All Hallow's Eve - JohnKosmo21
Ήμασταν εγώ, ο αδερφικός μου φίλος Κώστας και η κοπέλα μου Nτίνα. Ήταν η πρώτη χρονιά που βολτάραμε ανήμερα του Halloween χωρίς να έχουμε μεταμφιεστεί. Ήμασταν αρκετά μεγάλοι για κάτι τέτοιο. Εγώ και ο Κώστας ήμασταν 19, ενώ η Ντίνα είχε κλείσει τα 17 μόλις ένα μήνα πριν. Ωστόσο, η καθιερωμένη βόλτα που κάναμε κάθε χρόνο τη συγκεκριμένη μέρα, ήταν μια συνήθεια που όλοι μας συνεχίζαμε να αγαπάμε.
Σε όλους μας έκανε εντύπωση το γεγονός πως δεν είχαμε δει ποτέ ξανά στη ζωή μας το συγκεκριμένο σοκάκι. Αποφάσισα να σπάσω τη σιωπή πρώτος. «Τι λέτε; Μπαίνουμε μέσα;». «Ασφαλώς θα αστειεύεσαι!», φώναξε η Ντίνα. «Ούτε που ξέρουμε τι βρίσκεται εκεί πέρα». «Εμένα πάλι με τρώει η περιέργεια», είπε ο Κώστας. Με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς συνήθως ήταν πιο σώφρων από εμένα και ενίοτε λιγότερο γενναίος. Φαίνεται πως η ατμόσφαιρα του Halloween τον είχε επηρεάσει αρκετά και του είχε εξάψει την περιέργεια.
«Είμαστε δύο και είσαι μία. Λυπάμαι, αλλά μόλις έχασες Ντίνα». H αλήθεια είναι πως κατά βάθος εγώ ίσως και να φοβόμουν περισσότερο από όλους. Πως όμως θα έδειχνα στον κολλητό μου και την κοπέλα μου ότι εγώ είμαι ο αρχηγός της παρέας; «Φοίβο, φύγαμε», φώναξα. Λίγα μέτρα πιο πίσω ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του τρεξίματος ενός σκύλου. «Πάμε», του είπα υποδεικνύοντας την κατεύθυνση του σκοτεινού στενού που κανείς μας δεν είχε ιδέα που θα μας οδηγούσε. Προτού προλάβουμε να στρίψουμε μέσα στο στενό, ο Φοίβος κοντοστάθηκε, γούρλωσε το βλέμμα του και άρχισε να γαβγίζει δυνατά, όπως δεν τον είχα ακούσει ξανά. Ήταν ένα μαλτέζ που μας ακολουθούσε πάντα. Φαίνεται όμως πως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. «Ήρεμα αγόρι μου...τι έπαθες;», του είπα. Ήταν η πρώτη φορά που με αγνοούσε τελείως, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω την αιτία. Το γάβγισμα είχε μετατραπεί πλέον σε ένα τρομοκρατημένο γρύλλισμα, το οποίο θα έλεγε κανείς έδινε έναν κωμικό χαρακτήρα στην κατάσταση, σε συνδυασμό με το πόσο μικροσκοπικός ήταν. «Φαίνεται πως και ο Φοίβος συμφωνεί μαζί μου Γιάννη», είπε η Ντίνα με έντονα επικριτικό ύφος. Πλησίασα το Φοίβο, ο οποίος συνέχιζε να κοιτάζει βαθιά μέσα στο στενό, σα να έβλεπε κάτι που εμείς δε μπορούσαμε να διακρίνουμε. Τον πήρα αγκαλιά και εκείνος κυριολεκτικά γαντζώθηκε πάνω μου.
Ήμουν αποφασισμένος να οδηγήσω την ομάδα μου στο περίεργο αυτό δρομάκι ότι και να συνέβαινε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η περιέργεια υπερτερεί του φόβου. «Αν ήταν εδώ ο Μάνος σίγουρα θα συμφωνούσε μαζί μου», είπε εμφανώς δυσαρεστημένη η Ντίνα. «Πως και δεν ήρθε;», ρώτησε ο Κώστας φανερώνοντας έκπληξη. Ήταν ένα αγόρι μετρίου αναστήματος με καστανά μαλλιά και καλοσυνάτο πρόσωπο. «Ε, τα γνωστά ρε φίλε. Ίδια κατάσταση κάθε χρόνο. Ο εορτασμός του Halloween για το Μάνο αρχίζει πάντα αρκετά νωρίτερα από τις 31 Οκτωβρίου. Ξεκινά να τρώει ζαχαρωτά τουλάχιστον τρεις μέρες πριν και όταν φτάσει η μέρα της γιορτής δε μπορεί να κάνει τίποτα γιατί έχει φριχτούς πόνους στο στομάχι. Οπότε κάθεται σπίτι περιμένοντας να γίνει καλά». Ο Μάνος ήταν ο αδερφός μου. Ήταν τέσσερα χρόνια νεότερος. Ο όγκος του όμως έδινε την εντύπωση ότι ήμασταν τουλάχιστον συνομήλικοι. Ήταν μελαχρινός σαν κι εμένα και είχαμε περίπου το ίδιο ύψος. Δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που μας περνούσαν για δίδυμους. Η Ντίνα συμφωνούσε πάντοτε όταν εκείνος της έλεγε πως με θεωρεί ανώριμο για την ηλικία μου. Από την άλλη, ο Μάνος εκτιμούσε βαθύτατα την αγάπη που έδειχνε η Ντίνα σε μένα και το γεγονός ότι ανεχόταν όλες τις τρέλες που είχα κάνει όσο ήμασταν μαζί. Όταν ο Μάνος είχε χτυπήσει το πόδι του και έπρεπε να το κρατήσει σε γύψο μετά από ένα ατύχημα με το ποδήλατο και μένοντας στο κρεβάτι για περίπου δυο βδομάδες, εκείνη τον επισκεπτόταν καθημερινά, του έφερνε σοκολάτες και του έκανε παρέα για αρκετές ώρες. Έσιαξε τα κατάμαυρα μαλλιά της, τα οποία έρχονταν σε μια γοητευτική αντίθεση με το κατάλευκο δέρμα της. Τα καταπράσινα μάτια της ήταν τα ωραιότερα που είχα αντικρύσει ποτέ στη ζωή μου.
