Chapter 1
Λένε πως είναι δύσκολο να κτίσεις μια φιλία , είτε μια σχέση μέσω απόστασης μα δεν ισχύει πάντα. Υπάρχουν χιλιάδες ανθρώποι όπου μέσω ενός υπολογιστή ανακάλυψαν το άλλο μισό τους. Είναι τόσο απίστευτο πως πλέον η δική μας γενιά έχει βασίσει τις σχέσεις της πάνω σε μια μικρή οθόνη. Μα τα πράγματα και οι καταστάσεις αλλάζουν. Γεγονότα και ανθρώποι μας κάνουν να αλλάζουμε τις σκέψεις μας. Ξέρετε; Είναι απίστευτο πως μπορεί να έχουμε κάποιον άνθρωπο χιλιόμετρα μακριά μας ενώ στην τελική να ήταν πιο κοντά μας από όσο περιμενάμε. Κάποτε κάποιος είπε: «Η απόσταση δεν έχει σημασία. Είναι το πρώτο βήμα που μετράει». Έτσι εχώ αποφασίσει να σας πώ την μικρή και την πιο σημαντική ιστορία της ζωής μου. Όλα ξεκίνησαν από ένα πάρτι.
................................................................
«Έλα ρε Άντα τελείωνε, έχουμε αργήσει». Άκουσα την δυνατή φωνή της κολλητής μου να ουρλιάζει από το άλλο δωμάτιο.
«Έρχομαι ρε Αλέξα!» είπα γεμάτο απελπισία. «Με τρέλανες πια» Βγήκα από το δωμάτιο μου χοροπηδώντας στο ένα πόδι προσπαθώντας να φορεσω την δεξιά μαύρη φλοράλ γοβα μου.
Ναι, αυτή είναι η τρελή μαυρομάλλα κολλητή μου όπου θα πηγαινάμε μαζί σήμερα στο πρώτο μας φοιτητικό πάρτι. Ήταν το πάρτι καλωσόρισμα στην σχολή και δεν θα το έχανα με τίποτα. Που να ήξερα , αυτή την στιγμή πως αυτό το πάρτι θα άλλαζε τα πάντα στην ζωή μου. Αφού σταθεροποιήσα το σώμα μου έχοντας φορέσει και την δεύτερη γόβα μου κατέβηκα τρέχοντας - όσο μπορούσα με τις δωδεκάποντες γόβες μου - τα σκαλιά. Άκουσα την κόρνα του αμαξιού της Αλέξας και άρπαξα βιαστικά το μικρό τσαντάκι φάκελο όπου ήταν τοποθετημένο στον καναπέ μαζί με τα κλειδιά μου και βγήκα απο το σπιτί. Μπήκα το ασημί citroen cabrio της Αλέξας και φύγαμε αμέσως.
Φτάσαμε στο κλάμπ όπου βρισκόταν στην Γλυφάδα και κατεβήκαμε από το αμάξι. Πλεον το όνειρο μου άρχιζε να γίνεται πραγματικότητα. Θα άνηκα στον κόσμο της μόδας. Γνωρίζοντας παιδιά όπου ένιωθαν το ίδιο πάθος με το δικό μου.
Έστρωσα το απαλό ροζ φόρεμα μου καλά στο σώμα μου και άρπαξα το μπράτσο της Αλεξάς . «Έτοιμη να αρχίσει το ονειρό μας;» Με ρώτησε και εγώ της χαμογέλασα.
«Εδώ και καιρό» Της έκλεισα το μάτι και μπήκαμε μέσα στο κλάμπ.
Κοίταξα γύρω μου εκστασιασμένη. Παντού neo lights να παίζουν και να μπλέκονται μέσα στο σκοτάδι. Παιδιά από τη σχολή ήταν σκορπισμένα στο χώρο . Μερικά στηριγμένα στο μπαρ περιμένοντας το ποτό τους και άλλα σε μικρές παρέες να συζητούν με ένα ποτήρι στο χέρι. Μερικούς τους γνώριζα, τους είχα δει στην γνωριμία φοιτητών όπου κάναμε την Δευτέρα.
