One night of Halloween - balentinad_m

Με λένε Albert. Είμαι 13 χρονών και μένω στην Β. Καρολίνα των Ηνωμένων πολιτιών. Θα σας διηγηθώ κάτι που μου συνέβει ένα βράδυ του Halloween. Κάτι μυστηριώδες...

Ως γνωστόν κάθε χρόνο, όλα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο, αυτήν την ημέρα, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι ντυμένοι με τα κουστούμια τους και κάνουν την ερώτηση "trick or treat?" (= φάρσα ή κερασμα; ) σύμφωνα με το έθιμο.

Έτσι, εγώ, ο Louis, ο Harry και o Gabriel -οι φίλοι μου- φορέσαμε τα κοστούμια μας και αρχίσαμε το σεργιάνισμα στη γειτονιά. Καθώς περπατούσαμε στην γειτονιά όμως, ξαφνικά προσέξαμε ένα μεγάλο σπίτι με μαύρους τοίχους και άσπρα κεραμίδιά, που δεν το είχαμε ξαναδεί. Στην αρχή δεν ήθελα να πάμε εκεί, αλλά ο φίλος μου ο Harry για καποιο λόγο επαίμενε.

"Θέλετε να πεθάνω από περιέργεια; " ρώτησε αγανακτισμένος.

Ανοίξαμε λοιπόν την πόρτα του άσπρου φράκτη που περιέβαλε το σπίτι και κατευθήκαμε αργά προς την είσοδο του σπιτιού τρέμοντας από τον φόβο μας. Αυτό το σπίτι δεν ήταν στολισμένο και δεν είχε γλάστρες και μπαλκόνια όπως στις άλλες μονοκατοικίες της γειτονιάς. Και αυτό με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος...

"Έλα ρε Albert! Τι φοβάσαι; " με κορόιδεψε ο Louis καθώς με έβλεπε να τρέμω στην κυριολεξία από τον φόβο μου. "Ένα σπίτι είναι! Σιγά. "

Δύχως να έχω άλλη επιλογή, ακολούθησα τους φίλους μου μέχρι την πόρτα και έπειτα χτυπήσαμε το κουδούνι. Mια μεγάλη σε ηλικία ψυλή γυναίκα με γκριζοπό χλωμό δέρμα και άσπρες πιτζάμες μας άνοιξε αργά την πόρτα, η οποία έτριζε.

Όλοι μας την κοιτούσαμε περίεργα. Αλλά πήραμε μια βαθιά ανάσα και φωνάξαμε όλοι μαζί "φάρσα ή κέρασμα; " προσπαθώντας να χαμογελάσουμε όπως λεει το έθιμο.

"Φάρσααα" είπε αγενέστατα, σχεδόν ψιθυριστά ο γριά, χαμωγελώντας και φανερώνοντας τα σαπισμένα από τον χρόνο δόντια της.

Η απάντησή της, μας ξάφνιασε γιατί περιμέναμε να μας μας πει "κέρασμα" όπως και οι υπόλοιποι γείτονες και να μας δώσει τις καραμέλες μας. Οπότε έπρεπε να της κάνουμε αναγκαστικά γκριμάτσα.

Ο τόνος της φωνής της και το ύφος όμως με τρόμαζε τόσο, που φοβόμουν να κάνω το παραμικρό. Αυτή η γριά μου φαινόταν πολύ περίεργη. Όλα γύρω από το σπίτι ήταν σκότεινα. Μέχρι και στο εσωτερικό του σπιτιού δεν υπήρχε ούτε ένα φως. Ούτε ένα αναμένο κερί... Και τα μάτια της γυάλιζαν από το φως του φεγγαριού.

"Καλό Halloween! " είναι το μόνο που της είπα και έκανα νέμα στους άλλους για φύγουμε γρήγορα από το σπίτι.

Όλοι με άκουσαν. Εκτός από τον Louis που έβγαλε την γλώσσα του έξω και το γέλιο του αντίχεισε σε όλο το τετράγωνο. Ύστερα όμως τον άρπαξα από το χέρι και απομακρυνθήκαμε από το σημείο όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Δυστυχώς ή ευτυχώς η γριά δεν είπε τίποτα και έκλεισε απλώς την πόρτα.

Κατά την διάρκεια της υπόλοιπης βραδιάς, πήγαμε και σε άλλα σπίτια τα οποία αυτή τη φορά ήταν στολισμένα με φαναράκια σε σχήμα κολοκύθας, όπως λεει η παράδοση και έτσι ξεχάσαμε τον φόβο μας. Μόλις μαζέψαμε μπόλικές λιχουδιές στα καλάθια μας, πήγαμε χαρούμενοι στο αγαπημένο μας στέκι στην παραλία, απέναντι από το σπίτι του Louis για να τα φάμε.

Καθώς καθόμασταν στην άμμο και τρώγαμε τις λιχουδιές μας, κάτι ανεξήγητο συμβαίνει για ακόμη μία φορά εκείνη την νύχτα. Είδαμε μια σπηλιά η οποία δεν θυμόμασταν να υπήρχε ποτέ σε αυτήν την παραλία. Έτσι αφήσαμε τα καλάθια με τις λιχουδιές στην άμμο και πήγαμε μέχρι την σπηλιά. Εγώ πάλι πρότεινα στους άλλους να μην πάμε, αλλά εκείνοι για άλλη μια φορά δεν με άκουσαν.

