Chapter 7

Αντα

Έδιωξα τα βαριά υφάσματα όπου λέγονταν παπλώματα από πάνω μου και ανακάθισα τέντωνοντας τα χέρια μου στο αέρα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και χωρίς να χουζουρεύω περισσότερο σηκώθηκα από το κρεβάτι και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Ήταν αρκετά νωρίς αλλά δεν με ένοιαζε. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως σε αυτό που κάνω θα είμαι καλύτερη. Κανείς δεν καταλάβαινε το πάθος μου για την μόδα.Μπορεί για μερικούς να ακούγεται βλακώδες και πολύ υλιστικό επάγγελμα. Ένα επάγγελμα όπου κρύβετε ανάμεσα στις κάμερες και με επιφανειακούς ανθρώπους μα δεν είναι έτσι. Μόδα είναι κάτι μαγικό , κάτι που σε ταξιδεύει σε χρώματά και στην αγάπη για να κανείς τον κόσμο πιο όμορφο. Όχι επιφανειακά , όμορφο διώχνοντας την θλίψη και το γκρίζο όπου υπάρχει στην ατμόσφαιρα μας εδώ και χρονιά. Αφού ξέπλυνα το πρόσωπο μου γύρισα στο δωμάτιο μου και πήρα το κινητό μου. Δεν είχα καμιά ειδοποίηση από το φέισμποοκ. Θα σκάσω! Ποιος ήταν αυτός που μου είχε στείλει χθες; Αν δεν είχα δυνατά το ήχο του κινητού δεν θα έπαιρνα καν είδηση πως μου είχε στείλει. Δεν μου έφτανε ο Δημήτρης τώρα έχω και ένα περίεργο στο φέισμποοκ. Εξαιτίας το τρελού δεν μπορούσα μέχρι αργά να κοιμηθώ. Με είχε επηρεάσει πολύ το φιλί όσο και αν προσπαθούσα να το δαμάσω. Με τις σκέψεις μου παρέα ντύθηκα μηχανικά και έφτιαξα ένα καφέ. Γευμάτισα στα γρήγορα με την σκέψη της Αλεξας. Δεν θα γύριζε να αλλάξει για την σχολή; Πω φίλε! Τι στο καλό της έχει κάνει ο άλλος; Και καθώς το είπα αυτό άκουσα κλειδιά στην πόρτα. Την είδα να εμφανίζεται μπροστά μου με μια κουρασμένη έκφραση.

«Κοίτα να δεις ποια μας θυμήθηκε» είπα ειρωνικά καθώς είχε τινάξει τα μποτάκια της στο αέρα.

Με κοίταξε και πλησιάζοντας με μου είπε «Αν απαντούσες τα τηλέφωνά ίσως θα σε θυμόμουν πιο νωρίς.Γιατί στο καλό δεν απαντούσες;» Εξοργισμένη κάθισε στο σκαμπό απέναντι μου

«Ήμουν απασχολημένη και αργότερα ξέμεινα από μπαταριά» Της απάντησα αδιάφορα. Της κρατούσα μούτρα ακόμα που με παράτησε για τον γκόμενο

Ανασήκωσε το φρύδι . Εντάξει, ετοιμάσου για ανάκριση Άντα. «Με τον Δημήτρη ήσουν απασχολημένη; Γιατί κάτι μου βρομάει εδώ πέρα. Δεν μου ξεφεύγεις εμένα»

Το ήξερα. Πόσο καλά σε γνωρίζω Αλέξα. Αυτή μην δει να με πλησιάσει κάποιος θα τον βγάλει πως μου την πέφτει , με γουστάρει και άλλα πενήντα πιθανά σενάριά που μπορεί να πλάσει το κεφάλι της. «Τίποτα δεν βρομάει. Ξεκολλά, φίλοι είμαστε.»

«Δεν μου φανήκατε και πολύ φίλοι χθες» Μου απάντησε γεμάτο υπονοούμενο.

