Chapter 1

Αντα


Τα γυμνα χερια του Δημητρη ηταν τυλιγμενα γυρω μου καθως κοιμοταν βαθια. Ενιωθα την ανασα του σαν καυτη αυρα να χτυπαει τα μαλλια μου και την ραχοκοκαλια μου και να ζεσταινει καθε καθε κρυο κοκκαλο οπου ειχε ξεφυγει απο την ζεστασια της κουβερτας μας. Το κεφαλι του ηταν βουλιαγμενο στο μαξιλαρι και το δικο μου καλα κολλημενο στο στερνο του. Συνηθως ετσι κοιμομασταν απο τοτε που γνωριστηκαμε. Κολλημενοι μαζι σαν ενα σωμα μεσα σε μια αγκαλια. Ποτε δεν μου ειχε γυρισει πλατη για να κοιμηθει , ουτε εγω γκρινιαξα οπως συνηθως εκαναν ολα τα ζευγαρια αφου περνουσαν τα πρωτα χρονια σχεσης τους. Παντα αγκαλιασμενοι και γυμνοι , αντε το πολυ με τα εσωρουχα μας. Θελαμε κυριολεκτικα να νιωθουμε ο ενας το δερμα του αλλου. Τρεμω επαιξα τα βλεφαρα μου και αρπαξα το κινητο μου απο το κομοδινο.  Κοιταξα την  φωτογραφια με τον Δημητρη και μενα τοτε στο Εδιμβουργο που στολιζε την οθονη μου. Ειχαμε τοσες μαζι και με τα διδυμα αλλα αυτη ηταν η αγαπημενη μου. Εκει ξεκινησε ο ερωτας μας. Το Εδιμβουργο ηταν η πολη μας , η πολη οπου ειχε φυλαξει σαν φυλαχτο τα μυστικα μας. Κοιταζοντας την ημερομηνια που αναγραφοταν πανω στην οθονη καταλαβα πως ειχε ερθει η παραμονη Χριστουγεννων και εμεις  σαν γνωστοι εργασιομανεις δεν ειχαμε παρει χαμπαρι. Βεβαια δεν ημασταν ηλιθιοι, ολο το Λονδινο ειχε στολιστει εδω και μερες αλλα εμεις λογω περιορισμενου χρονου δεν ειχαμε στολισει ακομη το σπιτι μας. Θεε μου! Φετος θα ηταν τα πρωτα Χριστουγεννα του Θεμη και του Πανου. Δεν ειχα συνειδητοποιησει ποσο γρηγορα ειχε περασει ο χρονος , τα διδυμα Ελευθεριαδη και Αλιβιζατου ειχαν κλεισει ενος ετους. Ακομα θυμαμαι πως ειχαμε φρικαρει και δυο μας με τον Δημητρη με την ειδηση πως ημουν εγκυος , ακομα θυμαμαι την ιστορικη μερα που γεννησα , ακομα θυμαμαι την μερα που γυρισα σπιτι με τα διδυμα. Ποιος να το ελεγε πως εγω η Αντα Αλιβιζατου μπορουσα να γινω μια σωστη μαμα.

Πηρα μια ανασα και εκανα μια προσπαθεια να ξανα κοιμηθω μα δυστυχως τα διδυμα μου την χαλασαν. Κλαματα ηχησαν σαν σειρηνα αστυνομιας μεσα στα αυτια μου και ξεφυσηξα. Σε ησυχια δεν μας αφηναν. Ευτυχως ομως τωρα ηταν πολυ καλυτερα. Η χειροτερη περιοδος ηταν οταν εβγαζαν δοντακια και ειχαν κολικους. Εκεινη την περιοδο εγω και ο Δημητρης ημασταν σαν ζομπι απο το λιγο υπνο που καναμε. Απορω πως αντεξαμε κιολας γιατι σε τετοια φαση ενος ζευγαριου αρχιζουν και οι σοβαροι πρωτοι καβγαδες αλλα εμεις αν και πρωταρηδες σταθηκαμε επαξια των συνθηκων , κατι που δεν περιμενα. Ισως να αντεξαμε γιατι δεν υπηρχαν θεματα αναμεταξυ μας , δεν ειχαμε ανασφαλειες και ο ενας εμπιστευοταν τον αλλον. Δεν επαιρνε την απαξιωση τυπου «φυγε εισαι αχρηστος» ή τυπου «εισαι ανικανη εγω το κανω καλυτερα» . Ο ενας συμπληρωνε τον αλλον και ημασταν αρκετα ωριμοι για να μην τσακωνομαστε σαν μιζερα παιδια.  Και τωρα που λεω Δημητρη , ειχα να το παραδεχθω ειχε αντιμετωπισει το θεμα των παιδιων τοσο καλα. Δεν πιστευα ποτε πως θα τον εβλεπα ετσι , μπαμπα. Ενα μπαμπα με μια κοπελα και δυο αγορακια. Ηταν τοσο περιεργο. Εννοω φιλε δεν ηταν καν τρυφερος αλλα για τα διδυμα μας ηταν παντα εκει . Να τα φροντισει αυτα και να βοηθησει εμενα. Ενιωθα τοσο τυχερη που ειχα ενα τετοιο αντρα στην ζωη μου. Ηταν ωριμος , δεν φοβοταν τις δυσκολιες , ηταν προστατευτικος και φροντιζε τα μωρα και κυριως ηταν παθιασμενος και ερωτευμενος μαζι μου. Φυσικα επιπροσθετα ηταν το γνωστο κινουμενο σεξ μου που συνεχιζαμε να πηδιομαστε σαν τρελοι , οπως επισης και το γαμημενο λονδρεζικο καθαρμα που δεν επαυε να με διεκδικει και να προσπαθει να μου επιβληθει. Σταθερα οπως παντα.

«Τι στο πουτσο θα γινει μωρο θα τους αφησεις να κλαινε για πολυ ακομη;» Ακουσα την αγουροξυπνημενη βραχνη φωνη του Δημητρη να λεει και τρομαγμενη γυρισα προς το μερος του παρατωντας το κινητο μου ξανα στο κομοδινο.

Τον κοιταξα χαμενη μεσα στο μεγαλο χασμα των πρασινων ματιων του. Με συνετριβαν με αυτο το χρωμα. Αυτο το πρασινο που με καθε ματια του αφηνε ανεξιτηλα ιχνη και σημαδια πανω στο σωμα μου και στην ψυχη μου. Θεε μου! Τελικα οσο περνουσε ο καιρος τοσο πιο πολυ τον ερωτευομουν. Ισως ηταν που μου αποκαλυπτε πτυχες του εαυτου του που δεν ειχα δει πριν

Αγγιξα το γυμνο στερνο του και ενιωσα στην στιγμη το σωμα του να αλλαζει. «Εισαι ξυπνιος;» Ρωτησα ξαφνιασμενη

«Με ξυπνησαν οι γιοι σου» Μου απαντησε με ξεκαθαρη ενοχληση να στολιζει το προσωπο του

Το χερι του συνεχιζε να ειναι απλωμενο πανω μου μονο που τωρα τα μακρια και αριστοκρατικα δαχτυλα του χαιδευαν την  γυμνη πλατη μου και ενιωθαν την υφη του δερματος μου. Αναριγησα με το χαδι του.

«Γιοι μας !» Τονισα τις λεξεις εκνευρισμενη «Δεν τους εκανα μονη μου . Εβαλες και το δικο σου χερακι για να γεννηθουν»

Στο προσωπο του σχηματιστηκε ενα αυταρεσκο χαμογελο και η παλαμη του πιεζοντας την μεση μου με τραβηξε πιο κοντα του. «Βασικα δεν εβαλα μονο χερακι , εβαλα και τον καταπληκτικο μεγαλο πουτσο μου μεσα σου» Μου απαντησε με περηφανια.

