Chapter 5
Aντα
Είχαμε χαλαρώσει όλοι για τα καλά στην καφετέρια στα Εξάρχεια ενώ είχε πέσει ήδη σκοτάδι. Ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε έτσι ώρα. Τα Εξάρχεια , η γνωστή πλέον αναρχική περιοχή ήταν γεμάτη από φοιτητές όπου βρίσκοταν σε καφετέριες και κοντινά μπαράκια. Άκουσα ένα κουδούνισμα στο κινητό μου και όλοι γύρισαν προς το μέρος μου. Ανασήκωσα τους ώμους μου και το πήρα από το τραπέζι. Είδα πως είχε έρθει ειδοποίηση από το φέισμπουκ. Μπήκα στις ειδοποιήσεις μου και είδα πως κάποιος μου έκανε αίτημα φιλίας. Μάνος Ζαϊμης. Γύρισα το βλέμμα μου αμέσως προς τον Μάνο.
«Μου έκανες αίτημα φιλίας;» του είπα με ανασηκωμένο το φρύδι μου
Μου χαμογέλασε καθώς είχε αγκαλιά την Αλέξα. «Ναι , μιλούσα με τον κολλητό μου και αφού ήμουν συνδεδεμένος μπήκα στο προφίλ της Αλέξας και σας έκανα όλους. Πειράζει;» Μου εξήγησε
«Όχι είναι εντάξει» Κατέβασα το κεφάλι και πάτησα αποδοχή στο αίτημα του Μάνου. «Σε δέχτηκα» του απάντησα σηκώνοντας ξανά το κεφάλι μου
«Ευχαριστώ. Αν δεν με δεχόσουν θα το έπαιρνα προσωπικά» Μου είπε αστειευόμενος και έσκασαν όλοι στα γέλια. Τελικά έχει πλάκα ο τύπος. Δεν φαίνεται μαλάκας όπως τους υπόλοιπους γκόμενους της Αλέξας. Άσε που είναι ώριμος. Με τις συζητήσεις που κάναμε. Έχει όνειρα και από ό,τι φαίνεται - αν και είναι νωρίς για συμπεράσματα - φέρεται καλά στην Αλέξα. «Λοιπόν τι λέτε για κανένα μπαράκι με έντεχνο μετά;» Ρίχνει μία ιδέα ο Μάνος . «Θα πω και στον κολλητό μου να έρθει»
«Μέσα» Λέει ο Στέφανος μαζί με την Φένια.
Η Φένια είχε έρθει μια ώρα μετά αφού είχαμε καθίσει στην καφετέρια όλοι μας. Την είχε πάρει τηλέφωνο ο Στέφανος και ήρθε και μας βρήκε.Ήταν πολύ γλυκιά κοπελίτσα. Το περασμένο βράδυ στο πάρτι δεν μας δόθηκε και πόλυ ο χρόνος για να μιλήσουμε και ο καφές τώρα με έκανε να καταλάβω καλύτερα τι άνθρωπος ήταν. Ήταν αυτά τα απλά κορίτσια , που δεν ζούσαν σε εύπορες οικογένειες. Ήταν εξωστρεφής και πρόσχαρη παρουσία , όταν γελούσε σου χάριζε ένα απίστευτο ζεστό χαμόγελο. Έμοιαζε σαν την Χιονάτη με αυτό το λευκό δέρμα και τα μαύρα σαν βελούδο μαλλιά της. Λες και το είχε σκάσει από κανένα παραμύθι.
«Εμ εγώ είμαι πτώμα. Θα γυρίσω στο διαμέρισμα» Τους απάντησα. Όντως ήμουν πτώμα. Η πρώτη μέρα στην σχολή ήταν εξουθενωτική. Είχα φοβερό άγχος πως θα τα πήγαινα και αυτή την στιγμή το μόνο που θα ήθελα ήταν , να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου με μία ζεστή σοκολάτα και με μία καλή ταινία.
