Κεφάλαιο 3
Το μυαλό μου σφυροκοπούσε όταν καθίσαμε όλοι στην τεράστια τραπεζαρία για να φάμε.
Ήθελα επειγόντως ύπνο, ίσως και ένα παυσίπονο. Χθες το βράδυ με το ζόρι έκλεισα μάτι. Είχα αρκετό άγχος από ότι φαίνεται.
Όχι ότι τώρα δεν έχω.
"Μέιρα δεν σου άρεσε; Γιατί δεν τρώς καθόλου;" Ρωτάει η Άλις με εμφανή ανησυχία.
"Ήταν πολύ ωραίο, απλώς δεν έχω πολύ όρεξη μετά από το ταξίδι." Δικαιολογούμαι με ένα μικρό χαμόγελο.
Το μόνο που μου κάνει μεγάλη εντύπωση είναι γιατί εγώ είμαι αναγκασμένη να φάω μαζί τους και ο Μπράις όχι.
"Ο Μπράις συνήθως δεν τρώει μαζί μας, αν αυτό σκέφτεσαι." Προλαβαίνει και απαντάει στις σκέψεις μου. "Επίσης σιχαίνεται το κρέας οπότε θα ήταν απίθανο, μια τέτοια μέρα, να κατέβει έστω και για την παρέα." Αμφιβάλλω αν κατεβαίνει γενικά για την παρέα τους.
"Δηλαδή είναι vegetarian;" Προσπαθώ να δείξω κάποιο ενδιαφέρον ώστε να συνεχιστεί η συζήτηση.
Εντάξει, είχα και μια μικρή περιέργεια.
"Ναι, ακριβώς. Του έχω φτιάξει κάτι άλλο για να φάει οπότε θελήσει..." Στα μάτια της φαίνεται μια μικρή απογοήτευση. "Πιθανότατα μόνος του."
Λογικό μου ακούγεται η μάνα να θέλει να τρώει μαζί με το παιδί της. Επίσης λογικό είναι να απογοητεύεται από τον Μπράις που δεν καταδέχεται ούτε παρέα να μας κάνει.
Και για εμένα είναι τελείως άβολο. Στην ουσία και οι δύο είναι ξένοι για εμένα.
"Ναι βλακείες..." Μουρμουρίζει ο μπαμπάς καθώς τρώει. Κανείς όμως δεν του δίνει σημασία.
"Την πισίνα μπορώ να την χρησιμοποιήσω;" Μόλις ρωτήσω δαγκώνω ένα κομμάτι ακόμα κρέας με λίγο πουρέ πατάτας. Όντως είναι αρκετά ζουμερό.
"Φυσικά! Οπότε θελήσεις!" Και κάπγς έτσι ξανά επέστρεψε το χαμόγελο στα χείλη της.
Είναι όντως αρκετά ενθουσιώδης, ή τουλάχιστον έτσι δείχνει την περισσότερη ώρα.
Σε αντίθεση με τον μπαμπά μου που έχει μούτρα χωρίς κανέναν συγκεκριμένο λόγο.
"Επίσης πριν το ξεχάσω, υπάρχει κανένα μαγαζί εδώ κοντά; Γιατί θέλω να αγοράσω κάποια πράγματα που ξέχασα στο σπίτι."
"Ναι, είναι λίγο μακριά από εδώ γι'αυτό καλύτερα να πας με κάποιον μαζί." Αυτή την φορά απαντάει στον ίδιο τόνο ο Μπαμπάς.
"Είμαι δεκαεφτά." Ακούστηκα επιθετική στην προσπάθειά μου να του υπενθυμίσω ότι μπορώ και μόνη μου να τα βγάλω πέρα. Δεν το μετανιώνω όμως.
Ούτος ή άλλος η πόλη δεν ήταν δα τόσο μεγάλη.
Σίγουρα ήταν πιο μικρή από την πόλη που μένω.
Με ένα σχεδόν άγριο ύφος σηκώνει το κεφάλι του ο μπαμπάς από το πιάτο του, έτοιμος να απαντήσει.