«Ναι , ότι πεις. Πάω να ετοιμαστώ για την σχολή. Εσύ;» Απέφυγα το θέμα Δημήτρης και το έστρεψα προς κατεύθυνση σχολή. Ότι και να παίζει με το Δημήτρη - που δεν παίζει τίποτα βασικά - ήταν δικό μου θέμα. Δεν θέλω να μοιράζομαι τίποτα μέχρι να είναι σίγουρο.


«Όχι . Θα έρθω αργότερα στην σχολή , είμαι πτώμα» Κούνησα το κεφάλι και μπήκα ξανά στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ για ακόμα μια μέρα στην σχολή

...

Το τρένο τραντάχτηκε και το σώμα μου έγειρε προς τα πίσω και άγγιξα σε κάτι σκληρό. Είχα μπει εδώ και ώρα στο ηλεκτρικό και κατευθυνόμουν προς στην σχολή και ήταν τόσο μεγάλη η τύχη μου που το ηλεκτρικό όπου πήρα χάλασε και αναγκαστήκαμε όλοι να περιμένουμε πάνω από μια ώρα για να έρθει επόμενό. Σκέτη απελπισία τα μεταφορικά μέσα στην Αθήνα. Όταν πλέον ήρθε όλοι γίναμε ένα κουβάρι και ορμηξαμε μέσα. Και ορίστε μας εδώ τώρα. Διάφοροι ιδρωμένοι να με αγγίζουν με κάθε λεπτό που σταματάει το ηλεκτρικό. Αηδία και ξανά αηδία. Με ένα ξανά τράνταγμα του ηλεκτρικού έπεσα προς τα μπροστά και παραπάτησα.

«Oπ πρόσεχε κοπελιά» Άκουσα μια φωνή να λέει και με κράτησε από την μέση. Ήξερα καλά αυτή την φωνή.Γαμώτο μου!

Σήκωσα το βλέμμα προς τον τύπο που μίλησε. «Δημήτρη»

Κατέβασε το κεφάλι προς τα κάτω αφού ήταν αρκετά πιο ψηλός μου «Άντα;» Ξαφνιασμένος με κοίταξε.

«Γεια σου» Χαμογέλασα αμήχανα. Γιατί τον βρίσκω στα πιο απροσδόκητα σημεία θεέ μου; Και αυτό το περίεργο συναίσθημα που με πλημμυρίζει όταν με βλέπει γαμώτο μου πια.

«Τελικά θα παίρνω πιο τακτικά το ηλεκτρικό» Μου πέταξε και έγλυψε τα - σε ανοικτό ροζ - χείλια του.

Δεν με βλέπω για πολύ καλά. Με τον Δημήτρη , σε κλειστό χώρο , με ένα σωρό κόσμο να μας πιέζει όλο και πιο κοντά , δεν νομίζω να την βγάλω καθαρή. Ένιωθα να ασφυκτιώ. Να μην αναπνέω, άσε που όλο αυτό μου θύμιζε τραυματικές αναμνήσεις. Πριν ένα χρόνο , καθώς έφευγα από το σχολείο και μπήκα στο ηλεκτρικό για το γυρισμό με είχε κλέψει αυτός που υποτίθεται μου την έχει πέσει και με φλέρταρε. Ένα ομορφόπαιδο με γλυκό πρόσωπο πέρα πάσης υποψίας. Τόσο αφελής ήμουν. Ένα σφύριγμα ακούστηκε στις σιδηρογραμμές και το ηλεκτρικό σταμάτησε απότομα. Έπεσα με φόρα πάνω στον Δημήτρη για ακόμα μια φόρα και με έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του. Καθώς ένα μπουλούκι αγχωμενων Αθηναίων βγήκε από τις πόρτες ο Δημήτρης κόλλησε στο στήριγμα μεταξύ των πόρτων και με τράβηξε μαζί του για να με προφυλάξει από το κόσμο.