Προχωρήσαμε μέσα στο στενό δρομάκι. Το μοναδικό φως προερχόταν από τις λιγοστές οικίες που βρίσκονταν κατά μήκος του στενού. Τα σπίτια δεν έμοιαζαν με τις συνηθισμένες οικίες που βρίσκονταν στη γειτονιά μας. Είχαν ένα δικό τους ξεχωριστό στυλ, που θύμιζε έντονα το μεσαιωνικό γοτθικό τύπο. Ήταν κάτι όντως παράδοξο να υπάρχει ένας τέτοιος δρόμος, σε μια κατά τα άλλα, συνηθισμένη γειτονιά Ελλήνων μεταναστών της Νέας Υόρκης. Εδώ κι εκεί, διάσπαρτες διακοσμητικές κολοκύθες παρακολουθούσαν τις κινήσεις μας με τα φωτεινά, διαβολικά τους μάτια.
Τα περισσότερα οικήματα, εκτός από τις κολοκύθες, είχαν διακοσμηθεί με καραμελωμένα μήλα και μικρές φωτιές σιγόκαιγαν στους καταπράσινους περιποιημένους κήπους. Ξαφνικά, ενώ περνούσαμε δίπλα από ένα θάμνο που κοσμούσε την αυλή ενός παλιομοδίτικου αρχοντικού, τρεις φιγούρες πετάχτηκαν μπροστά μας φωνάζοντας δυνατά «Trick or Treat!». Ξέσπασαν σε δυνατά γέλια και άρχισαν να τρέχουν προς την αντίθετη πλευρά του δρόμου, ενώ ο Φοίβος ξεκίνησε να γαβγίζει με το δικό του χαρακτηριστικό, κωμικό τρόπο παραμένοντας γαντζωμένος στην αγκαλιά μου. «Καταραμένα πιτσιρίκια», φώναξα δυνατά. «Να σας στοιχειώσει το πνεύμα του Σόουιν!». Ενώ απομακρύνονταν, παρατήρησα τις νεανικές σιλουέτες. Ήταν δύο αγόρια κι ένα κορίτσι, όπως και η δική μας παρέα. Το ένα αγόρι ήταν ντυμένο με στολή Jason από το «Παρασκευή και 13», χωρίς να έχει παραλείψει τη χαρακτηριστική μάσκα του χόκει, η κοπέλα ήταν μεταμφιεσμένη σε μάγισσα, ενώ το δεύτερο αγόρι φορούσε μια μαύρη κάπα και μια μάσκα βαμπίρ. «Πολύ πρωτότυπες μεταμφιέσεις», σκέφτηκα ειρωνικά.
Η Ντίνα με κοίταξε αγριεμένη. «Θες κι άλλες εκπλήξεις ή μήπως να γυρνάμε πίσω σιγά σιγά;». «Δεν πρόκειται να χαλάσω τη βραδιά μου για μερικά ανόητα παιδάκια», της απάντησα. Χάιδεψα απαλά το Φοίβο στο κεφάλι για να τον καθησυχάσω. Συνεχίσαμε την πορεία μας και φτάνοντας σε μια διασταύρωση, παρατηρήσαμε μια ξύλινη πινακίδα. Ήταν φτιαγμένη από ξύλο και είχε σχήμα βέλους που δείχνει προς τ' αριστερά. Με το λιγοστό φως που υπήρχε από τα γύρω σπίτια διαβάσαμε την επιγραφή, η οποία ήταν γραμμένη με ένα δυσοίωνο κόκκινο χρώμα. «Το πάρτι βρίσκεται από εδώ».
