Κεφάλαιο 1

Δεν μου αρέσει να είμαι μόνη.

Ειδικά όταν βρίσκομαι ολομόναχη σε ένα αεροδρόμιο σαν την καλάμια στον κάμπο, 550 χιλιόμετρα μακριά από την μαμά μου.

Και το χειρότερο από όλα; Μετά από εδώ είμαι υποχρεωμένη να δω τον μπαμπά μου. Και πάντα ξεχνάω αυτή την λεπτομέρεια.

Θα μείνω όλο το καλοκαίρι μαζί του. Δεν θέλω να καν να το υπενθυμίζω στον εαυτό μου γιατί κάθε φορά καταλήγω να συγχίζομαι. Γι'αυτό σκόπιμα ξεχνάω αυτή την λεπτομέρεια.

Απορώ γιατί συμφώνησα σε αυτό το παράλογο σχέδιο εξαρχής.

Κοίταξα στα γρήγορα το ρολόι μου γιατί ήμουν σίγουρη πως είχε αργήσει.

Καθόλου καλή πρώτη εντύπωση.

Αν ήθελε έστω και λίγο να προσπαθήσει να σώσει την 'σχέση μας' θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι εδώ, και να μην με αφήσει να περιμένω μισή ώρα με τις αποσκευές μου στο χέρι.

Και γαμώτο, οι βαλίτσες μου ήταν πολύ βαριές.

Έτσι έκανε και όταν ήταν μαζί με την Μαμά. Ποτέ δεν ήμασταν η προτεραιότητά του. Άλλο ένα αρνητικό ήδη.

Ίσως τελικά μπορώ να βρω πολλούς λόγους για τους οποίους ο Μπαμπάς μου δεν ήταν ο κατάλληλος για εμένα και την Μαμά μου.

Ξεφυσσάω στην προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου πως μπορώ να κρατήσω στα χέρια μου λίγο ακόμα τις βαλίτσες.

Αλλά τελικά δεν πέτυχε ούτε αυτό.

Αποφασίζω να μαζέψω ψηλά τα μαλλιά μου σε μια κοτσίδα, αφού ένα ζεστό κύμα αέρα χτύπησε το πρόσωπό μου την στιγμή που βγήκα έξω, μακριά από τα κλιματιστικά του αεροδρομίου.

Ήδη μισούσα την πόλη.

Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τόση ζέστη.

Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου να γυρίσω πίσω και να πάρω ξανα το αεροπλάνο για επιστροφή μέχρι που...

"Εσύ είσαι η... Μέιρα;" Ένα αγόρι με μαύρα γυαλιά χτύπησε την πλάτη μου.

"Ναι..." Απαντάω διστακτικά. "Θα έπρεπε να σε ξέρω;" Αυτό πρέπει να ακούστηκε πολύ πιο επιθετικά από ότι ήθελα η ίδια, όμως πραγματικά δεν είχα καμία όρεξη για συζήτηση με κάποιον ξένο κάτω από αυτόν τον καυτό ήλιο.

Να τι ξέχασα! Το αντηλιακό μου! Γαμώτο τώρα θα χρειαστεί να αγοράσω καινούργιο.

"Καλά κατάλαβα. Με έστειλε ο Τζακ να σε πάρω οπότε ακολούθα με." Τελικά όντως είχε βαθειά φωνή.

"Ναι, ακόμα να μου εξηγήσεις ποιός στο καλό είσαι." Τζακ έλεγαν και την πατέρα μου, όμως αυτός δεν ήταν λόγος να ακολουθήσω έναν άγνωστο στο αεροδρόμιο.

Πάνω από όλα πρέπει να προσέχω, όπως μου υπενθυμίζει πάντα η μαμά.

"Αφού καίγεσαι τόσο πολύ να μάθεις, είμαι ο Μπράις. Ή όπως σίγουρα έμαθες ο εξ' αγχιστείας αδερφός σου." Αυτό δεν το περίμενα με τίποτα. "Γι'αυτό μην χάνουμε χρόνο. Έλα."

Όταν μου είχε μιλήσει ο Μπαμπάς για την καινούργια του γυναίκα και το παιδί της, πίστεψα πως το παιδί ήταν ένα δεκάχρονο που δεν θα με άφηνε σε ησυχία.

Πάντως σίγουρα δεν περίμενα κάποιον έφηβο.

Πιάνω ξανά τις βαλίτσες μου. Στην προσπάθεια να τις σηκώσω, πέφτουν από τα χέρια μου. Η μία άνοιξε, δείχνοντας όλα μου τα πακεταρισμένα εσώρουχα σε όλους τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν από το αεροδρόμιο.