Ένιωσα ένα ανατρίχιασμα να κυλάει στην πλάτη μου και αναστέναξα. Με κοίταξε και χαμογέλασε. «Τι έγινε Άντα σου προκαλώ νευρικότητα;» Η φωνή του έσταζε ικανοποίηση που τόνιζε τον ανδρικό του εγωισμό.

«Ναι ονειρέψου ακόμα λίγο αγοράκι» Του απάντησα γεμάτο ειρωνεία. Κοίτα να δεις που σου έκοψα τα φτερά. Του είπα μέσω των ματιών μου που κάρφωναν τα δικά του.

Γρύλισε και τα χέρια του με έσφιξαν πιο πολύ στην πλάτη δίνοντας μου μήνυμα πως είχε εκνευριστεί. «Έτσι και με ξανά πεις αγοράκι δεν ξέρω τι θα γίνει»

«Τρόμαξα τώρα» Κάγχασα με ένα ψεύτικο και ειρωνικό χαμόγελο στα χείλια μου

«Μην με προκαλείς Άντα! Μπορώ να σου κάνω χειρότερα από όσα φαντάζεσαι» Όπα! Τι ήταν αυτό; Απειλή ή πρόκληση

«Όπως;»

«Πάμε για καφέ και θα καταλάβεις» Αποφασιστικά με τράβηξε από το χέρι και μόλις το ηλεκτρικό σταμάτησε στο Θησείο βγήκαμε έξω.

...

Περπατούσαμε στα πέτρινα δρομάκια του Θησείου με τον Δημήτρη συζητώντας. Δεν ξέρω πως το στο κάλο το έκανε αλλά κρεμόμουν από τις λέξεις που έλεγε. Μου είχε πει πως η μηχανή του είχε πρόβλημα και δεν μπορούσε να την πάρει για να έρθει στην σχολή , οπότε γι' αυτό είχε πάρει ηλεκτρικό. Έμενε στα Εξάρχεια όπου ήταν και η δουλειά του. Τον κοίταζα αποχαυνωμένη. Η αύρα του , η όλη του παρουσία δίπλα μου με μάγευε. Κυριολεκτικά. Καθώς μιλούσαμε δεν σταματούσε να πετάει προκλητικά υπονοούμενα. Όσο και αν προσπαθούσα να τον ταπώσω , να του την μπω πάντα έβρισκε κάποιο τρόπο να με αντικρούει. Περπατούσαμε στον πέτρινο πεζόδρομο του Θησείου όταν ξαφνικά το ανκλ ζέβρε μποτάκια μου σκάλωσαν.

Καθώς σταματήσαμε και προσπαθούσα να ξεσκαλώσω το μποτάκια μου ο Δημήτρης χαμογέλασε. «Τι φοράς τις γόβες μωρό μου μέσα στα πέτρινα δρομάκια;» Μου είπε κοροϊδευτικά

Ξαφνιάζοντας με απροειδοποίητα κάθισε στα πέλματα και με το χέρι του μου έβγαλε το τακούνι από την τρυπά που είχε βυθιστεί μέσα. Καθώς η παλάμη του είχε αγκαλιάσει τον αστράγαλό μου ο αντίχειρας του χάιδεψε αργά το κόκαλο εκεί. Μου κόπηκε η ανάσα όμως δεν έχασα τον αυτοέλεγχο μου.

Τον κοίταξα θιγμένη «Πρώτο ! Δεν είναι γόβες , είναι μποτάκια. Και δεύτερο! Δεν ήξερα πως θα με έφερνες στα κατσάβραχα για καφέ» Τράβηξα το πόδι μου από το χέρι του και τον είδα να σηκώνεται έχοντας στα χείλια του ένα αλαζονικό χαμόγελο

«Ναι μίλησε ο ειδικός της μόδας τώρα.» Ανασήκωσα το φρύδι κοιτάζοντάς τον και εμφάνισε ξανά ένα μειδίαμα στα χείλια του. «Πάμε για καφέ τώρα μην ξανά σκαλώσεις πουθενά πάλι» Πέταξε και γρύλισα. Με κορόιδευε; Ίσιωσα το σώμα μου απαξιώντας τον , τον προσπέρασα και ξεκίνησα να περπατάω προς την άνοδο του λόφου όπου υπήρχαν οι καφετέριες.