«Ποιος ψήνεται για Halloween πάρτι απόψε;», ρώτησα. «Είσαι με τα καλά σου Γιάννη;», εκδήλωσε την αντίρρηση της για ακόμα μια φορά η Ντίνα. «Ποιος ξέρει τι σόι άνθρωποι διοργανώνουν αυτό το πάρτι;». «Έλα βρε Ντίνα, χαλάρωσε. Μπορούμε να πάμε να πιούμε χαλαρά ένα ποτό κι αν δούμε τίποτα περίεργο την κάνουμε», παρενέβη ο Κώστας. Η αλήθεια είναι πως με είχε εκπλήξει αρκετά ευχάριστα εκείνη τη βραδιά. Όχι μόνο έδειξε πρωτοφανή προθυμία να εξερευνήσουμε το μυστηριώδες σοκάκι, τώρα δεν έδειχνε τον παραμικρό δισταγμό να πάμε σε ένα πάρτι για το οποίο κυριολεκτικά δεν ξέραμε τίποτα. Η Ντίνα αναγκάστηκε με αρκετή απροθυμία να μας ακολουθήσει και πάλι.
Στρίψαμε αριστερά και το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε ήταν το τέρμα του δρόμου. Ήταν αδιέξοδος. Σε εκείνο το σημείο, βρισκόταν μια παμπ από την οποία προερχόταν το χαρακτηριστικό βουητό δυνατής μουσικής που έφθανε σιγά σιγά στ' αυτιά μας. Λίγα μέτρα πιο πέρα απ' την παμπ, βρισκόταν μια επιγραφή από νέον. Μια κολοκύθα πάνω από έντονα μπλε γράμματα, τα οποία δεν άφηναν καμία αμφιβολία. «Τhe party is here».
Προχωρήσαμε προς την παμπ. Ήταν εμφανές πως η Ντίνα ήταν λιγότερο ενθουσιασμένη απ' όλους μας. Κράτησα με το ένα χέρι το Φοίβο στην αγκαλιά μου, ενώ με το άλλο άνοιξα τη μεγάλη καφετιά πόρτα. Η μουσική έφτασε πεντακάθαρα στ' αυτιά μας. Το κομμάτι που έπαιζε ήταν το «Halloween» των Misfits. Ήταν ένας αρκετά μεγάλος χώρος με ξύλινη επένδυση. Κυριαρχούσε παντού η χαρακτηριστική διακόσμηση της ημέρας. Κολοκύθες, νυχτερίδες, καπέλα μαγισσών και φαντάσματα έδιναν έναν ξεχωριστό τόνο. Ο κόσμος ήταν αρκετός και όλοι ανεξαιρέτως ήταν μεταμφιεσμένοι με μακάβρια κοστούμια. Στο βάθος του χώρου βρισκόταν μια ευρύχωρη σκηνή με ένα μικρόφωνο. Τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στον τοίχο που βρισκόταν πίσω της υπήρχαν αμέτρητες κολοκύθες με σκαλισμένα χαρακτηριστικά. Στον τοίχο υπήρχε και μια μεγάλη γραμματοσειρά. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ για να παραγγείλω. Ο μπάρμαν με καλησπέρισε αποκαλύπτοντας ένα χαμόγελο με μαύρα βαμμένα δόντια. Φορούσε μαύρο σακάκι και άσπρο πουκάμισο, ενώ την αμφίεσή του συνόδευε ένα σκουρόχρωμο παπιγιόν. Το πρόσωπό του κάλυπτε ένα καταπληκτικό μακιγιάζ πτώματος. «Τρεις μπυρίτσες θα ήθελα». Άνοιξε τρία μπουκάλια και τα πρόσφερε σε μένα και την παρέα μου. Ρώτησα πόσο έκαναν, αλλά ο μπάρμαν με καθησύχασε λέγοντας μου να μην ανησυχώ. «Τα χρήματα δεν έχουν απολύτως καμία αξία απόψε», είπε κοιτώντας με νόημα. Χαμογέλασα και άρχισα να πίνω τη μπύρα μου αφού πρώτα τσουγκρίσαμε τα μπουκάλια μας με τον Κώστα και τη Ντίνα. Η αλήθεια είναι πως το γεγονός πως ήμασταν οι μόνοι μη μεταμφιεσμένοι εντός της παμπ σε συνδυασμό με το ότι προσπαθούσα να απολαύσω τη μπύρα μου κρατώντας ένα άσπρο μαλτέζ αγκαλιά, προσέδιδαν έναν σουρρεαλιστικό τόνο στο σκηνικό. Δε μπορούσα να κάνω και πολλά όμως, αφού ο Φοίβος παρέμενε γαντζωμένος πάνω μου.
Μετά από δέκα περίπου λεπτά, όταν ο Κώστας στράφηκε προς εμένα, λεγόντάς μου «σ' ευχαριστώ που είσαι απόψε εδώ». «Τι εννοείς;», ρώτησα παραξενεμένος. Xωρίς να μου απαντήσει, στράφηκε προς τη μεγάλη ξύλινη σκηνή και άρχισε να περπατά αργά προς αυτήν. Ανέβηκε με ηρεμία τα μικρά σκαλιά που βρίσκονταν στο πλάι της. Το σημείο στο οποίο βρισκόταν η σκηνή, ήταν ιδιαίτερα σκοτεινό, σε σημείο όπου η σιλουέτα του Κώστα, ίσα που αχνοφαινόταν. Πλησίασε το μικρόφωνο, το άνοιξε και άρχισε να μιλά.