«Έλα Άντα! Μην μας την χαλάς. Σε παρακαλώ» Είπε η Αλέξα και στο πρόσωπο της έβαλε αυτή την γλυκιά και ναζιάρικη έκφραση πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες της. Όταν κάνει αυτό απλά δεν μπορείς να της χαλάσεις χατήρι.
«Εντάξει.» Απάντησα υποχωρώντας από την πίεση της Αλέξας και πήρα το ποτήρι μου πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το καφέ μου
«Μπορούμε να πάμε σε αυτό που παίζει ο Δημήτρης με το συγκρότημα του» Πετάει ο Στέφανος και κόντεψα να πνιγώ με τον ίδιο μου το καφέ
«Είσαι καλά;» Με ρώτησε ανήσυχη η Αλέξα χτυπώντας με ελαφρά στην πλάτη
«Ναι , ναι απλά στραβοκατάπια» Πήρα μια βαθιά ανάσα. Γιατί εγώ δεν το ήξερα αυτό; Ο Δημήτρης έπαιζε σε συγκρότημα. Αλλά τι περίμενες Άντα; Ντύνεται σαν αναρχικός δεν θα έπαιζε ροκ; Πω! Εντάξει τωρα σίγουρα δεν θέλω να πάω. Τότε στο μυαλό μου , μου ήρθε μια ιδέα . «Χμ θα πρέπει να αλλάξουμε αν θα πάμε στο μπαράκι. Εγώ δεν πάω σε τέτοια χάλια στο μπαρ» Είπα. Ωραία δικαιολογία για να μην πάω. Απλά αρνηθείτε και εγώ θα την κάνω. Στο πρόσωπο μου έβαλα το δαιμονικό μου χαμόγελο.
«Θα σας πάω εγώ. Έτσι και αλλιώς πρέπει να περάσω από το διαμέρισμα μου για να άλλαξω και εγώ» Πετάχτηκε στην συζήτηση ο Μάνος. Οκ! Τώρα μου έδωσες ένα λόγο για να σε αντιπαθήσω.
«Λύθηκε το θέμα. Την κάνουμε παιδιά» Απάντησε η Αλέξα και έκανε νόημα στον σερβιτόρο να φέρει το λογαριασμό.
...
Στεκόμουν μπροστά στον μεγάλο μου καθρέφτη όπου ήταν στο εσωτερικό της ντουλάπας μου και θαύμαζα την ολή μου εμφάνιση. Είχα ντυθεί με ενα εναλλακτικό ροκ στιλ . Ένα μαύρο διχτυωτό καλσόν τύλιγε τα πόδια μου όπου ήταν ντυμένα με ένα ψηλόμεσο τζιν σορτσάκι ενώ ένα μαύρο δερμάτινο τοπ που ερχόταν σε βαθύ ντεκολτέ και ένα χαλαρό λευκό πλεκτό που έπεφτε από πάνω μαζί με το δερμάτινο σακάκι μου έντυναν το άλλο μισό μου σώμα. Σέξι και καθόλου προκλητικό. Ότι έπρεπε για μπαράκι με ροκ μουσική. Τέλειωσα τις τελευταίες λεπτομέρειες με το μακιγιάζ μου και μετά έβαλα τα κοσμήματα που πήγαιναν με το συνολάκι μου. Καθώς κάθισα στο κρεβάτι για να φορέσω τα παπούτσια μου η Αλέξα έκανε την είσοδο της στο δωμάτιο μου.
«Είσαι έτοιμη; Με πήρε ο Μάνος , σε 5' θα είναι εδώ» Μου είπε ενώ κρατούσε στο χέρι το κινητό της.
«Κόλλησες για τα καλά μαζί του ε;» Την ρώτησα καθώς την κοίταζα από πάνω μέχρι κάτω. Είχε φορέσει ένα μαύρο φόρεμα με μαύρο καλσόν που ήταν επιτηδευμένα σκισμένο σε διάφορα σημεία ενώ από πάνω φορούσε ένα λευκό δερμάτινο γιλέκο.
