Η επιστροφή - ΜaniaNia81
Φρεντέρικτον - Καναδάς
31 Οκτωβρίου
Ημέρα Γιορτής του Halloween
Στην μικρή πόλη Φρεντέρικτον του Καναδά, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι έμεναν σε μονοκατοικίες και στις γειτονιές όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, μόλις ο ήλιος έδυσε και το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται, άναψαν τις κολοκύθες φαναράκια διακοσμώντας με αυτές τις βεράντες και τους κήπους τους δημιουργώντας 'τρομακτική' ατμόσφαιρα όπως το απαιτούσε άλλωστε και η μέρα.
Όλοι οι κάτοικοι εφοδιάζονται για αυτή τη ξεχωριστή μέρα. Και με τι εφοδιάζονται; Μα με τι άλλο παρά από σακούλες γεμάτες γλυκά, ζαχαρωτά, καραμέλες, σοκολάτες...
Αγόρια και κορίτσια ντυμένα μάγισσες, δράκουλες, βρικόλακες, φαντασματάκια, βασίλισσες του σκότους και οτιδήποτε άλλο τρομακτικό, ξεχύθηκαν στις γειτονιές κρατώντας τα κουβαδάκια τους σε μορφή κολοκύθας. Κτυπούσαν τις πόρτες και όταν αυτές άνοιγαν, φώναζαν με τις χαρούμενες φωνούλες τους «trick or treat». Οι άνθρωποι γελαστοί γέμιζαν τις χούφτες τους με γλυκά και τα έριχναν στα κουβαδάκια των παιδιών, και αυτά γεμάτα χαρά και ενθουσιασμό έτρεχαν στο επόμενο σπίτι.
Η εξάχρονη Μαντλίν με το ένα χέρι κρατούσε σφικτά το χέρι της μαμάς της και χοροπηδούσε μουρμουρίζοντας ένα τραγουδάκι που είχε μάθει πρόσφατα στο σχολείο, και με το άλλο κρατούσε το ακόμα άδειο από γλυκά κουβαδάκι της σε σχήμα κολοκύθας. Ήταν ντυμένη μαγισσούλα και ο ενθουσιασμός της είχε φτάσει στα ύψη.
«Άντε μανούλα, πότε θα πάμε σε σπίτια; Ανυπομονώ».
Η Έβελιν γέλασε με την ανυπομονησία της κόρης της «Πρώτα θα συναντηθούμε με τους φίλους σου. Να εδώ πιο κάτω δώσαμε ραντεβού με τις μαμάδες τους. Θα πάμε όλοι μαζί. Δεν το προτιμάς;»
«Ναι!!» φώναξε η μικρή.
Σε λίγο φάνηκε η παρέα από μαμάδες με τα παιδιά τους που περίμεναν την Έβελιν και τη μικρή Μαντλίν.
«Γεια σας» είπε η Έβελιν χαμογελαστή όταν έφτασαν κοντά τους.
«Γεια σας» τους είπαν και αυτές.
«Ωωω!, μα τι όμορφη μαγισσούλα που είσαι» είπε στην Μαντλίν μια από τις μητέρες.
«Ευχαριστώ κυρία Μαίρη» είπε η μικρή ντροπαλά.
Οι φίλοι της την κοιτούσαν με ανυπονησία και η Έβελιν το πρόσεξε.
«Άντε, πήγαινε στους φίλους σου» της είπε η μαμά της γλυκά και της άφησε το χέρι. Η μικρή έτρεξε στους φίλους της γελώντας χαρούμενα. Θαύμασε τις στολές τους και έπειτα γκρίνιαξε πως ήταν πια καιρός να ξεκινήσουν.
«Ας ξεκινήσουμε τότε» είπε η Έβελιν και οι υπόλοιπες μαμάδες της παρέας συμφώνησαν.
«Έλα, Μαντλίν, να πάρεις τη σκούπα σου. Τι μάγισσα θα είσαι χωρίς τη σκούπα» της είπε η Έβελιν που τόση ώρα αυτή μετέφερε τη σκούπα της.