Το ηξερα πως θα καταληγαμε εδω. Καταραμενε ναρκισσε. Δεν τον μπορω! Θελω να τον χαστουκισω , αληθεια τωρα. Πρεπει καποια στιγμη να παψω να το λεω συνεχως και να το κανω πραξη. Κακα τα ψεματα ομως , δεν μπορουσα να το αρνηθω. Αυτος ηταν , αυτο ερωτευτηκα πανω του. Τον τροπο που με εκνευριζε και ταυτοχρονα με ερεθιζε με τα λογια του.

«Ω θεε μου» Αναφωνησα αγανακτισμενη απο την υπερβολικη αυτοπεποιηθηση του αγοριου μου και συνεχιζοντας προσθεσα «Εισαι μαλακας και ναρκισσος. Παω στους γιους μου για να μην ακουω αλλο τις μαλακιες σου»

Την στιγμη που εκανα κινηση για να σηκωθω μου ειπε «Προεχει ο πατερας πρωτα» Στο επομενο λεπτο βρεθηκα απο κατω του με αυτον να με εχει παγιδευσει με τα χερια του.

Δαγκωσα το κατω χειλος μου. Με χτυπουσε σαν ηλεκτροσοκ η αγριαδα του και η αποφασιστικοτητα του. Με κοιταξε με τα ματια του να σκοτεινιαζουν. Το προσωπο του σε αποσταση αναπνοης , σαν ενα διαχωριστικο τειχος που αν το γκρεμιζες θα αποκαλυπτοταν ενα ναρκοπεδιο εντονων συναισθηματων. Αφησα την βαρια ανασα μου να πεσει πανω στα χειλια του και σαν σιωπηλη τιμωρια μου δαγκωσε το κατω χειλος. Η ατμοσφαιρα ειχε μετατραπει σε πεδιο μαχης , με βομβες και ναρκες ετοιμες σε καθε λεπτο να εκραγουν. Η γλωσσα του στοχευσε την δικη μου και με την θανατηφορα επιθυμια του μου επιτεθηκε. Τις εμπλεκε σαν απελπισμενο θηραμα που ηταν πιασμενο στα ανθρωπινα διχτυα. Ασυναισθητα και σαν πεινασμενο τερας το σωμα μου ανασηκωθηκε και τριφτηκε πανω στο δικο του.

Αφησε ενα σεξι μουγκρητο και τραβηχτηκε «Πηγαινε στα παιδια γιατι θα ξεχασω την υπαρξη τους και θα σε πηδηξω επι τοπου αν συνεχισεις να τριβεσαι πανω μου»  Ειπε με βαρια φωνη καυλωμενος.

Χαμογελασα με ευχαριστηση. «Ενταξει»

Με απελευθερωσε απο τα δεσμα του και σηκωθηκα απο το κρεβατι. Φορεσα το μπλουζακι του ομορφου καθαρματος οπου ηταν πανω στο καναπε μας και ετρεξα στα διδυμα. Αυτο το ασυγκρατητο παθος δεν εσβηνε νε τιποτα , ηταν αληθινα απιστευτο.

...

Μερικες στιγμες αφου πρωτα ταισα τα μικρα επιτελους κατεβηκαμε κατω για πρωινο κρατωντας και οι δυο μας απο ενα παιδι. Ο Δημητρης ειχε κρεμασει στους  πλατιους ωμους του τον Πανο ενω εγω κρατουσα τον Θεμη. Τα αγορακια μας τωρα που πλεον ηταν ενος ειχαν σχηματισει ξεκαθαρα τα χαρακτηριστικα τους. Ο Θεμης  ειχε γινει μελαχρινος με γαλαζια ματια , οπως ακριβως με τον προκατοχο του ονοματος του και ο Πανος ειχε γινει ιδιος ο Δημητρης , ξανθος με μπουκλιτσες και πρασινα ματια. Ειχαν αρχισει να μιλανε κιολας και να κανουν μερικα βηματα , βασικα να πω την αληθεια εκαναν προσπαθεια να σηκωθουν για να αρπαξουν οτιδηποτε εβρισκαν μπροστα τους αλλα θριαμβευτικα επεφταν με το κωλο κατω. Ηταν πολυ διασκεδαστικο να τους βλεπεις , ο Δημητρης ηταν συνεχως με μια καμερα στο χερι για να τους τραβαει. Αλλο και αυτο , ο Ελευθεριαδης ειχε αποκτησει ενα κολλημα με την καμερα νομιζω του ειχε γεννηθει απο τοτε που γυρισαμε εκεινη την πορνο ταινια με μας να κανουμε αγριο σεξ. Απο τοτε δεν την αφηνε απο το χερι του.

Με το που μπηκαμε μεσα στην κουζινα βρηκαμε την Λιζετ να εχει αρχισει ηδη να ετοιμαζει το πρωινο. Οπως συμφωνησαμε με τον Δημητρη ειχαμε παρει νταντα. Με δυο δουλειες που ειχαν τοσες απαιτησεις επρεπε να εχουμε ισορροπια μεταξυ δουλειας και οικογενειας. Ευτυχως μεχρι τωρα τα καταφερναμε μια χαρα.

Κατευθυνθηκα προς το μερος της αμεσως αφηνοντας το Θεμη στο καθισμα του «Καλημερα Λιζετ» Της ειπα ενω ακουσα τον Θεμη να γκρινιαζει.

Αμαν αυτο το παιδι! Δεν θελει με τιποτα να τον αφηνω. Με τον Δημητρη δεν εκανε ετσι. Κατι παθαινε μαζι μου. Ηταν λες .. λες και μεσα του ζουσε ο Θεμης , ο Θεμης μου που δεν ζουσε μακρια μου. Ειχε τοσα χαρακτηριστικα του , το εβλεπα καθως μεγαλωνε σιγα – σιγα. Οπως και ο Πανος. Του Πανου ο νονος του , του ειχε παρει εκατονταδες παιχνιδια και ομως αυτος ειχε εθιστει με τα αυτοκινητακια. Ας επαιζε τωρα γιατι αυτοι δυο οσο και αν εμοιαζαν με τον Θεμη και τον Πανο αυτοκινητα θα εβλεπαν μετα τα τριαντα τους και αν.

«Καλημερα Αντα» Μου αντεπεδωσε τον χαιρετισμο η Λιζετ με το γλυκο χαμογελο που ειχε παντα.

Κοιταζοντας την ανεσυρα απο το μυαλο μου την αναμνηση εκεινων των μερων οπου ψαχναμε για την καταλληλη νταντα με τον Δημητρη. Ειχαμε περασει τις ντανταδες απο ιερη εξεταση μεχρι να καταληξουμε στην Λιζετ. Ειχα και ενα αγορι που δεν σηκωνε πολλα – πολλα , ειδικα στην επιλογη της νταντας ηταν τοσο πως να το πω , δικτατορας και απολυτος.Δεν με αφηνε να εκφερω αποψη , αυτος θα αποφασιζε ποια μας κανει. Βεβαια δεν τον αδικουσα , το ειχε ζησει και ηθελε να ειναι ασφαλης οι γιοι του. Μα καμια δεν του εκανε. Η μια ηταν πολυ ξινη , η αλλη πολυ ανευθυνη , η τελευταια φαινοταν πως το εκανε για τα χρηματα και δεν θα εδινε σημασια στα μωρα . Ηταν τοσο καταπιεστικος  στο συγκεκριμενο θεμα , μεχρι και εγω καποια στιγμη ειχα απαυδησει και εφτασα στο σημειο να πω ημαρτον. Εντελει ευτυχως με την εμφανιση της Λιζετ βρηκε επιτελους αυτο που ηθελε. Ειχε βρει αυτη την ζεστασια που ειχε καποια σωστη μητερα , εδειχνε ξεκαθαρα πως αγαπουσε τα διδυμα. Επαιζε με τις ωρες μαζι τους χωρις να δειχνει βαρεμαρα. Αγαπουσε και το απολαμβανε αυτο που εκανε.