«Είναι τόσο καλό παιδί και τόσο όμορφος.» Μου άπαντησε και η έκφραση της άλλαξε μεταλλάσσοντας την σε μία γλυκονάλατη. Χριστέ μου Αλέξα! «Εσύ τι παίζει με τον Δημήτρη; Σε είδα πως άλλαξες πενήντα χρώματα μόνο με την αναφορά του ονόματος του» Συμπλήρωσε. Όχι που δεν θα το πρόσεχε.
«Τίποτα δεν τρέχει» Άρπαξα το τσαντάκι μου με τα πράγματα μου και βγήκα από το δωμάτιο αποφεύγοντας την.
«Δεν θα ξεφύγεις έτσι απλά Αλιβιζάτου εντάξει;» Έτρεξε από πίσω μου και εκείνη την στιγμή σαν από μηχανής θεός ακούσαμε κόρνα.
«Ω ναι! Ήρθε ο καλός σου» Την ειρωνεύτηκα και άνοιξα την πόρτα βγαίνοντας από το διαμέρισμα πρώτη
...
Φτάσαμε στο μπαράκι και βρήκαμε την Φένια και τον Στέφανο να μας περιμένουν στην είσοδο του μαγαζιού. Ήμουν εγώ , η Αλέξα μαζί με τον Μάνο και τον Ερμή. Ο Ερμής ήταν ο κολλητός του Μάνου. Μας τον είχε συστήσει στο αμάξι όταν είχαν έρθει να μας πάρουν. Φαινόταν καλό παιδί και είχε πλάκα. Σπούδαζε σκηνοθεσία. Ο Μάνος μας είχε πει πως είχε ακόμα ένα κολλητό αλλά αυτός σπούδαζε μουσική στην Μαδρίτη. Άραγε ήταν κι αυτός καλός τύπος όπως αυτούς; Ποιός ξέρει!
Μπήκαμε όλοι μαζί μέσα και ένας σερβιτόρος μας οδήγησε στο τραπέζι που είχε κλείσει ο Στέφανος. Το μαγαζί ήταν πετρόκτιστο με τους τοίχους στολισμένους από κάδρα και πορτραίτα από διάσημα συγκροτήματα και τραγουδιστές της ροκ. Η δεξιά πλευρά την κάλυπτε το μεγάλο ξύλινο μπαρ με δύο μπάρμαν να κάνουν ρεσιτάλ με τα θαύματα που έκαναν με τα κοκτέιλ τους. Απο την άλλη πλευρά υπήρχαν ψηλά τραπέζια με σκαμπό γύρω - γύρω ενώ στο βάθος ήταν η σκηνή όπου έπαιζαν μουσική. Η ανάσα μου κόπηκε όταν είδα τον Δημήτρη. Ήταν ο πρωταγωνιστής του συγκροτήματος. Τραγουδούσε έχοντας μια ηλεκτρική κιθάρα κρεμασμένη στο σώμα του. Από τους κροτάφους του έτρεχε ιδρώτας και η φλέβα του πεταγόταν καθώς τραγουδούσε με πάθος το «It's my life» των Bon Jovi.
«Ψιτ Άντα σου μιλάω» Με σκούντηξε η Αλέξα και τινάχτηκα από το σπρώξιμο της
«Τί;» Την κοίταξα αλαφιασμένη. Οι παλμοί της καρδιάς μου έπαιζαν ταμπούρλο
Στένεψε τα μάτια και γρύλισε από θυμό. Έπρεπε να μου μιλούσε τόση ώρα ενώ εγώ την είχα γραμμένη «Σου μιλάω τόση ώρα. Εκεί είναι το τραπέζι μας.» Μου απάντησε αγριεμένα
«Καλά μωρέ μην αγριεύεις» Της απάντησα. Ξεφύσηξε σηκώνοντας τα χέρια στον αέρα λέγοντας κάτι που δεν κατάλαβα και μετά με έσπρωξε μπροστά ώστε να ακολουθήσουμε τους υπόλοιπους.