Η μικρή επέστρεψε βιαστικά κοντά της και πήρε τη σκούπα από τα χέρια της. Η Έβελιν της χαμογέλασε. «Τώρα, ναι. Είσαι μια ολοκληρωμένη τρομακτική μάγισσα!»
Η Μαντλίν γέλασε παιχνιδιάρικα και τρέχοντας επέστρεψε στους φίλους της. Όλοι μαζί πια κατευθύνθηκαν στο πρώτο σπίτι που είδαν μπροστά τους.
Μέχρι τις έντεκα το βράδυ πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι κτυπούσαν την πόρτα και όταν αυτή άνοιγε τα παιδιά φώναζαν χαρούμενα «trick or treat».
Τα γλυκά έπεφταν σαν χείμαρρος στα κουβαδάκια τους, μέχρι που είχαν γεμίσει πια εντελώς.
«Φτάνει τόσο, ε Μαντλίν;» τη ρώτησε η μαμά της, «το κουβαδάκι σου έχει ξεχειλίσει από τα γλυκά».
«Ναι, μανούλα, φτάνει. Κουράστηκα κιόλας» της είπε η μικρή και η Έβελιν της χάιδεψε τα μαλλιά.
Συμφώνησαν και οι υπόλοιπες μαμάδες της παρέας πως ήταν πια ώρα να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η Έβελιν τις ήξερε όλες χρόνια τώρα. Γνωρίστηκαν εκεί στη γειτονιά, αλλά, φίλες έγιναν απ' όταν τα παιδιά τους άρχισαν το σχολείο και έπιασαν φιλίες πρώτα μεταξύ τους.
Στο δρόμο της επιστροφής σταδιακά η παρέα λιγόστευε καθώς επέστρεφαν στη ζεστασιά των σπιτιών τους, μέχρι που τελικά έμειναν μόνο οι δυο τους -μητέρα και κόρη- να περπατούν για το σπίτι τους που βρισκόταν πιο κάτω.
Λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι, η Έβελιν ένιωσε ένα κάψιμο στο στήθος. Κοίταξε στο κόρφο της και είδε το αγαπημένο της μενταγιόν που σχεδόν ποτέ δεν αποχωριζόταν να βγάζει μια λάμψη καίγοντάς της το δέρμα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήθελε να το βγάλει έξω να το δει η Μαντλίν και να φοβηθεί.
Ευτυχώς τα ρούχα που φορούσε ήταν χοντρά γιατί είχε κρύο και η λάμψη δε φαινόταν κάτω από αυτά. Υπόμενε λοιπόν μέχρι που έφτασαν στην πόρτα του σπιτιού τους.
Η Έβελιν την άνοιξε και έσπρωξε την Μαντλίν μέσα.
«Εσύ μανούλα δε θα έρθεις;» τη ρώτησε η Μαντλίν με παράπονο.
«Θα έρθω σε λίγο. Ξέχασα κάτι που έπρεπε να κάνω. Θα γυρίσω γρήγορα. Είναι μέσα ο μπαμπάς σου. Πες του ότι δε θα αργήσω. Εντάξει;»
«Ναι, εντάξει. Σε αγαπάω μανούλα» είπε και την αγκάλιασε. Η Έβελιν τη φίλησε, την έσπρωξε απαλά μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα.
Αμέσως μετά έβγαλε το μενταγιόν από τον κόρφο της με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
«Τι στο καλό έπαθες;» το ρώτησε σαν να μιλούσε σε κάτι ζωντανό.
Το μενταγιόν έλαμψε με μεγαλύτερη δύναμη και η Έβελιν ένιωσε να την τραβάει. Σαν να ήθελε να την οδηγήσει κάπου. Η Έβελιν άρχισε να περπατάει υπακούοντας στο μενταγιόν. Ήταν περίεργη να δει που θα την οδηγούσε, αλλά συνάμα το βρήκε και λίγο διασκεδαστικό όλο αυτό.