Τον σταματάει η Άλις. "Αυτό που εννοεί είναι πως θα προσέχει. Μέχρι τότε ίσως μπορώ να έρθω και εγώ! Θέλω να κάνω κάποια ψώνια είναι η αλήθεια..." Μετά από αυτή την απόπειρα να μας αποτρέψει από το να μαλώσουμε, έχω σταματήσει να δίνω σημασία στην συζήτηση. Γνέφω που και που για να δείχνω ότι είμαι καλά, πριν ξεκινήσουν τις ερωτήσεις.
Το μόνο που με νοιάζει είναι να φάω λίγο ακόμα και να πάω στο δωμάτιο να κοιμηθώ μήπως και υποχωρήσει ο πονοκέφαλος.
Επαινώ την Άλις για το όμορφο μεσημεριανό, παρόλο που δεν ακούμπησα ούτε το μισό, και ανεβαίνω τις σκάλες.
Όταν άνοιξα την πόρτα από το δωμάτιο περίμενα να βρω τον Μπράις ακόμα μισοκοιμισμένο, με τα γυαλιά του ακόμα φορεμένα. Ξαφνιάστηκα που το είδα άδειο. Από την άλλη όμως ανακουφίστηκα γιατί μπόρεσα έστω και έτσι να ξεκουραστώ καλύτερα.
Βγάζω από πάνω μου το τζιν σορτσάκι που με πίεζε όλο το πρωί, και στην θέση του βάζω ένα άνετο σορτσάκι πιτζάμας. Από πάνω, φυσικά επιλέγω να βάλω το σετ της κάτω πιτζάμας.
Μπλε με φοίνικες! Τι πιο όμορφο από αυτό;
Κάνω λίγο μασάζ το κεφάλι μου για να ηρεμήσω χωρίς να αναγκαστώ να πάρω παυσίπονο και πριν καν το καταλάβω έχω αποκοιμηθεί.
(...)
"Σου είπα πως ήμουν εδώ όλη την ώρα! Γιατί δεν με πιστεύεις;" Η σκληρή φωνή του Μπράις καταφέρνει να με ξυπνήσει.
Με παίρνει ένα λεπτο να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι. Τόσο βαθιά κοιμήθηκα.
Κοιτάω το ρολόι του κινητού μου. Αναγράφεται στην οθόνη 19:06.
Ούτε που το κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα.
"Γιατί μου έχεις δώσει το δικαίωμα να σε αμφισβητώ Μπράις. Γι'αυτό λέγε γρήγορα που ήσουν!" Μου φάνηκε περίεργο που άκουσα την Άλις να φωνάζει τόσο δυνατά.
"Αν δεν με πιστεύεις ρώτα και την άλλη που μου την κουβαλήσατε στο δωμάτιό μου." Να πω την αλήθεια και εγώ θα είχα ενοχληθεί αν μου έφερνε κάποιος έναν ξένο στο δωμάτιό μου. Όμως ξεχνάει μια λεπτομέρεια...
Έχω και όνομα.
Ανοίγει την πόρτα διάπλατα και τρομάζω από τον ήχο που κάνει όταν χτυπάει στον τοίχο.
"Σοβαρά τώρα; Μπράις θέλω να ηρεμήσεις! Τόση ώρα το κορίτσι κοιμόταν και εσύ την ξύπνησες!" Γρήγορα τρέχει προς το μέρος μου για να βεβαιωθεί πως είμαι καλά.
Προφανώς και είμαι. Απλά λίγο τρομαγμένη.
Άρα παρατήρησαν ότι κοιμόμουν τόση ώρα;
"Δεν σε πιστεύω..." Βάζει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του καθώς ξεφυσσάει. Νομίζω πως μουρμουρίζει κάτι βρισιές αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρη αφού δεν μπορώ να τον ακούσω.