Ριχνοντας μια στιγμιαια ματια προς τα αγορια μου ειδα τον Δημητρη να εχει καθισει απεναντι απο τα καθισματα του Πανου και του Θεμη και να παλευει να τους δειξει πως επαιζαν με μια κιθαρα. Ηταν απο αυτες τις παιδικες κιθαρες που ειχε την φαεινη ιδεα ο Ελευθεριαδης να παραγγειλει σε ενα φιλο του για τους γιους του. Του ειχε ζητησει να φτιαξει δυο παιδικες ηλεκτρικες και δυο ακουστικες. Ελεγε πως αυτες θα τις ειχαν μεχρι να πανε εξι οπου θα τους επαιρνε αλλες. Αντε να βγαλεις ακρη με τον τρελο. Κατα περιεργο τροπο ομως τα διδυμα ειχαν μεινει μαγεμενοι απο αυτο που τους εκανε ο μπαμπας τους με την κιθαρα. Χαμογελασα. Ειχε δικιο η Αλεξα τοτε στο νοσοκομειο , πως αφου εχουν μπαμπα μουσικο καλο θα ηταν να εξοικειωθουν κι αυτα με την μουσικη. Ας εβγαιναν μουσικοι σαν τον μαλακα τον πατερα τους και ας αφηναν τα αυτοκινητα περα. Αυτο ηθελα , τιποτα αλλο δεν με απασχολουσε.

Καθως η Λιζετ τοποθετουσε τα πιατα με τα κρουασαν και τις φρυγανιες  στο τραπεζι το βλεμμα μου επεσε στο παραθυρο. Ηταν με τις κουρτινες κλειστες . Τις εσπρωξα για να μπει φως στην κουζινα μας  οταν αντικρισα απεναντι μου το πιο παραμυθενιο θεαμα που μπορουσε να υπαρξει στην σκληρη πραγματικοτητα. Ολη η αυλη του σπιτιου μας οπου πριν ηταν κατα πρασινη τωρα ηταν λευκη. Ειχε σκεπαστει απο το παχυ χιονι οπου επεφτε ακαταπευστα πανω του αυτη την στιγμη.

«Κοιτα Δημητρη! Χιονιζει!» Αναφωνησε γεματο ενθουσιασμο σαν παιδακι που ανακαλυψε την υπαρξη της σοκολατας.

Απο τοτε που ειχα ερθει στο Λονδινο δεν ειχα δει ποτε να χιονιζει , μονο βροχες και αυτη την στιγμη μπροστα μου εβλεπα ενα λευκο τοπιο σαν την μυθικη Ναρνια απο τα παιδικα βιβλια του Θεμη και του Πανου. Το χιονι ειχε σκεπασει ολο το χορταρι που ειχε η τεραστια αυλη μας. Πρωτη φορα εβλεπα χιονι, οταν ζουσα στην Αθηνα επρεπε να παμε στην Αραχωβα ή στο Παρνασσο για να δουμε χιονι αλλιως δεν θα εβλεπες ποτε σου. Ηταν τοσο μαγικο. Τα ματια μου ελαμπαν απο την χαρα , δεν ξερω το γιατι.

Με χλευαστικο τονο ο Δημητρης με κοροιδεψε λεγοντας  «Χιονι ειναι μωρο μου δεν κατακτησες το διαστημα» Εμ βεβαια! Αυτος ηταν συνηθισμενος αφου μεγαλωσε εδω το γαμημενο καθαρμα.

Τον κοιταξα θιγμενη και ενα σαρδονιο χαμογελο εκανε εμφανιση στο προσωπο μου. Θα σου δειξω τωρα καθαρμα. Εκανα αργα μα δαιμονικα σταθερα βηματα προς το μερος του. «Εισαι τοσο μαλακας.» Του πεταξα και αυτος στενεψε τα ματια καχυποπτα «Ελα! Παμε εξω»

Πριν αντιληφθει τι σχεδιαζα , τον τραβηξα απο το χερι και τον εσυρα εξω απο την κουζινα. Ισα που προλαβε να αφησει την κιθαρα πανω στο τραπεζι. Το κινουμενο μου σεξ μουγκρισε απο δυσφορια. Ναι ενταξει δεν τα μπορουσε αυτα , ηταν αρκετα ωριμος για να παιδιαριζει αλλα ηταν Χριστουγεννα. Χρειαζομασταν λιγη χαλαρωση και ανεμελια με τοση δουλεια και ευθυνες που ειχαμε. Καθως αρπαζαμε τα σακακια μας ακουσα την Λιζετ απο την κουζινα να γελαει με τα καμωματα μας. Μας ειχε μαθει καλα τι τρελοι ημασταν. Καημενη και αυτη ποσες φορες ειχε ακουσει τα βρισιδια του Δημητρη.

«Ποσο χρονων εισαι ειπαμε;» Με ειρωνευτηκε το καθαρμα ενω η πορτα εκλεινε πισω μας. «Πεντε;» Συμπληρωσε ενω εγω για απαντηση του εβγαλα την γλωσσα και την επομενη στιγμη του εριξα μια προχειρη χιονομπαλα. Γρυλισε εκνευρισμενος «Την γαμησες»

Γελασα και ετρεξα οσο πιο γρηγορα μπορουσα. Ηταν και γρηγορος γαμωτο, ετσι που γυμναζοταν καλυπτε την διπλασια αποσταση απο οση εκανα εγω. Ευτυχως η αυλη μας ηταν μεγαλη και ειχε απεριοριστο χωρο ωστε να αξαπλωθουμε και δυο σε αυτο το ανθρωποκυνηγητο που ειχε ξεκινησει εγω η ιδια.

Κοιταξα στιγμιαια πισω μου και τον βρηκα μερικα βηματα πιο πισω απο μενα. Με ενα γραπωμα του μυωδης χεριου του με αρπαξε. «Σε επιασα μικρο μελαχρινο πλασμα» Μου πεταξε και τραβωντας με πιο κοντα του κολλησα στο σωμα του. Ξαφνιασμενη ομως ουρλιαξα και καθως  εκανα κινηση να ξεφυγω απο τα δεσμα του πεσαμε και δυο στο χιονι. Με τα σωματα μας ενα ειναι το ενα πανω στο αλλο κοιταχτηκαμε. «Εισαι ενα διαολημενο θηλυκο και ξερεις τι θελω να κανω σε αυτο το διαολημενο θηλυκο;» Προσθεσε το καθαρμα μου καθως με πιεζε με το σωμα του.

Δαγκωσα το χειλος μου. Μου αρεσε τοσο πολυ που με ελεγε ετσι. Τελευταια εκτος του οτι ειχε κολλησει με την καμερα , του ειχε κολλησει να με λεει ετσι οποτε του εκανα την ζωη κολαση. Δηλαδη παντα. Ηταν σαν η αντιστοιχη απαντηση του οταν τον ελεγα καθαρμα και μαλακα. Ναι , εμεις αντι να πεταμε γλυκολογα ο ενας στον αλλον βριζομασταν. Δεν ημασταν ρομαντικοι τυποι.

«Τι;» Τον ρωτησα δηθεν ανυποψιαστη αν και ηξερα καλα που το πηγαινε.

Με κοιταξε με αυτο το εντονο βλεμμα του που με σκοτωνε καθημερινα και με αυτον το εκπληκτικο και αισθησιακο τροπο που καταφερνε να μετατρεπει τις πιο απλες λεξεις σε οργασμο ειπε «Αχ μωρο μου θελω να σε πηδηξω πανω στο χιονι αλλα θα παγωσει το ομορφο κωλαρακι σου»

«Ο ρομαντισμος σου πραγματικα δεν θα σταματησει ποτε να με εκπλησει» Τον επεπληξα θιγμενη. Στο λεξικο του Δημητρη Ελευθεριαδη δεν υπηρχε η λεξη ρομαντισμος ουτα καν καποιο συνωνυμο αυτης της λεξης.