Έφτασε σε ένα σκοτεινό στενό δρόμο που όμως ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχε μέχρι τώρα. Ήξερε κάθε εκατοστό της περιοχής και ήταν σίγουρη πως αυτό το στενό δρομάκι δεν το είχε ξαναδεί. Το μενταγιόν συνέχισε να την τραβάει οδηγώντας την να μπει σε αυτό το στενό δρομάκι και η Έβελιν το ακολούθησε. Έκανε μερικά βήματα και ξαφνικά το δρομάκι μετατράπηκε σε ένα χωμάτινο χορταριασμένο μονοπάτι το οποίο την οδήγησε σε ένα ξέφωτο. Αν και επικρατούσε σκοτάδι στη γύρω περιοχή, μπορούσε να διακρίνει πως γύρω από το ξέφωτο βρισκόταν δάσος. Μπορούσε να διακρίνει τις μορφές των δέντρων. Μα πως ήταν δυνατόν; Αφού ήταν σίγουρη πως σε αυτήν την περιοχή υπήρχαν σπίτια στα οποία ζούσαν άνθρωποι. Και το ακόμα πιο παράξενο ήταν που ενώ γύρω από το ξέφωτο κυριαρχούσε σκοτάδι, μέσα στο ξέφωτο υπήρχε φως σαν να ήταν μέρα. Μα τι στο καλό;
Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο απελπισμένη, μετανιωμένη που ακολούθησε το μενταγιόν.
Η καρδιά της άρχισε να κτυπάει σαν τρελή από φόβο, και ένιωθε το αίμα στις φλέβες της να ρέει με ορμή. Αποφάσισε να φύγει από εκεί, αλλά όταν έψαξε για το μονοπάτι ανακάλυψε πως δεν βρισκόταν πια εκεί. Ούτε και από πουθενά αλλού μπορούσε να διαφύγει. Δεν υπήρχε καμία έξοδος και είχε αποκλείσει την περίπτωση να τρέξει στο σκοτεινό δάσος. Το σκοτάδι το φοβόταν περισσότερο από το να βρίσκεται εκεί...
Γύρισε πίσω και το βλέμμα της έπεσε σε ένα καζάνι που καθόταν πάνω σε δυνατή φωτιά στο κέντρο του ξέφωτου. «Αυτό πριν ήταν εδώ;» συλλογίστηκε και άρχισε να το πλησιάζει με αργά, διστακτικά βήματα.
Όταν έφτασε αρκετά κοντά πρόσεξε πως τα ξύλα μπορεί να εξέπεμπαν φωτιά αλλά τα ίδια δεν καίγονταν. Κοίταξε μέσα στο καζάνι και είδε ένα πρασινωπό υγρό να κοχλάζει. Έντρομη έκανε ένα βήμα πίσω. Όλα αυτά που αντίκρυζε δεν ήταν φυσιολογικά. Δεν ήταν καν ανθρώπινα..
Ένιωσε τα χέρια της ιδρωμένα και τα σκούπισε πάνω στο τζιν που φορούσε.
Ξαφνικά είδε μια μπάλα φωτιάς να έρχεται προς τα πάνω της και την τελευταία στιγμή ουρλιάζοντας από τρόμο έσκυψε για να την αποφύγει.
«Μπράβο!» ακούστηκε μια μπάσα φωνή «Είσαι από τους λίγους που αντέδρασες σωστά. Οι πιο πολλοί αρχίζουν να τρέχουν, και όπως καταλαβαίνεις, καταλήγουν κάρβουνο» είπε η φωνή και άρχισε να γελάει, ένα γέλιο γεμάτο κακία και απόλαυση μαζί. Η Έβελιν ένιωσε να ανατριχιάζει. Κοιτούσε γύρω της προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της φωνής αλλά τίποτα.