«Πάω να φέρω ποτά» Άκουσα την φωνή της Αλέξας να λέει και εγώ κούνησα το κεφάλι συνεχίζοντας να χαζεύω το χώρο γύρω μου.
Το κλάμπ συνδύαζε καλοκαίρι και χειμώνα μαζί όσο και αν ακουγόταν περίεργο. Ήταν σε σκούρα χρώματα βαμμένο ενώ στο βάθος , υπήρχαν μερικά ξύλινα σκαλιά. Ανεβαίνοντας αντίκριζες ένα ψηλό ξύλινο δάπεδο μια θερμαινόμενη πισίνα όπου ακριβώς από πάνω της , στους τοίχους υπήρχαν τεράστιες οθόνες. Έδειχναν τα τελευταία βίντεο κλιπ της μουσικής και τα πιο επιτυχημένα fashion show. Απλά είχα χαθεί στην ατμόσφαιρα.
«Είναι καταπληκτικό έτσι;» Γύρισα το κεφάλι μου και είδα πως η Αλέξα είχε επιστρέψει με δύο ποτήρια με κοκτέιλ στα χέρια.
Πήρα το ένα και της απάντησα «Πες μου πως δεν είναι όνειρο» Ήταν τόσο ζωντανό και τρελό που φοβόμουν να το πιστέψω .
«Δεν είναι όνειρο Άντα. Επιτέλους ήδη έχει αρχίσει το ονειρό μας. Τέλος οι φαντασιώσεις.Πλέον έγιναν πράξεις»
Από μικρά , ακόμη από τα οχτώ μας με την Αλέξα αυτό ονειρευόμασταν.Να δείξουμε το ταλέντο μας και την αποψή μας μέσα από την μόδα. Να χαράξουμε το δικό μας στυλ μέσα σε αυτό το κόσμο. Και κοίτα τώρα πως περνάει ο χρόνος . Από απλές ζωγραφιές και αθώα παιχνίδια , βρισκόμασταν επιτέλους σε μία Σχολή Μόδας και να αρχίσουμε το ονειρό μας .
«Οπ! Κορίτσια πως πάει;» Ακούσαμε μια φωνή από πίσω μας και γυρίσαμε τα κεφάλια ταυτόχρονα.
Αυτός που μας χαιρέτησε ήταν ο Στέφανος. Τον πρώτο είδαμε στην συνάντηση γνωριμίας. Μπορώ να πω είναι από τα πρώτα παιδιά όπου συμπάθησα. Είχε όμορφο χαμόγελο και έλεγε πολύ καλά αστεία. Είχε τραβήξει το ενδιαφέρον αρκετών απο την αίθουσα. Φορούσε ένα απλό μπλουζάκι με μια γνωστή επωνυμία πάνω ενώ το τζιν του χαμηλοκάβαλο όπου το συνδύαζε με ένα μικρό καπέλο στο κεφάλι. Είχε στυλάκι ο τύπος.
«Καλά. Πως πάει Στέφανε;» Τον ρώτησα με ένα ζεστό χαμόγελο στα χείλια.
«Καλά! Γαμάει το πάρτι , έτσί» Ρώτησε
Πριν προλάβω να απαντήσω η Αλέξα επένεβη . «Αν γαμάει λεει. Σκίζει.» Απάντησε με ένα ασυγκράτητο ενθουσιασμό .
«Τι λέτε να σας γνωρίσω στην παρέα μου; Μην είστε μόνες εδώ»
Κοιταχτήκαμε με την Αλέξα και μέσα σε μια μυστική σιωπηλή συνομιλία κουνήσαμε τα κεφάλια και μετά γυρίσαμε προς το μέρος του. «Αμε» Του είπα και έλαμψαν τα μάτια του από την θετική μας απάντηση.
«Ακουληθήστε με» Ο Στέφανος μπήκε μέσα στο πλήθος και εμείς τον ακολουθήσαμε.
