Κεφάλαιο 2

Η τρομάρα που πήρα από αυτό το απότομο φρενάρισμα με πήγε στο φεγγάρι και με γύρισε.

Και όλα αυτά;

Για ένα γατάκι!

Ο Μπράις δεν μπορεί να σταματήσει να γελάει με την αντίδραση μου. Και εγώ όλο και περισσότερο νευριάζω μαζί του.

Δηλαδή ποιός άνθρωπος σταματάει το αυτοκίνητο τόσο απότομα, όταν έχει την ευκαιρία να σταματήσει ομαλά;

"Μπράις! Σταμάτα. Νόμιζα πως ήρθε κάποιο αυτοκίνητο κατά πάνω μας."

"Αν εσύ βλέπεις ένα γατάκι στο μέγεθος αυτοκινήτου τότε έχεις δίκιο." Τώρα έχει αρχίσει να δακρύζει από τα γέλια.

Τέλεια.

Ψάχνω να βρω που εξαφανίστηκε το κινητό μου. Σκύβω και το βρίσκω κάτω στα πόδια μου. Ευτυχώς η οθόνη δεν έσπασε.

Πριν καν το καταλάβω, είχε παρκάρει το αυτοκίνητο έξω από ένα τεράστιο λευκό σπίτι.

Δεν αμφιβάλω αν αντί για κήπο στην πίσω αυλή έχουν μια τεράστια πισίνα.

"Κατέβα μικρή. Φτάσαμε." Σαν να μην το είχα καταλάβει η ίδια, χρειαζόμουν την επιβεβαίωσή του.

Πιάνω και πάλι τις αποσκευές μου, όταν αφήνω μια βαθειά ανάσα να βγει από μέσα μου.

Δεν είμαι τελείως έτοιμη για την ακρίβεια.

Αλλά πρέπει να γίνω.

Γιατί τώρα μας χωρίζει μία πόρτα.

Βρίσκει τα κλειδιά του και ανοίγει την πόρτα αφήνοντας τις αποσκευές μου στην γωνία δίπλα από την πελώρια σκάλα.

Περπατάω διστακτικά πιο μέσα κλείνοντας την εξώπορτα.

Και ξαφνικά βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο δωμάτια. Ο Μπράις κινείται προς τα δεξιά οπότε τον ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη.

Και όπως το μάντεψα από τις μυρωδιές των μπαχαρικών, ήταν η κουζίνα.

Μία γυναίκα καθαρίζει πατάτες πίσω από τον πάγκο της κουζίνας. Δεν έχει καταλάβει ότι ήρθαμε αφού έχει στραμμένη την πλάτη της στην πόρτα.

Φαίνεται αρκετά νέα. Αν δεν είναι, τότε σίγουρα ξέρει να συντηρεί τα κιλά της και το σώμα της πολύ καλά. Τα ξανθά βαμμένα μαλλιά της πέφτουν στους ώμους της τόσο ίσια, που είμαι σίγουρη πως τα έχει ισιώσει με κάποια ισιωτική.

Απορώ πως άντεξε με τόση ζέστη.

Ο Μπράις αρπάζει ένα μήλο από το μπολ στο κέντρο του τραπεζιού με αποτέλεσμα να τον παρατηρήσει.

"Μπράις! Γύρισες! Που είναι η Μέιρα;" Διακριτός ήταν ο ενθουσιασμός στην φωνή της.

Δείχνει με το χέρι του πίσω στην πόρτα. Εγώ με ένα άβολο χαμόγελο προφέρω την λέξη Γειά.

"Καλωσόρισες κορίτσι μου! Είμαι η Άλις, η Μαμά του Μπράις." Χαίρομαι που μου συστήθηκε ως η Μαμά του Μπράις και όχι ως η γυναίκα του μπαμπά σου.

"Ευχαριστώ." Μόνο αυτό κατάφερα να πω αφού, μόλις σκούπισε τα χέρια της στην πόδια της, ήρθε και με αγκάλιασε.

Πίσω από τον ώμο της βλέπω τον Μπράις να γελάει κοροϊδευτικά. Στριφογυρίζω τα μάτια μου ως ένδειξη αδιαφορίας και αυτός φεύγει από την κουζίνα.

"Ελπίζω να τρως το χοιρινό στον φούρνο! Είχα πει τον πατέρα σου να σε ρωτήσει για το αγαπημένο σου φαγητό, αλλά ποτέ δεν μου έφερε απάντηση."

Φυσικά και δεν ήξερε το αγαπημένο μου φαγητό. Πάντα απών ήταν σε όλα τα σημαντικά γεγονότα.

"Το τρώω, μην ανησυχείτε." Δεν είναι και το αγαπημένο μου, αφού τελευταία προσπαθώ να προσέχω την διατροφή μου ελαττώνοντας το κρέας, αλλά δεν ήθελα να της χαλάσω την διάθεση. Φαινόταν πολύ χαρούμενη.

"Σε παρακαλώ! Να μου μιλάς στον ενικό. Λέγε με Άλις." Και με ένα χαμόγελο εγώ συμφωνώ.