Πως ισοπεδωνε τοσο απλα με μερικες λεξεις κατι τοσο ρομαντικο; Ημασταν πανω στο χιονι ο ενας πανω στον αλλον να κοιταζομαστε εντονα και αυτος αντι να μου δωσει ενα γλυκο φιλι μου ελεγε πως θελει να με πηδηξει. Αυτα ειναι κυριοι! Αυτο ηταν το αγορι μου. Το αναισθητο γουρουνι που θελει να με πηδαει παντου και με οποιο τροπο μπορει.

«Ετσι με γουσταρεις ομως» Μου απαντησε με αυτην την τυπικη του αλαζονεια και στενεψα τα φρυδια μου. Σηκωθηκε απο πανω μου και εχοντας δεμενο το χερι του με το δικο μου με τραβηξε μαζι του. Μου γυρισε την πλατη και συμπληρωσε «Σκαρφαλωσε, θα σε παω σπιτι εχοντας σε στην πλατη μου. Μην παραπονιεσαι πως δεν ειμαι ρομαντικος»

Στα χειλια μου σχηματιστηκε ενα χαμογελο. Γαμημενο καθαρμα επιτηδες τα κανει ολα. Με εκνευριζει πρωτα και μετα με ριχνει με τα πονηρα του παιχνιδια. Σκαρφαλωσα πανω του και καθως εσφιξε τα ποδια μου γυρω απο την μεση του εγω εφερα στο μυαλο μου μια αναμνηση. Με τα λογια του Δημητρη αναπολησα εκεινες τις μερες στην Υδρα με τον Θεμη. Κατι παρομοιο μου ειχε πει κι αυτος τοτε. Τοτε που ειχα σκαρφαλωσει πανω του για να μην καω απο την καυτη αμμο. Γαμωτο μου! Κουνησα το κεφαλι μου διωχνοντας την θλιβερη αναμνηση και στηριξα το κεφαλι μου πανω στην σκληρη πλατη του Δημητρη. 

...

Τυλιξα την πετσετα γυρω απο το σωμα μου και κλεινοντας το νερο βγηκα απο την μπανιερα. Με τον Δημητρη μετα απο το χαριτωμενο παιχνιδι μας στο χιονι καναμε ενα ζεστο μπανιο μαζι. Δεν ξερω αλλα με αυτον τον αντρα δεν χορταινα ποτε , ειτε καναμε σεξ ειτε περνουσαμε στιγμες μαζι. Παντα με γεμιζε με αυτην την ανεξαντλητη παθιασμενη ενεργεια του. Ολα ηταν τοσο εντονα μαζι του. Δεν ηταν οτι καναμε τρελες , δεν ημασταν τετοιοι εμεις αλλα η καθε πραξη του ενεπνεε φωτια. Ακομα και με μια ματια του και σου φλογιζε ολο το σωμα. Με την εισοδο μου στο δωματιο μας ειδα πως ημουν μονη. Προφανως ειχε ντυνει στα γρηγορα για να παει στα διδυμα αφου τα ειχαμε αφησει εδω και ωρα μονα με την Λιζετ. Εβαλα κατι προχειρο πανω μου ενω στο μυαλο μου ακομα βασανιζοταν η σκεψη του Θεμη. Αρπαξα το τηλεφωνο μου και σχηματισα ενα γνωριμο αριθμο.

«Παρακαλω;» Ακουσα την τοσο ζεστη και οικεια φωνη του κυριου Φοιβου. Του ανθρωπου που με αγαπησε σαν δευτερη κορη του.

Η φωνη μου γεματο μελαγχολια ψελλισε «Κυρ Φοιβο»

«Αντα παιδι μου εσυ εισαι; Τι κανεις ολα καλα;» Η φωνη του ηχησε γεματο χαρα και ξαφνιασμα. Ειχαμε να μιλησουμε εδω και αρκετο καιρο.

Μαθαινα τα νεα του απο την Βαλια ομως , ηξερα πως μετα το θανατο του Θεμη ειχε μετακομισει και αυτος στην Χαλκιδα. Αφου η Βαλια ειχε ακολουθησει τον Αρη δεν μπορουσε να μεινει μονος στην Αθηνα αλλωστε οπως μου ειπε η Βαλια καποια στιγμη δεν αντεχε σε εκεινο το σπιτι. Του θυμιζαν τα παντα τον Θεμη. Και σε ποιον δεν θυμιζαν; Ακομα και η κυρια Θεανω αλλαξε σπιτι με τον αντρα της μετα τον θανατο του Πανου. Ηταν ανυποφορο συναισθημα να ζεις σε ενα σπιτι που εσκιζε απο ζωη και ξαφνικα να χανονται ολα. Της κυριας Θεανως μαλιστα της στοιχησε πιο πολυ αφου την ιδια μερα εχασε δυο γιους. Ο ενας ειχε φυγει για παντα απο την ζωη και ο αλλος μην αντεχοντας το πονο εξαφανιστηκε απο προσωπου γης για χρονια.

Πηρα μια βαθια ανασα και απαντησα «Ναι ολα καλα , μου λειψατε και ειπα να σας παρω» Ηταν σαν δευτερος πατερας μου ο κυριος Φοιβος , ακομα και τωρα μετα απο ολα οσα ειχαν συμβει.

«Καλα εκανες. Πως πας ολα καλα με τα διδυμα;» Με ρωτησε γεματο ενδιαφερον.

Ακομα θυμαμαι εκεινη την μερα που μιλησαμε μεσω καμερας και του εδειξα τον μικρο Θεμη. Με τον γυρισμο της Βαλιας και του Αρη στην Ελλαδα του το ειχε ξεφουρνισει. Απο την χαρα του ειχε τρελαθει , λιγο ελειψε να μας μεινει στα χερια. Με την ανακοινωση πως η Βαλια θα γινοταν η νονα του Θεμη της ειχε φαει τα αυτια να δει τον Θεμη , οποτε μεσω skype του δειξαμε τον μικρο Θεμη. Ειχε δακρυσει απο την χαρα του. Ασε και το αλλο , ειχε συμπαθησει κι αυτος τον Δημητρη. Μιλαμε οσοι τον γνωριζαν δεν σταματουσαν να ειναι εντυπωσιασμενοι μαζι του. Η μαμα μου ηδη ειχε ξετρελαθει εδω και καιρο μαζι του , οι γονεις του Αλεξ επισης. Αυτοι τον ευχαριστουσαν κιολας που ηταν διπλα στον Αλεξ οταν περνουσε τα γνωστα ζορια εξαιτιας του θανατου του Πανου. Μονο ο μπαμπας μου δεν τον πηγαινε , ακομη και μετα απο τοσα χρονια. Τον ελεγε αναρχικο. Μου την εδινε απιστευτα που εκλεβε την αγαπη ολων. Τι στο διαολο τους εκανε πια;

Καθισα στο κρεβατι και με ενα χαμογελο του απαντησα «Ναι , λιγο ο Θεμης γκρινιαζει αλλα κατα αλλα ολα καλα»

«Λες να εμοιασε στον Θεμη;» Αναρωτηθηκε απο την αλλη ακρη της γραμμης. Παγωσα. Η ερωτηση του κυριου Φοιβου με γυρισε ξανα στην σκεψη του ποσο μοιαζει ο μικρος Θεμης με τον Θεμη μου. Οπως βεβαια και ο Πανος με τον Πανο μου.

Με μια απιστευτη σιγουρια που πηγαζε απο μεσα μου του ειπα «Το πιστευω εντονα αυτο κυρ Φοιβο»

«Γιατι;» Ρωτησε παραξενεμενος

Ξεφυσηξα και σκεφτικη του ειπα καθε λεπτομερεια οπου ειχα προσεξει στον Θεμη «Εχει τοσα πολλα χαρακτηριστικα του ακομα και αν ειναι τοσο μικρος. Ειναι αχορταγος με το φαγητο , καμια σχεση με τον Πανο ασε που εχει κολλημα με τις μπαλες. Ο Δημητρης δεν μπορει να του τις παρει απο το χερι κλαιει συνεχως.»