...

Ο ήλιος είχε πέσει για τα καλά και έκαιγε τα ξεθωριασμένα μάρμαρα του Παρθενώνα , αν και χειμώνας έκανε φοβερή ζέστη στην Αθήνα. Ήταν από αυτά τα αλλόκοτα που συνέβαιναν σε αυτή την πόλη. Ή θα πάγωνες από κρύο ή θα καιγόσουν από την ζέστη. Δεν υπήρχε κάτι ενδιάμεσο. Καθόμασταν σε μια καφετέρια πλέον με τον Δημήτρη και απέναντι μας απλωνόταν όλη η Αθήνα. Είχα κάνει τα πόδια μου σταυροπόδι και πήρα το ψηλό μου ποτήρι όπου ήταν γεμισμένο από τον γνωστό κλασικό καφέ της Ελλάδας και τον άκουγα. Με κάρφωνε με τα πράσινα του μάτια και ένιωσα κάθε λεπτό να αποσυντονίζομαι από τον ειρμό των σκέψεων μου. Δεν άντεξα.

«Είσαι πάντα έτσι;» του πέταξα μετά από το τελευταίο υπονοούμενο που μου είχε πει. Συνεχώς με έκανε να σκέφτομαι και να κάνω δεύτερες σκέψεις. Να λέει κάτι και εγώ να πλάθω φαντασιώσεις μέσα στο μυαλό μου.

Τα βλέφαρά του τρέμω έπαιξαν στιγμιαία τονίζοντας το ξάφνιασμα της ερώτησης μου. Έγειρε το κεφάλι και είπε «Πως;»

«Προκλητικός και ωμός» Του απάντησα καθώς έβαζα το ποτήρι μου ξανά στο τραπέζι.

Χαμογέλασε γλύφοντας τα χείλια του και έγειρε το σώμα του προς το μέρος μου. Είχε τοποθετήσει τα χέρια του πάνω στο τραπέζι και ένιωθα την ανάσα του ζέστη μπροστά στο πρόσωπό μου. «Μονό εκεί που με ενδιαφέρει»

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου και είχα την περίεργη αίσθηση πως αυτό τον εξωθούσε κι άλλο εκτός ελέγχου. Το είχα αντιληφθεί καθώς τα μάτια του από σκούρα πράσινα έγιναν ένα κατά μαύρο χρώμα με αμυδρό πράσινο χρώμα. Έγλυψε για ακόμα μια φορά τα χείλια του αλλά τόσο διαφορετικά. Αργά και αισθησιακά. Με είχε κάνει να εύχομαι να μπορούσα να του δαγκώσω τα χείλια. Τι στο διάολο μου κάνει;

«Δεν είμαι ο αναρχικός που νομίζεις Άντα , ούτε το φλωρακι που φαντάζεσαι πως αν μου την μπεις θα ξενερώσω . Ότι Θέλω το παίρνω. Πάντα!» Μου είπε μέτα από μερικά λεπτά. Ναι , μην χαίρεσαι αγοράκι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αν δεν πράξεις , δεν παίρνεις τίποτα.

«Και τότε τι είσαι;» Τον προκάλεσα χωρίς να κουνήσω το βλέμμα μου από το δικό του. Δεν ήθελα να του δείξω πως μπορεί να με ταράξει και να με επηρεάσει μόνο με μερικές λέξεις

«Πότε δεν θα μάθεις εκτός και αν δοκιμάσεις»

Να το πάλι! Πάλι μου πετάει υπονοούμενα γαμώτο μου! Μονό που δεν ξέρει κάτι. Δεν το παίζει μόνο αυτός καλά το παιχνίδι. Δεν είναι ο πρώτος που μου πουλάει αυτό το στιλάκι. Τους έχω μάθει πολύ καλά όλους.