«Την προσοχή σας παρακαλώ». Στη στιγμή, η μουσική έπαψε να παίζει, οι ομιλίες σταμάτησαν και μια απόλυτη σιωπή απλώθηκε στο μπαρ. «Όπως γνωρίζετε, η αποψινή είναι η πιο σημαντική βραδιά του χρόνου για εμάς. Δε θα μπορούσα λοιπόν να σας αφήσω παραπονεμένους και να μην είμαι και πάλι κοντά σας. Να είστε σίγουροι πως θα περάσουμε τέλεια και πάλι. Φάτε, πιείτε και διασκεδάστε σα να μην υπάρχει αύριο ! Χαρούμενο Halloween !». Οι θαμώνες του μπαρ ξέσπασαν σε επευφημίες. Μέσα από το σκοτάδι της σκηνής όμως, ο Κώστας συνέχισε να μιλά. «Παρακαλώ...δυο λόγια ακόμη. Σήμερα έχουμε κοντά μας ορισμένα πολύ εκλεκτά άτομα που δεν έχουν ξαναβρεθεί εδώ. Αγαπητέ Γιάννη και αγαπητή Ντίνα σας καλωσορίζουμε στη μακάβρια παρέα μας. Εγώ και οι φίλοι μου θα κάνουμε τα πάντα για να μη θελήσετε να φύγετε ποτέ από εδώ...». «Τι....τι σημαίνει αυτό Κώστα;», κατάφερα να ψελλίσω. «Όχι πια Κώστα...εδώ πέρα αλλιώς είναι το όνομά μου...Μπορείς να με φωνάζεις...». Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι κολοκύθες που βρίσκονταν στον τοίχο πίσω του, αλλά κι αυτές που βρίσκονταν στη σκηνή φωτίστηκαν απότομα, αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του ατόμου που βρισκόταν πάνω στη σκηνή. Αυτό που είδα με έκανε να κοκαλώσω στη θέση μου, η Ντίνα τυλίχτηκε γύρω από το μπράτσο μου και ο Φοίβος άρχισε ξανά να γρυλλίζει αγριεμένος. Έτρεμα και είχε αρχίσει να με λούζει κρύος ιδρώτας.
Στη θέση του Κώστα βρισκόταν ένα σκελετωμένο πτώμα σε πλήρη αποσύνθεση. Το απαίσιο κρανίο με τα σαπισμένα δόντια τώρα ανεβοκατέβαινε γελώντας διαβολικά, ενώ τα οστά που αποτελούσαν το σώμα του «Κώστα» τρέκλιζαν δεξιά κι αριστερά, σα να προσπαθούσαν να βρουν την ισορροπία τους. Παράλληλα με το αποτρόπαιο αυτό θέαμα, είχε φωτιστεί και η γραμματοσειρά που βρίσκονταν πίσω από τη σκηνή. Όπως αποδείχθηκε, γραμματοσειρά αποκάλυπτε τις λέξεις «Jack O' Lantern». Μια ταινία τρόμου σαν κι αυτές που τόσο αγαπούσα, ξετυλιγόταν τώρα μπροστά στα μάτια μου.
«Ναι Γιάννη», συνέχισε να μιλά αυτό που μόλις πριν λίγα λεπτά θεωρούσα τον καλύτερό μου φίλο, «Jack O' Lantern είναι το πραγματικό μου όνομα. Πριν αμέτρητους αιώνες κατάφερα κι έκλεισα μια συμφωνία με τον ίδιο το Σατανά και τον έπεισα να μη διεκδικήσει την ψυχή μου αφού πεθάνω. Εκείνος τήρησε τη συμφωνία του, εξαιτίας αυτής όμως δε με δέχτηκε ούτε ο παράδεισος. Καταδικάστηκα λοιπόν να περιπλανιέμαι αιωνίως στη γη, ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς μη μπορώντας να ησυχάσω. Κάθε χρόνο περιμένω τη γιορτή του Halloween, για να μπορέσω να δείξω το πραγματικό μου πρόσωπο. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο οι άλλοι με θεωρούν τον ήπιο και δειλό Κωστάκη...