«Ισως ο Θεμης γυρισε Αντα μεσα απο τον γιο σου» Μου απαντησε με την φωνη του να χαμηλωνει. Ημουν σιγουρη πως το προσωπο του το ειχε κατακτησει η θλιψη για ακομα μια φορα.

Τοτε αυθορμητα μου ξεφυγαν οι λεξεις. «Το ξερω μου το ειχε πει» Πεταξα και γουρλωσα τα ματια. Δεν ηξερε κανεις το οτι ο Θεμης και ο Πανος με επισκεπτοταν συχνα.

«Τι εννοεις;» Με ρωτησε καταπληκτος. Ειχε σοκαριστει απο αυτο που του ειχα πει.

«Καποτε μου ειχε πει «Δεν εχω πεθανει Αντα» . Ακριβως αυτα τα λογια. Μην με ρωτατε περισσοτερα κυρ. Φοιβο» Του απαντησα. Δεν ηθελα να πω οσα μου ειχαν πει ο Θεμης και ο Πανος. Θα με εβγαζαν τρελη , ασε που δεν ηθελα να το μοιραστω με κανενα. Ηταν κι αυτο κατι που ειχαμε εμεις η τριαδα οπως και ολα τα υπολοιπα.

Λες και καταλαβε τι σκεφτομουν με την φωνη του να ηρεμει και να υποχωρει μου απαντησε «Κατι ηξερε τοτε»

«Ναι»

Δημητρης

Ειχα καθισει με τα μικρα στο πατωμα οσο περιμεναμε και τρεις την Αντα να κατεβει. Ο Θεμης οπως παντα δεν ξεκολουσε απο την μπαλα που του ειχαμε παρει τις προαλλες με την Αντα ενω ο Πανος ειχε απορροφηθει απο τα αυτοκινητακια που του ειχε παρει ο Αλεξ την τελευταια φορα που ειχε ερθει. Ειχα χαζεψει τελειως με τον Πανο , ηταν λες και εβλεπα εμενα μικρο. Λευκο δερμα , ανοιχτα ξανθα μαλλια που ξεπετιονταν περα δωθε , ασε που ειχε αυτο το συνηθειο να τραβαει τις φουστες  της Λιζετ και της Αντας. Ηταν τοσο πολυ παιδι μου. Απο την αλλη ο Θεμης ηταν υπερβολικα γκρινιαρης , δεν ξεκολλουσε απο την μανα του. Της εμοιαζε τοσο πολυ , μελαχρινος με γαλαζια ματια σαν το μελαχρινο πλασμα που ειχα ερωτευτει πριν μερικα χρονια.

«Ελα πειτε μπαμπα» Τους ειπα και με κοιταξαν και δυο. Με εκνευριζε που ειχαν πει μαμα και δεν ειχαν πει ακομη μπαμπα. Που να παρει αν δεν εβαζα τον γαμημενο πουτσο μου στο μουνι της μανας τους δεν θα ηταν εδω. Γιατι στο διαολο ηταν τοσο αδικημενοι οι πατεραδες;

Σαν παπαγαλοι και οι δυο φωναξαν «Μαμα»

Γρυλισα απο θυμο και τους πηρα τα πραγματα οπου κρατουσαν στα χερια «Πειτε μπαμπα» Επεμενα. Αν δεν πουν μπαμπα θα τους κοψω τους πουτσους μα τον θεο.

«Μαμα» Επαναλαβαν και γελασαν. Επιτηδες το εκαναν; Κωλοπαιδα απο την μανα τους πηραν , ιδιοι και απαραλλαχτοι . Να μου σπανε τα νευρα οπως εκανε και συνεχιζει να κανει η Αντα. 

Εκνευρισμενος πλεον με τους γιους μου ετριξα τα δοντια μου και ειπα αγριεμενα «Πειτε μπαμπα γαμω την πουτανα μου»

«Γαμω» Ψελλισε ο Πανος και γουρλωσα τα ματια.

Δεν προλαβα να αντιδρασω και ο Θεμης συμπληρωσε «Πουτανα» Γαμωτο μου! Τοση ωρα δεν λεγατε τιποτα παρα απο μαμα και τωρα θυμηθηκατε να μιλησετε;

«Τι ειπατε μολις τωρα» Η φωνη της Αντας ακουστηκε απο πισω μου και γυρισα ξαφνιασμενος. Ενταξει Ελευθεριαδη την γαμησες. «Ω την εχεις γαμησει τοσο ασχημα Ελευθεριαδη» Ειπε το μελαχρινο πλασμα απεναντι μου λες και ειχε διαβασει την ιδια μου την σκεψη.

«Δεν εκανα κατι ρε μωρο μο» Της απαντησα βαζοντας στο προσωπο μου το αθωο μου παιδικο προσωπειο και σηκωθηκα απο το πατωμα. Αλλωστε δεν ειχα κανει και κανενα γαμημενο εγκλημα , οι γιοι της ανοιξαν το στομα τους την ακαταλληλη στιγμη.

«Δεν εκανες;» Μου ειπε αγριεμενη ψηλωνοντας την φωνη της μερικους τονους. Αν σε πιασω θα δεις σε ποιον θα φωναζεις διαολημενο θηλυκο. «Μολις εμαθες βρισια σε ενος ετους βρεφη» Προσθεσε κοιταζοντας με , με αυτο το υφος που μου προκαλουσε το αισθημα να την σκισω.

«Γαμησει» Πεταξε ξαφνικα ο Θεμης διακοπτοντας τον καβγα μας.

Ξαφνιασμενοι και δυο μας γυρισαμε προς το μερος του ταυτοχρονα , τα κεφαλια μας ειχαν γυρισει τοσο αποτομα σαν το κοριτσι απο τον εξορκιστη. Η μια βρισια πισω απο την αλλη αρχισε να παπαγαλιζεται απο τους ιδιους τους γιους μας. Ηταν τοσο παιδια μας.

Με ανασηκωμενο φρυδι το βλεμμα μου γυρισε προς την Αντα «Οριστε δεν ειμαι ο μονος» Την ειρωνευτηκα.

Με αγριοκοιταξε με αυτο το δολοφονικο της βλεμμα και καθως ηταν ετοιμη να απαντησει ο Πανος της εκοψε την φορα πετωντας «Μαμα γαμησει μπαμπα»

Γουρλωσαμε και δυο τα ματια στην στιγμη. Τελεια μας πηραν χαμπαρι και τα ιδια μας τα παιδια. Με το αυταρεσκο μου βλεμμα καθισα στα πελματα «Βασικα Πανο το αντιθετο θα γινει. Μπαμπας γαμησει μαμα.» Βαζοντας τα χερια μου στα μικροσκοπικα μαλλια του τα ανακατεψα. Σηκωθηκα και γυρισα προς το μερος της Αντας. Με τα ματια να στενευουν την κοιταξα. Δαγκωσε το χειλος της , σημαδι πως ηξερε ηδη τι πηγαινα να κανω. Την αρπαξα κρεμαζοντας την στο ωμο μου και ξαφνιασμενη αφησε ενα ουρλιαχτο. «Παιξτε εδω τωρα εσεις να  λυσω το θεματακι με την μαμα» Συμπληρωσα την προταση μου απαυθυνοντας το λογο στα διδυμα.

«Τι κανεις; Ασε με κατω καθαρμα» Ουρλιαξε το ατιθασο πλασμα ενω τα ποδια της δεν σταματουσαν να κουνιουνται και τα χερια της να με χτυπανε στην πλατη

«Βουλωστο μην της φας» Της φωναξα και της εδωσα μια ελαφρια σφαλιαρα στον κωλο. Με ερεθιζε τοσο πολυ που μου την εμπαινε ρε πουστη μου. Κατι τετοια με τρελεναν πανω της.

«Μαλακα» Μου πεταξε και εγω μειδιασα. Τυπικη Αλιβιζατου. Μολις πετουσε το μαλακας ηξερα καλα , ειχε καυλωσει και περιμενε να την πηδηξω αγρια.