Κατευθύνθηκε προς την πισίνα όπου ήταν στο ψηλό δάπεδο και μας οδήγησε σε ένα μικρό τραπεζάκι με δύο άσπρους καναπέδες όπου ήταν καθισμένοι τρία αγόρια και δύο κορίτσια.
«Να σας συστήσω» Είπε ο Στέφανος «Από εδώ η Νάντια και η Φένια. Η πρώτη είναι ξαδέρφη μου και άλλη κοπέλα μου. Η Νάντια σπουδάζει στο κλάδο μουσικής στην σχόλη. Θέλει να γίνει Ντιτζέι τρομάρα της» είπε κοροειδευτικά. Συνεχιζοντας ειπε «Η Φένια, το μωρό μου πάει στο κλάδο δημοσιογραφίας. Θα με προωθεί στο μέλλον»
Της έκλεισε το μάτι και αμεσως του απαντησε «Ναι να 'σαι σίγουρος»
Ολοι γέλασαν και με θιγμενο υφος απαντησε «Παραβλέπω την ειρωνεία και συνεχίζω» Καθάρισε λίγο τον λαιμό του και ειπε «Από εδώ ο Νίκος , Δημήτρης και Ορέστης. Οι δύο ανήκουν στο κλάδο δημοσιογραφίας όπως η Φένια και ο Δημήτρης στο κλάδο με την Νάντια.»
Κοίταξα ένα προς έναν. Η Νάντια φορούσε ένα σκισμένο τζιν με μια ριχτή μπλούζα ενώ ένα μαύρο γιλέκο συμπλήρωνε το ολό σύνολο οπου στολιζε το σωμα της. Η Φένια , σε πιο κλασικό στυλ. Ένα μαύρο φόρεμα σε ίσια γραμμή με ροζ γόβες. Από την άλλη τα αγόρια κλασικά , μαύρα τζιν όπως του Στέφανου με εξαίρεση το τζιν του Δημήτρη όπου είχε αμυδρά σκισίματα κοντά στο γόνατο. Όλοι φορούσαν μπλουζάκια με μαύρα γιλέκα. Πρέπει να ήταν συνεννοημένοι για να μην κουράζονται στο ψάξιμο , σκέφτηκα δυσανασχετώντας . Τυπικοί και κλασικοί άντρες. Μόνο ο Στέφανος έκανε την διαφορά.
«Χαίρω πολύ» Είπα μαζί με την Αλέξα σαν μια φωνή και κοιτάξαμε η μία την άλλη από αμηχανία.
Ο Στεφανος μιλησε εξηγωντας στους αλλους οπου ειχαν μια εκφραση γεματο απορια στα προσωπα τους «Τα κορίτσια είναι η Άντα και Αλέξα. Είναι μαζί μου στο κλάδο της Μόδας»
«Ενδιαφέρον» Ειπε μια βαθια βραχνη φωνη και κοιταξα από που προερχόταν η απάντηση.
Ήταν ο Δημήτρης που το βλέμμα του με κάρφωνε στην κυριολεξία. Δεν αρχίσαμε καλά. «Χμ ναι,» Ψέλισσα. «Στέφανε , σου αφήνω για λίγο την Αλέξα γιατί εγώ χρειάζομαι ακόμα ένα ποτό» είπα και τον κοίταξα.
«Φυσικά» Η Αλέξα με κοίταξε με μία περίεργη έκφραση αλλά της έκανα νόημα πως δεν ήταν τίποτα ανησυχητικό.
Κατέβηκα από το δάπεδο και κατευθύνθηκα προς το μπάρ. Σπρώχνοντας μέρικα άτομα μέχρι να φτάσω , επιτέλους μετά από αγώνες βρέθηκα μπροστά απο την μπάρα όπου ήταν γεμάτο από φοιτητές .
Κάνοντας νόημα στον μπάρμαν με πλησίασε. «Θα ήθελα ένα KIR σε παρακαλώ» του ζήτησα φωνάζοντας για να με ακούσει.