Υπέροχα.

Όταν καταλαβαίνει τι έγινε ο Μπράις, χωρίς να μιλήσει, αρπάζει τις περισσότερες βαλίτσες αφήνοντας μου τις ελαφριές.

Τώρα ναι, πολύ καλύτερα.

Φαινόταν να είναι αρκετά γυμνασμένος...

Σίγουρα γυμνάζονταν.

Χωρίς να μιλάμε, μπαίνουμε στο μαύρο range rover. Πρέπει να είναι της μαμάς του το αυτοκίνητο. Αποκλείεται να έχει ΤΟΣΑ λεφτά ώστε να μπορεί να αγοράσει ένα τέτοιο αυτοκίνητο μόνος του.

Με την άκρη του ματιού μου άρχισα να τον παρατηρώ καθώς οδηγούσε.

Μαύρα ρούχα, κλασσικά.

Μαύρα γυαλιά, τίποτα το εντυπωσιακό.

Ξανθά ίσια μαλλιά, δεν είναι και πολύ του γούστου μου οι ξανθοί, αλλά με τίποτα δεν τον έλεγες άσχημο.

Είχε πολύ καλές γωνίες στο πρόσωπό του.

Ξαφνικά άρχισε να δονείται το τηλέφωνό μου στην τσέπη μου, υπενθυμίζοντας με, πως έπρεπε να πάρω την μαμά μου.

Γαμώτο συνέχεια ξεχνάω πράγματα σήμερα.

"Ναι μαμά..." Απάντησα στην κλήση της, προκαλώντας τον Μπράις να ρίξει μία μάτια σε εμένα.

"Αγάπη μου ανησύχησα πολύ! Δεν με πήρες τηλέφωνο όπως μου υποσχέθηκες." Φυσικά και την έφαγε το παράπονο.

"Ξέρω, συγγνώμη. Ξεχάστηκα."

"Πώς πήγε η πτήση;"

"Όλα καλά μαμά."

Παύση.

Ξέρω ότι θέλει πολύ να με ρωτήσει για τον μπαμπά.

"Λοιπόν, ήρθε αυτός να σε πάρει ή πάλι παίζει τον απασχολημένο εργαζόμενο;" Χαμογελάω στην σκέψη ότι τελικά όντως γνωρίζω πολύ καλά την μαμά μου.

"Εμ όχι ακριβώς, θα σου εξηγήσω τι έγινε όταν μπορέσω. Σε παρακαλώ μην ανησυχείς για εμένα. Θα αντέξω." Την τελευταία πρόταση την εννοούσα.

Θα αντέξω.

Τουλάχιστον αυτό έπρεπε να κάνω όσο δύσκολο και να είναι το φετινό καλοκαίρι.

"Σε εμπιστεύομαι. Πρέπει να φύγω με φωνάζουν από την δουλειά."

"Εντάξει, Σ'αγαπώ."

"Και εγώ πολύ."

Και κάπως έτσι ξανά έπεσε ησυχία στο αυτοκίνητο.

Κάποια στιγμή έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του.

"Καπνίζεις;" Τον ρώτησα περισσότερο για να σπάσω την αποπνικτική ησυχία.

"Εσύ τι λες;" Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του καθώς μου απαντούσε.

Αγενής.

"Υποθέτω πως ναι." Στην πραγματικότητα θα του έκανα ένα ολόκληρο κήρυγμα για τους λόγους που το τσιγάρο είναι το πιο ανθυγιεινό πράγμα στον κόσμο που θα μπορούσες να βάλεις στο στόμα σου.

Αλλά όχι σήμερα. Δεν του αξίζει.

"Θα προτιμούσα να μην καπνίσεις εδώ μέσα." Του το ζητάω όσο πιο ευγενικά μπορώ.

Το μόνο που κάνει είναι να γυρίσει και να με κοιτάξει με ένα λωξό χαμόγελο.

Τι ηλίθιος.

Παρά την δική μου παρέμβαση, το ανάβει. Σε λιγότερο από λεπτό όμως το πετάει. Δεν αμφιβάλω καθόλου αν το έκανε μόνο και μόνο για να μου σπάσει τα νεύρα.

"Και για πες μου... Μέιρα." Α, ξαφνικά αναστήθηκε και θέλει να μου μιλήσει.

Τι τιμή.

Γυρνάω το κεφάλι μου για να τον δω περιμένοντας την ερώτησή του.

"Πόσο χρονών είπαμε είσαι;"

"Δεκαεφτά." Απαντάω μονολεκτικά.

"Όντως τώρα;" Κατεβάζει ελάχιστα τα γυαλιά του, κάνοντας την κίνηση ότι με εξετάζει.