Του χάρισα ένα σαρδόνιο γέλιο και ανασηκώνοντας το φρύδι μου του απάντησα «Με προκαλείς; Γιατί αν μ επροκαλείς , ξέρεις μπορώ να σε προκαλέσω και εγώ»

«Όχι μωρό μου, όταν θα σε προκαλέσω θα το καταλάβεις. Αν και θα ήθελα να δω τι μπορείς να κάνεις» Στο βλέμμα του εμφανίστηκε η αλαζονεία ενώ τα μάτια του με βύθιζαν όλο και πιο πολύ σε μια μαύρη κηλίδα αόρατου χάους όπου μεγάλωνε με το κάθε δευτερόλεπτο.

Εκνευρισμένη και γεμάτο ένταση του απάντησα «Δεν είμαι το μωρό σου»

Έφερε το κεφάλι του πιο κοντά μου και έχασα ένα παλμό από την καρδιά μου. Εκεί που πίστεψα πως θα με φιλήσει , αφού τα χείλη του ήταν ένα βήμα πριν ενωθούν με τα δικά μου, έστριψε το κεφάλι και με αισθησιακή φωνή μου ψιθύρισε στο αυτί «Θα γίνεις σύντομα»

...

Μετά από το τρελαμένο και γεμάτο ένταση καφέ μαζί με τον Δημήτρη είχα γυρίσει στο σπίτι. Είχε καταφέρει να χάσω την σχολή μου και συν αυτού με είχε ταράξει για ακόμα μια φόρα. Τι μου συμβαίνει οπότε είμαστε μαζί; Γιατί όταν είμαι μακριά του είμαι τόσο ήρεμη και ψύχραιμη ενώ όταν είμαι μαζί του μεταλλάσσομαι σε τέρας χωρίς αυτοέλεγχο; Έχω μπλέξει τόσο άσχημα αλλά δεν θα τον αφήσω να με τρελάνει , εγώ θα τον τρελάνω πρώτη.

Είχα χαλαρώσει στον μεγάλο μαύρο καναπέ μου μ' ένα σλιπάκι και ένα αθλητικό μπλουζάκι έχοντας τα μαλλιά μου σε ψηλό πρόχειρο κότσο . Είχα απλώσει τα πόδια μου στο ξύλινο τραπεζάκι απέναντι μου και τοποθέτησα τον υπολογιστή μου πάνω στα πόδια μου. Άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για διάφορες νέες τάσεις της μόδας. Έπρεπε να πάρω ιδέες για το εργασια όπου θα ετοιμάζαμε στην σχολή. Καθώς έκανα την έρευνα μου μεταξύ των τάσεων του 2014 και συγκρίσεις με τις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα όπου ήταν και από τις αγαπημένες μου, αποφάσισα να μπω για λίγο στο φέισμποοκ .Μπήκα στα μηνύματα και είδα πως ο περίεργος Άγγελος μου απάντησε με ένα «Ναι είμαι ο κολλητός του από την Μαδρίτη. Ελπίζω να τον προσέχεις» Σούφρωσα την μύτη μου. Τι εννοεί να τον προσέχω;

«Ωραία , μου έχει μιλήσει για σένα αλλά κάτι δεν κατάλαβα. Τι εννοείς να τον προσέχω;» Του απάντησα και περίμενα. Ελπίζω να είναι μέσα γιατί δεν θα αντέξω να σκάσω για ακόμα μια μέρα από περιέργεια όπως χθες το βράδυ.

«Αφού είσαι η κοπέλα του. Δεν θα τον προσέχεις; Τι σου είπε για μένα;» Μου απάντησε μετά από δεκαπέντε λεπτά. Εκεί που είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν θα απαντούσε.