Ένιωσα το λαιμό μου να στεγνώνει από την δύναμη που του φώναξα. Μου κούνησε το κεφάλι και άρχισε να το φτιάχνει. Είχα στηρίξει τα χέρια μου στο πάγκο του μπαρ και περίμενα κοιτάζοντας γύρω μου. Η μουσική χτυπούσε στα αυτιά μου σαν εξωτερικοί παλμοί όπου διαπερνούσαν το σώμα μου . Ήταν τρέλο και περίεργο συναίσθημα. Είδα τον μπάρμαν να μου παραδίδει το ποτό και τον πλήρωσα αμέσως.
Άρχισα να περπατάω προσεχτικά για να μην χύσω το καλο φτιαγμένο κοκτέιλ μου και άρχισα να προσπερνάω άτομα όταν ξάφνικα σκόνταψα σε ένα σκληρό πράγμα.
Σήκωσα το κεφάλι και αντίκρισα μπροστά μου ένα ψηλό μελαχρινό άντρα με σκουρα γαλάζια μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι. «Βλέπε που πας μικρή. Τι φοράς τις δωδεκάποντες αφού δεν το έχεις;» μου είπε κοροεϊδευτικά με μία μικρή δόση αλαζονείας. Ποιός νόμιζε πως ήταν;
«Εσύ κοίτα μπροστά σου που δεν ξέρεις να χειρίζεσαι ούτε πόδια ούτε εγκέφαλο» του απάντησα με το ίδιο τόνο.
«Σε τάπωσε» Άκουσα να λεει κάποιος και κοίταξα προς την κατεύθυνση όπου άκουσα την φωνή. Ήταν ένας από τους φίλους του. Στένεψα τα μάτια μου και ξανά κοίταξα προς το μέρος του τύπου.
Αγριεμένος ο μελαχρινός μπροστά μου ειπε «Σκάσε Ερμη , σιγά μην με τάπωσε μια πιτσιρίκα» Το ειρωνικό του βλέμμα ταξίδεψε από το κάτω μέρος του σώματος μου μέχρι το πάνω. Χα! Για πιτσιρίκα καλά με έχεις φας με τα μάτια . Τα μάτια του με ξάνα κοίταξαν λέγοντας «Τα πόδια μου μία χαρά τα χειρίζομαι . Ειδικά σ' ένα συγκεκριμένο σημείο»
«Αλλά δεν αρνείσαι πως είσαι ανεγκέφαλος. Χαίρομαι που συναντάω επιτέλους ένα ειλικρινή άντρα» Του ειπα δηκτικα
Κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου στενεύοντας τα μάτια του είπε ειρωνικά «Και για να δω. Εσύ το έχεις δει και πολύ έξυπνη; Γιατί αν το πιστεύεις , ζεις σε ψευδαισθήσεις»
Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω ασυναίσθητα μα συνεχίζοντας να είμα εκνευρισμένη ειπα «Για ακού αγοράκι μου!Τυπάκια σαν έσενα έχω πετύχει πολλούς οπότε μην πιστεύεις πως με τάπωσες με αυτό. Γιατί τοτε εσύ θα ζεις με ψευδαισθήσεις.»
Τρίζοντας τα δόντια του γεμάτο θυμό με πλησίασε πιο πολύ λεγοντας «Για να σου πώ αρκέτα μας τα έκανες» Η φωνή του ψήλωσε μερικούς τόνους και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ήταν έτοιμος να με χτυπήσει. Τι μαλάκας θεε μου!
Ξαφνικά είδα ένα χέρι να τον τραβάει προς τα πίσω λέγοντας του «Ρε μαλάκα! Κόφτο»
Ελευθερώνοντας το χέρι του από το κράτημα του φίλου του με ξανά πλησίασε. Σκύβοντας μπροστά μου λύγισε το κεφάλι του στο πλάϊ. Σαν ψίθυρος η φωνή του μου είπε «Την γλυτώσες! Κρίμα» Ξεροκατάπια ενω αυτός οργισμένος άρπαξε τα πράγματα του και έφυγε
...