"Η Μέιρα θα μείνει εδώ είτε θέλεις είτε όχι." Ξεκαθαρίζει την θέση της κουνώντας επιβλητικά τα χέρια της καθώς μιλάει. Περπατάει τώρα κοντά του μέχρι που τον φτάνει.
Ουάου ο τύπος την περνάει σιγουρα ένα κεφάλι, παρόλο που και η ίδια η Άλις είναι πολύ ψηλή.
"Το θέμα είναι ότι δεν θέλω να μου λες άλλο ψέματα. Μόνο την αλήθεια. Δεν θέλω καινούργια μπλεξίματα." Τα τελευταία, τα λέει αρκετά ψιθυριστά. Αν δεν είχε όλο το σπίτι ησυχία, δεν θα κατάφερνα να τα ακούσω.
Στεναχωριέμαι για την Άλις. Δεν ξέρω σε τι μπλεξίματα την βάζει καθημερινά, Αλλά από το ύφος του και την σημερινή συμπεριφορά του σε εμένα είμαι σίγουρη πως δεν είναι εύκολο παιδί.
Θα τον δικαιολογήσω πως περνάει δύσκολη εφηβεία.
"Ρωτά την Μέιρα." Αμετάβλητος συνεχίζει να δείχνει προς το μέρος μου.
Τώρα έρχονται δίπλα μου και οι δύο. Για την ακρίβεια η Άλις κάθεται ακριβώς δίπλα μου στο κρεβάτι ενώ ο Μπράις παραμένει όρθιος λίγο πιο πέρα.
Βγάζει τα γυαλιά για πρώτη φορά σήμερα και δύο πράσινα μάτια εμφανίστηκαν. Το ένα είναι πιο πρησμένο από το άλλο, όμως δεν έχει και πολύ σημασία.
Αν δεν τον είχα γνωρίσει θα έλεγα πως ο τρόπος που με κοιτούσε ήταν απλή ευγένεια. Αλλά αυτή την στιγμή νιώθω να με εκλιπαρεί.
Ο Μπράις Μπλάκ, ο πιο επιθετικός άνθρωπος στον κόσμο, έφτασε σε σημείο να εκλιπαρεί εμένα να πω ψέματα για αυτόν;
Ω αυτό είναι ένα μεγάλο θέαμα. Φέρτε σνακς. Γιατί το σόου μόλις άρχισε.
"Δηλαδή..." Μόλις κατάλαβα πως με αυτόν τον τρόπο μπορώ να τον χειριστώ όπως θέλω εγώ, δεν υπάρχει γυρισμός.
"Δηλαδή τι;" Επέστρεψε πάλι ο επιθετικός Μπράις.
Σηκώνω το ένα μου φρύδι, θέλοντας να του δείξω πως δεν χωράει τώρα τσαμπουκάς. Πρέπει να με υπακούσει αν θέλει να γλυτώσει.
Ξεροβήχει και σφίγγει τις παλάμες του σε γροθιές. Τον πίεσα πολύ από ότι φαίνεται.
Όμως το απολαμβάνω απίστευτα.
"Δηλαδή ναι, ήταν εδώ πριν κοιμηθώ." Η Άλις δείχνει πιο μπερδεμένη από ποτέ.
Ο Μπράις αφήνει μια ανάσα που κρατούσε εδώ και πολύ ώρα.
"Να είδες! Δεν χρειάζεται να ανησυχείς! Τώρα όμως αφού με εμπιστεύεσαι θα βγω." Αρπάζει τα κλειδιά από το θρανίο του και έχει ήδη φτάσει στην πόρτα του.
"Δεν κατάλαβες καλά. Δεν θα πας πουθενά. Είσαι τιμωρία, το ξέχασες;"
"Αχ μαμά. Γαμώτο, τι μπορώ να κάνω για να βγω; Αν σου υποσχεθώ πως δεν θα μπλέξω πουθενά;" Ακούγεται τόσο ωραία ο Μπράις να παρακαλάει για κάτι.
"Δεν μου αρκεί."
Ξίνει το κεφάλι του προσπαθώντας να κατεβάσει κάποια ιδέα που θα μπορέσει να πείσει την μαμά του να τον αφήσει να βγει.