Τι στο διάολο; Από που έβγαλε το συμπέρασμα πως εγώ είμαι η κοπέλα του Μάνου; Γι'αυτό μου έστειλε αίτημα; Γιατί πίστευε πως είμαι η κοπέλα του Μάνου και ήθελε να με ψαρέψει για να δω αν είμαι καλή μαζί του; Τι μαλάκας. Τα νευρά μου είχαν γίνει τσαντάλια. Δεν μπορούσα να του απαντήσω τώρα χρειαζόμουν κάτι να πιω για να ηρεμήσω. Έβαλα δίπλα μου τον υπολογιστή και πήγα στην κουζίνα. Αφού έφτιαξα στα γρήγορα ένα φρέσκο χυμό , ήπια μια γουλιά και ξανά γύρισα στο σαλόνι πλέον πιο ήρεμη.

Του απάντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα «Μάλλον έκανες λάθος. Δεν είμαι η κοπέλα του. Το αγόρι της κολλητής μου είναι. Όσο για το τι μου είπε για σένα , απλά μου είπε πως ο ένας κολλητός του μένει Μαδρίτη»

«Πλάκα κάνεις; Συγνώμη. Ο Μάνος μου είχε πει το όνομα της κοπέλας του αλλά το είχα ξεχάσει και μπερδεύτηκα. Μάλλον θα έπρεπε να στείλω αίτημα στην άλλη κοπέλα όπου ήσασταν μαζί στην καφετέρια.» Μου έγραψε απολογητικά. Εντάξει , το παίρνω πίσω. Δεν είναι μαλάκας τελικά.

Του απάντησα πίσω «Μου έστειλες για να με ψαρέψεις να φανταστώ;» Δεν άντεξα να μην του πετάξω το πικρόχολο σχόλιο μου.

«Χμ ναι! Είναι κολλητός μου, Θέλω να είναι καλά και να μην πέσει σε καμιά τσούλα. Δεν γουστάρω να ξαναγίνει χώμα» Απάντησε μέσα σε λίγα λεπτά. Ω! Αυτό ήταν γλυκό. Γνωστή αντρική φιλία. Αλληλεγγύη και προστασία αναμεταξύ τους.

«Μην ανησυχείς η κολλητή μου δεν είναι τσούλα» Του χάρισα την επιβεβαίωση. Πολύ θα ήθελα να έβλεπα να μιλάει έτσι στην Αλέξα. Θα τον σκυλόβριζε και μετά θα σκυλόβριζε τον Μανό

«Ωραία. Συγνώμη πάντως.»

«Δεν πειράζει. Έχει πληγωθεί πολύ ο Μάνος να φανταστώ ε; Για να φτάσεις σε σημείο να ψαρεύεις τις γκόμενές του» Ήταν σειρά μου να τον ψαρέψω. Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία γιατί να μην την αρπάξω;

«Αυτό είναι θέμα του κολλητού μου δεν μπορώ να πω. Αλήθεια εσύ τι σπουδάζεις;» Με ρώτησε αλλάζοντάς θέμα. Σιγά που θα μου απαντούσε.

«Μόδα όπως η Αλέξα , η κοπέλα του Μάνου. Εσύ;» Του απάντησα και ταυτόχρονα άκουσα το ήχο από κλειδιά να ξεκλειδώνουν την πόρτα.

Είδα την Αλέξα να μπαίνει στο σαλόνι με όλη την παρέα. Ποια παρέα; Τον Μάνο με τον Ερμή και ο Στέφανος με την κοπέλα του Φένια , την Νάντια , τον Νίκο και τον Ορέστη. Ω γαμώτο! Μόλις έγινα ρεζίλη! Έχασα το χρώμα μου καθώς με κοίταξαν όλοι παγωμένοι με την όλη μου εμφάνιση. Δεν έδειξα την ντροπή μου και έκλεισα τον υπολογιστή μου βάζοντας τον στο τραπεζάκι απέναντί μου.