Για ποιο λόγο νομίζεις πως πάντοτε έφευγα αρκετά νωρίς από το σπίτι σου τις προηγούμενες χρονιές, αφού είχαμε κάνει μαζί «φάρσα ή κέρασμα»; Για ποιο λόγο νομίζεις ότι συμφώνησα και μάλιστα σε παρότρυνα με τον τρόπο μου να έρθουμε απόψε εδώ; Γιατί απόψε είναι η δική μας βραδιά ! Αφιερωμένη σε όλες τις βασανισμένες ψυχές που δε βρίσκουν ηρεμία και περιπλανιούνται αιωνίως μεταξύ ζωής και θανάτου». Έβαλε το χέρι του σε μια μικρή καταπακτή που υπήρχε στο πάτωμα της σκηνής και άρχισε να ψαχουλεύει. Έβγαλε από μέσα κάτι που έμοιαζε με φανάρι, μέσα από το οποίο έβγαινε ένα κιτρινωπό φως. Στράφηκε προς τους αλλόκοτους θαμώνες της παμπ. «Σύντροφοι ! Υψώστε τα φανάρια σας ! Καλώς ήρθατε στο πάρτι ! ». Όλοι ξέσπασαν σε δαιμονιώδεις ζητωκραυγές. Ο μπάρμαν άρχισε με ιδιαίτερη ευλάβεια να ανάβει τις κολοκύθες που μέχρι πρότινος κοσμούσαν το χώρο, έτσι ώστε να εκπέμπουν το ίδιο κιτρινωπό φως, που εξέπεμπε και το φανάρι του Jack. Άρχισε να τις μοιράζει και μέσα σε λίγα λεπτά όσοι βρίσκονταν μέσα στο χώρο κρατούσαν από μία. Άπαντες ύψωσαν τα φανάρια τους στο ύψος των προσώπων τους και τότε αποκαλύφθηκε στα μάτια μας όλη η αλήθεια. Κανείς τους δεν είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Για την ακρίβεια απείχαν πάρα πολύ από οτιδήποτε ανθρώπινο. Ήμασταν σε ένα πάρτι ζωντανών νεκρών.
Η Ντίνα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς χωρίς να έχει πάψει ούτε δευτερόλεπτο να κρατά το μπράτσο μου, ενώ ο Φοίβος το μόνο που έκανε ήταν να γρυλλίζει, αφού μάλλον δεν του είχε απομείνει άλλο κουράγιο για γάβγισμα. Με κατέκλυσαν τύψεις, αφού και οι δύο με τον τρόπο τους με είχαν προειδοποιήσει για τον επερχόμενο κίνδυνο. Ωστόσο προσπάθησα να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου. «Γι...γιατί τώρα μετά από τόσα χρόνια; Τι...τι θέλετε από εμάς;», κατάφερα να ξεστομίσω. Mε αγριεμένο ύφος και χωρίς να χάσει τη στριγκή του φωνή ο Jack μου απάντησε σχεδόν ουρλιάζοντας. «Γιατί κουράστηκα να φαίνομαι αδύναμος ! Και γιατί είναι επιτέλους καιρός να μάθετε εσείς οι άνθρωποι ότι δεν είναι όλα όπως τα έχετε στο μυαλό σας ! Δεν υπάρχει μόνο ο δικός σας κόσμος και ο «πάνω» ή ο «κάτω» κόσμος. Υπάρχουν και άλλες καταστάσεις τις οποίες δε μπορείτε ή ακόμα χειρότερα δε θέλετε να αντιληφθείτε ! Όσο για το τι θέλουμε δεν είναι κάτι σπουδαίο...μερικά ζαχαρωτά ως φόρο τιμής που σας δεχτήκαμε απόψε εδώ αρκούν».
Έψαξα αμέσως στις τσέπες μου...Με τρόμο συνειδητοποίησα πως όσο κι αν έψαχνα δε θα έβρισκα το παραμικρό γλυκό στις τσέπες μου. «Δ...δεν έχουμε ζαχαρωτά μαζί μας. Ει...είναι η πρώτη χρονιά που δεν κάναμε «φάρσα ή κέρασμα». Τότε ο Jack έβγαλε μια απαίσια κραυγή οργής και ούρλιαξε «Aνόητοι θνητοί ! Πως τολμάτε και μας προσβάλλετε έτσι...Δε σέβεστε πλέον κανένα έθιμο αυτής της γιορτής, ούτε και τη φιλοξενία που σας προσφέρουμε...Κι αφού είναι έτσι, υπάρχει μονάχα ένας τρόπος να ξεπληρωθεί η παρουσία σας απόψε εδώ. Θα μας προσφέρετε...τη σάρκα σας !».
Στη στιγμή οι σκοτεινές φιγούρες άρχισαν με βαριά βήματα να μας προσεγγίζουν. Ο απόλυτος τρόμος μας είχε καταβάλλει. Έσφιξα στην αγκαλιά μου τους δύο πιστούς μου συντρόφους και απλώς περίμενα να συμβεί το μοιραίο. Θα πληρώναμε με το ίδιο μας το αίμα το γεγονός πως για πρώτη φορά στη ζωή μας δεν είχαμε γιορτάσει το Halloween με τον πρέποντα τρόπο. Ο Jack είχε φτάσει μόλις λίγα μέτρα μακριά και ασυναίσθητα το βλέμμα μου έπεσε στο φανάρι που κρατούσε το κοκκαλιάρικο χέρι του. Ήταν διαφορετικό από τα φανάρια-κολοκύθες που κρατούσαν οι άλλες τρομακτικές οντότητες που μας περιέβαλλαν. Αυτό που κρατούσε δεν ήταν κολοκύθα, αλλά κάτι που έμοιαζε με γογγύλι.