Αντα

«Τι κανεις; Τα μωρα» Φωναξα με τον αγροικο που ειχα για αγορι καθως με πεταξε με φορα στο κρεβατι μας.

Εκλεισε με δυναμη την πορτα ενω με μια κινηση του χεριου του εβγαλε το μπλουζακι του αφηνοντας το να πεσει στο χαλι του δωματιου μας. Δαγκωσα το χειλος μου. Γαμωτο μου! Τον ηθελα τοσο ασχημα αυτον τον αντρα. Ουτε μια στιγμη δεν μπορουσα να σταματησω να μην το θελω. Παντα , παντα καθε ωρα , λεπτο , δευτερολεπτο τον ηθελα. Μου γεμιζε το κεφαλι εικοσιτεσσερις ωρες το εικοσιτετραωρο. Με κοιταξε με αυτα τα πρασινα ματια του που σκοτεινιαζαν οποτε του ξυπνουσε το τερας της επιθυμιας μεσα του. Αυτο το τερας που εδω και χρονια προσπαθουσε να με δαμασει. Αυτο το τερας που απο την πρωτη στιγμη μου ξυπνουσε μια ανεξηγητη και δυσνοητη ελξη. Με αυτο το αρρενωπο και γυμνασμενο σωμα που το υψος του δηλωνε ποσο δυσκολο ηταν να τον αρπαξεις στα δεσμα σου με πλησιασε με αργα βηματα. Μου κοβοταν η ανασα με την θεα του. Ηταν τοσο σεξι.

Με κοιταξε με το εντονο του βλεμμα gπου ξεσκιζε την σαρκα μου ακομα και απο τοσο μακρια και με την βαρια του φωνη μου ειπε «Βουλωστο μωρο μου. Σου ειπα να μιλησεις ;»

«Οχι» Ψελλισα ενω ενιωθα τα χειλια μου να στεγνωνουν . Που να σε παρει Ελευθεριαδη πως τα καταφερνες παντα; Μονο με μια προταση και μετατρεπες τις γυναικες σε σκλαβες σου. Ετοιμες να πεσουν στα ποδια σου.

«Σκασε τοτε» Μου ειπε εκνευρισμενος και εσπρωξε την μεγαλη μας ντουλαπα . Τον παρακολουθουσα στωικα απο το κρεβατι μας , τι σκοπευε να κανει;

Μην μπορωντας να αφησω λεξη να πεσει κατω του ανταπαντησα «Εισαι αγροικος»

Ηταν κυριολεκτικα αγροικος. Μηδεν ευγενεια , μηδεν ρομαντισμος , μηδεν οτιδηποτε ειχε σχεση με τροπους και ευαισθησια. Πως καταφερε να μου κλεψει την καρδια ενας τετοιος τυπος; Παντα θα το αναρωτιεμαι αυτο.

Γρυλισε και με κοιταξε στιγμιαια «Κατσε να τελειωσω απο αυτο που κανω και θα δεις ποσο αγροικος ειμαι»

Ανακατευε τα πραγματα του για μερικα λεπτα μεχρι που βρηκε αυτο που εψαχνε. Πλησιαζοντας με το σκοτεινο του βλεμμα ειχε γινει πιο αγριεμενο. Ριχνοντας μια ματια στα χερια του προσεξα επιτελους τι κρατουσε. Γαμωτο μου! Τι σκοπευε να κανει με το λαστιχο γυμναστικης του; Ξεροκαταπια ενω η ιδεα να παιξει με αυτο πανω μου με ερεθισε.

«Τι σκοπευεις να κανεις;» Τον ρωτησα με την φωνη μου να τρεμει. Ω για μενα πηγαινε το λαστιχο το ηξερα , το θεμα ηταν τι θα μου εκανε με αυτο.

Ενα μειδιαμα σχηματιστηκε στην ακρη των χειλιων του ενω πλεον τα σταθερα και αργα βηματα του τον εφεραν απεναντι μου. Εγλυψε προκλητικα τα σαρκωδη χειλια του μπροστα μου. Γαμωτο του! Επιτηδες το εκανε γιατι ηξερε πως ηταν ενα απο τα αδυναμα σημεια μου τα χειλια του. Απροσμενα με τραβηξε απο το κρεβατι και σαν παιχνιδι με κρεμασε για ακομα μια φορα στο ωμο του. Ουτε ανθρωπος των σπηλαιων να ηταν. Με σηκωνε με τοση ευκολια λες και ημουν πουπουλο. Παρακολουθωντας τα ποδια του ενω ημουν κρεμασμενη στο ωμο του ειδα πως ανοιξε με μια απλη μα δεξιοτεχνη κινηση την εσωτερικη πορτα του δωματιου μας , το θεμα ηταν ομως ηταν ποια απο τις δυο ηταν , αυτη που οδηγουσε στο προσωπικο μας μπανιο ή αυτη που οδηγουσε στο γυμναστηριο του καθαρματος ; Ετσι οπως ημουν κρεμασμενη δεν εβλεπα καθαρα. Το μονο που εβλεπα ηταν τα ποδια του Δημητρη να κινουνται συνεχως στο δαπεδο. Με το που μπηκαμε στο δωματιο το ποδι του κινουμενο σεξ μου εδωσε μια δυνατη κλωτσια στην πορτα και εκλεισε με βροντο πισω μας. Αχ δεν ξερω αλλα αυτο το παιχνιδι πολυ με ερεθιζε. Γενικα αυτη η αγριαδα του καθαρματος και ο τροπος που με διεκδικουσε με τρελενε. Με αφησε επιτελους κατω και η ματια μου επεσε στο χωρο. Χα! Τελικα στο γυμναστηριο με εφερε. Επρεπε να το καταλαβω.

Τα βλεμματα μας συναντηθηκαν. Μοιαζαμε σαν πεινασμενα ζωα οπου εψαχνα τροφη εβγαλαν τους κυνοδοντες για να ορμηξουν πανω στην λεια του. Ημασταν ετοιμοι να σκισουμε ο ενας τον αλλον μονο με ενα κοιταγμα των ματιων. Αναστεναξα ενω το καθαρμα μου στεκοταν απεναντι μου. Κρεμαζοντας το λαστιχο στο ωμο του και τυλιγοντας τα χερια του στην μεση μου με κολλησε στο σωμα του. Ξανα αφησα ακομα ενα αναστεναγμο. Με αγριοκοιταξε. Το ηξερα , με το ζορι κρατιοταν για να μην μου επιτεθει. Τα χερια του περπατησαν μεχρι τους γλουτους μου και με μια βιαιη κινηση μου εβγαλε το προχειρο πλεκτο που φορουσα.

Αρπαζοντας ξανα το λαστιχο τα χερια του τυλιχτηκαν γυρω του παιζοντας μαζι του ενω το τραβουσε τολμηρα μπροστα μου. «Θυμασαι στην σχολη οπου καποτε σου ειχα πει πως θα σε δεσω; Νομιζω πως ηρθε η στιγμη να στο δειξω κιολας» Μου ειπε και γουρλωσα τα ματια.

Πλακα μου εκανε; Τι στο διαολο. Βέβαια με ειχε ξαναδεσει τοτε που τσακωθηκαμε για τον Αγγελο αλλα εκει νομιζα πως το εκανε για τιμωρια οχι για τιποτα αλλο. Ω το αγορι μου μου εκρυβε κι αλλα μυστικα , μυστικα βρομικα που οδηγουσαν στους επανωτους οργασμους μου. Καθως τον κοιταζα πως τραβουσε το λαστιχο ενιωσα τοσο υγρη. Να βλεπω τα χερια του να το τραβανε καθως οι φλεβες του εκει να ξεπετιονται ενω τα μικρα κοκκαλα οπου υπηρχαν πανω στα δαχτυλα να γινονται πιο οφθαλμοφανες απο πριν. Ενταξει , ηταν ενα κινουμενο σεξ και αυτο δεν σηκωνε αμφιβολια. Τα λογια του συνεχιζαν να τραγουδουν επανειλημμενα σαν κασετα που κολλησε μεσα στο κεφαλι μου κανοντας με ξαφνικα να φερω στην μνημη μου μια αναμνηση. Τοτε στο Εδιμβουργο οταν ο Δημητρης μου ειχε πει «οχι ολα μωρο μου» Ηταν η απαντηση του στα λογια οπου του ειχα πει πως ηξερα ολα οσα εκανε στο σεξ. Ω θεε μου! Αυτος το εννοουσε κυριολεκτικα ενω εγω νομιζα πως το ελεγε για να μου πουλησει μυστηριο.