Αν δεν κάνω λάθος παρατήρησα ένα μαύρο μάτι. Δεν μου φαίνεται περίεργο αν έμπλεξε σε καυγά.

Τώρα εξηγείται και το μόνιμο γυαλί πάνω του.

"Γιατί δεν μοιάζω εγώ για δεκαεφτά;" Ή αλήθεια είναι πως ούτε εγώ πίστευα ότι έμοιαζα με δεκαεφτά.

Κοκκινομάλλα, με μάτια σαν κουμπιά και μέτριο ύψος. Ο άπαιχτος συνδυασμός για μια κούκλα.

Παιδική κούκλα, μην μπερδευτείτε.

"Δεκατρία ναι, δεκαεφτά δεν το νομίζω." Γέλασε. Και το γέλιο του ήταν τόσο βαθύ.

"Γιατί εσύ πόσο χρονών είσαι;" Ρωτάω με μεγάλη περιέργεια.

"Δεκαεφτά και εγώ μικρούλα."

Μικρούλα; Από πότε απέκτησε τόσο μεγάλη οικειότητα με εμένα; Το άτομο που πριν λίγο θα προτιμούσε να πηδήξει από γκρεμό από το να αρχίσει μια φυσιολογική συζήτηση μαζί μου.

"Μην με αποκαλείς έτσι." Αναστέναξα από αγανάκτηση.

"Καλά μικρούλα." Ήθελα να τον κάνω να νιώσει και αυτός άσχημα που με παρακούει συνεχώς.

"Τουλάχιστον εγώ σαν μικρή δεν εμπλέξα σε καυγά χθες βράδυ."

Έσφιξε το σαγόνι του και τα χέρια του πάνω στο τιμόνι. Δεν περίμενε ότι θα το προσέξω;

Αυτό τόσο μεγάλο που είναι, την στιγμή που βγάζει τα γυαλιά του, φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά.

"Δεν ξέρεις για πιο πράγμα μιλάς." Ακούγεται πολύ θυμωμένος.

Αποφασίζω να μην τον ενοχλήσω παραπάνω.

Τελικά όντως προτιμούσα την ησυχία.

Μετά από περίπου τριάντα λεπτά στο αυτοκίνητο με την έννοια του -μην με ενοχλείς- στρίβει σε έναν παράδρομο με μεγάλα σπίτια.

Ή καλύτερα να πω επαύλεις.

Πόσο θα ήθελα να ζω σε ένα τέτοιο σπίτι. Το μισþ το διαμέρισμα που αναγκαζόμαστε να ζούμε τώρα με την μαμά.

Όμως εγώ δεν δουλεύω, και έτσι τα λεφτά τα φέρνει μόνο η μαμά στο σπίτι.

Ίσως δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι τόσο. Φτάνει που έχουμε μια στέγη πάνω από τα κεφάλια μας.

Δεν είμαστε για πολυτέλειες.

"Γιατί ήρθαμε από εδώ;" Τον ρωτάω αφού ο Μπαμπάς μου αποκλείεται να πληρώνει για ένα τέτοιο σπίτι. Αμφιβάλω αν βρήκε ακόμα και δουλειά της προκοπής για να βγάζει έστω και λίγα χρήματα.

"Γιατί από εδώ είναι το σπίτι. Νομίζω πως είναι αυτονόητο, Μέιρα." Τονίζει το όνομά μου καθώς μιλάει.

Γαμώτο δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά ακούγεται πολύ ωραία το όνομά μου όταν το λέει ο Μπράις.

Ε λοιπόν, αποδέχομαι την μοίρα μου ότι θα μείνω σε έπαυλη. Κάτι δεν είναι και αυτό;

Σίγουρα κάτι θετικό.

Στην τελική θα κλειδωθώ μέσα στο δωμάτιό μου, αφού είναι σίγουρη θα είναι ένα τεράστιο δωμάτιο, και δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω τον Μπαμπά μου.

Πριν καν το καταλάβω, ο Μπράις πατάει απότομα το φρένο, ανατινάζοντας το κινητό μου στον αέρα.

Κλείνω τα μάτια μου όσο πιο γρήγορα μπορώ και αρχίζω να τσιρίζω.

"ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΑΚΑΡΙΣΜΑ."

Ευχαριστώ που διαβάσατε το πρωτο κεφάλαιο της καινούργιας μου ιστορίας!

Είμαι υπερβολικά ενθουσιασμένη που γράφω κάτι καινούργιο μετά από πολύ καιρό.

Ελπίζω να σας έδωσα λίγο από τον ενθουσιασμό μου καθώς έγραφα και να σας άρεσε!

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο<3

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top