Μερικές στιγμές αργότερα καθώς έπινα την βότκα μου ένιωσα μια ζεστή ανάσα να πέφτει στο λαιμό μου και μιά βραχνή φωνή να λέει στο αυτί μου «Πολύ όμορφη είσαι σήμερα» Αναπήδησα από το ξάφνιασμα που μου προκάλεσε η φωνή και γύρισα απότομα προς τα πίσω.
«Γειά» Είπα τραυλίζοντας. Τι στο καλό παθαίνω όποτε με πλησιάσει; Ένα μικρό μειδίαμα εμφανίστηκε στην άκρη των χειλιών του. Το ήξερε πως με επηρεάζει; «Ωραίος ήσουν εκεί πάνω» Είπα επαναφέροντας τον αυτοέλεγχο μου στην φωνή μου.
«Ευχαριστώ. Και εσύ ωραία είσαι , πάντα σέξι και ελκυστική» Μου απάντησε ενώ έγλυψε τα χείλια του ανασαίνοντας βαριά. Έγειρε το σώμα του στο πλάϊ και στήριξε το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Δάγκωσα το κάτω χείλος. Χριστέ μου είναι τόσο σέξι ή επίτηδες το κάνει;
«Τα λες και σε άλλες αυτά προφανώς» Του απάντησα και άφησα το βλέμμα μου να ταξιδέψει μέσα στο μπαράκι. Αν τον κοίταζα ακόμα λίγο θα του ορμούσα.
Κούνησε το κεφάλι αφήνοντας το να πέσει προς τα κάτω και χαμογέλασε. «Είσαι ζόρικια ε;» Με ρώτησε και γύρισα να το κοιτάξω ξανά.
«Φυσικά αγοράκι» Τον ειρωνεύτηκα. Δεν είναι μόνο αυτός καλός σε αυτό το παιχνίδι.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν και με κάρφωσε τόσο έντονα στα μάτια που το σώμα μου ανατρίχιασε. «Θα ήθελες να ήμουν αγοράκι μωρό μου» Έκανε ένα βήμα και ήμασταν πλέον σε απόσταση αναπνοής. Οι ανάσες μας κονταροχτυπιόνταν ενώ οι ματιές μας ήταν έτοιμες να σκοτώσουν η μία την άλλη.
«Και εσύ θα ήθελες να ήμουν το «μωρό σου» Του απάντησα γεμάτο σαρκασμό. Άντρες μαλάκες. Λίγο αέρα τους δίνεις και νομίζουν πως έχουν το πάνω χέρι.
«Χμ παιδιά» Ακούσαμε κάποιον να φωνάζει και γυρίσαμε ταυτόχρονα προς το μέρος της φωνής
«Τί;» Απαντήσαμε απότομα και αγριεμένα συγχρόνως και μετά κοιταχτήκαμε αναμεταξύ μας. Η Αλέξα γούρλωσε τα μάτια και του Στέφανου του κόπηκε η ανάσα. Τόσο απότομα το είπαμε σε σημείο που φρίκαραν;
«Απλά εμείς φεύγουμε. Και έχουμε θέμα. Δεν μας χωράει το αμάξι. Εγώ με τον Μάνο μαζί με τον Ερμή ήρθαμε με το αμάξι και η Φένια μαζί με τον Στέφανο ήρθαν με μετρό. Και αφού τα μετρό έχουν κλείσει ήδη θα τους πάμε έμεις. Άσε που εγώ θα μείνω στο Μάνο οπότε..» Εξήγησε η Αλέξα σ' ένα τρελό μονόλογο όπου δεν πήρε ανάσα. Ωραία Αλέξα! Σκατά τα έκανες πάλι.