Σοκαρισμενη με την μολις συνειδητοποιηση οπου ειχα κανει του ειπα «Νομιζα πως το ελεγες για να με φοβισεις τοτε»

«Οχι μωρο μου» Μου απαντησε λες και μου ελεγε το πιο απλο πραγμα. «Κατσε τωρα και ανοιξε τα ποδια» Με προσταξε και ενιωσα πιο υγρη εκει κατω. Γαμωτο μου! Με αναβε τοσο πολυ να μου επιβαλλετε.

Κοιταξα πισω μου και ειδα το μικρο κρεβατακι οπου ξαπλωνε ο Δημητρης και εκανε βαρη. Ω! Αυτο θα ειχε ενδιαφερον. Καθισα στο κρεβατακι και μπαινοντας αναμεσα απο τα ποδια μου το καθαρμα μου αρπαξε τα χερια. Τα σηκωσε στον αερα και ενιωσα το λαστιχο γυμναστικης να τυλιγετε γυρω απο τους καρπους μου. Χα! Γι'αυτο το χρειαζοταν το καθαρμα , ηθελε να με δεσει με αυτο. Καθως ομως με εδενε εμενα το βλεμμα μου ειχε καρφωθει στο στηθος του. Οι κοιλιακοι του με την πιεση που ασκουσε το σωμα του ειχαν τεντωθει και παλλονταν καθως οι ανασες που επαιρνε ο Δημητρης ανεβω κατεβαζαν το στερνο του. Το βλεμμα μου ταξιδεψε προς τα κατω και κολλησα στο σημειο  του V  του και της φορμας του που φουσκωνε. Ειχε καυλωσει τοσο αγρια ασε που η φορμα του ισα που κρατιοταν.  Εσκυψε απο πανω μου και ενιωσα να μου κοβεται το οξυγονο. Μολις επαθα ασφυξια απο το αδυσωπητο και απιστευτα ελκυστικο σεξι σωμα του κινουμενου σεξ μου.

«Τωρα νομιζω εισαι ετοιμη να σου δειξω ποσο αγροικος ειμαι μωρο μου» Μου ειπε αισθησιακα το καθαρμα καθως τραβηχτηκε απο πανω μου.

Ενιωσα να σκαλωνει η ανασα μου απο τις λεξεις του. Το σωμα μου κουνηθηκε , ενιωθα τοσο εκτεθειμενη ετσι οπως καθομουν. Προσπαθησα να κουνησω τα χερια μου μα τοτε καταλαβα πως ηταν καπου δεμενα. Προφανως γι αυτο εσκυψε . μου ειχε δεσει τα χερια με το υπολοιπο λαστιχο γυμναστικης πανω στα βαρη οπου ειχα πισω μου.  Οπως ημουν δεμενη και τοσο παγιδευμενη ενιωθα η αδρεναλινη μου και ερεθισμος μου να μεγαλωνει ολο και πιο πολυ. Γαμωτο μου! Ενιωθα τοσο υγρη για την παρτη του.

«Ω μωρο μου θα σε πηδηξω τοσο αγρια που μολις τελειωσουμε δεν θα μπορεις να κλεισεις τα ποδια σου απο το πονο.»  Η φωνη του ηταν τοσο αισθησιακη που μου αναζωπυρωνε καθε πιθανο νεκρο μοριο μου που ισως δεν ειχε ξυπνησει ακομη απο το παιχνιδι του.

Ριχνοντας την ματια μου πανω του τον ειδα να ειναι τελειως γυμνος προκαλωντας με, με αισχρο και εκφυλο τροπο να σκισω τα δεσμα μου και να του επιτεθω. Που να παρει! Εγλυψα τα χειλια μου και το σωμα μου κουνηθηκε ξανα απο ασυδοτη επιθυμια. Ηταν τοσο ομορφος θεε μου , τοσο σεξι. Ολο το σωμα του φωναζε κινουμενο σεξ. Απο αυτα τα ματια που ηταν πρασινα σαν τα ανεμοδαρμενα δεντρα που τα παρασερνε ο αγριεμενος αερας  , τοσο εντονα μα ταυτοχρονα σκοτεινα. Απο αυτο το στερνο που ηταν τοσο σμιλεμενα καλα κτισμενο που οι κοιλιακοι του εκτιζαν τειχη , τειχη που μπορουσες να σκαρφαλωσεις για να φτασεις μεχρι τα σαρκωδη χειλια του και να τα γευτεις. Τα μπρατσα του δυνατα και αξεπεραστα μονο να σε εκλειναν μεσα τους και αυτο ηταν , θα σε στιγματιζαν για παντα. Οσο για το σημειο που με συντριβε καθε φορα που εμπαινε μεσα μου , απλα δεν ειχα να πω τιποτα . Αρκουσε να μπει μεσα σου και εχανες ολο το κοσμο.

Το βλεμμα του με καρφωσε και εγειρε ξανα το σωμα του απο πανω μου. Ενιωσα το λευκο δερμα του να τριβετε πανω στο γυμνο δικο του και στεναξα. Τα χειλια μας ενωθηκαν ενω την ιδια στιγμη τα περιτεχνα μακρια δαχτυλα του εσκισαν το σλιπακι μου. Οι γλωσσες μας κολυμπουσαν προς το τερμα του δικου τους ασταματητου καταρρακτη καθως ταυτοχρονα η εντονη σκληρη στυση του τριβοταν στην περιοχη μου. Ανασηκωσα το σωμα μου και σαν χορος του απαντησα στην κινηση του. Μουγκρισε και μου δαγκωσε το κατω χειλος. Αφησε τα χειλια μου και κυλοντας το σωμα του προς τα κατω εφτασε στην χωρις ορια βρεγμενη κλειτοριδα μου. Οταν αγγιξε τα χειλια του στο λεπτο τιναχτηκα. Θεε μου η επιρροη του πανω μου αρχισε και με φρικαρει. Ενω η γλωσσα του βυθιζοταν ολο και πιο εντονα μεσα μου τα χερια του κλειδωσαν γυρω απο τους αστραγαλους μου και με τραβηξε αποτομα προς το μερος του. Ειχε χωσει κυριολεκτικα το προσωπο του μεσα στην περιοχη μου ρουφωντας το αχορταγα.

«Γαμωτο» Ουρλιαξα ενω το σωμα μου πλεον ετρεμε απο το αισθησιασμο και την ηδονη που μου προκαλουσε το τερας του σεξ μπροστα μου. Τοσο αχορταγος , τοσο λυσσασμενος , τοσο παθιασμενος , τοσο δικος μου.

Χωρις να αντεχω αλλο αφησα τον καταπιεσμενο και εκρηκτικο οργασμο μου να βγει ουρλιαζοντας τοσο δυνατα που το στηθος μου ανεβαινω κατεβαινε κουρασμενα. Τα χερια του εδεσαν τα ποδια μου γυρω απο την μεση μου και γλυφοντας τα χειλια του γευοντας την καθε σταγονα του οργασμου μου με κοιταξε βαθια στα ματια λες και προσπαθουσε να με σαγηνεψει.

«Τι εισαι μωρο μου;» Με ρωτησε ενω συνεχιζε να με κοιταει τοσο εντονα που ενιωθα στην κυριολεξια την φωτια μεσα του να μεταφερετε στο σωμα μου.