«Τι κάνετε όλοι εδώ;» Σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά τους απτόητη. Άλλωστε δεν ήμουν και γυμνή. Απλά φορούσα το μπλουζάκι μου και το εσώρουχο μου.

Πετώντας τα κλειδιά της η Αλέξα και σοκαρισμένη από το θέαμά απάντησε «Έχουμε τελειώσει από την σχολή όλοι και πρότεινα στα παιδιά να έρθουν για ταινία εδώ»

«Και ο Δημητράκης ήρθε στην σχολή;» Με μία γεύση ειρωνείας είπα υποκοριστικά το όνομα του και τον κοίταξα αφήνοντας το νόημα να αιωρείται στον αέρα. Εξαιτίας του έχασα το μάθημα μου και αυτός πήγε στο δικό του.Ηλίθια Άντα!

Με κοίταξε με νόημα κάνοντας μια γραμμή τα φρύδια του. «Όχι. Τον βρήκαμε στο δρόμο. Γιατί;» Ρώτησε απορημένη η Αλέξα

«Τίποτα.»

«Πως την είδες. Έτσι θα μείνεις;» Η Αλέξα μου είπε ειρωνικά. Χα! Σιγά μην έδινα την ικανοποίηση σε όλους πως ντρέπομαι.

«Ναι. Γιατί τι έχω;» Η Αλέξα γούρλωσε τα μάτια με την απάντηση μου χάνοντας το χρώμα της ενώ οι άλλοι γέλασαν. Κοίταξα γύρω μου. Ο Δημήτρης με είχε φάει με τα μάτια

«Τίποτα. Θα παραγγείλω πίτσα. Εσύ φτιάξε ποτά και ορεκτικά στα παιδιά. Κάτσετε» Έκανα στην άκρια ενώ ταυτόχρονα ρώτησα τα παιδιά τι θα πιουν. Αφού μου είπαν προχώρησα για να πάω στην κουζίνα. Στο πέρασμα μου χτύπησα επίτηδες τον ώμο μου στον Δημήτρη. Τον έπιασα με την άκρη των ματιών μου να γελάει πριν μπω στην κουζίνα.

Μερικές στιγμές μετά καθώς ετοίμαζα τα ποτά και τα αναψυκτικά όπου μου ζήτησαν άκουσα βήματα. Δεν έδωσα σημασία , προφανώς κάποιος θα πήγαινε τουαλέτα όπου βρισκόταν λίγα βήματά από την κουζίνα.

Ξαφνικά ένιωσα μια καυτή ανάσα να χτυπάει στο λαιμό μου και μια βαθιά φωνή να λέει στο αφτί μου «Δεν ήξερα πως είχες σκουλαρίκι στο οφαλό μωρό μου» Μου έπεσε αμέσως το ποτήρι στον νεροχύτη και θρυμματίστηκε σε μικρά -μικρά κομμάτια. Γύρισα απότομα και αντίκρισα αυτό που περίμενα εδώ και ώρα.Σιγά που δεν θα ερχόταν.

«Πολλά δεν ξέρεις. Παράτα με τώρα» Του πέταξα και μετά του γύρισα την πλάτη συνεχίζοντας να κάνω την δουλειά μου. Δεν ξέρω γιατί είχα νεύρα μαζί του. Αλήθεια. Απλά μόνο που τον βλέπω φουντώνω.

Γέλασε και ήξερα καλά πως στο πρόσωπο του είχε αποτυπωθεί η αλαζονική του έκφραση «Να σε παρατήσω; Ω Άντα δεν κατάλαβες, μόλις άρχισα» Ένιωσα δυο χέρια να ακουμπάνε την μέση μου και με μια ξαφνική στροφή με γύρισε προς το μέρος του. Οι παλάμες του έγιναν ένα με το δέρμα μου και τα χέρια του γύρω έσφιξαν δυνατά την μέση μου. Με πίεσή με χτύπησε στο πάγκο και για ακόμα μια φόρα έχασα ένα παλμό από την καρδιά μου.