«Ποια.. ποια είσαι; ρώτησε η Έβελιν με φωνή που έτρεμε ελαφρώς. «Που.. είσαι; Γιατί δε φανερώνεσαι;»
«Πολύ καλά. Αφού το θες» είπε η φωνή και βγήκε στο φως. Η Έβελιν γούρλωσε τα μάτια από φρίκη. Μπροστά της στεκόταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, τα μάτια της ήταν μικρά και στρογγυλά σαν κουμπιά, η μύτη της μακριά και γαμψή, τα χείλη της τόσο λεπτά...σχεδόν ανύπαρκτα. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μυτερό καπέλο και στα χέρι της κρατούσε μια σκούπα.
«Είσαι...είσαι...»
«Μάγισσα. Γιατί δεν το λες;»
«Μα πως είναι δυνατόν; Αφού οι μάγισσες υπάρχουν μόνο στα παιδικά παραμύθια».
Η Μάγισσα γέλασε και ύστερα της είπε σαν κατηγόρια. «Εσύ το λες αυτό;»
«Δεν καταλαβαίνω..» τραύλισε σα χαμένη.
«Περίμενε και θα σου λυθούν όλες οι απορίες. Πρώτα όμως θέλω να προσκαλέσω παρέα» και με ένα νεύμα του χεριού της ο ουρανός γέμισε με ιπτάμενες σκούπες που τις καβαλούσαν μάγισσες. Έκαναν κύκλους πάνω από το ξέφωτο βγάζοντας τρομακτικές ιαχές. Έπειτα από λίγο άρχισαν να προσγειώνονται στο έδαφος δημιουργώντας ένα τοίχος στην περιφέρεια του ξέφωτου. Η Έβελιν από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε περικυκλωμένη χωρίς πια να υπάρχει καμία διαφυγή από πουθενά. Κοίταξε γύρω της τις παραταγμένες μάγισσες και προς μεγάλη της έκπληξη πρόσεξε πως υπήρχαν και μάγισσες μικρότερης ηλικίας, όπως επίσης υπήρχαν μάγισσες που ήταν όμορφες, εκθαμβωτικά όμορφες. Ήταν όλες ντυμένες στα μαύρα και στα κεφάλια τους υπήρχε το χαρακτηριστικό μυτερό καπέλο.
Η Έβελιν ένιωσε να ανατριχιάζει όταν αντιλήφθηκε πως όλες κοίταζαν αυτήν. Ένα κακό προαίσθημα άρχισε να την καταβάλλει. Έσκυψε το κεφάλι και πίεσε τους κροτάφους της που πάλλονταν από την ένταση και το φόβο που ένιωθε. Μάζεψε όλο το θάρρος της και όταν σήκωσε το κεφάλι της ρώτησε με δυνατή σταθερή φωνή «Τι ακριβώς θέλετε από εμένα;», «Γιατί εμένα;» συμπλήρωσε, αλλά η φωνή της δεν ακούστηκε όσο σταθερή θα ήθελε.
Στο μυαλό της ήρθε το κοριτσάκι της, η γλυκιά της Μαντλίν, και ο Άνταμ, ο σύζυγός της. Οι δύο άνθρωποι που λάτρευε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ένιωσε την καρδιά της να σκίζετε στη σκέψη ότι μπορεί και να μην τους ξανάβλεπε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Τι συμβαίνει Έβελιν;» τη ρώτησε η Μάγισσα.
«Ξε...ξέρεις το όνομα μου;»
Η Μάγισσα γέλασε. «Μα, φυσικά. Τι νομίζεις; Πως τυχαία βρέθηκες εδώ; Τυχαία νομίζεις έχεις αυτό το μενταγιόν στην κατοχή σου;» με ένα νεύμα της όλες οι μάγισσες τράβηξαν από τον κόρφο τους πανομοιότυπα μενταγιόν με το δικό της. Η Έβελιν αντικρύζοντας το θέαμα έμεινε με το στόμα ανοικτό.
«Είσαι μια από εμάς Έβελιν» της φώναξε.