Είχαν φτάσει σχεδόν σε απόσταση αναπνοής. Ο αρχηγός τους με κοίταξε κατάματα κάνοντάς τα πόδια μου να κοπούν από φόβο. Η βρωμερή ανάσα του έφτασε στα ρουθούνια μας. Ο Jack άπλωσε το κοκκαλιάρικο χέρι του προς το μέρος μας γρυλλίζοντας θυμωμένα. Έκλεισα τα μάτια μου και παρέμεινα παγωμένος στη θέση μου, περιμένοντας να νιώσω το διαβολικό άγγιγμα.
Η πόρτα της παμπ άνοιξε με πάταγο. «Σταματήστε αμέσως ! Αφήστε τους ήσυχους τώρα !». Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Τα πρόσωπα εκείνων που μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν έτοιμοι να μας κατασπαράξουν, είχαν στραφεί προς την κατεύθυνση από την οποία προήλθε η βαριά φωνή. Μια μεγαλόσωμη σιλουέτα έστεκε στην είσοδο. Φορούσε μια ολόσωμη μαύρη στολή. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν ήταν εμφανή αφού η στολή κατέληγε σε μια τεράστια μαύρη κουκούλα ενώ μια σκουρόχρωμη μάσκα κάλυπτε κυριολεκτικά ολόκληρο το πρόσωπο και δεν επέτρεπε σε κανέναν να αναγνωρίσει την άγνωστη φιγούρα. Κρατούσε δύο χοντρούς σάκους με άγνωστο περιεχόμενο.
«Ορίστε τα γλυκά σου. Τώρα άσε τους να φύγουν», είπε δυνατά. Πέταξε τους δυο πελώριους σάκους προς το μέρος του Jack. Είδα μερικά γλειφιτζούρια και κάμποσες σοκολάτες να πετάγονται έξω από τις τσάντες τη στιγμή που αυτές έσκαγαν με δύναμη στο δάπεδο. Ο Jack πλησίασε διερευνητικά και σήκωσε από το πάτωμα μια σοκολάτα. Ο άγνωστος άντρας έδειξε με το χέρι του προς τη δική μας κατεύθυνση και κραύγασε «Εσείς ! Αν θέλετε να σωθείτε, ελάτε μαζί μου ! Τώρα !». Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον εμπιστευτούμε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε καμία άλλη επιλογή. Ο Jack στράφηκε προς το μέρος μας ρίχνοντας ένα βλέμμα όλο μίσος και μίλησε με τρόπο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Καταραμένοι θνητοί...φθηνά τη γλιτώσατε...φύγετε αμέσως...και μην ξανγυρίσετε ποτέ !».
Τρέξαμε προς τον άγνωστο άντρα, ο οποίος μας είχε κυριολεκτικά γλιτώσει από το χάρου τα δόντια. «Ακολουθήστε με...γρήγορα», είπε απλά. Αρχίσαμε να τρέχουμε με όση δύναμη μας είχε απομείνει προκειμένου να απομακρυνθούμε από εκείνο το καταραμένο πάρτι. Κοίταξα τον άγνωστο άντρα που προπορευόταν στο τρέξιμο από εμάς. Ήταν θα έλεγε κανείς παράδοξο, αλλά παρότι δε μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του, η σιλουέτα του μου φαινόταν κάπως οικεία. Μέσα στον πανικό μου το μόνο που μπορούσα να ρωτήσω ήταν «Που πηγαίνουμε;». «Κάπου με ασφάλεια», βρυχήθηκε ο άντρας.
Τρέξαμε για αρκετή ώρα με τις ελάχιστες δυνάμεις που μας είχαν απομείνει. Στρίψαμε σε μια γωνία και φτάσαμε σε ένα σημείο στο οποίο φαινόταν να τελειώνει η μακάβρια συνοικία που είχαμε επισκεφτεί πριν λίγα λεπτά. Μπροστά μας απλωνόταν ένα καταπράσινο δάσος. Ο άντρας που μας είχε σώσει μας υπέδειξε να τον ακολουθήσουμε προς τα εκεί. «Από εδώ θα κόψουμε δρόμο». Τρέξαμε όλοι μαζί μέχρι το σημείο όπου σταματούσε η άσφαλτος και ξεκινούσε το δάσος. Με το που πατήσαμε το πόδι μας στο πράσινο, ο μυστηριώδης άντρας μας μίλησε. «Από εδώ και πέρα μπορούμε να σταματήσουμε να τρέχουμε. Ηρεμήστε. Ξέρω την περιοχή σαν την παλάμη μου. Σε αυτό το σημείο ξεκινάει ένα μικρό άλσος. Θα το διασχίσουμε και σε δέκα λεπτά περίπου θα βρισκόμαστε στον κύριο δρόμο που οδηγεί προς τα σπίτια σας. Εκεί υπόσχομαι να σας τα εξηγήσω όλα».
Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Είχαμε χαθεί σε μια άγνωστη περιοχή κι εκείνος μας είχε σώσει. Εκείνος προπορεύθηκε κι εμείς διστακτικά τον ακολουθήσαμε. Περπατήσαμε για περίπου πέντε λεπτά, όταν στ' αυτιά μας άρχισαν να ηχούν βουητά από μουσική και φασαριόζικες συνομιλίες. Με αυτόν τον τρόπο πήρα μια μεγάλη δόση σιγουριάς ότι πράγματι οδηγούμασταν σε κατοικημένη περιοχή, όπου οι εορτασμοί του Halloween συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Αναρωτήθηκα τι ώρα ήταν και υπολόγισα πως πρέπει να πλησίαζαν μεσάνυχτα. Συνεχίσαμε να προχωράμε με τον άγνωστο άντρα να βρίσκεται μπροστά μας.
Οι κραυγές και η μουσική ολοένα και δυνάμωναν. Το πυκνό δάσος είχε αρχίσει να αραιώνει και τα δέντρα να γίνονται όλο και λιγότερα μπροστά μας. Φτάσαμε στο σημείο που φαινόταν πως τελείωνε η πυκνή βλάστηση. Αυτό μπροστά στο οποίο βρεθήκαμε αντιμέτωποι έκανε το αίμα στις φλέβες μας να παγώσει.
Ένα απέραντο ξέφωτο απλωνόταν τώρα μπροστά στα μάτια μας. Άντρες και γυναίκες που φορούσαν στολές πανομοιότυπες με εκείνες αυτού που μέχρι τώρα θεωρούσαμε σωτήρα μας στέκονταν και διασκέδαζαν σε όλη την έκτασή του. Με το που εμφανιστήκαμε όλα τα βλέμματα έπεσαν πάνω μας και απλώθηκε απόλυτη σιωπή στο χώρο. Στο κέντρο του ξέφωτου βρισκόταν κάτι που έμοιαζε με πέτρινο κρεβάτι. Λίγα μέτρα πίσω από αυτό το παράξενο αντικείμενο, βρισκόταν καθιστός ο απόλυτος τρόμος. Ένα πελώριο πλάσμα βγαλμένο από τα βάθη της πιο νοσηρής φαντασίας. Έμοιαζε με δέντρο όμως παρατήρησα πως το σώμα του κατέληγε σε κανονικά άκρα. Το χρώμα του ήταν σκούρο μπεζ με πορτοκαλί αποχρώσεις σε ορισμένα σημεία. Μέσα από το κεφάλι του ξεπρόβαλαν απειλητικά δυο μαύρα κέρατα. Δε διέκρινα χείλη στο πρόσωπό του, παρά μόνο μια λεπτή μαύρη γραμμή που θα μπορούσε να θεωρηθεί στόμα. Δεν υπήρχαν ρουθούνια ή οτιδήποτε παρόμοιο και αντί για μάτια δυο μεγάλες και βαθιές, κατάμαυρες κόγχες έδιναν την εντύπωση πως κοιτούσαν κατευθείαν προς το μέρος μας.
Έντρομος, στράφηκα προς το μεγαλόσωμο άντρα που μας είχε οδηγήσει σε εκείνο το μέρος. «Εί...είπες πως θα μας σώσεις». Κατεβάζοντας την κουκούλα και βγάζοντας με αργές κινήσεις την κατάμαυρη μάσκα που φορούσε. «Δεν υπάρχει πλέον καμία σωτηρία για σας...αδερφούλη !». Το πρόσωπό του είχε αποκαλυφθεί πλήρως. Ήταν ο Μάνος ! Με κοιτούσε με ένα χαμόγελο τόσο ύπουλο το οποίο δεν προμήνυε τίποτα θετικό.