Πίεσε το σώμα του πάνω μου όταν του απάντησα «Εγώ να δεις»

«Δηλαδή;» Με κοίταξε περίεργα ενώ ανασήκωσε το φρύδι. Δεν παίζεις βρόμικα μόνο εσύ εδώ πέρα.

«Εννοώ..» Τον κάρφωσα στα μάτια και επίτηδες με τον αγκώνα μου σπρώχνω την πετσέτα κουζίνας στο δάπεδο. Το βλέμμα του δεν έφευγε από πάνω του. Τον έσπρωξα ελαφρά και γεμάτο περιέργεια παρακολουθούσε τι σκόπευα να κάνω. Έσκυψα προκλητικά μπροστά του και πήρα την πετσέτα. Καθώς σηκωνόμουν τον άκουσα να γρυλίζει. Ήμουν απόλυτα σίγουρη. Αυτός ήταν τώρα που είχε χάσει ένα παλμό από την καρδιά του. Γύρισα και τον κοίταξα.«Ω! Το ξέχασα» Του είπα αθώα και αυτός έτριξε τα δόντια του.

Αγριεμένος και με κατά σκοτεινά μάτια με άρπαξε από τους μηρούς και πριν καλά - καλά το καταλάβω βρέθηκα πάνω στο λευκό πάγκο της κουζίνας μου. Μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια του μου δάγκωσε το χείλος και μετά όρμηξε στο στόμα μου. Η γλώσσα του μπλέχτηκε με την δική μου καθώς οι παλάμες του πίεζαν το δέρμα των μηρών μου. Ένιωθα το ύφασμα του τζιν του να τρίβεται πάνω στα γυμνά μου ποδιά και τον καβάλο του να έρχεται σε επαφή με το σλιπάκι μου και ένιωθα ήδη υγρή. Γαμώτο μου! Το χέρια του βρέθηκαν στην μέση μου όταν μου κόπηκε το οξυγόνο και τραβήχτηκα.

Τα μάτια του με κάρφωσαν όταν ο αντίχειράς του άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις πάνω στο σλιπάκι μου. «Είσαι τόσο υγρή μωρό μου»

«Σκάσε»

Έγλυψε τα χείλια του ενώ συνέχιζε το παιχνίδι εκεί κάτω. «Είσαι ζόρικια αλλά δεν τα έβαλες με εύκολο παίκτη»

Όταν ήμουν έτοιμη να απαντήσω ακούσαμε ένα διακριτικό βήξιμο και γυρίσαμε και δυο προς την πόρτα.Αλέξα! Τέλεια, μετά από αυτό θα με πρήξει στην ανάκριση.

Με ένα πονηρό χαμόγελο και ένα βλέμμα που έλεγε «θα σε φτιάξω μετά» η Αλέξα μας είπε «Χμ! Συγνώμη που ενοχλώ. Άλλα τα παιδιά θέλουν τα ποτά τους»

«Φτιάξ' τα εσύ. Εγώ πάω να ντυθώ» Έσπρωξα από πάνω μου τον Δημήτρη και βγήκα από την κουζίνα.

..........................................................

Ωπ ! Ωπ !

Εξελιξεις ε? Πως βλεπετε την εξελιξη της σχεσης Αντα - Δημητρη?

Αραγε τι κρυβει ο Δημητρης που πρεπει να φοβιζει την Αντα?

Που θα βγαλει αραγε η πρωτη συζητηση Αντας - Αγγελου ? Θα μαθει αραγε συντομα πως ειναι αυτος απο το παρτι ?

Χμ για να δω σχολια και votes <3

Στο πλαι ειναι τα εσωρουχα που φορουσε η Αντα και το τραγουδι ειναι της Beyonce Ghost and Haunted



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top