«Από... αποκλείεται. Δε θα το ήξερα;»
«Λοιπόν, θα σου πω μια ιστορία και θα καταλάβεις πολλά. Θα πάμε πίσω πολλά χρόνια. Εκατοντάδες χρόνια πίσω. Όταν ακόμα εμείς οι μάγισσες ζούσαμε ελεύθερες, χωρίς να καταδιωκόμαστε από κανέναν. Τότε που οι κοινοί άνθρωποι δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή μας.
Η αιτία που οι άνθρωποι έμαθαν την ύπαρξή μας και από τότε άρχισαν να μας κυνηγούν με σκοπό να μας εξοντώσουν, ήταν μια προγονός σου, η Ντέστινυ, που ήταν και η πρώτη κάτοχος του μενταγιόν που φοράς. Ερωτεύτηκε τρελά έναν κοινό άντρα. Το έσκασε από εμάς και πήγε να ζήσει μαζί του στο δικό του κόσμο. Αυτός φυσικά δε γνώριζε πως ήταν μάγισσα. Δεν τολμούσε να του το εξομολογηθεί από φόβο μην τον χάσει. Παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά. Τελικά, η ηλίθια, κατά λάθος αποκαλύφθηκε με αποτέλεσμα να την ρίξουν στην πυρά. Οι άνθρωποι είχαν σκοπό να ξεκληρίσουν όλη την οικογένεια όμως ο άντρα της με τα παιδιά τους κατάφεραν να διαφύγουν. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν, έκαναν δικά τους παιδιά και η αλυσίδα προχωρά μέχρι τη δική σου γέννηση, μα και της κόρης σου».
«Την κόρη μου να την αφήσετε ήσυχη ακούς;» ούρλιαξε με όλη της δύναμη. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί ότι της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ευχόταν όλο αυτό να ήταν ένας φρικτός εφιάλτης που θα ξεχνούσε μόλις ξυπνούσε.
«Μα η κόρη σου είναι κυρίως που μας ενδιαφέρει» της είπε τώρα η Μάγισσα κάνοντας την Έβελιν να χάσει το χρώμα της.
«Η κόρη μου είναι μόλις έξι χρονών. Δεν καταλαβαίνω».
«Μπορεί να είναι μόλις έξι χρόνων, αλλά μέσα της κουβαλάει ένα σπανιότατο χάρισμα το οποίο μπορεί να υπάρξει σε μάγισσα μια φορά κάθε μερικές εκατοντάδες χρόνια. Όλες έχουμε από κάποιο χάρισμα, αλλά είναι από τα συνηθισμένα και κοινά. Ακόμα και εσύ θα έχεις κάποιο απλώς ακόμα δεν το έχεις ανακαλύψει, που σημαίνει πως δε θα είναι και τίποτα το σπουδαίο».
«Και ποιο είναι αυτό το τόσο σπάνιο χάρισμα που έχει η κόρη μου;» ρώτησε η Έβελιν.
«Μπορεί να βλέπει το μέλλον».
«Όχι, δεν έχει τέτοιο χάρισμα η κόρη μου, σας διαβεβαιώ» είπε η Έβελιν ενώ συγχρόνως στο μυαλό τής ήρθε μια σκηνή από την περασμένη εβδομάδα.
Η Έβελιν μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι και η Μαντλίν έτρεξε στην αγκαλιά της.
«Μανούλα, αύριο θα έρθει η νονά μου» της ανακοίνωσε ενθουσιασμένη.
«Α, ωραία, πήρε τηλέφωνο και σου το είπε;»
«Όχι, μανούλα».
Η Έβελιν γέλασε. «Και πως το ξέρεις;»
«Δεν ξέρω πως, αλλά το ξέρω».
Η Έβελιν δεν έδωσε συνέχεια γιατί ήταν σίγουρη πως η νονά της μικρής θα πήρε τηλέφωνο και η μικρή απλώς το είχε ξεχάσει.
Η Έβελιν κοίταξε την Μάγισσα και ξεροκατάπιε.