«Άστο κατάλαβα!» Της σήκωσα το χέρι μου για να την σταματήσω από το να συνεχίσει «Θα πάω με ταξί» Της απάντησα απότομα.
«Θα την πάω εγώ. Φύγετε» Είπε κοφτά ο Δημήτρης και τον αγριοκοίταξα
«Δεν σου έδωσε κανείς την άδεια ξέρεις. Ταξί θα πάρω» Τον ειρωνεύτηκα για ακόμα μια φορά.
Με κοίταξε με τα μάτια του να σκοτεινιάζουν ξανά από θυμό και μετά κοίταξε τους άλλους. «Θα την πάω. Τέλος»
«Σίγουρα;» Ρώτησε η Αλέξα γεμάτο αμφιβολία. Ναι , παίξτο και ανήσυχη τώρα. Με έφτυσες κυριολεκτικά και τώρα το παίζεις πως έχεις ενοχές.
«Ναι σίγουρα. Κάντε την ! Έτσι και αλλιώς δεν τελειώσαμε εμείς» Απάντησε αποφασιστικά ο Δημήτρης. Συγνώμη γιατί αποφασίζουν για μένα;
Η Αλέξα με κοίταξε για να πάρει και από μένα απάντηση ώστε να είναι απόλυτα σίγουρη. «Πήγαινε θα με καλά» Την επιβεβαίωσα και αυτή κούνησε το κεφάλι
Ο Μάνος τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Αλέξας και αυτή γύρω από την μέση του ενώ ταυτόχρονα ο Στέφανος βοηθούσε την Φένια να φορέσει το σακάκι της. Αφού πλέον ήταν έτοιμοι μας καληνύχτισαν και βγήκαν από το μπαρ. Τέλεια! Με άφησαν μόνη με ένα κάθαρμα.
«Επιτέλους μόνοι» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου.
Κατέβηκα από το σκαμπό μου. «Βασικά μόνος σου. Εγώ την κάνω» Πήρα το τσαντάκι μου μαζί με το σακάκι μου και μπλέχτηκα μέσα στο πλήθος για να βρω την έξοδο. Σιγά που θα έμενα μόνη μαζί του.
Με μία απότομη κίνηση ένιωσα τα δάχτυλα του να τυλίγονται γύρω από το μπράτσο μου και να με τραβάει γυρίζοντας με προς το μέρος του. «Για πού το έβαλες;» Μου είπε γρυλίζοντας.
«Σπίτι μου» Του απάντησα ξερά. Έκανα μια προσπάθεια να τραβήξω το χέρι μου μα έσφιξε πιο πολύ την λαβή του γύρω μου.
«Ποιά από όλες τις λέξεις το θα σε πάω εγώ , δεν κατάλαβες;» Μου είπε και άκουσα ένα τρίξιμο μέσα από τα δόντια του.
Στένεψα τα μάτια μου. «Τελείωνε τότε» Τράβηξα ξανά το χέρι μου και βγήκα από το μπαρ.
...
Κατέβηκα από την μηχανή του Δημήτρη ενώ το σώμα μου έτρεμε ολόκληρο. Γαμώτο!! Αν ήξερα πως θα ανέβαινα σε μηχανή μέσα στον παγωμένο και πολικό αέρα της Αθήνας δεν θα φορούσα σορτσάκι. Αλλά τι περίμενα , ένας τύπος με τις απόψεις και το στιλ του Δημήτρη να είχε αυτοκίνητο; Σιγά μην είχε. Το κάθαρμα. Γιατί πέφτω πάντα σε όλους τους μαλάκες ; Μία αυτός από το μπαρ προχθές και μία τώρα ο Δημήτρης απορώ πως αντέχω και δεν έχω χαστουκίσει κανένα ακόμη. Έσβησε την μηχανή του και κατέβηκε κι αυτός ενώ εγώ άνοιξα το τσαντάκι μου και πάλευα να βρω τα κλειδιά μου μέσα στο σκοτάδι.