Την ίδια στιγμή στην κουζίνα μπαίνει ο μπαμπάς μου.

Δεν άλλαξε και πολύ, αν εξαιρέσουμε τις άσπρες τρίχες. Στο πρόσωπό του διαγράφεται μια έκπληξη όταν με βλέπει.

"Μέιρα! Καλωσόρισες! Ελπίζω να μην άργησα πολύ." Ναι, άργησες τέσσερα χρόνια.

Αποφασίζω να μην το αναφέρω αυτό. Άλλωστε είναι η πρώτη μέρα. Ας συγκρατήσω τα νεύρα μου.

"Γεια σου μπαμπά." Έρχεται και αυτός με την σειρά του να με αγκαλιάσει αλλά με τον τρόπο μου καταφέρνω να τον απομακρύνω και να του δώσω μια μόνο χειραψία.

"Λοιπόν, ώρα να σου δείξουμε το δωμάτιό σου. Θα σε πάει ο Μπράις στον ξενώνα." Για μια στιγμή χάρηκα που ξέφυγα από τον Μπράις, αλλά ο Μπαμπάς φωνάζει ακατάπαυστα το όνομά του για να έρθει στην κουζίνα.

"Τι εννοείς στον ξενώνα; Δεν θα αφήσω το κορίτσι του μόνο στον ξενώνα!" Κοιτάζει άγρια τον μπαμπά μου η Άλις, αφήνοντάς μου την εντύπωση πως δεν θα καταλήξει όλο αυτό καλά.

"Και έχεις κάποια άλλη λύση;"

"Εγώ πάντως δεν έχω κανένα πρόβλημα." Και το εννοώ. Καλύτερα να είμαι μόνη μου στον ξενώνα πάρα με την έννοια της κακίας.

"Όχι κορίτσι μου μην ακούς τον μπαμπά σου. Δεν είσαι ξένη για να σε πάμε στον ξενώνα. Θα μείνεις στο δωμάτιο του Μπράις. Έχει ούτος ή άλλος δύο κρεβάτια και είναι πολύ μεγάλο."

Εντάξει, πόσο χειρότερα μπορεί να γίνουν τα πράγματα;

Εγώ, με τον Μπράις στο ίδιο δωμάτιο;

Σαν να σκάβω τον ίδιο μου τάφο.

"Γαμώτο, Τζακ γιατί με φωνάζεις;" Βρίζει μπαίνοντας από την πόρτα ο Μπράις.

"Για να πας τα πράγματα και την Μέιρα στο δωμάτιό σου." Προλαβαίνει να μιλήσει η Άλις για χάρη του μπαμπά. Ο μπαμπάς και να ήθελε να μιλήσει, ήταν έτοιμος να εκραγεί και μόνο στην όψη του Μπράις.

Περίεργο.

Ο Μπαμπάς τα έχει καλά μόνο με την Άλις σε αυτό το σπίτι.

"Στο δωμάτιό μου; Εννοείς στον ξενώνα, σωστά;" Σηκώνει το δεξί του φρύδι ψηλά περιμένοντας την επιβεβαίωση.

"Όχι Μπράις. Αυτό που άκουσες. Και δεν δέχομαι παράπονα. Μην ξεχνάς την τιμωρία σου." Προσπάθησε να παραπονεθεί, αλλά στο άκουσμα της τιμωρίας το μόνο που έκανε ήταν να σφίξει το σαγόνι και να χτυπήσει την πόρτα λίγο πιο δυνατά από ότι θα έπρεπε καθώς έβγαινε.

Εντάξει και εγώ δεν θέλω να είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, αλλά δεν κάνω και έτσι.

Τιμωρία λοιπόν... Μάλλον δεν είναι και το καλύτερο παιδί ο Μπράις Μπλάκ.

Ξεκινάω και εγώ να περπατάω για να τον φτάσω πριν φύγει και χαθώ μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο που ονομάζεται σπίτι.

"Και Μέιρα... Αν μπορείς πες του να μην τριγυρνάει μέσα στο σπίτι με τα γυαλιά του. Του το ζητάω εγώ." Γνέφω και βγαίνω από την κουζίνα.

Με περίμενε στις σκάλες.

Ανοίγω το στόμα μου για να του πω αυτό που μου ανέθεσε η Άλις όμως με προλαβαίνει ο ίδιος πριν καν βγάλω άχνα:"Το άκουσα!"

Πρέπει όντως να έχει πολλά νεύρα.

Ανεβαίνουμε τις σκάλες χωρίς να βγάλει και πάλι τα γυαλιά του. Εγώ το καθήκον μου το έκανα. Από κει και πέρα ας κάνει ότι καταλαβαίνει.

Ας βάλει και μία μαύρη κουκούλα και να γίνει ληστής.

Ούτος ή άλλος φαίνεται του αρέσει πολύ το μαύρο.

Ο πάνω όροφος είχε τρία μεγάλα δωμάτια και ένα μπάνιο.

Το κλειδωμένο υπέθεσα πως ήταν ο ξενώνας. Το υπνοδωμάτιο με το κόκκινο χρώμα υπέθεσα πως ήταν η κρεβατοκάμαρα. Και τέλος το δωμάτιο του Μπράις.