«Ενδιαφέρον. Έχει ήδη ενεργοποιηθεί το χάρισμα στη μικρή» είπε η Μάγισσα με ένα σαρδόνιο μειδίαμα. «Αυτό είναι καταπληκτικό. Το χάρισμα είναι πιο ισχυρό από ότι πίστευα. Θα εξελιχθεί σε μια παντοδύναμη μάγισσα με τεράστια οφέλη για εμάς».
Η Έβελιν δεν πρόλαβε να πει τίποτα, ξαφνικά είδε τις μάγισσες να ανοίγουν λίγο το τοίχος που είχαν δημιουργήσει, και από εκεί μπήκε μια πολύ γηραιά μάγισσα υποβασταζόμενη από δύο νεαρότερες μάγισσες. Έφτασαν μέχρι το κέντρο που βρισκόταν το καζάνι και την βοήθησαν να καθίσει δίπλα του.
Η Μάγισσα έδειξε τη γηραιά μάγισσα στην Έβελιν «Αυτή είναι η Σόουλ. Όπως θα κατάλαβες και εσύ η ίδια το τέλος της πλησιάζει. Εμείς οι μάγισσες μπορούμε να ζήσουμε μερικούς αιώνες με τη βοήθεια φίλτρων, όμως δυστυχώς δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να ζήσουμε για πάντα, κάποια στιγμή πεθαίνουμε. Όμως η ψυχή της Σόουλ, δεν πρέπει να χαθεί. Έχει κι αυτή ένα πολύ σπάνιο χάρισμα. Έχει την ικανότητα να παίρνει τις ψυχές των ανθρώπων και να τις μεταφέρει σε άλλα σώματα. Απόψε λοιπόν σε φέραμε εδώ γιατί πολύ απλά χρειαζόμαστε το σώμα σου. Και όταν η Σόουλ μπει στο σπίτι σου σαν Έβελιν, θα μας φέρει και την κόρη σου. Φυσικά ο σύζυγος μάς είναι παντελώς άχρηστος και γι' αυτό αναγκαστικά θα πρέπει να τον σκοτώσουμε».
Στο πρόσωπο της Έβελιν σχηματίστηκε η φρίκη με όσα άκουγε. Όμως μετά θυμήθηκε κάτι που πίστεψε πως θα μπορούσε να τη σώσει.
«Μα πως γίνεται από τη μία να με χρειάζεστε όπως λες, και από την άλλη να στέλνετε μια μπάλα φωτιάς πάνω μου με την πιθανότητα τελικά να με σκοτώσετε;»
Τα μάτια της Μάγισσας άστραψαν «Δεν ήταν αληθινή μπάλα φωτιάς χαζούλα, οφθαλμαπάτη ήταν» ένα μειδίαμα χαράκτηκε στα χείλη της, «Είπα να διασκεδάσω λίγο λόγω της ημέρας».
Η τελευταία ελπίδα της Έβελιν έσβησε. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια της. Έπρεπε να κάνει κάτι. Οτιδήποτε. Δε γινόταν να παραδοθεί έτσι αμαχητί. Σκέφτηκε την κορούλα της και τον Άνταμ που την περίμεναν να γυρίσει στο σπίτι και η εικόνα τους της έδωσε τη δύναμη που χρειαζόταν για να παλέψει.
«ΌΧΙ» φώναξε, κοίταξε γύρω της χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά. «Αυτό αποκλείεται» ούρλιαξε. Γεμάτη απελπισία άρχισε να τρέχει κατά τις μάγισσες με σκοπό να σπάσει το τοίχος που σχημάτιζαν και να χωθεί στο δάσος. Τώρα στο σκοτάδι έβλεπε τη σωτηρία της..
«Ακινητοποίηση» φώναξε η Μάγισσα και αμέσως μια μάγισσα τεντώνοντας το χέρι της προς την Έβελιν φώναξε 'ακίνητη' και η Έβελιν δεν μπορούσε πια να κινηθεί, όσο και να το ήθελε δεν μπορούσε πια να τρέξει μακριά τους. Τα πόδια της είχαν καρφωθεί στο έδαφος.