Ξαφνικά ένιωσα ένα ανατρίχιασμα στο σώμα μου. Ο Δημήτρης ήταν ελάχιστα εκατοστά από πίσω μου στο σημείο όπου ένιωθα την καυτή του ανάσα στο λαιμό μου και είχε αφήσει σαν ψίθυρο πάνω στο αυτί μου την φράση «Θες βοήθεια;»
Τότε το μικρό Αλεξάντερ Μακουϊν σκουλς τσαντάκι μου έπεσε στο τσιμεντένιο δάπεδο μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Γιατί σε μένα θεέ μου; Άκουσα να χαχανίζει και τον κοίταξα εκνευρισμένη. Λύγισα τα πόδια μου προς τα κάτω και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα που έπεσαν. Αφού τα μάζεψα όλα ένα προς ένα πρόσεξα πως δεν έβρισκα τα κλειδιά μου. Τι στο καλό;
«Αυτά ψάχνεις;» Μου κούνησε μπροστά στο πρόσωπο μου το μπρελόκ με τα κλειδιά.
Τον κοίταξα αγριεμένα ενώ αυτός το διασκέδαζε χαμογελώντας γεμάτο σαρκασμό και ειρωνεία. Ανασηκώθηκα και τον πλησίασα. «Δωσ' τα» Άπλωσα το χέρι μου για να του τα πάρω
«Και αν δεν στα δώσω τι θα κάνεις;» Είπε και σήκωσε το χέρι του στον αέρα.
«Δωσ'τα γιατί θα ουρλιάξω και θα φέρουν την αστυνομία. Και πίστεψε με δεν σε συμφέρει» Χοροπήδησα για να φτάσω το χέρι του όμως συνεχώς το κουνούσε πέρα - δώθε. Ήταν και ψηλός που να πάρει!
Κάγχασε. Κατέβασε το χέρι του και έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. «Και γιατί δεν με συμφέρει;»
Βάδισα προς τα πίσω κάνοντας την πλάτη μου να άγγιξει την γυάλινη πόρτα της εισόδου. Ξεροκατάπια, ήταν υπερβολικά κοντά μου «Γιατί έτσι αναρχικός που είσαι σίγουρα θα σου έχουν φάκελο» Έκανα κίνηση να του πάρω τα κλειδιά όταν αυτός έσκασε στα γέλια και πήρε το χέρι του πίσω από την πλάτη του. Και αυτή την στιγμή μόλις μου είχε φουντώσει πιο πολύ τα νεύρα μου.
«Τι είμαι;» Είπε ανάμεσα στο γέλιο που τράνταζε το στήθος του και στήριξε το ελεύθερο του χέρι πάνω στην γυάλινη πόρτα.
«Αναρχικός. Φέρε τα κλειδιά τώρα» Δοκίμασα ξανά να του πάρω τα κλειδιά όμως με μία γρήγορη κίνηση - που δεν ξέρω καν τι στο διάολο έκανε - βρέθηκε να έχει βάλει τα κλειδιά στην κωλότσεπη του τζιν του και ταυτόχρονα να με έχει παγιδεύσει με τα δύο του χέρια πιέζοντας το σώμα του πάνω μου.
Αναστέναξα και γρύλισε. «Ξέρεις πως όσο μου πας κόντρα τόσο πιο πολύ θέλω να σε φιλήσω για να σε κάνω να σκάσεις;» Μου είπε αισθησιακά με βραχνή φωνή καθώς η ανάσα του χτυπούσε στο πρόσωπο μου.
«Κάν'το τότε» Του απάντησα αποφασιστικά.
