδρομη , ξεκινωντας απο την μικρη λακουβα του λαιμου μου που βουλιαξε μεσα της αφηνοντας της φιλια μεχρι στο χωρισμα του στηθους μου και το οφαλο μου. Ενιωσα το στομα του να δαγκωνει το πλευρο μου και αισθησιακα αργα να το ρουφαει. Με σκοτωνε θεε μου. Με σκοτωνε με τα χειλια του που ηταν το δευτερο θανατηφορο οπλο του. Τα χερια μου δεν ηξεραν απο που να κρατηθουν και το σωμα μου ετρεμε απο τον τροπο που με φιλουσε. Φερνοντας το σωμα του ξανα προς τα πανω τα προσωπα μας ηρθαν ξανα σε επαφη. Τα στοματα ενστικτωδως κολλησαν και εγω εσπρωξα οσο πιο γρηγορα μπορουσα την αθλητικη του φορμα. Με μια μαεστρικη κινηση την εβγαλε και στο επομενο λεπτο ειχε μπει αργα μεσα μου. Στεναξα με την εισοδο του και ενωσαμε τα μετωπα μας.
«Εισαι ολο δικια μωρο μου.» Μου ειπε ψιθυριστα ενω βουλιαζε σιγα σιγα ολο και πιο πολυ μεσα μου.
Τον κοιταξα μεσα σε αυτο το πρασινο δασος των ματιων του που αυτη την στιγμη θαλασσοδερνονταν απο το σκοταδι «Ειμαι» Ψελλισα
«Εισαι η γυναικα της ζωης μου» Αφησε τα λογια του να πεσουν πανω στα χειλια μου ενω εκανε πιο εντονες τις κινησεις του. Εμπαινε αργα και βαθια μεσα μου νιωθωντας καθε αισθημα που εκρυβα μεσα μου γι'αυτον. Καθε σταλα μυστικου που προσπαθουσα να κρυψω μα αυτος αποκαλυπτε με τον ερωτα του.
«Σε αγαπαω» Τα νυχια μου εγιναν ενα με το δερμα του και μουγκρισε απο ερωτικο πονο. Τα ματια του που με τσακιζαν φωναζαν το παθος που διακρινα απο την πρωτη στιγμη που με φιλησε. Με ειχε αγαπησει οταν δεν το περιμενε οπως και εγω αυτον.
Μπηκε τοσο βαθια μεσα μου που τιναχτηκα ξανα κολλωντας πιο πολυ τα ιδρωμενα σωματα μας . «Και εγω μωρο μου» Μου ψιθυρισε και μετα τα χειλια μας εγιναν εναν
Ακουστηκαν πυροτεχνηματα και τοτε καταλαβα πως οντως μονοι και ενωμενοι υποδεχτηκαμε το νεο χρονο. Με τον δικο μας μοναδικο τροπο οπου παντα ξεραμε. Δεχτηκαμε ενα ακομη χρονο σχεσης μαζι στην πολη που γεννησε τον ερωτα μας , σε αυτη την πολη που ξεγυμνωσε τις ψυχες μας και μας αφησε να αποκαλυψουμε τα αληθινα συναισθηματα μας. Ηταν ενα απο τα καλυτερα Χριστουγεννα μας , το ηξερα καλα αυτο.
...
Οριστε και το δευτερο κεφαλαιο που σας εχω υποσχεθει . Παραμονη Πρωταχρονιας με Ελευθεριαδη και Αλιβιζατου. Εχει τα παντα , οπως τους αγαπησατε. Μαζι παθιασμενοι και ασυγκρατητοι.
Ελπιζω να σας αρεσει. Θελω να σας ευχηθω σε ολες / ολους Καλη πρωτοχρονια και ελπιζω ο νεος χρονος να σας φερει οσα επιθυμειτε. Οσες ειστε ελευθερες να βρειτε ενα Δημητρη και ωστες ειστε δεσμευμενες να εχετε μια υγιη σχεση οπως η Αντα με τον Δημητρη. Αυτα
Τραγουδι : Un cuore in Due - Francesca Michielin / I know you - Skylar Grey ( βαλτε να ακουστε οποιο θελετε , εγω ακουγα και τα δυο οταν εγραφα το κεφαλαιο )
VOTES & COMMENTS
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top