Μπεζ ουδέτερο χρώμα στους τοίχους.

Δύο κρεβάτια όπως μου υποσχέθηκε η Άλις, το ένα στην μια άκρη και το άλλο απέναντι.

Ο χώρος ήταν τεράστιος, παρόλο που ήταν πολύ φτωχά διακοσμημένο. Είχε μια βιβλιοθήκη, που πολύ αμφέβαλα αν τα βιβλία στα ράφια ήταν δικά του. Στον τοίχο βρίσκονταν ένα γραφείο μόνο με ένα τετράδιο και μία μολυβοθήκη. Και τέλος υπήρχε μία κλασσική καφέ ξύλινη ντουλάπα, που παρόλο τον όγκο της, πάλι το δωμάτιο φαινόταν άδειο.

Α και στο τέλος παρατήρησα μία κιθάρα.

Η κιθάρα ήταν το μόνο πράγμα που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση από όλα.

"Τι κοιτάς; Δεν έχεις ξαναδεί δωμάτιο στην ζωή σου;"

"Το δωμάτιό σου, όχι δεν το έχω ξαναδεί. Και σταματά να είσαι επιθετικός μαζί μου. Δεν ζήτησα εγώ να κοιμηθούμε μαζί." Και τι δεν θα άλλαζα να έπαιρνα πίσω την τελευταία μου πρόταση και να την άλλαζα.

Έστω και λίγο τροποποιημένη, ευχαριστημένη θα ήμουν.

Γιατί αυτός τώρα έχει πάρει πάλι το βλακώδης πονηρό χαμόγελο.

"Ακόμα δεν ήρθες, και θέλεις να κοιμηθείς μαζί μου, ε;"

"Τελικά όντως είσαι ηλίθιος."

"Καλά, όπως θέλεις μικρούλα." Νευριάζω που με φωνάζει ακόμα μικρούλα. Του σηκώνω το μεσαίο μου δάχτυλό στον αέρα με αποτέλεσμα χασκογελάσει ακόμα πιο δυνατά.

Αφήνω τις βαλίτσες έτσι κλειστές. Ούτος ή άλλος σε λίγο σίγουρα θα μας φωνάξει η Άλις για να φάμε και δεν είχα καμία όρεξη να αφήσω στην μέση τα πράγματα χωρίς να τα οργανώσω σωστά.

Παρατηρώ απέναντι από το κρεβάτι μου, εκτός από το κρεβάτι του Μπράις, μια πόρτα.

"Αυτή η πόρτα τι ακριβώς είναι;"

"Καλύτερα να μην ξέρεις." Ω, κύριε Μπράις. Με ξέρεις τόσο λίγο.

Αν αυτό ήταν κολπάκι για να μην μπω σίγουρα δεν το πέτυχε...

Γιατί τώρα θέλω να μπω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Σηκώνομαι και τρέχω προς την πόρτα για να την ανοίξω πριν προλάβει να με απομακρύνει.

Γαμώτο, είναι κλειδωμένη.

"Δώσε μου τα κλειδιά." Τον προστάζω, λες και ήταν ποτέ δυνατόν να μου τα δώσει.

Πραγματικά έχω χάσει την λογική μου.

"Θα πρέπει να τα κερδίσεις... Και πίστεψέ με, προς το παρόν έχεις μηδέν βαθμούς."

Ή έχω χάσει εγώ τα μυαλά μου, ή αυτός μου μιλάει για βαθμούς που δεν βγάζουν νόημα.

Δεν θυμάμαι να μιλήσαμε ποτέ για βαθμούς.

"Και πως τους κερδίζω;" Φαίνεται να έχει αρχίσει να ενοχλείται από τις ερωτήσεις μου αλλά δεν με νοιάζει ιδιαίτερα.

"Για παράδειγμα με τις ηλίθιες ερωτήσεις σου ήδη έχασες πολλούς. Πηγές στο μείον κοπελιά."

Κοπελιά;;

Τουλάχιστον είναι καλυτερο από το μικρούλα.

"Καλά δεν θα ασχοληθώ παραπάνω με τις ασυναρτησίες σου." Ξεφυσσάω και πάω να καθίσω ξανά στο κρεβάτι.

Αυτός έχει ήδη ξαπλώσει. Είμαι σίγουρη πως έχει κλείσει και τα μάτια του μέσα από τα γυαλιά.

Ή αυτό, ή είναι πολύ καλός στο να με αγνοεί.

Αντί να ψάξω για τα κλειδιά, που είμαι σίγουρη θα τα έβρισκα τόσο εύκολα, πηγαίνω να σταθώ στο παράθυρο.

Από το παράθυρο φαίνεται σχεδόν όλη η παραλία.

Τελικά είχα δίκιο και για την πισίνα.

Είμαστε δίπλα και στα δύο.

Είμαστε;; Από πότε συμπεριλαμβάνω στα σχέδιά μου τον Μπράις;

Μάλλον η ατμόσφερα της καινούργιας πόλης δεν με ευνοεί καθόλου στην ορθή σκέψη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top