Η στυση του τριβοταν ασυστολα προκλητικα στην περιοχη μου οσο περιμενε την απαντηση μου. Στεναξα απο πονο. Ω θεε μου! Ηθελα τοσο αγριεμενα και απελπισμενα να μπει μεσα μου. «Η μικρη σου πορνη» Ψελλισα κλαψουριζοντας.

«Ετσι μπραβο» Μου απαντησε με ικανοποιηση και με μια βιαια κινηση μπηκε μεσα μου. Αφησα ακομα ενα ουρλιαχτο ενω αυτος επιτεθηκε στο λαιμο μου δαγκωνοντας τον εξουσιαστικα.

«Ω γαμωτο» Φωναξα με την φωνη μου να λιωνει αργα αργα.

Οι κινησεις του γινοντας ολο και πιο γρηγορες που ενιωθα πως θα εκραγω. Ηθελα τοσο πολυ να του τραβηξω τα μαλλια απο την απολαυση που μου προκαλουσε αλλα δεν μπορουσα. Καταραμενο καθαρμα γι'αυτο ηθελε να με δεσει; Για να ειμαι περισσοτερο εξαρτημενη απο αυτον ; Ηταν ενα πιθανο σεναριο.

Περα απο τις σκεψεις μου ομως χωρις λυση αρκεστηκα μονο στα λογια ξεστομιζοντας βροντερα και δυνατα. «Αχ Δημητρη , ναι»

«Την πουτανα μου , οταν λες το ονομα μου με καυλωνεις τοσο ασχημα. Δεν θελω να βγω απο το μουνακι σου» Μου απαντησε και μπηκε τοσο γρηγορα και δυνατα μεσα μου που ηξερα καλα , ειχε φτασει τοσο βαθια μεσα μου οσο δεν εφτασε κανεις αλλος , λυγιζοντας καθε στενο μου τοιχωμα.

Αφου ειχε κατασπαραξει το λαιμο μου και το στηθος μου απο δαγκωνιες και ρουφηγματα εφερε ξανα το κεφαλι του μπροστα στο δικο μου. Αρπαζοντας την ευκαιρια μου του ειπα ξεδιαντροπα. «Σε θελω τοσο πολυ. Σκισε με»

«Και εγω σε θελω μωρο μου» Μου απαντησε και κανοντας την επιθυμια μου πραξη μπηκε πιο αγριεμενα μεσα μου.

Με πηδουσε τοσο αγρια και με παθος που το σωμα μου ειχε παραλυσει , απλα ειχε γινει μια κουκλα στα χερια του. Αυτος ο αντρας ηταν δικος μου , τοσο απολυτος και τοσο παθιασμενος να με ταξιδευει στα βαθη του αισθησιασμου και της ηδονης που μονο εμεις καταφερναμε να ταξιδευομε με την σχεση μας.

...

Μερικες στιγμες αργοτερα αφου καναμε ενα απο τα πιο αγρια και εκρηκτικα σεξ στην σχεση μας με τον Δημητρη αλλαξαμε ρουχα και κατεβηκαμε κατω. Ειχαμε αποφασισει επιτελους να στολισουμε το χριστουγεννιατικο μας δεντρο. Με το που κατεβηκαμε ειχα πει στην Λιζετ πως ηταν ελευθερη , να βγει ή κανει οτι ηθελε μια τετοια μερα. Ημασταν και οι τεσσερις στο σαλονι με σκορπισμενα κουτια απο μπαλες και διαφορα αλλα μπιχλιμπιδια γυρω μας. Τα μικρα μου ηταν καθισμενα πανω στο χαλι και επαιζαν με οτι εβρισκαν μπροστα τους ενω το ομορφο μου καθαρμα με βοηθουσε να στολισω. Στολιζε τα ψηλα σημεια οπου δεν εφτανα εγω. Ημουν και κοντη τρομαρα μου.

«Ελα Θεμη ασε την μπαλα.» Ακουσα να λεει ο Δημητρης στον μικρο γκρινιαρη γιο μας και του αρπαξε την χριστουγεννιατικη μπαλα απο τα χερια. Αμεσως αρχισε να κλαιει. Το ομορφο καθαρμα μου γρυλισε και γυριζοντας το βλεμμα του προς τα εμενα προσθεσε «Πω ρε πουστη μου τι κολλημα εχει παθει ο γιος σου; Μην δει στρογγυλο πραγμα το αρπαζει. Ελπιζω να μην ειναι ετσι και με τα μουνια των γυναικων γιατι την βαψαμε»

Μορφασα με την απαντηση του . Αμαν πια με αυτον τον αντρα τα παντα περιτριγυρίζουν γυρω απο το σεξ γι'αυτον . Απαυδισμενη του απαντησα «Ελεος Δημητρη! Μην πεις κατι γλυκο θα γκρεμιστει ο κοσμος ολος»

«Θες κατι γλυκο; Κατσε τοτε» Μου πεταξε και τον κοιταξα περιεργα. Τον ειδα να φευγει και να ανεβαινει τρεχοντας τις σκαλες. Τι στο διαολο μου εκρυβε παλι; Μεσα σε μερικα λεπτα γυρισε πισω και στεκοντας με περηφανια μπροστα μου ειπε «Οριστε κατι γλυκο μην με λες συνεχως αναισθητο»

Γουρλωσα τα ματια με αυτα που κρατουσε στα χερια του και τα πηρα. «Δεν το πιστευω πηρες εισητηρια για το Εδιμβουργο;»

«Ναι σκεφτομουν μια που δεν στολισαμε το σπιτι να μην μπουμε στο κοπο και να την κανουμε τα Χριστουγεννα. Αλλωστε εχει καιρο να παμε στο Εδιμβουργο , απο τοτε που πηγαμε οταν ημασταν στην σχολη» Μου εξηγησε αφοπλιζοντας με απο καθε λεξη που σκοπευα να πω. Τον αγαπουσα τοσο πολυ.

«Εισαι τοσο καθαρμα» Του ειπα απλα και επεσα στην αγκαλια του.

«Αν ο ρομαντισμος μου σε συγκλονιζει εμενα με συγκλονιζει το πλουσιο λεξιλογιο σου» Με κοροιδεψε οπως παντα εκανε για να μου την σπασει .

Τον αγριοκοιταξα «Εισαι μαλακας» Τον εσπρωξα στο στερνο και με φιλησε στο κροταφο.

Δεν το πιστευα μετα απο τρια χρονια θα ξανα γυριζαμε στο Εδιμβουργο. Εκει που γεννηθηκαν ολα. Εκει που ερωτας μας ζωντανεψε και μας εφερε εδω που ημασταν τωρα. Θα ζουσαμε ξανα τις στιγμες που περασαμε μονο που τωρα θα ημασταν με τα διδυμα μας.

......................................

Hey diamonds!! Οπως σας το υποσχεθηκα οριστε το χριστουγεννιατικο one shoot της Αντας και του Δημητρη. Θελω να πω πως θα ανεβασω ακομα ενα την παραμονη Πρωτοχρονιας γτ το εχω μοιρασει στην μεση.

Λοιπον τι εχετε να πειτε για την οικογενεια Ελευθεριαδη και Αλιβιζατου?

Ο Δημητρης μας ισοπεδωνει με τον εκπληκτικο του ρομαντισμο οπως παντα χαχα ενω η Αντα οπως φαινεται εχει γινει πολυ καλη μαμα. Τα διδυμα επισης δειχνουν να εχουν ομοιοτητες με τους προκατοχους τους .

Νομιζω το κεφαλαιο εχει πολυ γελιο , αισθησιασμο και μελαγχολια. Ελπιζω να σας αρεσε .

Τραγουδι : Francesca Michielin - Tutto questo vento

( αν θελετε στην σκηνη του σεξ μπορειτε να ακουσετε και το δευτερο τραγουδι Jay Z - No Church in the wild )

COMMENTS & VOTES

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top