Μόλις μπήκαμε στην σπηλιά, εκείνη για ανεξήγητο λόγο, φωτίστηκε και μας έβγαλε σε ένα σκοτεινό δάσος με λεύκες. Όπως ήταν λογικό όλοι φοβηθήκαμε και θέλαμε να φύγουμε, εκτός από τον Louis που βρήκε ένα άλλο σπίτι και ήθελε να το εξερευνήσει.

"Louis οχι! Πρέπει να φύγουμε από εδω! " φώναξα στον Louis.

"Albert μην είσαι δειλός! Για καποιο λόγο ήρθαμε εδώ! " μου απάντησε ο Louis.

"Ναι η μοίρα μπορεί να θέλει να μας δείξει κάτι! " πετάχτηκε ο Harry.

"Harry θα σταματήσεις να πιστεύεις σε δισυδαιμονίες; " φώναξα θυμωμένος και άρχισε ένας τσακωμός μεταξύ μας.

Ένας περίεργος ήχος από το σπίτι, μας έκανε να σωπάσουμε για τα καλά...

Αμέσως, ανοίξαμε όλοι τους φακούς από το κινητά μας, -μιας και δεν είχαμε κανονικούς φακούς- και πλησιάσαμε με αργά βήματα την είσοδο του σπιτιού.

Η πόρτα του σπιτιού, ήταν μια ξύλινη φθαρμένη από τον χρόνο πόρτα που ανοιγόκλεινε από τον αέρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κάναμε το λάθος και μπήκαμε μέσα...

31 Οκτωμβρίου 1764

"Σήμερα είναι η ημέρα τον ψυχών! Και θα μου πάρουν την ζωή! " φέλισσε η μάγισσα καθώς ήταν κλεισμένη στο κελί της.

Είχε καταδικαστεί, από την ιερά εξέταση για μαύρη μαγεία. Η συγκεκριμένη μάγισσα όμως, σε σχέση με τις άλλες γυναίκες που καταδικάστηκαν για μαγεία, ήταν όντως επικίνδυνη, διότι μπορούσε να δαμάσει την μαύρη μαγεία καλύτερα από τον καθένα. Είχε όμως ένα αρνητικό. Μισούσε το φως και την φωτιά. Οπότε κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν αν προσπαθούσε καποιος να την κάψει.

Έβαλαν άντρες να την ψάξουν παντού. Τελικά μετά από πολλές μέρες, βρήκαν το σπίτι της, το οποίο ήταν στο δάσος με τις λεύκες. Αυτό το δάσος ήταν γνωστό για την σκοτεινή και την αρνητική ενέργεια που επικρατούσε μέσα σε αυτό. Για αυτό πέθαναν δύο στρατιώτες από άγνωστη αιτία. Τελικά καστάφεραν να την πιάσουν και να κλείσουν στη φυλακή μέχρι να εκτελεστεί.

Και η ημέρα που όρισαν για την ετέλεσή της ήταν στις 31 Οκτωμβρίου. Την ημέρα του Halloween, καίγοντάς την στην πυρά. Την ημέρα αυτή, σχεδόν όλη η πόλη μαζεύτηκε για να παρακολουθήσει την τελετή της εκτέλεσης.

"Μην τολμήσετε να με κάψετε! "

"Αλλιώς; " την ρώτησε ο δικαστής χαμογελώντας σατανικά.

"Ξέρετε ότι μισώ την φωτιά..." ψέλισσε.

Επικράτησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής...

"Κάψτε την! " διέταξε ο δικαστής.

"Όχι! Μην το κάνετε! Γιατί το έτος 2018 θα σκοτώσω τέσσερα παιδιά! Όσοι είναι και οι άντρες που με πιάσανε" .

Χωρίς να της δώσουν σημασία, οι άντρες την έριξαν στην πυρά και ουρλιαχτά πόνου αντύχεισαν παντού...

Έτος 2018: Πίσω στο σήμερα

Περπατώντας στους σκοτεινούς διαδρόμους του σπιτιού, το μόνο που αντικρίζαμε ήταν σπασμένοι τοίχοι και σπασμένα βάζα. Στους τοίχους υπήρχαν πεντάλφες βαμμένες με αίμα. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο σπουδαίο μέσα στο σπίτι.

"Εντάξει παιδιά! Πάμε να φύγουμε! " μας διέταξε ο Harry και εμείς υπακούσαμε.

Καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες, ξαφνικά ακούσαμε κάποιον να μας λεει κάτι. Κάτι σαν "Η ημέρα που περίμενα για χρόνια έφτασε! ". Όταν γυρίσαμε για να δούμε ποιός μας το έλεγε αυτό, είδαμε την γριά από το "σκοτεινό σπίτι" και τα ουρλιαχτά μας δεν άργισαν να ακουστούν.

Την επόμενη μέρα, η σπηλιά εξαφανίστηκε και τα πτώματά μας βρέθηκαν στην παραλία, αλλά κανείς δεν έμαθε πως...

Και όλα αυτά επειδή οι φίλοι μου δεν με άκουσαν ποτέ...

~•~

ΤΕΛΟΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top