«Μά...Μάνο» ψέλλισα, «είναι μια πλάκα, έτσι δεν είναι;». «Αυτό το λάθος κάνεις μόνιμα αδερφούλη...τα παίρνεις όλα στην πλάκα. Και ειδικότερα το νόημα αυτής της γιορτής. Φέτος μάλιστα δεν τήρησες ούτε ένα από τα έθιμά της. Τι ύβρις ! Και τώρα ήρθε η ώρα να τιμωρηθείς για όλα !». «Μα...δεν καταλαβαίνω», απάντησα τρέμοντας. «Υποτίθεται πως ήσουν άρρωστος στο σπίτι λόγω του ότι ως συνήθως έφαγες πολλά ζαχαρωτά». «Αχ Γιάννη, Γιάννη...πόσο μεγάλη άγνοια έχεις. Ποιος σου είπε ότι τόσα χρόνια βαρυστομάχιαζα μόνο εξαιτίας των ζαχαρωτών;». Με ένα νόημά του μερικοί άντρες παραμέρισαν. Μερικά μέτρα πιο πίσω τους, τρία κορμιά κείτονταν στο γρασίδι. Διέκρινα μια στολή βαμπίρ, ένα κοστούμι μάγισσας κι ένα Jason από το «Παρασκευή και 13». Ήταν τα τρία παιδιά που μας είχαν τρομάξει πριν λίγες ώρες ! Κομμάτια δέρματος έλειπαν από τα σώματά τους και οστά εξείχαν σε διάφορα σημεία, ενώ άλλα ήταν πεταμένα σε διάφορα σημεία τριγύρω. Λεπτά ρυάκια αίματος κυλούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Βοήθεια ! Βοήθεια ! Σας παρακαλώ ! Ας μας βοηθήσει κάποιος για το Θεό !», φώναξα γεμάτος απελπισία. Ο Μάνος γέλασε χαιρέκακα. «Θεό; Θεό; Χαχαχαχα ! Ο μοναδικός θεός που υπάρχει απόψε στη γη είναι εκείνος !». Έδειξε με ένα νόημα προς το πλάσμα που στεκόταν πίσω από το βωμό. «Μάνο...σε ικετεύω ! Ότι κι αν έχεις κατά νου άκουσέ με και πάμε αμέσως να φύγουμε από εδώ ! Σου ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό να αλλάξω από εδώ και πέρα !». «Είναι πολύ αργά για οτιδήποτε τώρα πια. Τα πάντα έχουν δρομολογηθεί. Σε λίγο θα γίνεις το κυρίως γεύμα του. Κι εκείνη... αφού προετοιμαστεί κατάλληλα...θα τον συντροφεύει για πάντα !». Έδειξε με το δάχτυλό του τη Ντίνα. «Τι...τι εννοείς;», ρώτησα αποσβολωμένος. «Εκείνος μου ανέθεσε να βρω μια αγνή ψυχή η οποία θα μπορούσε να τον συντροφέψει. Τόσα χρόνια η Ντίνα ανέχτηκε αμέτρητες ηλιθιότητες από σένα και ήταν εκείνη που βρισκόταν δίπλα μου στις δύσκολες στιγμές, όταν εσύ έβγαινες έξω και διασκέδαζες. Είναι με μεγάλη διαφορά η πιο αγνή ψυχή που γνώρισα ποτέ μου. Το μόνο που έσωζε εσένα τόσα χρόνια είναι πως τηρούσες τις απαιτούμενες συνήθειες της γιορτής. Αλλιώς θα είχες πέσει στα δόντια του πολύ νωρίτερα ! Ούτε εκείνη τήρησε τα έθιμα του Halloween φέτος και γι' αυτό θα πρέπει να τιμωρηθεί. Αφού συμβεί και αυτό, θα είναι απόλυτα έτοιμη να τον συνοδεύσει αιωνίως ως βασίλισσά του. Και τώρα...ας αρχίσει το πραγματικό πάρτυ !». Αμέσως, δεκάδες μαυροντυμένες σκιές όρμηξαν προς το μέρος μας. Η Ντίνα έσφιξε το μπράτσο μου. «Όχι ! Γιάννη μην τους αφήσεις...σε παρακαλώ ! Γιάννηηηηη !».
Με χτύπησαν στο κεφάλι κι έπεσα κάτω σχεδόν αναίσθητος. Ο Φοίβος έφυγε από την αγκαλιά μου κι άρχιζε να γαβγίζει μανιασμένα. Οι μαυροντυμένες φιγούρες πήραν τη Ντίνα μέσα από τα χέρια μου και την κουβάλησαν προς τον πέτρινο βωμό, όσο εκείνη συνέχιζε να ουρλιάζει αδιάκοπα. Παράλληλα, είδα πως τα χέρια και τα πόδια του πλάσματος που καθόταν πίσω από το βωμό πλέον είχαν μετατραπεί σε μακριά, λεπτά καφετιά κλαδιά που έμοιαζαν με μαστίγια. Παρατήρησα πως πλησίαζαν προς το μέρος μου. Τυλίχτηκαν με πρωτόγνωρη δύναμη γύρω μου και με σήκωσαν ψηλά. Άρχισαν να με τραβάνε προς το μέρος της δαιμονικής θεότητας και ημιλιπόθυμος είδα τη λεπτή μαύρη γραμμή που έμοιαζε με στόμα να ανοίγει διάπλατα. Οι απεγνωσμένες κραυγές της Ντίνας συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Στιγμιαία αντίκρυσα την πανσέληνο που πλέον είχε πάρει ένα κατακόκκινο χρώμα. Η μαύρη άβυσσος που αποτελούσε το στόμα του πλάσματος ανοίχτηκε κατασκότεινη μπροστά μου. Το ίδιο το πνεύμα της γιορτής ήταν έτοιμο να με τιμωρήσει με τον πλέον εφιαλτικό τρόπο. Τώρα πια ήταν αργά για φάρσες και το μοναδικό κέρασμα που υπήρχε ήμουν εγώ ο ίδιος. Το παραπονεμένο, θρηνητικό γάβγισμα του Φοίβου, δίχως την παραμικρή κωμική χροιά πλέον, ήταν το τελευταίο πράγμα που αντήχησε στ' αυτιά μου. Βυθίστηκα στο απόλυτο σκοτάδι. Όλα είχαν τελειώσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top