Η ανάσα του βαριά καθώς μια ελαφριά αίσθηση των χειλιών του απλώθηκε πάνω στα δικά μου. Τα δόντια του έδεσαν με το κάτω χείλος μου και το τράβηξαν προς τα κάτω. Η γλώσσα του κύλησε πάνω στο χείλος μου και σπρώχνοντας προς τα πάνω , το πάνω χείλος μου εισήλθε στο στόμα μου. Άρπαξε απότομα την δική μου γλώσσα και άρχισε να παίζει μαζί της αργά . Πίεσε πιο πολύ το σώμα του πάνω μου και άφησα ένα στεναγμό. Μου κρατούσε το κεφάλι μου με τις παλάμες του καθώς με καταβρόχθιζε με την γλώσσα του. Γαμώτο μου! Τύλιξα αργά τα χέρια μου γύρω από την μέση του και τα χέρια μου κατέβηκαν προς τους γλουτούς του. Αναστέναξα και τότε του άρπαξα τα κλειδιά. Τον έσπρωξα απότομα και με κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Τι στο διάολο;» Είπε ενώ είδα πως όλο το κραγιόν που φορούσα ήταν στα σαρκώδη του χείλια.
Η παλάμη του σκούπισε τα χείλια του όταν του είπα «Ξέρω και εγώ να παίζω καλά. Να προσέχεις» Του χαμογέλασα γεμάτο ευχαρίστηση και ξεκλείδωσα στα γρήγορα.
«Δεν τελειώσαμε όμως» Μου πέταξε με μία απειλή να αιωρείται στον αέρα και ανέβηκε στην μηχανή του ενώ εγώ ταυτόχρονα μπήκα στην πολυκατοικία.
Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε κοιτάχτηκα στο καθρέφτη. Τα χείλια μου ήταν πρησμένα από το φιλί. Χριστέ μου! Φιλούσε τόσο καλά. Φιλούσε και μέσα μου καιγόμουν. Κούνησα το κεφάλι πριν αφήσω τις σκέψεις μου να πάρουν ένα δρόμο που θα με έβρισκε να φαντασιώνομαι τον Δημήτρη. Όχι, δεν θα μπει στο μυαλό μου από τώρα. Όχι! Έχεις αυτοέλεγχο Άντα. Βγήκα από το ασανσέρ και ξεκλείδωσα στα γρήγορα μπαίνοντας επιτέλους στο διαμέρισμα μου. Αφού πέταξα τις γόβες μου όπου να 'ναι μπήκα στο δωμάτιο μου και αμέσως έβαλα το κινητό μου να φορτίζει. Είχε κλείσει από την στιγμή που βγήκα από το μπαρ μαζί με τον Δημήτρη. Καθώς φόρτιζε διάβασα τα εφτά μηνύματα παραλογισμού και ανησύχιας της Αλέξας στο αν είμαι καλά και γιατί δεν της απαντάω. Δεν πρόκειται να της απαντήσω. Αυτή φταίει που με έφερε ο Δημήτρης στο σπίτι και έγινε όλο αυτό. Μετά κοίταξα τις ειδοποιήσεις που μου ήρθαν από το φέισμπουκ. Είχα ένα αίτημα φιλίας. Άγγελος Ανδρεάδης! Ποιός στο καλό είναι αυτός; Μπήκα στο προφίλ του και έλεγξα αν έχουμε κάποιο κοινό φίλο. Είχαμε κοινό φίλο το Μάνο. Λες να είναι ο κολλητός του; Χμ ίσως! Δέχτηκα το αίτημα και μετά άφησα το κινητό μου να φορτίζει ενώ εγώ πήγα για ύπνο.
................................................................
Χμ τι εχουμε εδω? Τι λετε για το ειδυλιο Δημητρη - Αντα ? Θα εχει συνεχεια? Ο Αγγελος τελικα εκανε την Αντα add τι λετε να επιφερει αυτο? Τον Δημητρη πως τον βρισκετε? Σεξι θα κυνηγησει την Αντα η θα το αφησει ετσι απλα να ξεχαστει?
Στο πλαι ειναι το συνολακι που φορεσε η Αντα στο μπαρακι .
COMMENTS AND VOTES
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top