Μερικές στιγμές αργότερα αφού φρεσκάρισα το μακιγιάζ μου στις τουαλέτες βγήκα και οδηγήθηκα προς το μέρος όπου κάθονταν τα παιδιά. Όταν έφτασα εκεί συνειδητοποιήσα πως η Αλέξα είχε εξαφανιστεί όπως επίσης ο Στέφανος και η Φένια. Τέλεια! Με είχαν παρατήσει με ένα σωρό αγνώστους.
Καθώς είχα καθίσει στον καναπέ δίπλα από τα αγόρια άκουσα να λένε «Ναι. Αν το κάνετε θα σας χαρίσω τα εισητήρια. Είστε μέσα;»
«Αν είμαστε μέσα λέει.» Συμφώνησε ένα από τα τρία και έχοντας σηκωθεί απο το καναπέ συμπλήρωσε «Πάμε Ορέστη»
Ήπια μία γουλιά από το ποτό μου όταν μία εμβριθής βραχνή φωνή ψιθύρισε στο αυτί μου «Άντα»
Τινάχτηκα και παρολίγο να χύσω το ποτό μου. Ένα γέλιο ακούστηκε δίπλα μου και γύρισα στο πλάϊ . Είδα μπροστά μου τον άντρα με το σκισμένο τζιν όπου διέφερε από τα υπόλοιπα αγόρια. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έβαλα το ποτήρι μου στο τραπεζάκι και είπα «Εμ Δημήτρης σωστά;»
«Ναι! Δημήτρης Ελευθεριάδης. Χορεύουμε;» Μου έκανε νόημα δείχνοντας μου με το βλέμμα του την πίστα όπου είχε το κλάμπ. Δεν έχανα και τίποτα. Αφού η τρελή φίλη μου με παράτησε.
«Βέβαια!»
Σηκώθηκε και μου άπλωσε το χέρι. Καθώς περίμενε καρτερικά εγώ συνειδητοποίησα πόσο θεόρατος ήταν. Χριστέ μου! Μπροστά του ήμουν σαν μυρμήγκι στο τεράστιο έδαφος της Γης. Αρπάζοντας το χέρι του σηκώθηκα και κατεβήκαμε μαζί τα σκαλιά. Μέσα στο επόμενο λεπτό μπλεχτήκαμε στο πλήθος των φοιτητών και μ' ένα απότομο τράβηγμα όπου μου έκοψε την ανάσα με έχωσε στην αγκαλιά του. Καθώς τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την μέση μου ένας από τους μεγάλους προβολείς όπου έβγαζαν neo lights διαπέρασε από αναμεσά μας και είδα πιο καθαρά τα μάτια του που με κάρφωναν. Ήταν αυτό το πράσινο όπου έκανε παιχνιδίσματα με το μαύρο ανάλογα με το φως που τα φώτιζαν. Ένιωσα ένα ηλεκτρισμό όταν τα χέρια μου στηρίχτηκαν στα μπράτσα του. Γαμώτο μου! Τι ήταν αυτό; Άφησα μία ανάσα να το σκάσει από το στόμα μου όταν τα πρόσωπα μας ήταν σε απόσταση αναπνοής. Εντάξει Άντα! Νομίζω είναι στιγμή να την κάνεις. Και όταν εννοώ να την κάνεις . Εννοώ τώρα!
«Πρέπει .. Πρέπει να φύγω» Ψέλλισα με την φωνή μου να είναι σαστισμένη
Πριν προλάβει να με συγκρατήσει του ξέφυγα. Βγαίνοντας από το πλήθος άρπαξα βιαστικά τα πράγματα μου και βγήκα από το κλάμπ.
.................................................................
Λοιπον αυτη την ιστορια την εγραφα στον αλλο μου λογαριασμο αλλα δυστυχως ειχα ενα προβλημα και επρεπε να κλεισω το λγαριασμο μου οποτε το μεταφερα εδω. Ειναι κατι διαφορετικο .Ελπιζω να σας αρεσει το πρωτο κεφαλαιο . Η ιστορια θα εχει πολυ ενδιαφερον
Ψηφιστε και πειτε γνωμη !!
Στο πλαι ειναι το φορεμα της Αντας !!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top