Που στο καλό θέλει να πάει εφτά το απόγευμα;
"Εκτός αν..." Σταματάει ξανά να μιλάει και μετά χαμογελάει. "Αν έρθει μαζί μου η Μέιρα; Φαίνεται να είναι πιο υπεύθηνη από εμένα..." Ωχ θεε μου
Νιώθει περήφανος με την μαλάκια που κατέβασε το κεφάλι του.
Εγώ στραβοκαταπίνω μην ξέροντας τι να πω.
"Εννοώ, Είναι καλή ιδέα. Εμένα με ικανοποιεί, αλλά δεν μπορώ να βάλω το κορίτσι να κάνει κάτι που δεν θέλει." Ευτυχώς θεέ μου.
"Αχ μαμά. Δεν την βλέπεις; Πιτζάμες με φοίνικες φοράει..." Αυτό δεν το κατάλαβα
Τι έχουν οι πιτζάμες μου; Εκτός από το ότι είναι τρέντι και δεν αντέχει το πόσο όμορφες είναι.
"Και επειδή;" Τον ρωτάω περιμένοντας την γελοία απάντησή του.
"Δηλαδή δεν έχεις τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις! Διακοπές είσαι. Σήκω να διασκεδάσεις." Το μόνο που σκεφτόμουν είναι το πόσο καλός στην υποκριτική μπορεί να γίνει.
"Μέιρα δεν χρειάζεται να το κάνεις αν δεν θέλεις." Συνεχίζει η Άλις.
"Εγώ βασικά θέλω να πάω για ψώνια, όπως ήδη σου εξήγησα."
"Θα σε πάω εγώ. Απλά... έλα."
"Τότε συμφωνώ." Μου βγήκε εντελώς αυθόρμητο.
Συμφώνησα στον θάνατό μου;
Στην καταδίκη μου;
Ίσως ποτέ να μην μάθουμε.
"Εντάξει. Να γυρίσετε νωρίς και να ακούς την Μέιρα." Στο τέλος ενδίδει η Άλις. "Πρέπει κάτι να βάλεις σε αυτό..." Σηκώνει το χέρι της για να πιάσει το μαυρισμένο, πρησμένο μάτι του Μπράις, όμως αυτός την προλαβαίνει και κατεβάζει το χέρι της πριν τον φτάσει.
"Θα φύγει." Είναι το μόνο που της λέει και μετά κλείνει την πόρτα.
Αμέσως μετά ανοίγει κάποια συρτάρια από το γραφείο του και βρίσκει μερικά πακέτα από τσιγάρα. Ανοίγει ένα από αυτά και το βάζει στην τσέπη του μαζί με έναν αναπτήρα.
"Ένα ευχαριστώ δεν βλάπτει." Τελικά του μιλάω εγώ πρώτη.
"Δεν είμαι και τόσο εύκολος μικρούλα. Βγάλε τώρα τις απαίσιες πιτζάμες από πάνω σου και πάμε."
"Δεν το δέχομαι. Πρώτα θα μου μιλήσεις καλά και μετά θα έρθω μαζί σου. Αλλιώς θα μείνω εδώ." Έχω αρχίσει να γίνομαι πολύ σκληρή.
Μου αρέσει η σκληρη Μέιρα.
Ξεφυσσάει ξανά.
"Γλυκιά μου Μέιρα. Θα μπορούσατε να βγάλετε τα πανέμορφα ρούχα σας από το υπέροχο..." Σταματάει εκεί. "Ω για όνομα του θεού ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Απλά προσποιήσου ότι σου μίλησα γλυκά και κατέβα. Θα σε περιμένω κάτω."
Δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω με τις εκφράσεις του. Ο τρόπος που τα είπε έστω και αυτά τα λίγα 'όμορφα λόγια' είναι ανεκτίμητης αξίας.
Ίσως και να μην τον ξαναδώ τόσο ευάλωτο.
Που ξέρεις...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top