«Μεταφορά» φώναξε η Μάγισσα και αμέσως μια άλλη μάγισσα τέντωσε το χέρι της προς την Έβελιν φωνάζοντας 'μεταφορά'. Σήκωσε την Έβελιν στον αέρα και την απόθεσε δίπλα στη γηραιά μάγισσα, η οποία σηκώθηκε με κόπο. Πήρε λίγο από το φίλτρο που κόχλαζε στο καζάνι με μια κουτάλα και το πότισε στην Έβελιν, έπειτα ήπιε και αυτή. Τέντωσε το χέρι της προς την Έβελιν και άρχισε αργά να το υψώνει. Η ψυχή της Έβελιν άρχισε να βγαίνει από το σώμα της και το κεφάλι της έγειρε άψυχο στο πλάι. Κρατώντας την ψυχή της Έβελιν ψηλά, πέρασε το άλλο της χέρι αργά πάνω από το δικό της σώμα και άρχισε να βγαίνει και η δική της ψυχή. Όταν ελευθερώθηκε από το γηραιό και άχρηστο πια σαρκίο της μπήκε στο νεανικό σώμα της Έβελιν. Έπειτα με αργές κινήσεις κατέβασε το χέρι της οδηγώντας την ψυχή της Έβελιν στο δικό της γηραιό σώμα. Η ανταλλαγή είχε ολοκληρωθεί. Οι μάγισσες πανηγύρισαν με ιαχές χαράς και σιγά σιγά άρχισαν να αποχωρούν από το χώρο.
Το καζάνι εξαφανίστηκε και το φως στο ξέφωτο έσβησε.
«Εμπρός Σόουλ, πήγαινε, και ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» της είπε η Μάγισσα κοιτώντας την με νόημα. Τα μάτια της άστραφταν από ικανοποίηση.
Η Σόουλ άρχισε να κατευθύνεται προς την πόλη, ενώ ένα θρηνητικό ουρλιαχτό βγήκε από τα σπλάχνα της Έβελιν που πια κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα για να σώσει την οικογένειά της, έπειτα έπεσε λιπόθυμη. Δύο μάγισσες την άρπαξαν βίαια από τις μασχάλες και της έσυραν μαζί τους στα βαθιά σκοτάδια του δάσους.
Στο καινούριο της σώμα η Σόουλ αισθανόταν ζωντανή και γεμάτη ευεξία. Ένιωθε σαν να είχε αναστηθεί και με χαιρέκακο χαμόγελο ευχαρίστησε την προηγούμενη κάτοχο του κορμιού αυτού που τώρα της ανήκε ολοκληρωτικά.
Απολάμβανε το γεγονός πως πλέον μπορούσε να περπατά χωρίς καμιά βοήθεια. Ακόμα και να τρέξει αν το επιθυμούσε. Πόσα χρόνια αλήθεια είχε να τρέξει; Πάρα πολλά...
Βάδισε τον ολόφωτο δρόμο μέχρι που έφτασε στο σπίτι της Έβελιν. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Η μικρή Μαντλίν καθόταν στον καναπέ παρακολουθώντας κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση. Μόλις είδε τη 'μητέρα' της πετάχτηκε αμέσως όρθια και έτρεξε κοντά της.
«Μανούλα, γύρισες!» φώναξε χαρούμενα και όρμησε στην αγκαλιά της.
Η Σόουλ την έσφιξε πάνω της φιλώντας την στα μαλλιά «Φυσικά, αγάπη μου, υπήρχε περίπτωση να μην γυρίσω;»
Όμως το σαρδόνιο χαμόγελο της πίσω από την πλάτη της μικρής, προμήνυε όλο το κακό που θα έπεφτε πολύ σύντομα σε αυτό το σπιτικό...
ΤΕΛΟΣ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top