κεφάλαιο 5ο

Σε όλο το ταξίδι η Άλισον της διηγούνταν ιστορίες από αυτή, για τον άντρα της και την κόρη της, αν και τους είχε χάσει και τους δύο εκείνη δεν τα παράτησε και πάρα την ηλικία της έχει ακόμα όρεξη για ζωή. Η Κάιλη από την άλλη της είπε για τα παιδικά της χρόνια στο ορφανοτροφείο, δεν είχε βέβαια και πολλά να τις πει γιατί κι εκείνη ήθελε να ξεχάσει αυτές τις μέρες.

Το ταξίδι ήταν μικρό μιας και διήρκησε μόλις 3 μέρες, όταν έφτασαν στην πρωτεύουσα όλοι οι δρόμοι ήταν στολισμένοι και όλοι οι άνθρωποι είχαν μια γιορτινή διάθεση

Κ: τι γίνετε εδω; Δε θα έπρεπε να έχουνε πένθος;

Ρώτησε την Άλισον

Α: ειλικρινά δεν ξέρω, ελα μαζί μου

Πηγαίνει προς ένα πάγκο με χάλια, ο πωλητής χαρουμενος ρωτάει Άλισον τι θα ήθελε να τις δειξει εκείνη ευγενικά του λέει πως δεν χρειάζεται κάτι και τον ρωτάει προς τι όλος αυτός ο σαματας. Εκείνος τεντώνει τα χέρια και γελάει

<<Μα καλά δε μάθατε για την επιστροφή του πρίγκιπα; Αύριο γίνετε η στέψη του. Ευτυχώς που γύρισε αλλιώς δεν ξέρω τι θα είχαμε απογινει>>

Τις λέει και φευγουνε , η Άλισον φαινόταν αναστατωμένη, άρχισε να μουρμουρίζει μόνη της και σχεδόν έτρεχε στον δρόμο. Σταμάτησε μόνο όταν έφτασε μπροστά απο μια άμαξα, ο αμαξας κατέβηκε και φόρτωσε τα πράγματα τους. Η Άλισον του είπε να τις πάει γρήγορα στο παλάτι. Όταν κάθισαν μέσα ή Άλισον έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό

Κ: είσαι καλα; τι έγινε;

Α: Αν το ήξερα ότι θα γύριζε ο πρίγκιπας θα είχα φύγει πιο νωρίς, ένα θα σου πω μας περιμένει πολύ δουλειά στο παλάτι

Σε όλη την διαδρομή παρέμεναν σιωπηλές, όταν έφτασαν στην πίσω είσοδο του παλατιού, ένα πλήθος αμαξων και καρων βρισκόταν εκεί. Η Άλισον και η Κάιλη κατέβηκαν και πήγαν προς την πύλη, οι φρουροί τις άφησαν αμέσως να περάσουν μιας και που ήξεραν την Άλισον. Όταν έφτασαν μέσα στην Κουζίνα η Άλισον μπήκε φουργιοζα και πήγε προς στον αρχιμαγειαρα ο οποίος φώναζε έξαλλος πάνω από 5 υπηρέτες

Α:Μπεν τι συμβαίνει εδω

Εκείνος γυρνάει και την κοιτάζει και ένα μεγάλο ανακουφισμένο χαμόγελο

Μ: δόξα τον θεό ήρθες. Δε τα βγάζω πέρα με αυτους εδω, φρόντισε...

Η πρόταση του διακόπτεται όταν βλέπει την Κάιλη

Μ: ποια είναι αυτή εδω;

Την ρωτάει δείχνοντας με το κεφάλι του την Κάιλη. Εκείνη μαζεύτηκε στη θέση της και κοίταξε την Άλισον

Α: θα δουλέψει μαζί μας εδώ στην κουζίνα, είναι αρκετά καλή δεν νομίζω να υπάρχει πρόβλημα

Ο Μπεν αναστενάζει και σηκώνει τους ώμους του απορημένος

Μ: ξέρεις πως δε τα καθαρίζω εγώ αλλά δεν νομίζω να υπάρξει πρόβλημα έτσι κι αλλιώς ψάχνουμε για προσωπικό, βάλε μια πόδια και ξεκινά

Η Άλισον της επέδειξε ένα μικρό δωμάτιο όπου είχε διαφορά ρούχα υπηρεσίας, η Κάιλη άλλαξε και έπιασε αμέσως δουλειά. Η μέρα ήταν κουραστική δεν σταμάτησε ούτε λεπτό τη δουλειά αλλά δεν την πείραζε, όλοι εκεί μέσα ήταν πολύ καλοί και της άρεσε που δούλευε σε ένα τόσο ευχάριστο περιβάλλον.

Το βράδυ είχε φτάσει και η δουλειά επιτέλους τελείωσε, εκείνη και όλο το προσωπικό της κουζίνας βγήκαν έξω και κάθισαν σε ένα κιόσκι για να δουν τα πυροτεχνήματα

Α: επιτέλους τελείωσε αυτό το βασανιστήριο

Μ: σιωπή Άλισον τι να πω και εγώ, δε θέλω να ξαναπάω σφολιάτα ποτέ ξανά

Λέει κλαψουριζοντας ενώ χάιδευε την χοντρή κοιλιά του

<<Σιγα μη δε ξανά φας εσύ, το βράδυ θα σηκωθείς πάλι για να πας να φας>>

Λέει ένα νεαρό αγόρι που μάλλον είχε μεγάλη οικειότητα με αυτόν

Μ: σκασε Ρόμπερτ σεβασμός στον πατέρα σου

Του φωνάζει και όλοι αρχίζουν να γελάνε, η Κάιλη δεν είχε μάθει κανέναν ακόμα αλλά φαινόταν πολύ καλοί, ο Ρόμπερτ ήρθε και κάθισε δίπλα της

Ρ: Γεια είναι ο Ρόμπερτ σήμερα δεν ήρθες;

Κ: Ναι είμαι η Κάιλη

Ρ: ελπίζω να μην τρόμαξες από τη δουλειά, δεν έχει πάντα τόση δουλειά

Κ: έχω δουλέψει πολύ περισσότερο

Ένα ξανθό κορίτσι ήρθε και έκατσε μπροστά τους

<<Μην ακούς τις βλακείες που λέει αυτός,

Γεια ειμαι η Έμμα>>

Σπρώχνει τον Ρόμπερτ και κάθετε δίπλα της

Ε: θα περάσουμε τέλεια θα το δεις, έμαθα πως τα δωμάτια μας θα είναι δίπλα δίπλα

Κ: Ωραια

Της λέει αμήχανα, τοτε ο ουρανος φωτίστηκε από τα βεγγαλικά , ολοι κοιταζαν εκπληκτοι το θεαμα και φώναζαν να ζήσει ο βασιλιάς. Η μουσική ακόμα έπαιζε και οι φωνές και τα γέλια αντιχουσαν σε όλο το παλάτι. Η Κάιλη μαζί με την Έμμα ανέβηκαν πάνω για να κοιμηθούνε όπως έκαναν και πολλοί άλλοι υπηρέτες

Η πρώτη της μέρα εδώ είχε τελειώσει, όταν έμεινε μόνη της στο δωμάτιο ξάπλωσε στο κρεβάτι και για άλλη μια φορά σκεφτόταν τον Γκαμπριέλ και το παιδί που έχασε. Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα, άρχισε να κλαίει σιωπηλά μόνη της πάνω στο κρεβάτι ώσπου αποκοιμήθηκε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top